Σελίδες

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Ὁ Μέγας Φώτιος, οἱ Ἱεροί κανόνες καί τό Σχίσμα τοῦ 867


 
Ο Μέγας Φώτιος, οι Ιεροί κανόνες
και το Σχίσμα του 867
(Εισήγηση στη συνάντηση ΦΩΤΕΙΑ 2005 ενώπιον της Ιεράς Συνόδου και των Καθη­γητών των Θεολογικών Σχολών. Διορθόδοξο Κέντρο της Ιεράς Μονής Πεντέλης, 6 Φεβρουαρίου 2005)

 Του κ. Παναγιώτου Επαμ. Χριστινάκη
Δικηγόρου Παρ' Αρείω Πάγω Προέδρου Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Μακαριότατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Σεβασμιότατε εκπρόσωπε του Πατριάρχου Αλεξανδρείας, Σεβασμιότατοι και Θεοφιλέστατοι Αρχιερείς,Τίμιο Πρεσβυτέριο, Κύριε Εκπρόσωπε της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Σεβαστοί Καθηγητές μου, Κύριοι Κοσμήτορες των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, Κύριοι Πρόεδροι των Θεολογικών Σχολών, Αγαπητοί Συνάδελφοι, Αγαπητοί Φοιτητές και Φοιτήτριες,Κυρίες και Κύριοι, 
1. Αποδεχθείς κατά καθήκον τον από την Σεπτή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος τιμητικό ορισμό μου ως ομιλητού της σημερινής εκδηλώσεως προς τιμήν του αγίου Φωτίου επέλεξα να παρουσιάσω ενώπιών σας από πλευράς της ειδικότητάς μου το θέμα:  Ιεροί Κανόνες  Φώτιος  Σχίσμα του 867. Είναι γνω­στόν ότι με τον άγιο Φώτιο γενικώς και την συμμετοχή του στο Σχίσμα του 867 μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας έχουν γραφεί και λεχθεί τόσα πολλά, ώστε μόνο για την καταγραφή των σχετικών τίτλων απαιτούνται τό­μοι εκατοντάδων σελίδων.
Επιφανείς και σπουδαίοι ερευνητές, Έλληνες και ξένοι έχουν προσφέρει πολλά και σημαντικά στη σχετική επιστημονική έρευνα, ιδιαίτερα από πλευράς Ιστορίας, Γραμματολογίας, Φιλολογίας κ.λπ.. Όλα αυτά κρίνω ότι κατανοούνται και αξιολογούνται ορθότερα μέσα στο πλαίσιο του δικαίου της Εκκλησίας και κυρίως των Ιερών Κανόνων, δεδομένου ότι ουδείς αμφισβητεί ότι η Ιστορία δημιουργεί Δίκαιο, αλλά και το δίκαιο δημιουργεί Ιστορία. Είναι γνωστό ότι κατά καιρούς έχουν προβληθεί πολλά αίτια του Σχί­σματος του 867. Αίτια πολιτικά, εκκλησιαστικά και θεολογικά και άλλα. Από αυτά περισσότερο προβάλλεται το Παπικό Πρωτείο, το οποίο κατανοήθηκε από τους παπικούς ως πρωτείο εξουσίας του επισκόπου Ρώμης επί των λοιπών επι­σκόπων, με το αιτιολογικό ότι ο Απόστολος Πέτρος υπήρξε πρώτος μεταξύ των Αποστόλων και κατά συνέπεια και ο διάδοχός του ο Πάπας Ρώμης πρέπει να είναι πρώτος μεταξύ των λοιπών επισκόπων, ασκώντας έπ' αυτών πρωτείο όχι τιμής αλλά εξουσίας. Πόσο μεγάλο λάθος και ψεύδος είναι αυτό θα πούμε στη συνέχεια. Από πλευράς δογματικής πίστεως ως κυριότερο αίτιο του Σχίσματος προβάλλεται η νόθευση του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταν­τινουπόλεως με την αυθαίρετη προσθήκη εις αυτό του filioque, δηλαδή της διδα­σκαλίας ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο εκ του Πατρός, αλλά και εκ του Υιού, διδασκαλία που προβλήθηκε ως αίρεση. Ιδιαίτερα ακόμη μεταξύ των αιτίων του Σχίσματος προβάλλονται η αντικανονική απομάκρυνση από τον Πα­τριαρχικό Θρόνο Κων/πόλεως του Πατριάρχη Ιγνατίου, η αντικανονικότητα της εκλογής και χειροτονίας του Πατριάρχη Φωτίου  επειδή μέσα σε πέντε μέρες έγινε μοναχός, υποδιάκονος, διάκονος, πρεσβύτερος και Πατριάρ­χης Κων/πόλεως. Σ' αυτά προστίθενται η εισπήδηση των Παπικών στη Βουλγαρία και η εισαγωγή εκεί πολλών λατινικών καινοτομιών και διδασκαλιών, διοικη­τικές αξιώσεις του Πάπα στην Κάτω Ιταλία και Σικελία κ. α. 

2. Δεν παραθεωρούμε τη μεγάλη σημασία όλων αυτών των αιτίων. Η δική μας όμως μακροχρόνια σχετική έρευ­να μας έδειξε ότι όλα αυτά τα αίτια έχουν ένα κοινό παρανομαστή, ένα κοινό στοιχείο: Την παραβίαση του Δικαίου της αρχαίας, ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας και κυρίως του Δικαίου των Ιερών Κανόνων. Η Ρω­μαιοκαθολική Εκκλησία άρχισε να μην εφαρμόζει τους Ιερούς Κανόνες και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων διότι αποτελούν το μεγαλύτερο και αξεπέραστο εμπόδιο στο Παπικό Πρωτείο εξουσίας, στο παπικό αλάθητο και στις λοιπές καινοτομίες του Παπισμού. Ιεροί Κανόνες και Παπικό Πρωτείο εξουσίας δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Όπου ισχύουν και εφαρμόζονται οι Ιεροί Κανόνες είναι αδύνατο να υπάρξει Παπισμός. 
 Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Παπισμός άρχισε προο­δευτικά να διαφοροποιείται από το δίκαιο των Ιερών Κανόνων, να μην τους εφαρμόζει και στο τέλος τους κατάργησε. Αυτό προκάλεσε και όλα τα αίτια του Σχίσμα­τος και το ίδιο το Σχίσμα μεταξύ της Ορθοδόξου Ανα­τολικής Εκκλησίας και της Δυτικής.

Προς απόδειξη αυτής της θέσεως κρίνουμε ότι δεν πρέπει να ασχοληθούμε με μεμονωμένες πτυχές αυτού, αλλά να δούμε σφαιρικά το ζήτημα από την αρχή μέχρι σήμερα, κατά τα κεντρικά αυτού σημεία, που για μας είναι οι Ιεροί Κα­νόνες και γενικότερα το δίκαιο της αρχαίας ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας, η προσωπικότητα του Φωτίου ως προασπιστού της Κανονικής τάξεως, η παραβίαση συ­στηματικά της Κανονικής τάξεως και η εξ' αυτής δημι­ουργία των αιτιών που οδήγησαν στο Σχίσμα του 867, το ίδιο το Σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών, την κατάργη­ση τελικά των Ιερών Κανόνων από τους Πάπες, την αντικατάστασή τους από κανόνες Δικαίου που θέσπισαν οι ίδιοι και στη δημιουργία μιας καταστάσεως που δεν μπο­ρεί να οδηγήσει στην Ένωση των Εκκλησιών, αν η Ρω­μαιοκαθολική Εκκλησία δεν επιστρέψει στο δίκαιο της αρχαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας, στο δίκαιο των Ιερών Κανόνων. Όλα αυτά θα φανούν με σαφήνεια αν πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, τα οποία κατά τη δική μας έρευνα και αξιολόγηση έχουν κατά τα εκτιθέμενα στη συνέχεια.
3. Ο ιδρυτής της επί γης στρατευομένης Χριστια­νικής Εκκλησίας είναι ο Ιησούς Χριστός με την ενανθρώπισή του, την επί γης δράση και διδασκαλία του, την εκλογή των Μαθητών και Αποστόλων του για να συνε­χίσουν το έργο του επί της γης, την σταυρική θυσία, την ταφή και την Ανάστασή του, την μετά την Ανάστασή του επί τεσσαράκοντα μέρες παραμονή επί της γης, την εμφάνισή του στους Αποστόλους, την παράδοση εις αυτούς των τελευταίων εντολών του, την Ανάληψή Του και των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία του κατά την Πεντηκοστή.

4. Την Εκκλησία του Χριστού δεν την ίδρυσε ο Από­στολος Πέτρος, δεν υπήρξε ποτέ δική του. Ο Χριστός όταν επέλεξε τον Πέτρο δεν τον όρισε υπαρχηγό του, ούτε του είπε ότι θα ήταν αρχηγός των άλλων Αποστό­λων με πρωτείο εξουσίας έπ' αυτών.
5. Ο Ιησούς Χριστός παρεχώρησε ολόκληρη την Ιε­ρατική Εξουσία σε όλους εξίσου τους Αποστόλους. Σε όλους έδωσε εξίσου την ίδια τελετουργική εξουσία, (potestas ordinis), δηλαδή το ίδιο δικαίωμα να τελούν τε­λετουργικές πράξεις. Σε όλους έδωσε πρωτογενή διδα­κτική εξουσία (potestas magisterii), δηλαδή το δικαίωμα και την εξουσία να διδάσκουν την διδασκαλία και το κήρυγμά του. Δεν έδωσε αυτό το δικαίωμα μόνο στον Από­στολο Πέτρο. Σε όλους έδωσε την ίδια Διοικητική Εξου­σία (potestas ήurisdictions), δηλαδή το δικαίωμα να διδά­σκουν, να κηρύττουν το θείο θέλημά Του. Από το πλήθος των σχετικών χωρίων της Καινής Διαθήκης, αρκεί να αναφερθεί εδώ η σαφής και γλαφυρή περιγραφή, με την οποία ο Ματθαίος τελειώνει το Ευαγγέλιό του. Έτσι προηγουμένως είχε περιγράψει ότι ο Ιούδας, όταν είδε ότι καταδικάστηκε ο Ιησούς Χριστός μετάνοιωσε για την προδοσία του, επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια της προ­δοσίας και απελθών απήγξατο (Ματθ. 27, 35).

Οι τελευταίοι στίχοι του κατά Ματθαίου Ευαγγελίου, δηλαδή οι στίχοι 16-20 του κεφ. 28, είναι χαρακτηριστικοί και πολύτιμοι για το θέμα. Έτσι στο Ματθ. 28, 16 αναγράφεται: Οι δε ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν εις την Γαλιλαίαν εις το όρος ον ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς, και ιδόντες αυτόν προσεκάθησαν, οι δε εδίστασαν. Από αυτό το χω­ρίο καταφαίνεται ότι η συνάντηση αυτή δεν ήταν τυχαία, αλλά είχε ορισθεί από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, προ­φανώς λόγω της μεγάλης σοβαρότητάς της, όπως προ­κύπτει από τη συνέχεια του κειμένου, κατά το οποίο: και προσελθών ο Ιησούς ελάλησεν αυτοίς λέγων. Πρόκειται για την τελευταία συνάντηση Ιησού Χριστού και Μαθητών του. Αν ήθελε να ορίσει κάποιο πρώτο μεταξύ των μαθητών του με πρωτείο υπεροχής και εξουσίας απέναντι των λοιπών η καταλληλότερη ευκαιρία και ώρα θα ήταν η παρούσα. Όμως μέχρι εδώ δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο που να δηλώνει πρωτείο εξουσίας του Πέτρου. Ούτε το όνομα του τελευταί­ου αναφέρεται. Την συνάντηση ο Ιησούς ετάξατο αυτοίς την όρισε γι' αυτούς και για τους ένδεκα. Και όταν τους πλησίασε ελάλησεν αυτοίς μίλησε σε όλους και όχι μόνο στον Πέτρο. Και το περιεχόμενο της ομιλίας του προς όλους είναι καταλυτικό για το θέμα μας γιατί δηλώνει την τελευταία επί γης βούλησή του. Έτσι λέει προς όλους: εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης (Ματθ. 28, 18). Σαφώς λοιπόν εδώ ο Ιησούς Χριστός ομιλεί για εξουσία δική του, που του δόθηκε ολόκληρη και στον ουρανό και στη γη.

Μέσα στα πλαίσια λοιπόν της πλήρους εξουσίας Του δίνει προς όλους ανεξαιρέτως και όχι μόνο στον Πέτρο τις τελευταίες εντολές του λέγοντας προς αυτούς: Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πα­τρός και του Υιού και του αγίου Πνεύμα­τος, διδάσκοντες αυτούς πάντα όσα ενετειλάμην υμίν και ιδού εγώ μεθ' ημών έσομαι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος (Ματθ. 28, 18-20).

Από αυτή την τελευ­ταία βούληση του Ιησού Χριστού λαμβάνουν όλοι οι μα­θητές την εντολή να πορευθούν προς όλα τα έθνη και να τα μαθητεύσουν, δηλαδή να τα κάνουν μαθητές τους, διδάσκοντες αυτούς ‘πάντα όσα ενετειλάμην υμίν', όσα δηλαδή είχαν από τον Ιησού Χριστό λάβει την εντολή να διδάξουν. Αυτά αποδεικνύουν ότι ο Ιησούς Χριστός έδωσε σε όλους τους Αποστόλους την πλήρη διδακτική εξουσία και καθόρισε κατά απόλυτο τρόπο και το περιεχόμενο της διδασκαλίας τους. Δεν είχαν οι Απόστολοι την εξουσία να διδάξουν δικές τους διδασκαλίες, ούτε δικά τους δόγματα. Ούτε και ορίστηκε ο Πέτρος μό­νος διαχειριστής της διδακτικής εξουσίας, από τον οποίο θα την λάμβαναν οι λοιποί Μαθητές.

Πουθενά δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο εξαρτήσεως των λοιπών Αποστόλων από τον Πέτρο η αναφοράς εις αυτόν. Ούτε βε­βαίως ήταν δυνατόν ο Απόστολος που θα επορεύετο για να μαθητεύσει τα έθνη της Αφρικής ή της Ανατολικής Ασίας να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες από τον ευρεθέντα στην Ρώμη Πέτρο. Ούτε είπε ο Χριστός ότι θα είναι μα­ζί τους ο Πέτρος για να τους κατευθύνει και να τους στη­ρίξει μέχρι της συντέλειας των αιώνων, αλλά θα είναι μαζί τους ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός.
Αλλά και από πλευράς τελετουργικής εξουσίας για τους ίδιους λόγους όλοι οι Μαθητές έλαβαν την ίδια εντολή και την ίδια εξουσία να τελούν τις ίδιες πράξεις λατρείας. Εδώ όλοι έλαβαν την εξουσία να τελούν το ίδιο βάπτισμα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύ­ματος. Δεν είπε να βαπτίζουν εις το όνομα του Πέτρου, ούτε να λαμβάνουν από αυτόν την εξουσία και το δικαίωμα να τελούν μυστήρια.

Είναι γνωστόν ότι την εξουσία τελέσεως των μυστηρίων, όπως της θείας Ευχαρι­στίας, της εξομολογήσεως κλπ. έδωσε σε όλους τους Αποστόλους. Το ίδιο έγινε και με την Διοικητική Εξου­σία. Γιατί μπορεί με αφορμή την β' ομολογία του Απο­στόλου Πέτρου να έδωσε πρώτα σ' αυτόν την εξουσία του δεσμείν και λύειν, όπως περιγράφεται στο Ματθ. 16, 1820, στο οποίο και μόνο σταματούν οι θιασώτες του Παπικού Πρωτείου εξουσίας, αποσιωπώντας ανεπίτρεπτα ότι αργότερα ο ίδιος Ιησούς είπε την τελευταία λέ­ξη του επί του θέματος, που είναι και η τελική και συνο­λική του θέση. Πράγματι, απευθυνόμενος αυτή τη φορά προς όλους τους Αποστόλους και όχι μόνο προς τον Πέ­τρο, τους υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται ο αμαρτήσας χριστιανός, δηλαδή τον τρόπο ασκήσεως της δικαστικής εξουσίας με τελικό φο­ρέα αυτής την Εκκλησία. Ατομικά δίνει σε όλους την αυτήν εξουσία του δεσμείν και λύειν λέγοντας προς όλους αδιακρίτως το: Αμήν λέγω υμίν όσα εάν δέσητε επί της γης έσται δεδεμένα εν ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν ουρανώ (Ματθ. 18, 18).

Οι Ρωμαιοκαθολικοί όμως παγιδευμένοι στις αυθαίρετες παπικές αξιώσεις προσπάθησαν και προσπαθούν να πα­ρουσιάσουν τον Απόστολο Πέτρο ως έχοντα πρωτείο εξουσίας έναντι των άλλων Αποστόλων και τον Πάπα Ρώμης, ως διάδοχό του ως έχοντα πρωτείο εξουσίας επί όλων των λοιπών επισκόπων. Πρόκειται για την μεγα­λύτερη άπατη στο χώρο της διοικήσεως της Εκκλησίας που για την στήριξή της έγιναν και άλλες άπατες και πλα­στογραφήσεις της Ιστορίας, όπως είναι η Ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά, οι Ψευδοϊσιδόρειες διατάξεις κ.α.

6. Ο ίδιος όμως ο Απόστολος Πέτρος με την συμπε­ριφορά του διαψεύδει πλήρως τους θιασώτες του Παπι­κού Πρωτείου. Έτσι κατά την περιγραφή του 2ου κεφ. των Πράξεων των Αποστόλων, οι ένδεκα Απόστολοι μετά την Ανάληψη του Κυρίου επέστρεψαν από το όρος των Ελαιών, όπου έλαβε χώρα η ανάληψη, στην Ιερουσαλήμ. Έχει με πρόταση του Πέτρου αποφασίστηκε από όλη την μικρή χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων να αντικατασταθεί ο Ιούδας που είχε απαγχονιστεί. Τον αντικαταστάτη του όμως δεν τον όρισε ο Πέτρος, αλλά όλοι μαζί επέλεξαν δύο: Τον Βαρραβά που αποκλήθηκε Ιούστος και τον Ματθία. Από αυτούς τους δύο αναδεί­χθηκε ο Ματθίας ως αντικαταστάτης του Ιούδα. Όχι όμως από τον Πέτρο, αλλά με κλήρο: και έδωκαν κλήρους αυτοίς και έπεσεν ο κλήρος επί Ματθίαν και συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα Αποστόλων (Πράξ. 1, 26).

Αν ο Απόστο­λος Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας και διοικήσεως θα όρι­ζε αυτός μόνος τον αντικαταστάτη του Ιούδα. Κάτι ανά­λογο έγινε και στην Αποστολική Σύνοδο περί το 50 μ.Χ. Τότε οι Απόστολοι διεφώνησαν έντονα. Από τη μία με­ριά ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και οι λοιποί εξ Ιουδαίων Χριστιανοί υποστήριζαν ότι όσοι μη Ιουδαίοι προσήρχοντο στον Χριστιανισμό για να γίνουν δεκτοί έπρεπε πρώτα να περιτμηθούν και να γίνουν τηρητές του Μωσαϊκού Νόμου (Πράξ. 15,5). Τη θέση αυτή απέρρι­πταν ο Παύλος, ο Βαρνάβας και οι εξ Εθνών χριστιανοί. Έγινε συζήτηση και τελικά δεν επικράτησε η άποψη του Αποστόλου Πέτρου, αλλά των εξ εθνών χριστιανών.

Η Αποστολική Σύνοδος αποφάσισε για τους Εξ εθνών προσερχόμενους στον Χριστιανισμό να μην τηρήσουν προηγουμένως την περιτομή και τις λοιπές τυπικές δια­τάξεις του Μωσαϊκού Νόμου, αλλά μόνο ‘απέχεσθαι ειδωλοθύτων και αίματος και πνικτών και πορνείας' (Πράξ. 15, 29). Πολλές φορές είχαμε αναρωτηθεί γιατί η Αποστολική Σύνοδος από το σύνολο των διατάξεων του Μωσαϊκού Νόμου όρισε στους εξ Εθνών προσερχόμενους χριστιανούς να απέχουν μόνο από τα ειδωλόθυτα, την πορνεία και τη βρώση αίματος και πνικτών. Και το εντυπωσιακό είναι εδώ ότι την ίδια απαγόρευση επανέλαβε και ο 67ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, παραλείποντας μόνο την βρώση ειδωλοθύτων, διότι δεν ετελούντο πλέον θυσίες στα είδω­λα.

Η απορία μας λύθηκε μόνο πριν από δύο περίπου δε­καετίες, όταν έγιναν γνωστά τα αίτια μεταδόσεως της κατάρας του αιώνα, του έιτζ. Τότε καταλάβαμε ότι η απόφαση της Αποστολικής Συνόδου είχε προφητικό χα­ρακτήρα και μεγάλη σημασία, διότι αν είχε εφαρμοσθεί δεν θα είχαμε σήμερα έιτζ, αφού είναι πια γνωστό ότι η ασθένεια αυτή διαδόθηκε από τη βρώση αίματος των πρά­σινων μπαμπουίνων, από τη βρώση πνικτών πράσινων μπαμπουίνων και από την παράνομη σεξουαλική σχέση. Όπως και αν έχουν τα πράγματα στην Αποστολική Σύ­νοδο, δεν επικράτησε η γνώμη του Αποστόλου Πέτρου, αλλά λήφθηκε απόφαση με δημοκρατικό τρόπο. Το ίδιο και στη λοιπή ζωή του Αποστόλου Πέτρου. Ουδέποτε άσκησε πρωτείο εξουσίας επί των λοιπών Αποστόλων.

7. Ο ακουστής των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ο Κλήμης επίσκοπος Ρώμης περί το 100 μ.Χ. στέλνει επι­στολή προς τους Κορινθίους, οι οποίοι είχαν διαιρεθεί σε αντιμαχόμενες παρατάξεις γιατί άλλοι ήταν οπαδοί του Παύλου, άλλοι του Πέτρου, άλλοι του Απολλώ κλπ. Ο Κλήμης Ρώμης εμφανίζεται στην επιστολή του όχι ως έχων πρωτείον εξουσίας, αλλά ως επίσκοπος της Εκκλησίας της Ρώμης, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει ως προκαθημένη της αγάπης και δεν διατάσσει, αλλά παρακαλεί και συμβουλεύει τους Κορινθίους να μη μαλώνουν, αλλά να ειρηνεύσουν. Αν είχε πρωτείο εξουσίας θα το ασκούσε.

8. Το 153 συναντιούνται στην Ρώμη ο Πάπας Στέφα­νος και ο Πολύκαρπος Σμύρνης σε μια προσπάθεια να βρεθεί λύση στο πρόβλημα της διαφορετικής εορτής του Πάσχα, το οποίο η Ρώμη εόρταζε σε ημέρα Κυριακή, ενώ οι εκκλησίες της Μικράς Ασίας, διατηρώντας τη δική τους αρχαία παράδοση το εόρταζαν την 14η του μήνα Νισσάν, πράγμα που δημιουργούσε προβλήματα γιατί την ίδια μέρα εόρταζαν και οι Ιουδαίοι το δικό τους Πά­σχα. Οι δύο άνδρες δεν συμφώνησαν τελικά. Δεν επι­κράτησε η γνώμη του επισκόπου Ρώμης, αλλά χωρίστη­καν ειρηνικά.

9. Περί το 192 ένας άλλος Πάπας, ο Πάπας Βίκτωρας απείλησε για το ίδιο θέμα με αποκοπή από το σώμα της Εκκλησίας τις Εκκλησίες της Ανατολής που δεν εόρ­ταζαν το Πάσχα με την Ρώμη. Όμως ο Ειρηναίος, επί­σκοπος Λουγδούνων, μεγάλη μορφή της εποχής τον έβα­λε στη θέση του, λέγοντάς του ότι δεν είχε μονομερώς αυτό το δικαίωμα. Έτσι το πράγμα έμεινε σε εκκρεμότη­τα μέχρι το 325, όποτε η Α' Οικουμενική Σύνοδος έλυ­σε οριστικά το θέμα με την απόφασή της να εορτάζεται το Πάσχα από όλους τους χριστιανούς την πρώτη Κυ­ριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Συ­νεπώς και στο ζήτημα του Πάσχα ο Πάπας δεν μπόρεσε να ασκήσει πρωτείο εξουσίας. Το δίκαιο της αρχαίας Εκκλησίας δεν του έδινε κανένα πρωτείο εξουσίας.
10. Κατά την περίοδο των Οικουμενικών Συνόδων ο Πάπας υποτάσσεται και αυτός, όπως και οι λοιποί επίσκοποι στην Οικουμενική Σύνοδο, η οποία αναδείχτηκε ως το ανώτατο διοικητικό και το μόνο αλάθητο όργανο της Εκκλησίας. Ουδείς Πάπας, ουδείς Πατριάρχης υπέταξε ποτέ την Οικουμενική Σύνοδο. Αντίθετα, η Οικουμενική Σύνοδος ταπείνωσε, καθαίρεσε ή και αναθεμάτισε όταν χρειάστηκε και Πάπες και Πατριάρχες και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα. Για παράδειγμα η Γ' Οικουμενική Σύνοδος καθαίρεσε και αναθεμάτισε τον Πατριάρ­χη Κων/πόλεως Νεστόριο, ως αιρεσιάρχη, επειδή δίδαξε την γνωστή από το όνομά του αίρεση του Νεστοριανισμού.

Η Ε' Οικουμενική Σύνοδος ταπείνωσε τον Πάπα Βιγίλιο και η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε ως αιρετικούς και πρωτεργάτες του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού τον Πάπα Ρώμης, Ονόριο, τέσσερεις Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, τον Σέργιο (610638), τον Πύρρο (638-641, 654), τον Παύλο Β' (441­-653), και Πέτρο (654-666). Έναν Πατριάρχη Αλεξανδρείας, τον Κύρο (630-643) και έναν Πατριάρχη Αντιοχείας, τον Μακάριο (656681), ο οποίος μάλιστα ήταν παρών στην ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο και προσπάθησε να πείσει για την ορθότητα του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού, χωρίς να το πετύχει, με αποτέλεσμα να καθαιρεθεί και να αναθεματισθεί ως αμετανόητος αιρεσιάρχης και στον θρόνο της Αντιοχείας να εκλεγεί από την αυτή Οικουμενική Σύνοδο ο Πατριάρχης Θεο­φάνης (681-687). Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ούτε Πα­πικό Πρωτείο είχε θέση στην ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο, ούτε παπικό αλάθητο, αφού Πάπας καταδικάστηκε ως αιρετικός.
11. Λίγο αργότερα, το 692 κατά  την κρατούσα γνώμη, το 685/6 κατά την δική μας η γνωστή ως Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος επανέλαβε στον πρώτο της Κανόνα τον αναθεματισμό κατά του Πάπα Ονωρίου Ρώμης. Και με άλλους όμως Κανόνες δημιούργησε ένα σύνολο Ιερών Κανόνων, που αποτέλεσε και αποτελεί άξεπέραστο εμπόδιο για το Παπικό Πρωτείο και αλάθητο. Ειδικότερα η λεγόμενη Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, που στην πραγματικότητα είναι συνέχεια της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, και γι' αυτό και οι κανόνες της επί πέντε πε­ρίπου αιώνες ήταν γνωστοί ως κανόνες της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, είναι η Σύνοδος που θέσπισε 102 Κα­νόνες, και επικύρωσε και τους Ιερούς Κανόνες των προηγουμένων Οικουμενικών Συνόδων, ορισμένων Το­πικών και ορισμένους Ιερούς Κανόνες Πατέρων της Εκκλησίας. Έτσι κωδικοποίησε το δίκαιο των Ιερών Κανόνων της αρχαίας Εκκλησίας, οι οποίοι βέβαια είναι στο σύνολο τους αντίθετοι με το Παπικό Πρωτείο και αλάθητο.

Ιεροί Κανόνες και Παπικό Πρωτείο εξουσίας δεν συμβιβάζονται, δεν μπορούν να συνυπάρχουν. Όπου υπάρχουν και εφαρμόζονται οι Ιεροί Κανόνες της αρχαίας ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας δεν μπορεί να υπάρχει Παπικό Πρωτείο και αλάθητο. Και αντιστρόφως όπου υπάρχει Παπικό Πρωτείο και αλάθητο εκπαραθυρώνονται οι Ιεροί Κανόνες.
 
12. Οι παπικοί ταχέως αντιλήφθησαν ότι αξεπέραστο εμπόδιο για το Παπικό Πρωτείο και αλάθητο είναι οι Ιε­ροί Κανόνες και ιδιαίτερα οι Ιεροί Κανόνες της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου που μετά από πέντε αιώνες ονο­μάστηκε από τον Βαλσαμώνα και Πενθέκτη. Την κατα­πολέμησαν με πάθος. Την ονόμασαν ψευδοσύνοδο, conciliabulum, σύνοδο του διαβόλου κ.λ.π. Ιδιαίτερα δεν τους άρεσαν πολλοί Ιεροί Κανόνες της, που σαφώς κα­ταπολεμούσαν ορισμένες συμπεριφορές, πράξεις, έθιμα κλπ. της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Έτσι δεν τους άρεσε ο ΣΤ'1 Κανόνας της διότι μεταξύ των άλλων αιρετικών καταδικάζει ως αιρετικό και Ονόριον τον Ρώμης.

Ομοίως δεν τους άρεσε ο ΣΤ'2 Κανόνας, διότι εκτός από την κωδικοποίηση των Ιερών Κανόνων, που έκανε, ορίζει και την τήρηση και των 85 Αποστολικών Ιερών Κανόνων, από τους οποίους όμως οι Ρωμαιοκα­θολικοί εδέχοντο μόνο τους 50 πρώτους. Ομοίως δεν άρεσαν στους παπικούς οι Ιεροί Κανόνες ΣΤ'6 και επό­μενοι, οι οποίοι επιτρέπουν την ύπαρξη έγγαμων πρεσβυτέρων και διακόνων, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί είχαν καθιερώσει την αναγκαστική αγαμία αυτών. Δεν τους άρεσε ακόμη ο ΣΤ' 36 Κανόνας, ο οποίος επαναλαμβάνει τα ίσα πρεσβεία τιμής με τον Ρώμης στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία είχαν παραχωρήσει εις αυτόν οι Ιεροί Κανόνες Β'3 και Δ'28.

Ο ίδιος Κανό­νας ΣΤ'36 οριστικοποίησε και την σειρά των πρεσβίων τιμής των πέντε αρχαίων μεγάλων Πατριαρχείων Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, που από νωρίς αποτέλεσαν τον περίφημο θεσμό της Πενταρχίας, για τον οποίο τις καλύτερες διεθνώς έρευνες έχει πραγματοποιήσει ο Καθηγητής Βλ. Φειδάς, ο οποίος δημοσίευσε δύο τόμους για τον θεσμό της Πενταρχίας των ανωτέρω Πατριαρχών.

Ο θεσμός αυτός ήταν πολύτιμος και αποτέλεσε ένα ακόμη εμπόδιο στο Παπικό Πρωτείο, διότι αποδεικνύει, ότι όταν δεν συνε­δρίαζαν Οικουμενικές Σύνοδοι μπορούσαν να λαμβάνουν αποφάσεις για όλη την Εκκλησία από κοινού οι πέντε Πατριάρχες και όχι μόνο ο Ρώμης. Στους παπι­κούς επίσης δεν άρεσε ο ΣΤ' 55 Ιερός Κανόνας, ο οποίος ρητά καταδικάζει τους εν τη Ρωμαίων πόλει μη τηρούντες την νηστεία του Σαββάτου και όρισε κρατείν και εν τη των Ρωμαίων Εκκλησία απαρασαλεύτως τον κανόνα τον λέγοντα· Ει τις κληρικός ευρεθείη την αγίαν Κυριακήν νηστεύων ή το Σάββατον, πλήν του ενός μόνου, καθαιρείσθω, ει δε λαϊκός, αφοριζέσθω. Μία από τις πολλές αποδείξεις ότι η Οικουμενική Σύνοδος και εδώ δεν δέχθηκε τη διαφοροποίηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που δεν τηρούσε τη νηστεία του Σαββάτου και αποφασίζει να τηρείται αυτή η νηστεία και στην Εκκλησία της Ρώμης, καταδικάζοντας σαφώς την αντίθετη πρακτική που ακολουθούσαν μέχρι τότε οι Πάπες.

Αλλά και ο ΣΤ'67 επαναλαμβάνει όπως είδαμε την απόφαση της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων, απαγορεύοντας την βρώση αίματος και καταπολεμώντας έτσι τη συνήθεια των Ρωμαιοκαθολικών να κατασκευάζουν με αίμα ζώου διάφορα τρόφιμα και να τα τρώγουν. Αλλά και ο ΣΤ'82 καταδικάζει τη συνήθεια που υπήρχε στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία να απεικονίζουν τον Ιησού Χριστό ως αμνό. Η Σύνοδος τονίζει ότι ο αμνός ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός έχει μορφή ανθρώπου και όχι προβάτου και γι' αυτό πρέπει κατά το ανθρώπινον αυτού να μη ζωγραφίζεται ως αμνός. Αυτοί και πολλοί άλλοι Ιεροί Κανόνες και κυ­ρίως αυτοί που αναφέρονται στο Συνοδικό Θεσμό και κατεξοχήν στο θεσμό των Οικουμενικών Συνόδων αποτελούν ανυπέρβλητο εμπόδιο σε κάθε παπική αξίωση πρωτείου εξουσίας γιατί υποτάσσουν και τον Πάπα στο δίκαιο των Οικουμενικών Συνόδων και των Ιερών Κα­νόνων.

13. Οι Πάπες όμως από νωρίς είχαν αρχίσει να δια­φοροποιούνται από το δίκαιο της μίας αρχαίας και αδιαιρέτου Εκκλησίας και να προβάλλουν ευκαίρως ακαίρως το Παπικό Πρωτείο. Έτσι οι πρώτοι Πάπες ήταν επιφυλακτικοί ή εχθρικοί κατά τα επόμενα 15 χρόνια μετά την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο μέχρις όπου στον παπικό θρόνο ανήλθε ο μη εμφορούμενος από τις ιδέες του Παπικού Πρωτείου Πάπας Κωνσταντίνος (708-715), ο οποίος αναγνώρισε ως σωστούς όλους τους Ιερούς Κανόνες της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου και το σύνολο του Δικαίου των Ιερών Κανόνων. Γι' αυτό και σε πανηγυρική εκδήλωση ήλθε στην Κων/πολη και κατά τον επισημότερο τρόπο, που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, υπέγραψε και αναγνώρισε όλους τους Ιερούς Κανόνες. Έτσι έληξε τότε το ζήτημα που μας απασχολεί. Ο Πά­πας αυτός σαφέστατα αναγνώρισε το δίκαιο όλων των Ιερών Κανόνων και την υπεροχή της Οικουμενικής Συ­νόδου απέναντι στον Πάπα.

Αργότερα όμως, μετά το Σχίσμα αυτός ο πράγματι πνευματικός Πάπας θα κατηγορηθεί από τους Ρωμαιοκαθολικούς ότι δωροδοκήθηκε και υπέγραψε την επικύρωση των Ιερών Κανόνων της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου!

Οι φανατικοί παπι­στές πολύ εύκολα διαστρέφουν την ιστορική πραγματι­κότητα. Όμως η Ιστορία από μόνη της διαψεύδει την διαστροφή της. Αν ο Πάπας Κωνσταντίνος ήταν διε­φθαρμένος και είχε δωροδοκηθεί γιατί δεν αποκηρύχτηκε ούτε κατακρίθηκε ποτέ ως διεφθαρμένος από δεκάδες Πάπες που τον διαδέχθηκαν στον παπικό θρόνο μέχρι και του Σχίσματος; Ήταν όλοι διεφθαρμένοι και δέχθη­καν τη διαφθορά;

Και αν υπάρχουν Πάπες αιρετικοί, όπως ο Ονόριος και διεφθαρμένοι όπως εμφανίζουν τον Κωνσταντίνο πως είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για Παπικό Πρωτείο και αλάθητο; 

Η αλήθεια δυστυχώς για τους φανατικούς παπικούς είναι διαφορετική: Οι φα­νατικοί παπικοί διαστρέφουν την Ιστορία για να στηρί­ξουν το εντελώς αντιχριστιανικό πρωτείο εξουσίας. Έτσι πλαστογραφούν και εδώ χωρίς στοιχεία την Ιστορία, χαρακτηρίζοντας μία από τις πιο μεγαλειώδεις και χριστιανικές πράξεις στην Ιστορία του Παπισμού, όπως είναι η αναγνώριση από τον Πάπα Κωνσταντίνο των Ιερών Κανόνων της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου και του Κωδικοποιημένου από αυτή Δικαίου των Ιερών Κανόνων, ως πράξη διαφθοράς και δωροδοκίας. Και δεν καταλαβαίνουν ότι έτσι πλήττουν μόνοι τους καίρια τον παπικό θεσμό, αφού οι Πάπες μπορούν να είναι διε­φθαρμένοι και να δωροδοκούνται. Για τη συγκεκριμένη περίπτωση του Πάπα Κωνσταντίνου στις πηγές δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για δωροδοκία του. Εμφανίζεται να πιστεύει αυτό που έκανε και να χαίρεται γι' αυτό. Όμως οι φανατικοί παπιστές πλαστογράφησαν και εδώ την Ιστορία, όπως δεν δίστασαν να το πράξουν και σε άλλες περιπτώσεις που πλαστογράφησαν την Ιστορία για να στηρίξουν το Παπικό Πρωτείο εξουσίας.

Υπάρχει σήμερα έστω και ένας ερευνητής που να μη δέχεται ότι η περίφημη Ψευδοκωνσταντίνειος Δωρεά και οι εξ ίσου περίφημες Ψευδοϊσιδόρειες Διατάξεις αποτελούν δύο από τις ειδεχθέστερες πλαστογραφίες στην Ιστορία, που έγιναν για να στηρίξουν το Παπικό Πρωτείο εξουσίας και βεβαίως το στήριξαν μέχρι που αποδείχτηκε ότι αποτελούσαν πλαστογραφία.
 
14. Η Ζ Οικουμενική Σύνοδος στην οποία επίσης παρέστησαν εκπρόσωποι του Πάπα και της Ρωμαιοκα­θολικής Εκκλησίας και την οποία δέχθηκαν και οι πα­πικοί ως Οικουμενική Σύνοδο επικύρωσε επίσης με τον 1ο Κανόνα της όλους τους Ιερούς Κανόνες, και ονομα­στικά τους Αποστολικούς, τους Κανόνες των προηγου­μένων έξι Οικουμενικών Συνόδων, και ειδικώς τους Κα­νόνες της λεγομένης Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, τους οποίους η Ζ' Οικουμενική τους χρησιμοποιεί και τους ονομάζει Κανόνες της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, πράγμα που αποδείχτηκε από το χαρτίον, στο οποίο σε συνέχεια υπήρχαν τα Πρακτικά και οι υπογραφές της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου του 680/81 και οι Ιεροί Κα­νόνες και οι υπογραφές των πατέρων της επίσης ως ΣΤ' ονομαζομένης Συνόδου, που μετά από 500 χρόνια ονο­μάστηκε Πενθέκτη, ονομασία που καθιερώθηκε από τους Δυτικούς για να πληγεί η Οικουμενικότητα της Συνόδου αυτής.

Με την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο έκλεισε πλέον το θέμα του Δικαίου της μίας αρχαίας και αδιαιρέτου Εκκλησίας. Το Παπικό Πρωτείο είχε πλέον μπροστά του αξεπέραστο εμπόδιο, που έπρεπε οπωσδήποτε να παραμεριστεί από τους φίλαρχους και φιλόδοξους Πάπες που συνεχώς και περισσότερο ήθελαν να έχουν πρωτείο εξουσίας. Έψαχναν για αφορμή και νόμισαν ότι την βρήκαν στην περίπτωση της εκλογής του αγίου Φωτίου στον θρό­νο της Κωνσταντινουπόλεως και της εσωτερικής διαμά­χης μεταξύ των οπαδών του και των Ιγνατιανών σχε­τικά με το Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και σε συνδυασμό με το filioque, την εισπήδηση των παπικών στην Βουλγαρία και άλλους λόγους που θα αναπτύξουμε στη συνέχεια οδήγησαν στο Σχίσμα του 867 και αργότερα στο οριστικό Σχίσμα ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας με αποκλειστική υπαιτιότητα των Παπών, οι οποίοι παρα­μέρισαν το δίκαιο των Ιερών Κανόνων και θέλησαν μο­νομερώς ασκώντας στην πράξη Παπικό Πρωτείο και δι­κό τους δίκαιο να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την Οικουμένη, όπως αποδεικνύουν με πλήρη απόδειξη, φρονούμε, τα στη συνέχεια εκτιθέμενα.
15. Ο Μέγας Φώτιος, Ομολογητής, Αγιος και Ισαπόστολος έμελλε να είναι ένας από τους πρωταγωνιστές στη μάχη της Ορθοδοξίας και των Ιερών Κανόνων, που πλήγησαν σφοδρότατα από τον Πάπα Νικόλαο τον Α' (858-867), ό οποίος με την αντικανονική συμπεριφορά του και τον παραμερισμό των Ιερών Κανόνων ήταν ο πρόξενος του Σχίσματος του 867. Ειδικότερα:
16. Εκθρόνιση Ιγνατίου: Το 858 η Εκκλησία Κων­σταντινουπόλεως αντιμετώπισε ένα δικό της εσωτερικό πρόβλημα. Κατά τα έτη 847-858 Πατριάρχης Κωνσταν­τινουπόλεως ήταν ο Ιγνάτιος, άγιος της Εκκλησίας μας και μεγάλη και ισχυρή προσωπικότητα. Αυστηρός και ασκητικός Πατριάρχης, υιός του Μιχαήλ Ραγκαβέ. Εκθρονίζεται αντικανονικά το 858, επειδή αρνήθηκε να χορηγήσει τη θεία Κοινωνία στον πανίσχυρο τότε αδελφό της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, τον Πατρίκιο Βάρδα.

Η εκθρόνιση αυτή ήταν αντικανονική διότι δεν έγινε από Σύνοδο, ούτε μετά από απολογία και συνοδική κρίση, δηλαδή χωρίς να καθαιρεθεί. Πρόκειται για μια χαρα­κτηριστική εκδήλωση Καισαροπαπισμού στο Βυζάντιο, που αποδείχτηκε και πολιτικό σφάλμα διότι ό Ιγνάτιος είχε και δύναμη και φίλους και άδικήθηκε σοβαρά του­λάχιστον από πλευράς ορθής και κανονικής διαδικασίας.

Το ζήτημα αν καλώς ή κακώς αρνήθηκε τη θεία Κοινω­νία στον Βάρδα ήταν ζήτημα, που έπρεπε να κρίνει εκκλησιαστική Σύνοδος κατά τους Ιερούς Κανόνες και αν εύρισκε ένοχο τον Ιγνάτιο να του στερήσει αυτή τον Θρό­νο. Το κακό όμως έγινε. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινου­πόλεως είχε εκθρονιστεί χωρίς τη θέληση της Εκκλησίας, η οποία δεν είχε τη δύναμη να τον επαναφέρει. Στο λαό δημιουργήθηκε θόρυβος και αναταραχή.

Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως βρέθηκε προ του διλήμματος να μην πληρώσει τον Θρόνο και να συγκρουσθεί με την πολιτική εξουσία ή να δεχθεί την εκθρόνιση και να προ­χωρήσει στην εκλογή νέου Πατριάρχου με προσωπικό­τητα και πολλές αρετές, ώστε να επαλειφθεί η δημιουργηθείσα κρίση. Προς το σκοπό αυτό στράφηκε προς το Φώτιο, ο οποίος δεν ανέμενε ούτε ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο και γι' αυτό δεν ήταν καν κληρικός, αλλά λαϊκός. Ο ίδιος δεν προκάλεσε ούτε επεδίωξε την εκλογή του, η οποία έγινε από την Εκκλησία κατ' οικονομία των πραγμάτων της εποχής για την προσωπικότητα και τις αρετές του Φωτίου.

17. Φώτιος: Πράγματι ο σήμερα τιμώμενος από την Εκκλησία μας Μέγας Φώτιος είναι ένα από τα λίγα πρό­σωπα που καθιερώθηκε στην εκκλησιαστική συνείδηση ως Μέγας, γιατί πραγματικά υπήρξε πολύ μεγάλος: Ειδικότερα υπήρξε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τους σημαντικότερους. Αναδείχθηκε σε Άγιο της Εκκλησίας μας για τους υπέρ αυτής και της Ορθόδοξης Πίστης γενικότερα αγώνες του. Προβάλλει σαν μία από τις πλέ­ον σημαντικές ιστορικές μορφές της Εκκλησίας, της Πο­λιτείας και της Κοινωνίας.

Έθεσε σημαντική τη σφρα­γίδα του στα γράμματα της εποχής και όχι μόνο τα θεο­λογικά, αλλά και τα θύραθεν. Αποδείχθηκε λόγιος όσο ολίγοι, διδάσκαλος ταλαντούχος, ιεράρχης ικανός και εμπνευσμένος, επιτελικός ιεραποστολικός νους, μεγά­λος εκκλησιαστικός συγγραφέας και Πατέρας της Εκκλησίας, και εκτός των άλλων γνώστης των Ιερών Κανόνων όσο ολίγοι. Την αξία των Ιερών Κανόνων και το από αυτούς απορρέον Κανονικό Δίκαιο πρόβαλε σαν το σημαντικότερο στοιχείο της Ενότητας της Εκκλησίας σε κάθε εποχή και ιδιαίτερα στην εποχή του. Η βαθειά γνώση του Δικαίου των Κανονικών Διατάξεων της Εκ­κλησίας τον έκανε ταχέως να αντιληφτεί ότι είναι ουσιω­δέστατο στοιχείο της Ενότητας της Εκκλησίας καθόλου και ότι ο παραμερισμός του Δικαίου των Ιερών Κανόνων και η αντικατάστασή του από άλλο δίκαιο οδηγεί μοιραίως στη διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας. 
18. Από τα πριν από την εκλογή του βιογραφικά στοιχεία και γεγονότα που αναφέρονται στο Φώτιο επιλέξαμε να παρουσιάσουμε εδώ τα ακόλουθα, τα οποία έχουν προβάλλει αν και μη συμφωνούντες πάντοτε μεταξύ τους, άλλοι σπουδαίοι και ειδικότεροι ερευνητές: Ο Φώτιος γεννήθηκε σε χρόνο που δεν προσδιορίζεται στις πηγές. Κατά την κρατούσα άποψη η γέννησή του τοποθετείται περί το 800 μ.Χ., ενώ υπάρχουν και εκείνοι που την το­ποθετούν λίγο ενωρίτερα ή πολύ αργότερα. Τόπος γεννήσεώς του είναι η Κωνσταντινούπολη.

Κατάγεται από επιφανή οικογένεια, παρόλο που μερικοί, όπως αναφέρει ο Hergenrother, θέλησαν να τον παρουσιάσουν ως ταπεινής καταγωγής. Πατέρας του Φωτίου υπήρξε ο Σέρ­γιος Πατρίκιος και Ομολογητής, ο οποίος ήταν αδελφός του Πατριάρχη Ταρασίου (784-806), τον οποίο συχνά ο Φώτιος ονομάζει Πατροθείον. Μητέρα του ήταν η Ειρήνη, φιλόθεη και φιλάρετη. Ο αδελφός της είχε λάβει ως σύζυγο την αδελφή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Η οικογένεια του Φωτίου ήταν εικονόφιλη και είχε υποστεί διώξεις και μαρτύρια. Ο πατέρας του μαρτύρησε υπέρ της ορθοδόξου πίστεως. Ο ίδιος ήταν άγαμος με τάση ασκητική· αλλά δεν είχε γίνει ούτε μοναχός, ούτε κληρι­κός. Για την παιδική και νεανική ηλικία ελάχιστες είναι οι υπάρχουσες σχετικές μαρτυρίες.
Κατά τον Α. Παπα­δόπουλο Κεραμέα το 815 η Εικονομαχική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως αναθεμάτισε τους γονείς του Φω­τίου και τον ίδιο, πράγμα που σημαίνει ότι είχε την προς τούτο ηλικία και ακόμη ότι είχε αν και πολύ νέος εκδηλώσει τα υπέρ των Αγίων εικόνων φρονήματά του. Κατά την αυτομαρτυρία του μόλις είχε ξεπεράσει την των ‘μειρακίων ήλικίαν', όταν άρχισε να συντάσσει το Λεξικό του, το οποίο αφιέρωσε στον μαθητή του Θωμά. Αυτό προϋποθέτει ότι είχε λάβει πολύ καλή παιδεία, αλλά δεν γνωρίζουμε πως. Πολλοί στηριζόμενοι στο ότι δεν αναφέρεται στους δασκάλους του τον θεωρούν αυτοδίδα­κτο.

Δεν θεωρούμε τολμηρό να υποθέσουμε ότι ίσως η μόρφωσή του σχετίζεται με το θείο του Ταράσιο, που ήταν εύλογο να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παι­δεία του ανιψιού του. Την σκέψη μας αυτή ενισχύει το γε­γονός ότι ο Φώτιος είχε όχι μόνο θύραθεν, αλλά και σπουδαία εκκλησιαστική και θεολογική παιδεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Νικήτας Παφλαγόν, εχθρός του Φωτίου και φίλος και βιογράφος του Ιγνατίου, αναφερόμενος στα ανωτέρω ομολογεί ρητά ότι ο Φώτιος κα­ταγόταν από ευγενικό γένος, διακρινόταν για τη σοφία και τη σύνεσή του, εθεωρείτο από τους πιο διακεκριμέ­νους πολίτες, γνώριζε σχεδόν όλη την επιστήμη της εποχής του, όπως Γραμματική και Ποίηση, Ρητορική και Φιλοσοφία ακόμη και Ιατρική. Όλα αυτά προϋποθέτουν παιδεία σπουδαία από τρυφερής ηλικίας.

Αντίθε­τα, ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων, ο Hergenrother κ.α. τον θεωρούν αυτοδίδακτο, επειδή ο ίδιος θεωρούσε δάσκαλό του τον Μέγα Αθανάσιο. Κρίνουμε ότι έλεγε τούτο επειδή τον είχε απλώς πρότυπο και έμαθε από αυτόν πολ­λά για το Τριαδικό Δόγμα.

Ο Ν. Τωμαδάκης, αξιολογώντας την όλη προσωπικότητα του Φωτίου κρίνει ότι ξε­περνούσε όλους τους συγχρόνους του και ήταν εφάμιλλος των παλαιών σοφών. Στο πρόσωπό του συνέτρεχε η επιτηδειότης της φύσεως, η σπουδή, ο πλούτος, δι' ον και βίβλος έπ' αυτόν έρρει πάσα (PG 105, 504), φράση που όποιο και αν είναι το νόημά της δηλώνει την κατοχή από τον Φώτιο κυριολεκτικά ή μεταφορικά κατά σχήμα υπερβολής βεβαίως όλων των βιβλίων της Εποχής του.

Κατά τον Κωνσταντίνο Καλλίνικο και τον Dvornik κ. α. το 842 ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (829-842) πεθαίνοντας ορίζει τον Φώτιο επίτροπο του ανηλίκου υιού του Μι­χαήλ Γ' (842-867) και Κυβερνήτη του Κράτους μαζί με τον Πατρίκιο Βάρδα και το Λογοθέτη Θεόκτιστο. Το 855-856 ο Φώτιος διατελεί πρέσβυς του Βυζαντίου στη Βαγδάτη. Πρόκειται για σημαντική αναγνώριση της αξίας και του ταλέντου του. Ακόμη απόκτησε αυλικά αξιώματα επί αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' (842-867), τα οποία του απονέμονταν λόγω της αξίας του χωρίς να τα επιζητεί. Εκτός των άλλων έγινε πρωτοσπαθάριος (= αυλικός της φρουράς) και πρωτοασηκρήτις (διπλωματικός υπάλληλος).

Ήταν σπουδαίος δάσκαλος με σπουδαίους μαθητές, όπως τον Αρέθα Καισαρείας, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ' τον Σοφό (886-912) κ.α. Ίσως δίδαξε και στην ανασυσταθείσα από τον Βάρδα Μαγναύρα Σχολή. Στο σπίτι του πάντως περιστοιχιζόμενος από μαθητές διαφόρων επιστημών η θεοσέβεια είχε πά­ντοτε κυρίαρχη θέση. Παράλληλα με τις άλλες δραστηριότητές του κυρίως στο Παλάτι η φιλομάθειά του τον οδήγησε στην μελέτη και συγγραφή.

Το πλουσιότατο έργο του, τεράστιο ποσοτικώς και πολύ υψηλού επιπέδου ποι­οτικώς, τον ανέδειξε μοναδική φυσιογνωμία των γραμ­μάτων της εποχής του. Πολλοί επιφανείς επιστήμονες, όχι μόνο ορθόδοξοι, αλλά και ετερόδοξοι έχουν μιλήσει με πολύ μεγάλο θαυμασμό για το συγγραφικό του έργο: Fabricius, Hoeschelius, Fontani, Oudini, Cave, Du Pin, Hergenroeder, Dvornik, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Κων­σταντίνος Οίκονόμος ο εξ Οικονόμων, N. Τωμαδάκης, Μητροπολίτης Πισιδίας Μεθόδιος Φούγιας και όλοι οι νεότεροι έλληνες Ιστορικοί, Πατρολόγοι. Κανονολόγοι κ.α., αλλά και όσοι μίλησαν σ' αυτή την αίθουσα κατά την καθιερωμένη στις 6 Φεβρουαρίου εορτή του έχουν εξάρει πολλές πτυχές του έργου του, ή ασχολήθηκαν με ειδικότερα προβλήματα ή θέματα αυτού.

Το έργο του αποτέλεσε και αποτελεί αστέρευτη πηγή για την επιστημονική θεώρηση πλήθους θεμάτων. Αρκεί να αναφερθεί ότι σε πρό­σφατη βιβλιογραφία του Πρωτοπρ. Γεωργίου Δράγα στην γνωστή Ελληνική Πατρολογία του Migne που επανεκδίδεται στην Ελλάδα από το Κέντρον Πατερικών Εκδό­σεων (Επιμέλεια Πρωτ. ιερέως Ιωάννου Διότη) ο ενδιαφερόμενος μπορεί σε 115 σελίδες (ρκγ'-σλζ') να βρει πλουσιότατη βιβλιογραφία περί του Φωτίου και των έργων του, που περιλαμβάνει τίτλους μέχρι το 1990 και όχι όλους.

Πριν γίνει Πατριάρχης είχε συντάξει το ήδη αναφερθέν Λεξικό του  Λέξεων Συναγωγή, στην οποία συγκεντρώνει λέξεις δυσεύρετων ή απολεσθέντων Λεξικών. Πρόκειται για σπουδαία λεξικογραφική εργασία. Το περίφημο έργο του Βιβλιοθήκη ή Μυριόβιβλος το άρχισε πριν από την άνοδο του στον Πατριαρχικό Θρό­νο (858), οπότε και τη διέκοψε. Είναι καθρέπτης των αξιολογουμένων από αυτόν και τους μαθητές του συγ­γραμμάτων από την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Πολ­λά από αυτά τα γνωρίζουμε μόνο από τον Φώτιο, ο οποίος γράφει στη μικρογράμματη γραφή, ενώ αυτά ως γραμμένα στην μεγαλογράμματη που αντικαταστάθηκε, έπαυσαν να είναι προσιτά στους πολλούς και χάθηκαν.

Αυτόν τον πράγματι σπουδαίο άνδρα έκρινε η Εκκλησία, όπως είχε δικαίωμα, να αναβιβάσει στον Πατριαρχικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, απόφαση για την οποία ουδεμία ευθύνη φέρει ο άγιος Φώτιος. Ειδικότερα:

19. Το Νοέμβριο του 858 η Σύνοδος της Κων/πολεως χωρίς να ρωτήσει τον Φώτιο και παρά την ρητή αντίθεσή του, τις αρνήσεις και τα κλάματά του, ως μόνη αρμο­δία να αντιμετωπίσει το πρόβλημα εκ της αντικανονικής και αυθαίρετης εκθρονίσεως του Πατριάρχη Ιγνατίου από τον Βάρδα, τα σχίσματα, τις έριδες, τις διαιρέσεις και τα λοιπά κακά που προκάλεσε αυτή η εκθρόνιση, έκρινε τον Φώτιο ως τον μόνο κατάλληλο για τον Πα­τριαρχικό Θρόνο. Έτσι στις 25 Δεκεμβρίου του 858 έγι­νε η χειροτονία του σε Πατριάρχη. Συγκεκριμένα μέσα σε πέντε μέρες από λαϊκός έγινε μοναχός, υποδιάκονος, διάκονος πρεσβύτερος και Πατριάρχης. Χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Συρακουσών Γρηγόριο Ασβεστά.

20. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθησαν όπως πίστευε η Σύνοδος. Τον Ιανουάριο η Φεβρουάριο του 859 η Σύ­νοδος Ιγνατιανών στην Κωνσταντινούπολη όχι μόνο δεν αναγνώρισε τον Φώτιο, αλλά και τον καθαίρεσε. Έτσι στην πράξη δημιουργείται στην Κωνσταντινούπο­λη εσωτερικό σχίσμα. Οι Ιγνατιανοί απευθύνθηκαν στον Πάπα Νικόλαο Α' (858-867) και θέλησαν να τον προσε­ταιρισθούν.

Αυτό αποτελούσε αντικανονική ενέργεια, διότι έπρεπε προηγουμένως να αποταθούν στη Σύνοδο να εκθέσουν τις κατά του Φωτίου κατηγορίες τους και εκείνη να αποφασίσει αν ο Φώτιος είχε διαπράξει πρά­ξη άξια καθαιρέσεως. Η πρόσκληση του Πάπα για ανάμειξη στα εσωτερικά της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και η καθαίρεση του Φωτίου από το αναρμόδιο όργανο τους, προκάλεσε την καθαίρεση του Ιγνα­τίου από Σύνοδο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως του 859, επειδή κρίθηκε υπαίτιος αυτών των αντικανονικοτήτων. Τον Αύγουστο του αυτού έτους 859 ο Ιγνάτιος εξορίζεται στην Μυτιλήνη.

21. Το 860 ο Φώτιος αποστέλλει ενθρονιστήρια επιστολή προς τον Πάπα και τους Πατριάρχες. Σώθηκε η προς τον Αντιοχείας. Σ' αυτήν ο Φώτιος αναγγέλλει επίσημα στους λοιπούς τέσσαρες Πατριάρχες (Ρώμης, Αλε­ξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) την εκλογή του και τους λόγους που η Σύνοδος προχώρησε στην επιλογή του.

22. Το 861 ο Πάπας Νικόλαος Α' θεώρησε ότι αυτή η χειροτονία του Φωτίου ήταν αντικανονική επειδή έγινε αθρόον . Εδώ ο Πάπας αποφάσισε αντικανονικά, διότι ενώ μπορούσε να χαρακτηρίσει in abstraco, δηλαδή γε­νικά και αφηρημένα μία οποιαδήποτε αθρόον  χειροτονία ως αντικανονική, δεν είχε αρμοδιότητα να κρίνει in concreto, δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν ήταν ως κατ' οικονομία πράξη ανεκτή. Ο Πάπας λησμόνησε ότι συχνά μία κατ' αρχήν και in abstraco πράξη μπορεί σε συγκεκριμένη περίπτωση και in concreto να μην είναι αντικανονική για λόγους εκκλησιαστικής οικονομίας. Έτσι για παράδειγμα οποίος δεν τηρεί τις νηστείες τιμωρείται σύμφωνα με τον 69 Αποστολικό Κανόνα, εκτός, ει μη δι' ασθένειαν σωματικήν εμπποδίζοιτο. Εδώ τι βλέπουμε, ο ίδιος κανόνας ο Αποστολικός 69, ο οποίος τιμωρεί τη μη τήρηση της νηστείας γενικώς, δεν την τιμωρεί στην ειδική περίπτωση ασθενούς, που η ασθένεια του επιβάλλει άλλο διαιτολόγιο.

Το ίδιο συμβαίνει για να πούμε ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα και στην περίπτωση εισαγωγής κτήνους σε ιερό ναό. Κατά τον ΣΤ' 88 Κανόνα οποίος εισάγει κτήνος σε ιερό ναό καθαιρείται, αν είναι κληρικός, ή αφορίζεται αν είναι λαϊκός. Παρ' όλα αυτά ο αυτός ΣΤ' 88 Κανόνας επιτρέπει κατ' εξαίρεση και κατ' οικονομία στον οδοιπόρο, που βρί­σκεται στην έρημο και δεν υπάρχει τόπος να καταλύσει, εκτός από ένα ναό στην έρημο, να βάλει το υποζύγιο του στο ερημοκκλήσι για να μην κινδυνέψει το ζώο να χάσει τη ζωή του αν μείνει έξω και απροστάτευτο, και για να μην κινδυνεύσει η ζωή του οδοιπόρου, από ενδεχόμενο θάνατο του υποζυγίου.

Από αυτά συνάγεται ότι όπως ρητά διδάσκει και ο 1ος Ιερός Κανόνας του Μ. Αθανασίου ότι μία και η αυτή πράξη άλλοτε απαγορεύεται και άλλοτε επιτρέπεται και συγχωρείται: ώστε το αυτό κατά τι μεν, και κατά καιρόν, ουκ έξεστι κατά τι δε, και ευκαίρως αφίεται και συγκεχώρηται. Η εκκλησιαστική όμως οικονομία ασκείται μόνο από τα κατά τόπο αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα, διότι μόνο αυτά γνωρίζουν αν σε συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν λόγοι εφαρμογής εκκλησιαστικής οικονομίας.

Στην συγκεκριμένη λοιπόν, περίπτωση της χειροτονίας του Φωτίου αθρόον  μόνον η Σύνοδος της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ήταν αρμοδία να κρίνει αν συνέτρεχαν λόγοι εκκλησιαστικής οικονομίας. Έκρινε ότι συνέτρεχαν για το καλό της Εκκλησίας και χειροτόνησε αθρόον τον Φώτιο, επαναλαμβάνοντας μία πρακτική που και άλλοτε είχε εφαρμοστεί στην Εκκλησία. Συνεπώς από πλευράς διαδικα­σίας ενέργησε σύμφωνα με τους Κανόνες. Ο Πάπας Νικόλαος βέβαια είχε δικαίωμα να θεωρεί ότι αυτή η χει­ροτονία ήταν κατ' αρχήν αντικανονική.

Την αντικανονικότητα όμως αυτή δεν μπορούσε ούτε είχε από τους Ιερούς Κανόνες κανένα δικαίωμα να την καταδικάσει μονομερώς, σαν να ήταν αυτός αυτοκράτορας ή κριτής όλης της Οίκουμένης. Καταδικάζοντας λοιπόν, μονο­μερώς τη χειροτονία του Φωτίου και τον ίδιο τον Φώτιο, αυθαιρέτησε και ενέργησε αντικανονικά, γιατί παραθεώρησε τους Ιερούς Κανόνες και άντ' αυτών εφάρμοσε δικής του επινοήσεως δίκαιο, περιφρονώντας πλήρως τους άλλους Πατριάρχες της Ανατολής και τον Συνο­δικό θεσμό. Με αυτήν την απόφασή του ακόμη ο Πάπας Νικόλαος αναμείχτηκε αντικανονικά στα εσωτερικά ζη­τήματα ξένης Εκκλησίας, ασκώντας στην πράξη πρωτείο εξουσίας και πάλι αντικανονικά.

Είναι γνωστό ότι ο Πάπας Νικόλαος θεωρούσε τον εαυτόν του αυτοκράτορα όλου του κόσμου: Nicolaus totius mundi Imperator(em) se fecit. Όμως από τους Ιερούς Κανόνες, όπως αναφέραμε διεξοδικά πιο πάνω δεν είχε τέτοιο δικαίωμα. Τις θέσεις του αυτές κοινοποίησε ο Πάπας Νικόλα­ος Α' στον Φώτιο.

23. Κατά τον Τωμαδάκη η επέμβαση του Πάπα στα πράγματα της Ανατολής δεν δύναται να ερμηνευθή ούτε εκ του νομοκανονικού του ζήλου ούτε εξ ενδιαφέροντος προς τους Ιγνατιανούς. Οξύνους και φιλόδοξος αντιλήφθη την λαμπράν ευκαιρίαν να λύση υπέρ της Δυτικής Εκκλησίας δύο θέματα: Το της Σικελίας και Καλαβρίας και του Ιλλυρικού. Οι μεγάλες αυτές επαρχίες υπάγον­ταν στον Κωνσταντινουπόλεως.

24. Το 861 ο Φώτιος αντιδρά. Κατ' αρχήν στην γνωστή ως Πρωτοδευτέρα Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλε­ως, που έγινε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων, τον Απρίλιο-Αύγουστο του 861 καθαιρεί με παρουσία των Ρωμαιοκαθολικών Λεγάτων τον Ιγνάτιο, ο οποίος κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων είχε ζητήσει από τον Πά­πα Νικόλαο να δικάσει την υπόθεσή του κατ' έκκλητο: Ο Πάπας Νικόλαος θεωρώντας ότι είχε δικαίωμα εκκλήτου super omnem terram, super omnem ecclesiam δίκασε την υπόθεση και δικαίωσε τον Ιγνάτιο.

Η αξίωση του παπικού θεσμού να δικάζει κατ' έκκλητο τους αρχιερείς όλων των Εκκλησιών είχε για πρώτη φορά προβληθεί το 419 στη Σύνοδο της Καρθαγένης με την περίπτωση της κρίσεως του Απιαρίου. Τότε οι παπικοί νόθευσαν τους Ιερούς Κανόνες της Α' Οικουμενικής Συνόδου ισχυρισθέντες ότι αυτό το δικαίωμα το αντλούσαν από αυτούς τους Ιερούς Κανόνες. Όμως η Σύνοδος της Καρθαγένης αντιλήφτηκε την άπατη, διέκοψε τις εργασίες της και απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη και στα Πατριαρχεία της Ανατολής να φέρουν τα αυθεντικά κείμενα της Α' Οικουμενικής Συνόδου πράγμα που έγινε και έτσι αποκαλύφθηκε πλήρως η άπατη και η πλαστογραφία των πα­πικών.

Τώρα επιχειρείται και πάλι η προώθηση του Παπικού Πρωτείου εξουσίας με επιχειρήματα ανάλογα με αυτά της Ψευδοκωνσταντίνειας Δωρεάς και των Ψευδοϊσιδωρείων Διατάξεων, τις οποίες προαναφέραμε. Κατά σύντομη σχετική παρατήρηση του Ν. Τωμαδάκη: Τούτο ήτο η επί τη βάσει ψευδών και πλαστών ντοκου­μέντων προβολή του Πρωτείου, η οποία θα κατέλυε την αυτοδιοίκησιν των Ανατολικών Εκκλησιών (την συνή­θως λεγομένην δημοκρατικήν βάσιν αυτών) και θα παρείχεν ρυθμίσεις των κατά την Ανατολήν (και πολιτικώς) αναλόγως των εκάστοτε συμφερόντων της Δύσεως. Τούτο όμως ουδεμία των Εκκλησιών της Ανατολής θα αναγνώριζε. Γι' αυτό και ο Πάπας προώθησε τις θέσεις του αντικανονικώς μέσω των Ιγνατιανών.

25. Κατόπιν των ανωτέρω ο Πάπας Νικόλαος σε Σύ­νοδο της Ρώμης του 863 κάνει δεκτό το έκκλητο του Ιγνα­τίου και τον αθωώνει, ενώ καταδικάζει και καθαιρεί τον Φώτιο και τους παπικούς εκπροσώπους που είχαν λάβει μέρος στην Πρωτοδευτέρα Σύνοδο Κωνσταντινουπόλε­ως του 861, η οποία είχε καθαιρέσει τον Ιγνάτιο. Η παρά τους Ιερούς Κανόνες ανάμειξη του Πάπα στα έσωτερικά άλλης Εκκλησίας είχε ξεπεράσει κάθε μέτρο.
26. Το πρόβλημα της Εκκλησίας της Βουλγαρίας: Το 864 οι Βυζαντινοί κατανικούν τους Φράγκους στην Μοραβία και η ειδωλολατρική Βουλγα­ρία περιέρχεται στην εξουσία του Βυζαντίου. Το Βυζάν­τιο με συντονισμένες ενέργειες Εκκλησίας και Πολιτεί­ας διαδίδει τον χριστιανισμό στους Βούλγαρους και δημιουργεί την πρώτη Βουλγαρική Εκκλησία υπαγόμενη στον Κωνσταντινου-πόλεως. Ήδη το ίδιο έτος 864 ο βα­σιλιάς των Βουλγάρων Βόρρις γίνεται χριστιανός, βα­πτίζεται και λαμβάνει το όνομα Μιχαήλ με ανάδοχο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ (842-867). 

Οι περισσότεροι Βούλ­γαροι, γνώρισαν τον χριστιανισμό μέσω του ιεραποστολικού έργου των εκ Θεσσαλονίκης αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, που μέχρι και σήμερα εορτάζονται στην Βουλ­γαρία ως οι θεμελιωτές της Βουλγαρικής Παιδείας. Όπως ήταν φυσικό οι πρώτοι χριστιανοί Βούλγαροι ή­ταν φιλικά διατεθειμένοι προς το Βυζάντιο και βεβαίως και προς τον Φώτιο που είχε στείλει στη Βουλγαρία τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο.

27. Ο Πάπας Νικόλαος, παραβιάζοντας και πάλι τους Ιερούς Κανόνες θέλησε να υπαγάγει την Βουλγαρία στη δική του εκκλησιαστική δικαιοδοσία. Για να πετύχει το σκοπό του επιχείρησε να εισαγάγει στην Βουλγαρία τα λα­τρευτικά έθιμα και τη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Μεταξύ άλλων θέλησε να εισαγάγει την αναγκαστική αγαμία του κλήρου, την νηστεία των Σαββάτων το χρίσμα από τον επίσκοπο, τα άζυμα κ.λπ. Αξιολογώντας όλα αυτά ο Ν. Τωμαδάκης κρίνει ότι για να πετύχει αυτό το στόχο και την επεκτατική πολιτική του σκόπιμα προκάλεσε πρόβλημα και ταραχή στην Εκκλησία της Κων­σταντινουπόλεως για να την αποδυναμώσει.

Συμφωνώντας με αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι ο Πάπας Νικόλαος είχε σαν σύμβουλο του τον περίφημο Αναστάσιο Βιβλιο­θηκάριο, που μισούσε τους Έλληνες και τους χριστιανούς της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι αυτός που μετέφρασε πολλά κείμενα ελληνικά στη λατινική γλώσσα με νοθεύ­σεις, παραλείψεις και αλλοιώσεις ώστε να εξυπηρετούν τις παπικές αξιώσεις. Έχουμε επισημάνει τέτοιες νοθείες και αλλοιώσεις ακόμη και στα Πρακτικά της Ζ' Οικου­μενικής Συνόδου. Αυτός αποτέλεσε τον θεωρητικό στυλοβάτη του Σχίσματος του 867. Με αυτόν σύμβουλο του ο Πάπας Νικόλαος, που ήταν άπειρος αφού είχε ανέλθει στον παπικό θρόνο το 858 θεώρησε αντικανονική τη χει­ροτονία του Φωτίου και για το αθρόον αυτής και διότι έγινε από τον Γρηγόριο Ασβεστά, που βρισκόταν σε αντίθεση με τον Πάπα για το θέμα της δικαιοδοσίας της Κα­λαβρίας και Σικελίας που διεκδικούσε ο Πάπας.

28. Ο Φώτιος απαντώντας στην καταδικαστική γι' αυτόν επιστολή του Πάπα Νικολάου περνά στην αντεπίθεση και ανοικτά πλέον τον κατηγορεί για επέμβαση στα πράγματα ξένης Εκκλησίας κατά αντικανονικό τρό­πο. Τόνισε την ενότητα του δόγματος και την ενότητα της Εκκλησίας παρά τα επί μέρους τοπικά έθιμα και διατύ­πωσε τη θέση ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε προ­χωρήσει σε έθιμα, ρυθμίσεις και καινοτομίες παρά τους Ιερούς Κανόνες. Τις καινοτομίες αυτές περιέγραψε λε­πτομερέστερα στις επιστολές του προς τους Πατριάρχες της Ανατολής, από τις οποίες σώθηκε αυτή που απεύθυνε στον Αλεξανδρείας.

29. FILIOQUE: Από τις καινοτομίες που θέλησε ο Πάπας να εισαγάγει στην Εκκλησία της Βουλγαρίας η σπουδαιότερη ήταν το Filioque, γιατί είναι καινοτομία δογματική, που παραχαράσσει το δόγμα της Αγίας Τριά­δος και συνιστά αίρεση, επειδή εισάγει τη δυαρχία στο δόγμα της Αγίας Τριάδος. Ότι πρόκειται για πραγμα­τική καινοτομία αποδεικνύεται πλήρως από το γεγονός ότι στο γνωστό Σύμβολο Πίστεως Νικαίας  Κωνστα­ντινουπόλεως, που είναι έργο της Α' και Β' Οικουμε­νικής Συνόδου ομολογείται πίστη και ‘εις το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υίώ συμππροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν δια των προφητών'.

Αυτή η ομολογία πίστεως επικυρώθηκε και επαναλήφθηκε από όλες τις μεταγενέστερες Οικουμενικές Συνό­δους μέχρι και της Z' Οικουμενικής Συνόδου που είναι γνωστή ως εν Νίκαια Σύνοδος, στην πραγματικότητα όμως και κατ' ακρίβεια πρέπει να λέγεται Σύνοδος Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως διότι όλες οι Συνεδρίες της έγιναν στη Νίκαια της Βιθυνίας, εκτός από την τελευταία και σημαντικότερη που έγινε στην Κωνσταντινούπολη ενώπιων των αυτοκρατόρων, στην οποία θεσπίσθηκαν και οι 22 Ιεροί Κανόνες της Συνόδου και επικυρώθηκε από τους αυτοκράτορες και το όλο έργο της. Πουθενά στα Πρακτικά ή στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συ­νόδων, ακόμη και αυτών που ρητά επιδέχθηκαν οι Πά­πες ή δεν αμφισβήτησαν ποτέ δεν υπάρχει το filioque ούτε σαν όρος ούτε σαν διδασκαλία, ούτε προβλήθηκε ποτέ ούτε άναφέρθηκε από τους παπικούς εκπροσώπους που έλαβαν μέρος στις Οικουμενικές Συνόδους, στις οποίες κατ' επανάληψη αναγνώστηκε ή αναφέρθηκε το Σύμβο­λο Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως και άλλα Σύμβολα Πίστεως και σε κανένα από αυτά δεν υπήρχε η δογματική καινοτομία του Filioque.

Η μονομερής λοιπόν προ­βολή του από την Εκκλησία της Ρώμης αποτελεί κατά­φωρη παραβίαση της διαδικασίας ορισμού ενός δόγμα­τος, που δεν γίνεται από μία μόνο Εκκλησία μονομερώς, αλλά από Οικουμενική Σύνοδο. Η αξίωση μονομερούς καθορισμού και επιβολής αυτού του δόγματος από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και των άλλων Εκκλησιών αποτέλεσε σαφέστατη εκδήλωση του παπικού αλάθητου που επρόκειτο να αναχθεί σε δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Α' Σύ­νοδο του Βατικανού το 1870, δηλαδή σχεδόν 19 αιώνες από της Ενανθρωπίσεως του Ιησού Χριστού, του Ιδρυτού της Εκκλησίας και της δογματικής διδασκαλίας αυτής. Οι αλήθειες της πίστεως μας είναι διδασκαλίες Χριστού. Η Εκκλησία απλώς τις επισημαίνει, τις ερμη­νεύει και τις προβάλλει, αλλά και αυτό δεν γίνεται από έναν άνθρωπο, έστω και Πάπα, αλλά από όλη την Εκκλησία δια του μόνου αλάθητου οργάνου αυτής που είναι η Οικουμενική Σύνοδος.

Το λεγόμενο συχνά από ορισμένους ότι η τάδε Οικουμενική Σύνοδος θέσπισε το α' ή το β' δόγμα είναι λάθος. Δεν θεσπίζει αλήθειες πίστεως η Οικουμενική Σύνοδος. Αυτές τις θέσπισε άπαξ δια πα­ντός ο Ιησούς Χριστός. Η Εκκλησία απλώς διατρανώνει τα δόγματα του Ιησού Χριστού, όταν αυτά αμφισβητούνται ή λησμονούνται.

Είναι χαρακτηριστική η πε­ρίπτωση του Ομοουσίου, του δόγματος δηλαδή κατά το οποίο Πατήρ Υιός και Άγιο Πνεύμα έχουν μία και την αυτή ουσία. Πολλοί λέγουν και γράφουν ότι το δόγμα αυτό το θέσπισε η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Πρόκειται για σοβαρό λάθος. Το δόγμα αυτό δεν το θέσπισε η Α' Οικουμενική Σύνοδος.

Κατά την αυθεντική μαρτυρία του 1ου Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου το Ομοούσιο προϋπήρχε της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Όμως ο Άρειος και οι οπαδοί του δεν μπορούσαν να το δουν από δική τους αδυναμία. Γι' αυτούς ήταν σαν να υπήρχε κρυμμένο υπό τον μόδιο. Σαν φως κρυμμένο κά­τω από ανεστραμμένο κουβά. Οι 318 Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου το μόνο που έκαναν ήταν να αφαιρέσουν τον μόδιο και τότε έλαμψε σε όλους το φως του Ομοουσίου. Δεν το δημιούργησαν λοιπόν αυτοί το Ομοούσιο, αλλά το αποκάλυψαν σε όσους δεν το έβλε­παν και το διατράνωσαν. Και πάλι όμως σε Οικουμενική Σύνοδο.

Είναι γνωστό ότι σε μεταγενέστερες συζητήσεις και μέχρι σήμερα εγέρθηκε το θεολογικό ζήτημα αν το Filioque συνιστά ή όχι αίρεση διότι από πλευράς γραμματικής το filio στην φράση ex patre filioque είναι με βε­βαιότητα πτώση Αφαιρετική που συντακτικώς εκτός από την πηγή εκπορεύσεως θα μπορούσε να σημαίνει και το μέσο δια του οποίου εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα, δη­λαδή θα μπορούσε να σημαίνει ότι δηλώνει την δια του Υιού και όχι την εκ του Υιού εκπόρευση. Λόγοι γραμ­ματικοί, συντακτικοί, ιστορικοί, πρακτικής χρήσεως κ.λπ. του filioque, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν προβληθεί κατ' επανάληψη και σε όλους τους τό­νους οδηγούν τον αντικειμενικό ερευνητή να δεχθεί ότι πρόκειται σαφώς για νέο δόγμα για δογματική καινοτο­μία και αλλοίωση του ορθοδόξου δόγματος. Δεν είναι του παρόντος να επαναλάβω εδώ τις σχετικές θέσεις που πολλοί και επιφανείς επιστήμονες έχουν διατυπώσει πριν από μας αποδεικνύοντας επαρκώς φρονούμε, ότι είναι νέο και εσφαλμένο δόγμα.

Εμείς εδώ οφείλουμε από την πλευρά της ειδικότητας μας να τονίσουμε την ακόλουθη σημαντική πραγματικότητα. Το Filioque ακόμη και αν δεν είναι αίρεση είναι ένα δογματικό θεολογούμενο. Τούτο κανένας δεν μπορεί να το αρνηθεί, αφού τέσσερα από τα πέντε παλαιά Πατριαρχεία της Πενταρχίας το αντιμετωπίζουν σαν αίρεση. Η Ρώμη δεν το θεώρησε και δεν το θεωρεί αίρεση. Τι έπρεπε λοιπόν να γίνει;

Η μόνη ορθή αντιμετώπιση του θέματος μπορούσε και έπρεπε να γί­νει από Οικουμενική Σύνοδο. Τούτο όμως δεν το θέλη­σε η Ρωμαιοκαθολική 'Εκκλησία. Γιατί άραγε; Τι είχε να φοβηθεί; Τα ερωτήματα αυτά μία μόνο επιδέχονται απάντηση. Αν γινόταν Οικουμενική Σύνοδος για το Filioque η Ρωμαιοκαθολική 'Εκκλησία θα ήταν αναγκασμένη ή να δεχθεί ότι δεν πρόκειται για νέο δόγμα και να ερμηνεύ­σει αυτό ότι σημαίνει την εκπόρευση του Αγίου Πνεύ­ματος εκ του Πατρός δια του Υιού, που είναι και η Ορθόδοξη διδασκαλία και θα καθιστούσε περιττή την προ­σθήκη του στο Σύμβολο της Πίστεως. Από μία τέτοια λύση δεν θα εμειόνετο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ούτε θα εκατηγορείτο ότι εισήγαγε καινοτομία και νέο εσφαλμένο δόγμα πίστεως.

Αν πάλι υποστήριζε σε μία Οικουμενική Σύνοδο ότι είναι δόγμα σωστό, θα αντιμετώπιζε την μεγάλη κανονική και δογματική παράδοση της Εκκλησίας που επί αιώνες δεν δίδαξε τέτοιο δόγμα, αλλά μόνο την εκ του Πατρός εκπόρευση του Αγίου Πνεύμα­τος και γι' αυτό ένα τέτοιο νέο δόγμα δεν θα γινόταν δε­κτό από Οικουμενική Σύνοδο με κίνδυνο αν ο Πάπας επέμεινε θα απεκόπτετο από την Εκκλησία ως αιρετικός. Έτσι προτίμησε να αποσιωπήσει το θέμα και να μεταθέσει αλλού το βάρος της διαφοράς του με την Ανατολική 'Εκκλησία για να επιρρίψει την ευθύνη του Σχί­σματος στον Φώτιο, αργότερα στον Μιχαήλ Κηρουλάριο και γενικότερα στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, ενώ στην πραγματικότητα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διαφοροποίησε το δίκαιο της από το δίκαιο των Ιερών Κανόνων και αντί επιλύσεως του προβλήματος από Οικουμενική Σύνοδο με συμμετοχή όλων των Εκκλησιών ο Πάπας προτίμησε να εμφανίσει τον εαυτόν του σαν τον μόνο έχοντα αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί δογματικών θεμάτων, ξεχνώντας εντελώς ότι στα τέλη του 7ου αιώνα η Έκτη Οικουμενική Σύνοδος είχε κατα­δικάσει ως αιρετικούς ένα Πάπα, τέσσερις Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ένα της Αλεξανδρείας και τον παριστάμενο στη Σύνοδο αυτή Πατριάρχη Αντιοχείας Μακάριο, περί των οποίων προαναφέραμε τα δέοντα. Τις καταδίκες αυτές επανέλαβε και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος με τον Πρώτο Κανόνα αυτής. 

Συνεπώς, η καταδίκη και του Πάπα Νικολάου με βάση τους Ιερούς Κανόνες της μίας, ενιαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας των Οικουμενικών Συνόδων διεγράφετο ως βεβαία αν υποστήριζε το Filioque με την αιρετική σημασία του. Και στο σημείο λοιπόν αυτό, ο Πάπας Νικόλαος παραβίασε την διαδικασία που προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες. Το ότι επρόκειτο για μία και μόνο λέξη, αυτό δεν είχε σημασία, δεδομένου ότι αιρετικός γουν έστι και ο μικρόν εκκλίνων του ορθοδόξου δόγματος. Σημασία λοιπόν έχει ότι ο Πάπας με την μονομερή απόφασή του να καταδικάσει το Φώτιο δημιούργησε στην πράξη Σχίσμα μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης που δεν κοινωνούσε με τον Φώτιο και της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών Πατριαρχείων της Ανατολής που τον αναγνώριζαν.

30. Ο Φώτιος σε αντίθεση με τον Πάπα εφαρμόζει την κανονική διαδικασία. Όχι μόνο αρνείται την απόφαση του Πάπα ως άκυρη και μονομερή, αλλά για να αποφύγει και αυτός το αντικανονικό λάθος να τον κρί­νει μόνος του με την Πατριαρχική του Σύνοδο εξαποστέλλει εγκύκλιο επιστολή προς τους Ανατολικούς Θρό­νους, στην οποία κατηγορεί τον Πάπα Νικόλαο για διά­φορες αντικανονικότητες που διέπραξε.
 
Μεταξύ άλλων ο Φώτιος κατηγορεί τον Πάπα Νικόλαο:

α) Για αντικανονική ανάμειξή του στα διοικητικά ζητήματα της Ανατολής, και την μονομερή απόφασή του να αθωώσει τον 'Ιγνάτιο και να καθαιρέσει τον Φώτιο και τους παπικούς απεσταλμένους που μετείχαν στην Πρωτοδευτέρα Σύνο­δο του 861.

β) Για αυθαίρετη επέμβαση στα πράγματα της Βουλγαρίας, η οποία είχε δεχθεί τον Χριστιανισμό από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και με βάση τον Δ' 28 έπρεπε να ανήκει στη δικαιοδοσία του. Και αυτή η πράξη του Πάπα Νικολάου αποτελεί αυτοτελή λόγο καθαιρέσεώς του.

γ) Για τις αντικανονικές καινοτομίες που εισήγαγε αντικανονικά στην 'Εκκλησία της Βουλγαρίας. Ιδιαίτερα επικρίνει την εισαγωγή εις αυτήν της μη τηρή­σεως της Νηστείας των Σαββάτων (παράβαση του ΣΤ 55), την αναγκαστική αγαμία του κλήρου (παράβαση των Κα­νόνων ΣΤ'613), την είσαγωγή, των άζύμων. Καθένα από αυτά άποτελεί αυτοτελή λόγο καθαιρέσεως και όλα μαζί πρόσθετο λόγο καθαιρέσεως διότι αποδεικνύουν απροκάλυπτη περιφρόνηση και μη τήρηση των Ιερών Κανό­νων κατά σαφή παράβαση του ΣΤ'2 του Ζ'1 κ.α.

δ) Ο Φώτιος κατηγόρησε επίσης τον Νικόλαο γιατί οι παπικοί στην Βουλγαρία θεώρησαν άκυρη την τέλεση του μυστη­ρίου του Χρίσματος που είχαν τελέσει πρεσβύτεροι της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, επειδή θεωρούσε ότι το Χρίσμα ήταν άκυρο αν δεν γινόταν από επίσκοπο. Γι' αυτό και επίσκοποι του Πάπα κάνοντας εισπήδηση στην Εκκλησία της Βουλγαρίας έκαναν αναμυρισμό εκείνων που είχαν λάβει το Χρίσμα κατά τον Ορθόδοξο τρόπο και από Ορθοδόξους πρεσβυτέρους της Εκκλη­σίας Κωνσταντινουπόλεως.

ε) Για την δογματική καινο­τομία του Filioque, περί της οποίας αναφέραμε τα δέοντα πιο πάνω.

31. Όλα αυτά ως αντικανονικές επεμβάσεις στη δι­καιοδοσία του Κωνσταντινου-πόλεως παρείχαν το δικαίωμα στον Οικουμενικό Πατριάρχη να καθαιρέσει και μονομερώς με την Πατριαρχική του Σύνοδο τον Πάπα Νικόλαο ως εισπηδήσαντα στην Επαρχία του. Όμως ό Φώτιος για μία ακόμη φορά κάλεσε και τους λοιπούς Πατριάρχες σε Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως και αυτή η Σύνοδος καθαίρεσε τον Πάπα Νικόλαο. Έτσι το Σχίσμα που μονομερώς τέλεσε ο Πάπας Νικόλαος επισημοποιήθηκε και από πλευράς των Πατριαρχείων της Ανατολής, που όλοι μαζί καθαίρεσαν κατά το 867 ως παραβάτη πολλών Ιερών Κανόνων και ως αιρετικό τον Πάπα Νικόλαο, ο οποίος το ίδιο έτος έχασε την Βουλ­γαρία και απέθανε.

32. Η συνέχεια σύντομα έχει ως ακολούθως: Νέος Πάπας από το 867-872 είναι ο Πάπας Αδριανός, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ως Πάπας της διαιρέσεως διότι δεν έκανε τίποτε προς αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας. Οι εσωτερικές όμως εκκλησιαστικές δια­μάχες στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως συνεχίστη­καν. Αυτή τη φορά ήρθε η σειρά του Φωτίου να εκθρονιστεί. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 867 στο Θρόνο ανέρχεται ο Βασίλειος ο Μακεδών (867-886). Στις 23 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ο Φώτιος εκθρονίζεται και στον Πα­τριαρχικό Θρόνο αποκαθίσταται ο Ιγνάτιος. Δύο έτη αργότερα οι Ιγνατιανοί σε σύνοδο στην Κωνσταντινού­πολη (5/10/869 - 28/2 ή 30/3/870) καθαιρούν τον Φώτιο με παρουσία παπικών Λεγάτων και αποκαθιστά τον Πάπα Νικόλαο. Έτσι λήγει προσωρινά το Σχίσμα με Σύνοδο της Ανατολής. Ο Φώτιος δεν αντιδρά. Για μία ακόμη φορά, αν και αδικηθείς σέβεται την κανονική διαδικα­σία, αντιληφθείς και τους πολιτικούς λόγους που επέβαλαν την καθαίρεσή του. Επρόκειτο για πράξη διπλω­ματικής ανάγκης του Βυζαντίου για να αποδυναμώσει το Λουδοβίκο που είχε ανακηρυχτεί αυτοκράτορας του Ρωμαϊκού Κράτους, για να μην έχει την υποστήριξη του Πάπα.

Ο Φώτιος εξορίζεται μέχρι το 783, όποτε αφού τον είχε αναγνωρίσει ο νέος Πάπας Ιωάννης H' (872­882) ανακαλείται στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φώτιος αναδεικνύεται και πάλι άνδρας άξιος των περιστάσεων. Μη θέλοντας να δημιουργήσει προβλήματα στην Εκκλησία και την πολιτεία αναγνωρίζει τον Πατριάρχη Ιγνάτιο, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη ταπεινοφροσύνη, που στη συνέχεια αναγνωρίστηκε και αμείφτηκε. Πράγματι, στις 23 Οκτωβρίου του 877 ο Ιγνάτιος άποθνήσκει. Στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους ό Φώτιος άποκαθίσταται στο Θρόνο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Ο Πά­πας Ιωάννης στέκεται και αυτός στο ύψος των περι­στάσεων. Σε Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879, στην οποία μετείχαν και εκπρόσωποι του και την οποία αναγνώρισε και ο Πάπας και όλα τα Πατριαρχεία και θεωρείται από τους Ορθοδόξους ως 8η Οικουμενική Σύ­νοδος ο Φώτιος αποκαθίσταται πλήρως.

Ο Πάπας μά­λιστα Ιωάννης αναγνώρισε ότι και η πρώτη εκλογή του Φωτίου ήταν έγκυρη και είχε γίνει μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής οικονομίας των Ιερών Κανόνων γι' αυτό και απέστειλε στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879-880 τρεις παπικούς αντιπροσώπους. Η Σύνοδος αποδέχτηκε την αναγνώριση της εγκυρότητας της πρώτης εκλογής του Φωτίου και του επέτρεψε να προε­δρεύσει αυτής και όχι οι παριστάμενοι τρεις παπικοί αντιπρόσωποι. Ο Πρωτόθρονος των Αρχιερέων της Ανατολής Προκόπιος Καισαρείας και οι παπικοί αντιπρόσωποι είπαν λόγους αναγνωρίσεως για τον ιερό Φώτιο, ενώ ολόκληρη η Σύνοδος εβόησε ότι Θεός οικεί εν αυτώ ουδείς αγνοεί. 

Προχώρησε και σε άλλους χαρα­κτηρισμούς αγιότητας και εξυμνήσεως του Φωτίου. Αυτή ήταν και η τελική θέση της Εκκλησίας για τον Φώτιο, η δεύτερη πατριαρχία του οποίου ήταν λαμπρή, ομαλή και χωρίς προβλήματα. Η ενότητα της Εκκλησίας αποκαταστάθηκε, διότι ο Πάπας Ιωάννης δεν ήταν θιασώτης του Παπικού Πρωτείου, αλλά του συνοδικού θεσμού και της εφαρμογής του Δικαίου των Ιερών Κανόνων.

Ο Φώτιος συνεπής στην κανονική παράδοση εξαίρει όσο κανείς άλλος στην εποχή του την άξια των Ιερών Κανόνων. Ο Νομοκάνων σε 14 Τίτλους, ανεξάρτητα από το πρόβλη­μα της πορείας της συγκροτήσεώς του φέρει την τελική σφραγίδα του Φωτίου, έγινε έργο κωδικοποιητικό του Κανονικού Δικαίου και έφερε τους Ιερούς Κανόνες μπροστά από κάθε παπική απόφαση. Τα πράγματα ησυχάζουν. Ο Φώτιος παραμένει στο Θρόνο μέχρι το 886, όποτε ανέρχεται στον αυτοκρατορικό Θρόνο ο Λέων ο ΣΤ' ο Σοφός (886912), επί του οποίου ο γηραιός Φώτιος παραιτείται από τον Πατριαρχικό θρόνο Κωνσταν­τινουπόλεως, χωρίς τούτο να δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα. Στις 6 Φεβρουαρίου του 897 ή του 898 σε βαθύ γήρας αποθνήσκει.
 
33. Ο σήμερα εορταζόμενος Φώτιος είναι άγιος της Εκκλησίας μας. Ήδη ενώ ζούσε χαρακτηρίστηκε ως άγιος μαζί με τον Ιγνάτιο από την Σύνοδο της Κωνσταν­τινουπόλεως του 879, που θεωρείται από τους Ορθοδόξους ως 8η Οικουμενική Σύνοδος γιατί είναι η τελευταία Σύνοδος, στην οποία έλαβαν μέρος εκπρόσωποι από όλα τα Πατριαρχεία της Ανατολής και του Πάπα Ρώμης και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από όλους, συμπεριλαμ­βανομένου και του Πάπα μέχρι και του Μεγάλου και οριστικού Σχίσματος του 1054. Σύγχρονοι του Φωτίου, όπως ο Βασίλειος Θεσσαλονίκης και ο Αρέθας Καισα­ρείας θεωρούν τον Φώτιο άγιο. 22 χρόνια μετά το θάνατό του, η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 920 αναγνωρίζει την αγιότητα του Ιγνατίου και του Φωτίου αποφανθείσα: Ιγνατίου και Φωτίου... των Ορθοδόξων Πατριαρχών αιωνία η μνήμη!

Περί τα έτη 956-959 επί Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου (912-959) αναθεωρήθηκε το μέχρι τότε σε χρήση Συναξάριον της Μεγά­λης Εκκλησίας. Στο νέο αναθεωρημένο Συναξάριο αναγράφηκε πλέον και επισήμως η μνήμη του Φωτίου ως αγίου και ορίστηκαν τα της εορτής του. Έκτοτε εορτά­ζεται στην Εκκλησία μας ως άγιος. Η ακολουθία που σήμερα ψάλλεται κατά την εορτή του είναι έργο του 1848 και εκδόθηκε από τον Μητροπολίτη Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνο Τυπάλδο. Νέα έκδοση δαπάνης του Νικο­λάου Βασιλάκη έγινε το 1903 στο Κάιρο με τίτλο: Ακο­λουθία του εν αγίοις Πατρός ημών και ισαποστόλου Φω­τίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού. Συνερανισθείσα μεν εξ αρχαιοτέρων της Εκκλησίας ύμνων και συνταχθείσα υπό Κωνσταντίνου Μητροπο­λίτου Σταυρουπόλεως Τυπάλδου διατυπωθείσα δε εξ αρχαίας εκδόσεως δαπάνη Νικολάου Κ. Βασιλάκη, Εν Καΐρω 1903.

 Αξίζει ακόμη να αναφερθεί ότι το 1924 ο Καλλίνικος Κυζίκου στο έργο του  Ο εν Αγίοις Αρχιε­πίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος (ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Α', 1926, σελ. 194-404) έχει συγκεντρώσει πλήθος μαρ­τυριών περί της αγιότητας του Φωτίου από της εποχής του αγίου Πατέρα μέχρι τη Σύνοδο της Φερράρας  Φλω­ρεντίας (1438/1439), στην οποία ο Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός διακήρυξε την υπέρ του Φωτίου και της αγιότητάς του Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879/880, χωρίς ο παριστάμενος Πάπας Ευγένιος (1431-1447) και ο επίσης παριστάμενος Καρδινάλιος Ιουλιανός να εκφράσουν την παραμικρή αντίρρηση ή διαφοροποίηση.
34. Κατόπιν των ανωτέρω βασίμως φρονούμε ότι μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι αποκλειστικός αίτιος του Σχίσματος του 867, είναι ο παρα­μερισμός του Δικαίου του Χριστού και των Οικουμενικών Συνόδων και των Ιερών Κανόνων από τον Πάπα Νικόλαο.

Οι πριν από αυτόν Πάπες από ενωρίς άρχι­σαν, όπως είδαμε και όπως άλλοι με πληρότητα έχουν αποδείξει, να διαφοροποιούνται προοδευτικά από το δί­καιο του ίδιου του Ιησού Χριστού, των Αποστόλων, της αρχαίας Εκκλησίας των Οικουμενικών Συνόδων και των Ιερών Κανόνων. Αντί αυτού του Δικαίου των Ιερών Κανόνων άρχισαν προοδευτικά να εφαρμόζουν στη Δύ­ση διατάξεις δικές τους. Όμως κατά την περίοδο των Οικουμενικών Συνόδων δεν μπόρεσαν να επιβάλουν το διαφοροποιούμενο δίκαιο τους, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν το πνεύμα του Παπικού Πρωτείου εξουσίας.

Αντίθετα, όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι με τις αποφάσεις τους, τον τρόπο λειτουργίας τους και τους Ιερούς Κανόνες που θέσπισαν ή επικύρωσαν δημιούρ­γησαν ένα αξεπέραστο εμπόδιο για την επιβολή του Πα­πικού Πρωτείου και αλάθητου. Όσο οι Πάπες δεν παραμέριζαν τις Οικουμενικές Συνόδους Παπικό Πρωτείο δεν εφαρμοζόταν παρά τις κατά καιρούς διατυπωθείσες θεωρητικές κυρίως παπικές αξιώσεις περί του Πρωτεί­ου Ρώμης. 

Γι' αυτό και η ενότητα της Εκκλησίας αν και δοκιμαζόταν κατά καιρούς διατηρήθηκε μέχρι το 863 σε ικανοποιητικά επίπεδα.

Ιδιαίτερα οι Οικουμενικές Σύ­νοδοι Ε', ΣΤ', Πενθέκτη και Ζ' οριστικοποίησαν πλήρως ότι ο Πάπας ήταν ένας από τους πέντε αρχαίους Πα­τριάρχες, που είχε απέναντι στους άλλους Πατριάρχες μόνο πρωτείο τιμής και ότι κατά τα λοιπά ήταν πρώτος μεταξύ ίσων (primus inter pares). Ο Πάπας Νικόλαος όμως καθώς ήταν φιλόδοξος και ανιστόρητος παραμέρισε τους Ιερούς Κανόνες. Επεμβαίνει στα εσωτερικά της Εκκλη­σίας και χωρίς τη συνεργασία ή τη συναπόφαση των άλλων Πατριαρχών ή Οικουμενικής Συνόδου, αποφασίζει μονομερώς αυτός ποιος θα είναι και ποιος όχι Πα­τριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Κρίνοντας ότι έχει δικαίωμα εκκλήτου επί όλων των αρχιερέων της Οικουμένης δικαιώνει τον εις αυτόν προσφυγόντα αντικανονικώς Ιγνάτιο και καταδικάζει τον Φώτιο. Με αυτή τη μονο­μερή αντικανονική του ενέργεια δημιουργεί στην πράξη αυτός το πρώτο Σχίσμα του έτους 863 μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών Πατριαρχείων της Ανατολής. Παράλληλα, ο αυτός Πάπας παραμερί­ζοντας και πάλι τους Ιερούς Κανόνες προβάλλει αξιώσεις στην Καλαβρία και Σικελία που ανήκαν στη δικαι­οδοσία του Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και στο Ανα­τολικό Ιλλυρικό.

Κάνει επίσης εισπήδηση στην Βουλ­γαρία, όπου εισάγει την δογματική αίρεση του Filioque, τον αναμυρισμό των Βουλγάρων που είχαν δεχθεί το Χρίσμα από ιερείς του Κωνσταντινουπόλεως, την αναγκαστική αγαμία του κλήρου, τα άζυμα, την νηστεία των Σαββάτων και άλλες καινοτομίες. Έγινε σαφές ότι επιδίωξή του ήταν να επιβάλλει το Παπικό Πρωτείο εξουσίας και τις δικές του απόψεις μονομερώς και χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών Πατριαρχείων. 

Δίκαια λοιπόν και σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες τα Πατριαρχεία αντέδρασαν και εφαρμόζοντας την κανονική τάξη καταδίκα­σαν τον Πάπα Νικόλαο στη Σύνοδο της Κωνσταντινου­πόλεως του 867. Έτσι έγινε και επίσημα αυτό το Σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας με κύριο αίτιο κατά την γνώμη μας την από τον Πάπα καταπάτη­ση των Ιερών Κανόνων. 

Όλα τα άλλα που προβάλλο­νται σαν αίτια του Σχίσματος δεν θα μπορούσαν να προ­καλέσουν το Σχίσμα, αν εφαρμοζόταν οι Ιεροί Κανόνες και η διαδικασία που προβλέπει ότι αν υπάρχουν δια­φορές ή αντιλογίες μεταξύ των επισκόπων ή των εκκλησιών αυτές πρέπει να επιλύονται σε Οικουμενική Σύνο­δο με βάση την δημοκρατική αρχή του Α' κρατείτω η των πλειόνων ψήφος.

 Η Οικουμενική Σύνοδος ήταν η μόνη αρμόδια εφαρμόζοντας τους Ιερούς Κανόνες να αντιμετωπίσει και το Filioque και τον αναμυρισμό των Βουλγάρων που είχαν δεχθεί το Χρίσμα από ιερείς του Κωνσταντινουπόλεως και τις λοιπές καινοτομίες που αναφέραμε πιο πάνω, καθώς και κάθε τυχόν κατηγορία του Πάπα Νικολάου κατά του Φωτίου. 
35. Το συμπέρασμά μας ότι αποκλειστικό και κύριο αίτιο του Σχίσματος του 867 ήταν ο παραμερισμός των Ιερών Κανόνων, και ότι το Filioque και οι λοιποί προβαλλόμενοι λόγοι του Σχίσματος ήταν κατά την γνώμη μας αφορμές του Σχίσματος, που αν δεν ήταν αυτές θα μπορούσαν να είναι άλλες, αποδεικνύεται πλήρως φρο­νούμε από τη συνέχεια. Πράγματι, ο Πάπας Ιωάννης επανερχόμενος στην κανονική τάξη έστειλε εκπροσώπους του στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 879, στην οποία έλαβαν μέρος όλα τα Πατριαρχεία. Συζήτη­σαν και αποφάσισαν με κανονικές διαδικασίες και δικαίωσαν τον Φώτιο. Έκριναν μάλιστα ότι η αρχική του εκλογή αθρόον ήταν κανονική γιατί είχε γίνει μέσα στα πλαίσια ασκήσεως εκκλησιαστικής Οικονομίας, όπως προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες. Ήρθησαν οι παρανοή­σεις και αποκαταστάθηκαν και ο Πάπας Νικόλαος και ο Ιγνάτιος.

Έτσι το Σχίσμα του 867, το οποίο λέγεται και Μικρό Σχίσμα, έληξε δώδεκα μόλις χρόνια αργότερα με υποδειγματική εφαρμογή των Ιερών Κανόνων από όλες τις Εκκλησίες συμπεριλαμβανομένης και της Εκκλησίας της Ρώμης. Πλήρης απόδειξη λοιπόν προκύπτει από αυτά ότι κάθε σχίσμα μόνο με εφαρμογή των Ιερών Κανόνων και των αρχών του Συνοδικού θεσμού μπορεί να αρθεί. Αντίθετα, ο παραμερισμός των Ιερών Κανόνων πάντο­τε δημιουργεί προβλήματα και σχίσματα και διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας. Αυτό αποδείχθηκε στη συ­νέχεια περίτρανα.

Πράγματι, 187 χρόνια μετά το μικρό Σχίσμα και συγκεκριμένα το 1054 ένας άλλος Πάπας ο Πάπας Λέων ο Θ' (1049-1054) εμφορούμενος και αυτός από το πνεύμα του πρωτείου εξουσίας παραμέρισε τους Ιερούς Κανόνες και μονομερώς και αντικανονικώς και με ιταμή συμπεριφορά του Καρδιναλίου Ουμβέρτου αφόρισε τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο με αποτέλεσμα την δημιουργία του Σχίσματος του 1054, που δεν θα μας απασχολήσει σήμερα.

Λίγο αργότερα το 1140 εμφανίζεται το περίφημο Decretum Gratiani, το οποίο αποτελεί τη βάση του προοδευτικά σχηματισθέντος και με άλλα παπικά στοιχεία Δικαίου Corpus Ηuris Canonici, το οποίο περιέχει διατάξεις μακράν των Ιερών Κανόνων και εφαρμοζόταν στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μέχρι το 1917. Στο μεταξύ στη Σύνοδο του Βατικανού του 1870 θε­σπίστηκε για πρώτη φορά από τους παπικούς το δόγμα ότι ο Πάπας υπό προϋποθέσεις αποφασίζει αλαθήτως, κάτι που αποτελεί πλήρη διαστροφή της περί του αλαθήτου Κανονικής Διδασκαλίας της αρχαίας και αδιαιρέτου Εκκλησίας και των Ιερών Κανόνων.

Το 1917 η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κωδικοποιεί το δίκαιο της και το κωδικοποιημένο δίκαιο περιέχει ο Codex Ηuris Canonici 1917, άρτιο νομοτεχνικά δημιούργημα, αλλά πολύ μακράν των Ιερών Κανόνων. Η Σύνοδος του Βα­τικανού διατύπωσε κάποιες διατάξεις επί το πνευματικότερο όπως και ο νέος Codex Ηuris Canonici του 1983, δεν μπόρεσαν όμως να επανέλθουν στο δίκαιο των Ιερών Κανόνων.

Αντίθετα, όλα αυτά δημιούργησαν ένα πλέγμα διατάξεων Δικαίου της παπικής Εκκλησίας τόσο μακράν των Ιερών Κανόνων, ώστε το Σχίσμα μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να είναι πια μια πραγματικότητα που ανθρωπίνως δεν βλέπουμε δυνα­τότητα επανενώσεως των Εκκλησιών αν η Ρωμαιοκα­θολική Εκκλησία δεν επανέλθει στο αρχαίο δίκαιο των Ιερών Κανόνων και των Οικουμενικών Συνόδων, στο δίκαιο που με συνέπεια πρόβαλε και εφάρμοσε ο σήμερα εορταζόμενος Φώτιος, που πράγματι αναδείχτηκε άγιος της Εκκλησίας και μέγας της Ορθοδοξίας υπερασπιστής.

πηγή: Περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ (Φεβρ.2005)
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com


Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω:
http://www.egolpion.com/fwtios_sxisma.el.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου