Σέ κάποια φτωχογειτονιά τοῦ Πειραιᾶ ζοῦσε ἕνα τυφλό παιδάκι, ὁ Νίκος. Ἡ μητέρα του ἦταν καλή, εὐσεβής, ἐνάρετη. Ταχτικά πήγαινε στήν ἐκκλησία καί παρακαλοῦσε τόν Χριστό νά χαρίση φῶς στό παιδί της. Ὁ πατέρας ἦταν ἀδιάφορος στά θρησκευτικά ζητήματα. Πολλές φορές κορόϊδευε τή γυναῖκα του γιά τή θρησκευτικότητά της. Οὔτε στήν ἐκκλησία πήγαινε, οὔτε σταυρό ἔκανε.Ἡ μάννα ἔτρεξε σ’ ὅλους τούς ὀφθαλμίατρους, γιά νά ἐξετάσουν τοῦ παιδιοῦ της τά μάτια.Ὅλοι τήν ἀπέλπισαν. Δέν ὑπῆρχε θεραπεία μέ τίποτε, Ἀφοῦ ἔκλεισαν οἱ πόρτες τῆς γῆς, ἡ μάννα χτύπησε τοῦ οὐρανοῦ τίς θύρες. Ἀποφάσισε νά πάει τό παιδί της στήν Τῆνο
.- Γιῶργο, σκέφτηκα νά πάω στήν Τῆνο.
– Τζάμπα θά χαλάσης τά λεφτά σου. Δέν γίνεται τίποτα. Πάρ’ το απόφασι. Ὁ Νίκος θά μείνη τυφλός.