Σελίδες

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Γέρων Παΐσιος: 1)Δυσπιστία καί ὀλιγοπιστία, 2)Κλέφτης τῶν ἀρετῶν ἡ ὑπερηφάνεια, 3)Ἡ καρδιά δέν γερνάει ποτέ.

«ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ε΄ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»

Δυσπιστία και ολιγοπιστία

- Γέροντα, γιατί ο Μωυσής για ένα παραμικρό σφάλμα στερήθηκε την Γη της Επαγγελίας;
- Δεν ήταν παραμικρό σφάλμα∙ ήταν δυσπιστία. Ο Θεός είχε περάσει τους Ισραηλίτες από την Ερυθρά Θάλασσα, τους είχε βγάλει νερό στο Σινά, τους έτρεφε με το μάννα, τόσα θαυμαστά γεγονότα τους είχε δείξει και αυτοί, όταν τους έλειψε πάλι το νερό, γόγγυσαν. Και ο Μωυσής, όταν του είπε ο Θεός να χτυπήση τον βράχο, για να βγη νερό, δυσπίστησε. «Μήπως μπορεί να βγη απ’ αυτόν τον βράχο νερό;», είπε. Γι’ αυτό μετά ο Θεός του έβαλε εκείνον τον κανόνα: «Για τιμωρία ,του είπε, μόνον από μακριά θα δη την Γη της Επαγγελίας». Αν ο Θεός δεν τους είχε βγάλει κι άλλη φορά νερό με θαυμαστό τρόπο, θα είχε ο Μωυσής κάποια ελαφρυντικά∙ τώρα όμως ήταν αδικαιολόγητος για την δυσπιστία του, γι’ αυτό ο Θεός δεν επέτρεψε να μπη στην Γη της Επαγγελίας.
- Γέροντα, νομίζω ότι μόνο με τη δική μου προσπάθεια θα διορθωθώ και γι’ αυτό δεν προχωράω.
- Τι μπορείς να κάνης εσύ μόνη σου; Όσο είναι κανείς γαντζωμένος στον εαυτό του, εμποδίζει το έλεος του Θεού και μένει πίσω, δεν προχωράει. Εάν είχες λίγη πίστη, θα άλλαζαν σχεδόν όλα και, αν είχες και λίγη ταπείνωση, θα είχες Χάρη Θεού. Όλα οφείλονται στο ότι χωλαίνεις στην πίστη και στην ταπείνωση. Έτσι, «δένεται» ο Θεός και δεν μπορεί να σε βοηθήση, γιατί σέβεται το αυτεξούσιο. Να ζητάς πίστη από τον Χριστό- «πρόσθες ημίν πίστιν»- και να καλλιεργής την ταπείνωση.
Γιατί, ακόμα και όταν πιστεύη κανείς, αν έχω υπερηφάνεια, πάλι δεν ενεργεί η πίστη.
Είδατε ο εκατόνταρχος, που αναφέρει το Ευαγγέλιο; Δεν είχε καθόλου υπερήφανο λογισμό, αλλά και τι πίστη είχε! «Δεν είμαι άξιος ,είπε στον Χριστό, να μπης στο σπίτι μου∙ πες μόνον έναν λόγο και θα γίνη καλά ο δούλος μου», και δεν Τον άφησε να πλησιάση στο σπίτι του. Γι’ αυτό ο Χριστός είπε: «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον».

Κλέφτης των αρετών είναι η υπερηφάνεια

- Γέροντα, κλέβομαι από τα πάθη μου. Άλλοτε με κλέβει η φιλαυτία, άλλοτε η εξωστρέφεια…
- Αν αφήνη κανείς τους κλέφτες να τον κλέβουν, μπορεί ποτέ να πλουτίση; Κι εσύ, αν αφήσης να σε κλέβουν τα πάθη, μπορείς να κάνης προκοπή; Πάντα φτωχή θα είσαι, γιατί, όσα μαζεύεις, θα τα χάνης. Απορώ πως σε κλέβει το ταγκαλάκι, ενώ εσύ μπορείς να κλέψης τον Παράδεισο!
- Γιατί, Γέροντα, ενώ έχω διάθεση να δουλέψω για μια αρετή, μένω σε μια στάσιμη κατάσταση; τι φταίει;
- Πολλές φορές δεν έχει έρθει και η ωριμότητα γι’ αυτήν την αρετή. Εσύ όμως βλέπω ότι άρχισες να ωριμάζης πνευματικά. Πρόσεξε λοιπόν, τώρα που έρχεται η εποχή του καλοκαιριού και η αγουρίδα γίνεται σιγά-σιγά μέλι, να φυλάς καλά τα σταφύλια από τις κουρούνες –τα ταγκαλάκια- ζώντας ταπεινά και αθόρυβα.
- Γέροντα, ό,τι καλό κάνω, τελικά το χάνω, γιατί αμέσως υπερηφανεύομαι.
- Ξέρεις εσύ τι κάνεις; Φτιάχνεις μέλι και ύστερα αφήνεις το ταγκαλάκι και σου το κλέβει, οπότε μένεις με τον κόπο. Όπως ο μελισσουργός ζαλίζει τις μέλισσες με καπνό και παίρνει το μέλι, έτσι κι εσένα σε ζαλίζει το ταγκαλάκι με τον καπνό της υπερηφανείας ,δυο κλέβει το πνευματικό μέλι που έφτιαξες και τρίβει τα χέρια του. Σου κλέβει δηλαδή τα πολύτιμα δώρα του Θεού και ύστερα χαίρεται. Εσύ είσαι έξυπνη, πώς δεν το πιάνεις αυτό; Γιατί δεν πιάνεις τον κλέφτη, τον πονηρό, που σε κλέβει;
- Γέροντα, όταν κάποιος νιώθη ότι ένα χάρισμα που έχει είναι του Θεού, πώς είναι δυνατόν να κλέβεται από τον πειρασμό;
- Κλέβεται ,γιατί δεν προσέχει. Ο Θεός προικίζει τον κάθε άνθρωπο με πολλά χαρίσματα, αλλά ο άνθρωπος, ενώ θα έπρεπε να ευγνωμονή γι’ αυτά τον Θεό, πολλές φορές δεν υπάρχει, οικειοποιείται τα χαρίσματα που του έδωσε ο Θεός και καυχάται εσωτερικά. Τότε ο πονηρός διάβολος ,σαν κλέφτης που είναι, πηγαίνει, του κλέβει τα χαρίσματα, τα δηλητηριάζει με τα δηλητήριά του και έτσι τα αχρηστεύει.

Η καρδιά δεν γερνάει ποτέ

- Γέροντα, ο Αββάς Παμβώ λέει: «Ει έχεις καρδίαν, δύνασαι σωθήναι». Τι εννοεί με το «ει έχεις καρδίαν»;
- Πολλά μπορεί να εννοή. Πρώτον∙ αν έχης καρδιά, ίσον αν αγαπάς τον Θεό. Δεύτερον∙ αν έχης καρδιά, ίσον αν έχης ευαισθησία και δεν είσαι αναίσθητος. Τρίτον∙ αν έχης καρδιά, ίσον αν έχης καλωσύνη. Τέταρτον∙ αν έχης καρδιά ίσον αν έχης ανεκτικότητα. Πέμπτον∙ αν έχης καρδιά, ίσον αν έχης παλληκαριά. Όταν λέμε «καρδιά» δεν εννοούμε ένα κομμάτι σάρκα, αλλά την διάθεση για θυσία, την αρχοντική αγάπη.
Μεγάλο πράγμα η δύναμη της καρδιάς! Η καρδιά είναι σαν μια μπαταρία που συνέχεια φορτίζεται. Ούτε κουράζεται, ούτε γερνάει∙ η δύναμή της δεν εξαντλείται ποτέ. Αλλά πρέπει να δουλεύουμε την καρδιά. Γιατί κι εγώ έχω καρδιά κι εσύ έχεις καρδιά, αλλά τί το θέλεις ,αν δεν την δουλεύουμε; Αν δεν δουλεύη κανείς την καρδιά, μπορεί να είναι γίγαντας και να μην έχη κουράγιο να κάνη τίποτε. Και άλλος μπορεί να είναι τόσος δα, αλλά επειδή ό,τι κάνει το κάνει με την καρδιά του, δεν κουράζεται καθόλου. Να, βλέπω κι εδώ μια αδελφή που δεν έχει αντοχή, αλλά, επειδή βάζει καρδιά σε ό,τι κάνει, δεν νιώθει κούραση. Δεν κοιτάζει να ξεφύγη την δουλειά∙ κοιτάζει πώς θα αναπαύση τον άλλον. Το καθετί το κάνει με αγάπη, γιατί το πονάει και όχι για να την δουν οι άλλοι και να της πουν «μπράβο». Δεν έχει φιλαυτία, ανθρωπαρέσκεια, κινείται στην αφάνεια, οπότε δέχεται την θεία Χάρη και βοηθιέται από τον Θεό.
Όταν ένας άνθρωπος είναι ασθενικός ή έχη γεράσει και το σώμα του δεν μπορεί να κοπιάση, αν έχη μάθει να δουλεύη την καρδιά, η καρδιά ζορίζει το σώμα, για να δουλεύη. Είναι σαν ένα παλιό αυτοκίνητο με ρόδες ξεφουσκωμένες, με άξονες χαλασμένους, που η μηχανή του όμως είναι γερή και το σπρώχνει και τρέχει. Ενώ ένας άνθρωπος νέος και γερός, αν δεν δουλεύη την καρδιά, είναι σαν ένα καινούριο αυτοκίνητο που δεν έχει γερή μηχανή και δεν μπορεί να προχωρήση. Του φαίνεται βουνό να κάνη και τον πιο μικρό κόπο. Καμμιά φορά στο Καλύβι τυχαίνει να ξεχάση κανένα γεροντάκι την ομπρέλα του ή μια τσάντα και λέω σε κανένα νέο παιδί: «Άντε, παλληκάρι, τρέχα λιγάκι να προλάβης το γεροντάκι». Μόλις τ’ ακούη, αναστενάζει. «Δεν θα γυρίσει πίσω, Πάτερ;», λέει. «Άντε, βρε παλληκάρι, ξαναλέω, κάνε αγάπη». Πάλι αναστενάζει. Ε, αυτός μόνον που άκουσε: «τρέχα λιγάκι», κουράστηκε, πόσο μάλλον να πήγαινε!
Αν ο άνθρωπος δεν δουλεύη την καρδιά, δεν είναι ούτε σαν ζώο∙ άγαλμα γίνεται. Είναι άχρηστη η καρδιά του.
http://eisdoxantheou-gk.blogspot.com/2009/09/blog-post_6142.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου