Σελίδες

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Μετάνοια καί ἐξομολόγηση κατά τόν Γέροντα Πορφύριο

          Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

Μετάνοια -Ἐξομολόγηση

Ἡ θεραπεία τοῦ ἀσθενοῦς πνευματικά ἀνθρώπου ἀρχίζει μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση. Ὁ Γέροντας Πορφύριος τόνιζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλάσσεται ἀπό τό κακό μέ τήν βίωση τοῦ φιλανθρωποτάτου μυστηρίου τῆς μετανοίας. Ἔλεγε: «Δέν ὑπάρχει ἀνώτερο πράγμα ἀπ' αὐτό πού λέγεται μετάνοια καί ἐξομολόγηση. Αὐτό τό μυστήριο εἶναι ἡ προσφορά τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Μ' αὐτό τόν τέλειο τρόπο ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπ' τό κακό. Πηγαίνομε, ἐξομολογούμαστστε, αἰσθανόμαστε τή συνδιαλλαγή μετά τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται ἡ χαρά μέσα μας, φεύγει ἡ ἐνοχή. Στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχει ἀδιέξοδο, γιατί ὑπάρχει ὁ ἐξομολόγος, πού ἔχει τήν χάρι νά συγχωρεῖ. Μεγάλο πράγμα ὁ πνευματικός!
Ἐγώ ἀπό μικρός τό εἶχα- καί τώρα ἀκόμη. Ὅταν συνέβαινε νά ἁμαρτήσω, τό ἐξομολογιόμουνα καί μοῦ ἔφευγαν ὅλα. Πετοῦσα ἀπό τή χαρά μου. Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀδύνατος· καταφεύγω στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, σώζομαι, γαληνεύω, τά ξεχνάω ὅλα. Κάθε μέρα σκέπτομαι ὅτι ἁμαρτάνω, ἀλλά ἐπιθυμῶ ὅ,τι μοῦ συμβαίνει νά τό κάνω προσευχή καί νά μήν τό κλείνω μέσα μου»[1]. Χωρίς μετάνοια, δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά εὐαρεστήσει στόν Θεό.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι ὁ Χριστός δέν θέλει «χοντρές» ψυχές κοντά Του δηλ. (χωρίς ἀγάπη πρός Αὐτόν καί πρός τόν συνανθρωπο). Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινή εἶναι αὐτή πού λεπταίνει τήν ψυχή καί τήν ἁγιάζει. Ἐπισήμαινε, ὅτι ἄν ἁμαρτήσει ὁ ἄνθρωπος, «ἄν στραπατσαρισθεῖ ἡ ψυχή καί γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστός τίς σχέσεις, διότι ὁ Χριστός «χοντρές» ψυχές δέν θέλει κοντά Του. Ἡ ψυχή  (ἔλεγε) πρέπει νά συνέλθει πάλι, γιά νά γίνει ἄξια τοῦ Χριστοῦ, νά μετανοήσει «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18,22). Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινή θά φέρει τόν ἁγιασμό. Ὄχι νά λέεις, «πᾶνε τά χρόνια μου χαμένα, δέν εἶμαι ἄξιος» κ.λ.π., ἀλλά μπορεῖς νά λέεις, «θυμᾶμαι κι ἐγώ τίς μέρες τίς ἀργές, πού δέν ζοῦσα κοντά στόν Θεό...»[2].
Μέ τήν ἐξομολόγηση, δίδασκε, γίνεται ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, ἡ ἀπονέκρωση. Σύμφωνα μέ ὅλους τούς Ἁγίους Πατέρες, ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη γίνεται ὄχι μέ τήν ἀνθρώπινη προσπάθεια καί σπουδή μόνο, ἀλλά κυρίως μέ τήν μυστηριακή ζωή καί μάλιστα μέ τήν ἀδιάλειπτη μετάνοια- ἐξομολόγηση. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς προέτρεπε τούς ἀνθρώπους: «Καί ἄν ἠμπορεῖτε νά ἐξομολογᾶσθε κάθε ἡμέραν, καλόν καί ἅγιον εἶναι. Εἰδέ καί δέν ἠμπορεῖτε καθ' ἡμέραν, ἄς εἶναι μία φορά τήν ἑβδομάδα καί μία φορά τόν μῆνα ἤ τό ὀλιγώτερον τέσσαρες φορές τόν χρόνον»[3]
Ἔλεγε καί ὁ π. Πορφύριος σχετικά μέ τό τί ἐπιτελεῖται στήν ἐξομολόγηση: «Δεύτερο βάπτισμα εἶναι ἡ ἐξομολόγηση, μέ τήν ὁποία γίνεται ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, ἡ ἀπονέκρωση. Ἔτσι ἔρχεται ἡ θεία χάρις μέσῳ τῶν μυστηρίων»[4].
Δέν πρέπει, διδασκε, νά ξαναθυμόμαστε τίς ἁμαρτίες πού ἐξομολογηθήκαμε. Μέ τήν ἐξομολόγηση συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες. Ὅταν κανείς ἐξομολογηθεῖ σωστά μέ εἰλικρίνεια, χωρίς νά κρύψει τίποτε, εἶναι περισσότερο ἀπό βέβαιο, ὅτι πῆρε τήν ἄφεση ἀπό τόν Θεό. Ἄν ἀφήσει τόν πονηρό νά τόν ταράσσει μέ τήν σκέψη: «ἄραγε συγχωρήθηκα;» καί ξαναθυμᾶται τίς ἐξομολογημένες ἁμαρτίες του, σάν νά μήν εἶναι ἀκόμη συγχωρημένες, τότε αὐτό εἶναι ἀπιστία στό μυστήριο. Εἶναι παγίδα τοῦ πονηροῦ, γιά νά μᾶς κρατεῖ σέ ταραχή καί νά μᾶς ρίξει στήν ἀκηδία καί τήν ἀπελπισία. Γιαυτό ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἄς μή γυρίζουμε πίσω στίς ἁμαρτίες πού ἔχουμε ἐξομολογηθεῖ. Ἡ ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτιῶν κάνει κακό. Ζητήσατε συγνώμη; Τελείωσε. Ὁ Θεός ὅλα τά συγχωρεῖ μέ τήν ἐξομολόγηση. Δέν πρέπει νά γυρίζουμε πίσω καί νά κλεινόμαστε σέ ἀπελπισία. Νά εἴμαστε δοῦλοι ταπεινοί μπροστά στόν Θεό. Νά αἰσθανόμαστε χαρά καί εὐγνωμοσύνη γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Δέν εἶναι ὑγιές νά λυπᾶται κανείς ὑπερβολικά γιά τίς ἀμαρτίες του καί νά ἐπαναστατεῖ ἐναντίον τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ του φτάνοντας μέχρι τήν ἀπελπισία. Ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπογοήτευση εἶναι τό χειρότερο πράγμα. Εἶναι παγίδα τοῦ σατανᾶ, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο νά χάσει τήν προθυμία του στά πνευματικά καί νά τόν φέρει σέ ἀπελπισία, σέ ἀδράνεια καί ἀκηδία»[5].
Ὁ Γέροντας βίωνε τήν μετάνοια χωρίς ντροπή. Προσέτρεχε μέ θάρρος, ἔπειτα ἀπό κάθε πτώση του στόν Χριστό διότι τόν ἔνιωθε σάν φίλο του. Τό τόνιζε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ φίλος μας. Ἡ ἁμαρτία δέν πρέπει νά μᾶς χωρίζει ἀπ' Αὐτόν. Ἀντίθετα θά πρέπει νά προστρέχουμε μέ παρρησία, μέ οἰκειότητα, μέ ἐμπιστοσύνη.  Ἔλεγε: «Τόν Χριστό νά Τόν αἰσθανόμαστε φίλο μας. Εἶναι ὁ φίλος μας. Τό βεβαιώνει ὁ ἴδιος, ὅταν λέει: «Ὑμεῖς φίλοι μου ἐστέ...» (Ἰωάν. 15, 14). Σάν φίλο νά Τόν ἀτενίζομε καί νά Τόν πλησιάζομε. Πέφτομε; Ἁμαρτάνομε; Μέ οἰκειότητα, ἀγάπη κι ἐμπιστοσύνη νά τρέχομε κοντά Του· ὄχι μέ φόβο ὅτι θά μᾶς τιμωρήσει ἀλλά μέ θάρρος, πού θά μᾶς τό δίδει ἡ αἴσθηση τοῦ φίλου. Νά Τοῦ ποῦμε: «Κύριε, τό ἔκανα, ἔπεσα, συγχώρεσέ με». Ἀλλά συγχρόνως νά αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἀγαπάει, ὅτι μᾶς δέχεται τρυφερά, μέ ἀγάπη καί μᾶς συγχωρεῖ. Νά μή μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Χριστό ἡ ἁμαρτία. Ὅταν πιστεύομε πώς μᾶς ἀγαπάει καί Τόν ἀγαπᾶμε, δέν αἰσθανόμαστε ξένοι καί χωρισμένοι ἀπ' Αὐτόν, οὔτε ὅταν ἁμαρτάνομε. Ἔχομε ἐξασφαλίσει τήν ἀγάπη Του κι ὅπως καί νά φερθοῦμε, ξέρομε ὅτι μᾶς ἀγαπάει. Ἄν ἀγαπᾶμε τόν Χριστό πραγματικά, δέν ὑπάρχει φόβος νά χάσομε τό σεβασμό μας σ' Ἐκεῖνον. Ἐδῶ ἰσχύει Ἐκεῖνο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἤ στενοχωρία...πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή...οὔτε ὕψωμα, οὔτε βάθος...δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. 8, 35· 38-39). Εἶναι μία σχέση ἀνώτερη, μοναδική, ἡ σχέση τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό, πού δέν τή διασπᾶ τίποτα καί δέν τή φοβίζει, οὔτε τήν κλονίζει τίποτα». Θυμίζουν αὐτά τά λόγια τοῦ Γέροντα, ἐκεῖνα τά λόγια τοῦ μεγάλου Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού τά βάζει στό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Λέγει ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος πρὸς ἡμᾶς διά τοῦ Χρυσορρήμονος: «Ἐγὼ πατὴρ͵ ἐγὼ ἀδελφὸς͵ ἐγὼ νυμφίος͵ ἐγὼ οἰκία͵ ἐγὼ τροφὴ͵ ἐγὼ ἱμάτιον͵ ἐγὼ ῥίζα͵ ἐγὼ θεμέλιος͵ πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ· μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ καὶ δουλεύσω· ἦλθον γὰρ διακονῆσαι͵ οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος͵ καὶ μέλος͵ καὶ κεφαλὴ͵ καὶ ἀδελφὸς͵ καὶ ἀδελφὴ͵ καὶ μήτηρ͵ πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ· καὶ ἀλήτης διὰ σέ· ἐπὶ σταυροῦ διὰ σὲ͵ ἐπὶ τάφου διὰ σέ· ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρὶ͵ κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ͵ καὶ ἀδελφὸς͵ καὶ συγκληρονόμος͵ καὶ φίλος͵ καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις; τί τὸν φιλοῦντα ἀποστρέφῃ; τί τῷ κόσμῳ κάμνεις; τί εἰς πίθον ἀντλεῖς τετρημένον;»[6]. Ὑπάρχει Κάποιος, πού ἔχει πεθάνει γιά μᾶς, πού μᾶς ἀγαπάει ἄπειρα. Αὐτός ὁ Κάποιος, δέν εἶναι οὔτε ὁ πατέρας μας, οὔτε ἡ μητέρα μας, οὔτε ὁ ἀδελφός μας, οὔτε ἡ ἀδελφή μας, οὔτε κάποιος ἄλλος συγγενής ἤ φίλος μας, ἀλλά ὁ Εἶς τῆς Τριάδος. Πῶς λοιπόν δικαιολογεῖται νά ντρεπόμασθε νά πᾶμε κοντά Του; Πῶς νά μήν τόν βλέπομε σάν τόν κατ' ἐξοχήν Φίλο μας. «Εἴμαστε τό Πᾶν γι' Αὐτόν». Τί ἄλλη μεγαλύτερη παρηγοριά μποροῦμε νά ποθήσουμε γιά τόν ἑαυτό μας; Πῶς μποροῦμε νά νιώθουμε μόνοι, «πεταμένοι μέσα στό κρύο, ἀφιλόξενο καί ἀπρόσωπο σύμπαν», μελαγχολικοί, ἐγκαταλελειμμένοι, ὀρφανοί, χωρίς πατέρα;   
Ὁ Γέροντας ζοῦσε αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί διακήρυσσε: «Ἔτσι πρέπει νά βλέπουμε τό Χριστό. Εἶναι φίλος μας, εἶναι ἀδελφός μας, εἶναι ὅ,τι καλό καί ὡραῖο. Εἶναι τό πᾶν. Εἶναι φίλος καί τό φωνάζει: ‘’Σᾶς ἔχω φίλους, βρέ, δέν τό καταλαβαίνετε; Εἴμαστε ἀδέλφια. Ἐγώ, βρέ, δέ βαστάω τήν κόλαση στό χέρι, δέ σᾶς φοβερίζω, σᾶς ἀγαπάω. Σᾶς θέλω νά χαίρεστε μαζί μου τή ζωή’’. Ἔτσι εἶναι ὁ Χριστός. Δέν εἶναι κατήφεια, οὔτε μελαγχολία, οὔτε ἐνδοστρέφεια. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Εἶναι ἡ χαρά, εἶναι τό φῶς το ἀληθινό, πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά πετάει, νά βλέπει ὅλα, νά βλέπει ὅλους, νά πονάει γιά ὅλους, νά θέλει ὅλους μαζί Του, ὅλους κοντά Του. Ἀγαπήσατε τόν Χριστό καί μηδέν προτιμῆστε τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ»[7].
Ἡ γενική ἐξομολόγηση, δίδασκε ὁ Γέροντας, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο ἀπό τίς βλάβες τῶν προσωπικῶν του ἁμαρτιῶν ἀλλά καί ἀπό τά ποικίλα ψυχολογικά τραύματα καθώς καί ἀπό τά βιώματα τῶν προγόνων του. Αὐτή ἡ σπουδαία λειτουργία τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης δηλ. ἡ θεραπεία τῶν ψυχολογικῶν τραυμάτων τοῦ ἀνθρώπου, μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Γέροντα. Μαζί μέ τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τήν ἴαση ἀπό τίς πληγές, πού τοῦ προξένησε ὁ πονηρός, ὁ κόσμος καί ἡ δική του ἀμέλεια καί ραθυμία. Ὑπάρχουν καταστάσεις, πού ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤ «συμπεριφορές» στίς ὁποῖες ὑποδουλώνεται καί οἱ ὁποῖες ὁφείλονται σέ τραύματα τῆς ἐμβρυϊκῆς ἤ παιδικῆς του ἡλικίας. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ πού «ἀκτινοβολεῖται» ἀπό τόν πνευματικό, στήν διάρκεια μιᾶς Γενικῆς Ἐξομολόγησης, ἐπουλώνει αὐτές τίς ἀνοιχτές αἱμορροοῦσες πληγές. Δίδασκε ὁ σοφός Γέροντας: «Δέν εὐθύνεται μονάχα ὁ ἄνθρωπος γιά τά παραπτώματά του. Τά λάθη, οἱ ἁμαρτίες καί τά πάθη δέν εἶναι μόνο προσωπικά βιώματα τοῦ ἐξομολογούμενου. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει πάρει μέσα του καί τά βιώματα τῶν γονέων του καί εἰδικά τῆς μητέρας, δηλαδή τό πῶς ζοῦσε ἡ μητέρα, ὅταν τόν κυοφοροῦσε... Δημιουργεῖται μιά κατάσταση στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐξαιτίας τῶν γονέων του, πού τήν παίρνει μαζί του σ΄ὅλη του τή ζωή, ἀφήνει ἴχνη μέσα του καί πολλά πράγματα πού συμβαίνουν στή ζωή του εἶναι ἀπόρροια τῆς καταστάσεως αὐτῆς. Τά φερσίματά του ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν κατάσταση τῶν γονέων του. Μεγαλώνει, μορφώνεται, ἀλλά δέν διορθώνεται. Ἐδῶ βρίσκεται μεγάλο μέρος ἀπό τήν εὐθύνη γιά τήν πνευματική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.Ὑπάρχει, ὅμως, ἕνα μυστικό. Ὑπάρχει κάποιος τρόπος ν΄ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπ΄αὐτό τό κακό. Ὁ τρόπος αὐτός εἶναι ἡ γενική ἐξομολόγηση, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ, δηλαδή, νά σοῦ πεῖ ὁ πνευματικός:- Πῶς θά ἤθελα νά ἤμασταν σ΄ἕνα ἥσυχο μέρος, νά μήν εἶχα ἀσχολίες καί νά μοῦ ἔλεγες τή ζωή σου ἀπ΄τήν ἀρχή, ἀπό τότε πού αἰσθάνθηκες τόν ἑαυτό σου, ὅλα τά γεγονότα πού θυμᾶσαι καί ποιά ἦταν ἡ ἀντιμετώπισή τους ἀπό σένα, ὄχι μόνο τά δυσάρεστα ἀλλά καί τά εὐχάριστα, ὄχι μόνο τίς ἁμαρτίες ἀλλά καί τά καλά. Καί τίς ἐπιτυχίες καί τίς ἀποτυχίες. Ὅλα. Ὅλα ὅσα ἀπαρτίζουν τή ζωή σου.Πολλές φορές ἔχω μεταχειριστεῖ αὐτή τήν γενική ἐξομολόγηση καί εἶδα θαύματα πάνω σ΄αὐτό. Τήν ὥρα πού τά λές στόν ἐξομολόγο, ἔρχεται ἠ θεία χάρις καί σέ ἀπαλλάσει ἀπ΄ὅλα τά ἄσχημα βιώματα καί τίς πληγές καί τά ψυχικά τραύματα καί τίς ἐνοχές, διότι, τήν ὥρα πού τά λές, ὀ ἐξομολόγος εὔχεται θερμά στόν Κύριο γιά τήν ἀπαλλαγή σου»[8].
«Ἡ θεία ψυχανάλυση», ὅπως ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας, τήν ἀνωτέρω διαδικασία τῆς Γενικῆς ἐξομολόγησης, εἶναι αὐτή πού ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή ψυχοθεραπεία. Ἐξωτερικά ἡ Γενική Ἐξομολόγηση, ὅπως τήν περιγράφει ὁ Γέροντας, μοιάζει μέ τήν ψυχανάλυση. Στήν πραγματικότητα εἶναι κάτι πάρα πολύ ἀνώτερο καί ἀποτελεσματικότερο. Στήν «κοσμική ψυχανάλυση» γίνεται μία ἀναμόχλευση τοῦ συνειδητοῦ καί τοῦ ἀσυνειδήτου τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς ὅμως δυνατότητα θεραπείας. Αὐτό συμβαίνει διότι ἡ ψυχή δέν θεραπεύεται, παρά διά τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ (τῆς Θείας Χάρης). Ἴσως μάλιστα διά τῆς «κοσμικῆς ψυχανάλυσης» γίνεται καί ζημία, ἀφοῦ ὅταν κανείς ἀνακατεύει τόν βοῦρκο, θολώνει ὅλο τό νερό καί προκαλεῖ ἀνάδοση δυσωδῶν ἀναθυμιάσεων.
Ἡ Γενική Ἐξομολόγηση, ὅμως ἐπειδή διοχετεύει τήν θεραπευτική χάρη, στό συνειδητό καί τό ἀσυνείδητο τοῦ ἀνθρώπου, ἐνεργεῖ σάν μία «θεία ψυχανάλυση καί ψυχοθεραπεία ἀληθινή». Νά τί διηγεῖται ὁ Γέροντας: «Εἶχε ἔλθει σ΄ἐμένα πρό καιροῦ μία κυρία, πού ἔκανε αυτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἐξομολόγηση καί βρῆκε μεγάλη ὠφέλεια. Βελτιώθηκε ἡ ψυχολογική της κατάσταση, διότι τήνε βασάνιζε κάτι. Ἔστειλε, λοιπόν, αὐτή μία φίλη της καί πήγαμε ἔξω στό βράχο, στά Καλλίσια. Καθίσαμε καί ἄρχισε κι ἐκείνη νά μοῦ μιλάει. Τῆς λέω:- Νά μοῦ πεῖς ὅ,τι αἰσθάνεσαι. Ἄν σέ ρωτήσω ἐγώ γιά κάτι, νά μοῦ πεῖς. Ἄν δέν σέ ρωτήσω, νά συνεχίσεις νά τά λέεις, ὅπως τά αἰσθάνεσαι. Ὅλ΄ αὐτά πού μοῦ ἔλεγε, τά παρακολουθοῦσα ὄχι ἁπλῶς μέ προσοχή, ἀλλά “ἔβλεπα” μέσα στόν ψυχικό της κόσμο τήν ἐπίδραση τῆς προσευχῆς. Τήν παρακολουθοῦσα μέσα στήν ψυχή της κι “ἔβλεπα” ὅτι πήγαινε χάρις μέσα της, ὅπως τήνε κοίταζα ἐγώ. Διότι στόν πνευματικό ὑπάρχει χάρις καί στόν παπά ὑπάρχει χάρις. Τό καταλαβαίνετε; Δηλαδή, ἐνῶ ἐξομολογεῖται ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἱερέας προσεύχεται γι΄αὐτόν. Συγχρόνως ἔρχεται ἡ χάρις καί τόν ἐλευθερώνει ἀπ΄τά ψυχικά τραύματα, πού γιά χρόνια τόν βασανίζουν, χωρίς νά γνωρίζει τήν αἰτία τους. Ὤ, αὐτά τά πιστεύω πολύ! Στόν ἐξομολόγο μπορεῖς νά μιλήσεις ὅπως αἰσθάνεσαι, ἀλλά δέν εἶναι αὐτό τόσο σημαντικό, ὅσο εἶναι τό ὅτι κοιτάζει μέσα στήν ψυχή σου προσευχόμενος ὁ παπάς καί βλέπει πῶς εἶσαι καί σοῦ μεταδίδει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι αὐτό τό κοίταγμα εἶναι πνευματικές “ἀκτίνες” πού σέ ξαλαφρώνουν καί σέ θεραπεύουν, μή νομίσετε ὅτι εἶναι ἀκτίνες φυσικές. Εἶναι ἀλήθεια αὐτά τά πράγματα. Καί μέ τόν Χριστό τί ἔγινε; Ἔπιασε τό χέρι τῆς αἱμορροούσης καί εἶπε: “Ἐγώ γάρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ΄ἐμοῦ”. Θά πεῖς: “Ναί, μά ἦταν Θεός”. Ὁ Χριστός βέβαια ἦταν Θεός, ἀλλά μήπως καί οἱ Ἀπόστολοι δεν κάνανε τό ἴδιο; Ὅλοι οἱ πνευματικοί, οἱ ἐξομολόγοι, ἔχουν αὐτήν τήν χάρι κι ὅταν εὔχονται, τήν ἐκπέμπουν ὡς ἀγωγοί. Για παράδειγμα, θέλουμε ν΄ἀνάψουμε ἐδῶ πέρα μιά θερμάστρα καί βάζουμε ἕνα καλώδιο, ἀλλά δέν μπορεῖ νά κάνει ἐπαφή, διότι τό καλώδιο δέν εἶναι στήν πρίζα. Ἄν, ὅμως, τό καλώδιο μπεῖ στήν πρίζα, μόλις κάνει τήν ἐπαφή, ἔρχεται τό ρεῦμα μέσω αὐτοῦ τοῦ ἀγωγοῦ. Εἶναι πνευματικά πράγματα τῆς θρησκείας μας αὐτά. Μπορεῖ νά λέμε γιά καλώδιο, ἀλλά στήν πραγματικότητα αὐτή εἶναι “ἡ θεία ψυχανάλυση”»[9].
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://Hristospanagia3.blogspot.com
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν μελέτη: Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου Ἁγιορείτου
[1] Ὅ.π. σελ. 367.
[2] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ.  236 (Β΄ἔκδοση).
[3] Διδαχή Γ΄ 173-4, ἔκδ. Ἰω. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Διδαχές, Ἀθήνα 1979, σ. 231.
[4] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 212 (Β΄ἔκδοση).
[5] Ὅ. π. σελ. 372-373. Καί συνεχίζει ὁ Γέροντας: «Ὁ ἄνθρωπος τότε δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε, ἀχρηστεύεται. Λέει: “Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἄθλιος, εἶμαι τοῦτο, εἶμαι κεῖνο, δέν ἔκανα τοῦτο, δέν ἔκανα κεῖνο… Ἔπρεπε τότε, δέν ἔκανα τότε, τώρα τίποτε… Πᾶνε τά χρόνια μου χαμένα, δέν εἶμαι ἄξιος”. Τοῦ δημιουργεῖται ἕνα αἴσθημα κατωτερότητας, ἔνας ἄκαρπος αὐτοεξευτελισμός, ὅλα γι΄ αὐτόνε εἶναι ρημάδια. Ξέρετε τί βαρύ πρᾶγμα εἶναι αὐτό; Εἶναι ψευτοταπείνωση. Ὅλ΄ αὐτά εἶναι σημάδια ἀπελπισμένου ἀνθρώπου, πού τόν ἔχει κυριεύσει ὁ σατανᾶς. Ὁ ἄνθρωπος φτάνει στό σημεῖο νά μή θέλει οὔτε νά μεταλάβει, νομίζει ὅτι εἶναι ἀνάξιος γιά τά πάντα. Προσπαθεῖ νά ἐξουθενώσει τή δράση του, τόν ἑαυτό του, γίνεται ἄχρηστος. Αὐτή εἶναι παγίδα πού στήνει ὁ σατανᾶς, γιά νά χάσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἐλπίδα του στήν ἀγάπη του Θεοῦ. Αὐτά εἶναι φοβερά, ἀντίθετα πρός τό Πνεῦμα του Θεοῦ».
[6] Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, TLG, Work #152 58.700.33  to Work #152 58.700.46.
[7] Γ. Σ. Κρουσταλάκη, Ὁ Γέρων Πορφύριος, ἐκδ. Ἰχνηλασία, Ἀθήνα 1997, σελ. 51.
[8] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, στ’ ἔκδοση, Χανιά 2005,σελ. 369-370.
[9] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 369-372.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου