Σε απόστασι δέκα χιλιομετρων πιό πέρα εσταμάτησα για μια νύχτα σ' ένα χωριό. Εις το πανδοχείο ευρήκα ένα χωρικό απελπιστικά άρρωστο και συνεβούλευσα τους δικούς του να φροντίσουν να τον μεταλάβουν.
Συμφωνήσανε
και το επόμενο πρωί έστειλαν να φέρουν τον παπά της ενορίας. Έμεινα κ'
εγώ, επειδή ήθελα να προσκυνήσω τα άχραντα μυστήρια και να προσευχηθώ,
όταν αυτά θα βρίσκονταν μέσα στο σπίτι. Εβγήκα έξω και εκάθησα εις το
πεζούλι περιμένοντας τον παπά.
Προς μεγάλην μου έκπληξι, όμως,
είδα να τρέχη προς το μέρος μου από την πίσω αυλή, η χωριατοπούλα που
συνήθιζε να προσεύχεται εις το παρεκκλήσι.
«Πώς ήλθες εδώ»; την ερώτησα.
«Ώρισαν,
αλλοίμονο, και την ημέρα των αρραβώνων με τον άνθρωπο που σας είπα κ'
έτσι έφυγα», μου απήντησε και γονατίζοντας μπροστά μου εξακολούθησε
λέγοντας:
«Λυπήσου με, πάρε με
μαζί σου για να με βάλης σ' ένα μοναστήρι, ή αλλού πουθενά. Δεν θέλω να
παντρευτώ, θέλω να ζήσω σε μοναστήρι για να αφοσιωθώ εις τον Θεό, εις
την αρετή και την προσευχή. Εσένα θα σε ακούσουν και θα με δεχθούν σε
μοναστήρι».«Θεέ μου»! είπα έκπληκτος· «πού μπορώ εγώ να σε πάγω; Δεν ηξεύρω ούτε ένα μοναστήρι σ' αυτήν εδώ την περιοχή. Εκτός τούτου δεν ημπορώ να σε πάρω πουθενά χωρίς διαβατήριο. Πρώτον, δεν θα σε δεχθούνε πουθενά και δεύτερον, είναι αδύνατον εις την σημερινή εποχή να κρυφθής. Θα σε πιάσουν, θα σε στείλουν στο σπίτι σου και θα σε τιμωρήσουν.
Το καλύτερο που έχεις να κάνης είναι να γυρίσης στο σπίτι σου και να λες τις προσευχές σου εκεί, κι αν δεν θέλης να παντρευθής, να προφασισθής ότι είσαι άρρωστη. Η αγία μήτηρ Κλημεντίνη έκανε το ίδιο, καθώς και η οσία Μαρίνα, προφασίσθηκε ότι ήταν άνδρας, όταν κατέφυγε σ' ένα ανδρικό μοναστήρι. Υπάρχουν πολλά περιστατικά παρόμοια, και η πράξις αυτή ονομάζεται σωστική πρόφασις».
Όταν συνέβαιναν όλα αυτά και καθόμαστε κουβεντιάζοντας, είδαμε τέσσαρες άνδρες να έρχωνται καλπάζοντας καταπάνω μας, μέσα σ' ένα αμάξι με δυό άλογα. Έπιασαν την κοπέλα και την έβαλαν μεσ' στο αμάξι κι ο ένας από αυτούς έφυγε μαζί της, ενώ οι άλλοι τρεις μού έδεσαν τα χέρια και με ωδήγησαν πίσω στο χωριό, που είχα περάσει το καλοκαίρι. Η μόνη τους απάντησις σε κάθε τι που έλεγα ήταν, «θα σε μάθουμε εμείς ψευτο - άγιε να αποπλανάς τις νέες κοπέλλες».
Την ίδια βραδυά με έφεραν μπροστά εις το δικαστήριο του χωριού, έβαλαν τα πόδια μου στα σίδερα και μ' έβαλαν μεσ' στη φυλακή για να γίνη την άλλη ημέρα η δίκη μου. Ο παπάς άκουσε ότι ήμουν στη φυλακή και ήλθε για να με ιδή. Μούφερε και λίγο φαγητό και μ' επαρηγόρησε λέγοντάς μου ότι θα έκανε ό,τι μπορούσε για μένα και ότι θα εβεβαίωνε σαν πνευματικός, ότι δεν ήμουν άνθρωπος όπως με φαντάζονταν. Κάθησε κάμποσο μαζί μου και έπειτα έφυγε.
Ο δικαστής ήλθε αργά το βράδυ κ' εσταμάτησε εις το σπίτι του αντιπροσώπου του, όπου έμαθε το κάθε τι που είχε συμβή. Διέταξε τους χωρικούς να έλθουν όλοι μαζί στο σπίτι που με μετέφεραν και που εχρησιμοποιείτο για δικαστήριο. Εμπήκαμε μέσα και περιμέναμε. Ήλθε τέλος και ο δικαστής, εμπήκε μέσα κ' εκάθησε εις την έδρα του, φορώντας το καπέλλο στο κεφάλι του. «Λοιπόν, Επιφάνιε», εφώναξε, «επήρε τίποτα μαζί της η κόρη σου φεύγοντας από το σπίτι»; «Όχι, κύριε δικαστά, δεν επήρε τίποτα» ήταν η απάντησις. «Έκανε κανένα κακό μόνη της ή μαζί μ' αυτόν εδώ τον ανόητο, αφ' ότου απέδρασε από το σπίτι»; «Τίποτα». «Τότε, λοιπόν, η απόφασίς μου η δικαστική πάνω σ' αυτό το ζήτημα είναι η εξής: Κάνε εσύ τους λογαριασμούς σου με την κόρη σου, και ως προς τον φίλο μας εδώ, εγώ θα του διδάξω αύριο το μάθημα που του χρειάζεται και θα τον διώξω από το χωριό με αυστηρή διαταγή να μην ξαναεμφανισθή εις τα όριά του. Αυτό είναι που εγώ από μέρος μου θα πράξω».
Λέγοντας αυτά, κατέβηκε κάτω από την έδρα κ' επήγε να κοιμηθή, ενώ εμένα με εκλείδωσαν στη φυλακή. Ενωρίς το πρωί δυό χωροφύλακες με εξυλοκόπησαν και με έβγαλαν έξω από το χωριό. Εδοξολόγησα τον Θεό γιατί αξίωσε εμένα τον ανάξιο, να υποφέρω άδικα για το όνομά του. Αυτό μ' επαρηγόρησε και έδωσε περισσότερη θερμότητα και δύναμι, εις την ακατάπαυστη νοερά προσευχή μου. Τίποτ' από όλα όσα έπαθα δεν εστάθη ικανό να με κάνη να αισθανθώ ότι ήμουν ένας παραπεταμένος άνθρωπος. Μου εφαίνοντο όλα αυτά σαν να συνέβαιναν σε κάποιον άλλον και πως εγώ απλώς τα παρατηρούσα. Ακόμη και το μαστίγωμα, το υπέφερα χωρίς κόπο.
Η «Προσευχή» έφερνε γλυκύτητα εις την καρδιά μου και μ' έκανε αδιάφορο για ο,τιδήποτε μου συνέβαινε.
Δυο - τρία χιλιόμετρα πιο πέρα συνήντησα τη μητέρα της κοπέλας που ερχόταν από ένα παζάρι φορτωμένη με ψώνια. Βλέποντάς με, μου είπε, ότι ο υποψήφιος γαμβρός της απέσυρε την μήνυσι εναντίον μου. «Βλέπεις ανησύχησε επειδή έφυγε η Όλγα», προσέθεσε, και μούδωσε λίγο ψωμί και μερικά γλυκά, φεύγοντας. Ο καιρός ήταν καλός και ξηρός και δεν επιθυμούσα να περάσω την νύχτα σε χωριό. Έτσι, λοιπόν, προχώρησα μέσα εις το δάσος, όπου βρήκα μια κατάλληλη γωνιά σ' ένα ψηλό αχυρένιο φράχτη και εκοιμήθηκα το βράδυ αυτό. Την νύχτα «ονειρεύτηκα, ότι εβάδιζα διαβάζοντας το κεφάλαιο, του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, απ΄ την «Φιλοκαλία».
Συνεχίζεται...
http://paterikakeimena.blogspot.com/2012/01/4.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου