Ο Κριτής κάλεσε τους δίκαιους στη βασιλεία Του κι αμέσως μετά εξήγησε γιατί τους τη χάριζε: «Γιατί πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε νερό, ήμουν ξένος και σεις με φιλοξενήσατε στο σπίτι σας, ήμουν γυμνός και με ντύσατε, αρρώστησα και με επισκεφτήκατε, ήμουν στη φυλακή και σεις ήρθατε να με δείτε».
Ακούγοντας αυτή τη θαυμάσια εξήγηση, οι δίκαιοι ζήτησαν δισταχτικά και ταπεινά από το βασιλιά να τους πει πότε τον είδαν πεινασμένο και διψασμένο, γυμνό και άρρωστο και πότε τα έκαναν όλα αυτά σ’ Εκείνον. Και στην ερώτηση αυτή ο βασιλιάς έδωσε πάλι τη θαυμάσια αυτή απάντηση: «Αφού όλα αυτά τα κάνατε στους ελάχιστους και ταπεινούς αδελφούς μου, είναι σα να τα κάνατε σ’ έμενα τον ίδιο».
Όλη αυτή η ερμηνεία έχει δύο όψεις, μια εξωτερική και μια εσωτερική. Η εξωτερική ερμηνεία είναι σαφής στον καθένα. Εκείνος που τρέφει τον πεινασμένο, ξεδιψάει το διψασμένο, ντύνει το γυμνό και στεγάζει τον άστεγο, είναι σα να τα κάνει όλα αυτά στον ίδιο τον Κύριο. Εκείνος που επισκέπτεται τους αρρώστους ή τους φυλακισμένους, είναι σα να τα κάνει αυτά στον Κύριο. Αναφέρεται και στην Παλαιά Διαθήκη σχετικά πως, «εκείνος που ελεεί τον φτωχό, είναι σαν να δανείζει το Θεό, που ανάλογα με το τί έδωσε, θα του το ανταποδώσει».