Σελίδες

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Ἀπό τήν ζωή μερικῶν ταπεινῶν μοναχῶν. Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε

Ἀπό τήν ζωή μερικῶν ταπεινῶν μοναχῶν

Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε

Ἐλᾶτε νά ἰδῆτε τό μαρτύριο αὐτῶν τῶν μικρῶν ξένων, ἔλεγε ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Μέγας, ὅταν ἐρχόταν κάποιος ἀπό τούς πατέρας πρός αὐτόν καί τοῦ ἔδειχνε τό κελλί τῶν δύο ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τήν σιωπή καί τήν βαθειά ταπείνωσι εἴχαν φθάσει σέ μεγάλα πνευματικά μέτρα.
Τόσο ἀπό τήν ζωή τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ Μακαρίου, ὅσο καί ἀπό τήν ζωή τοῦ ὁσίου Παφνουτίου, γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτει σ᾿ αὐτούς ὅτι ἁπλοῖ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου: δύο γυναῖκες ἀπό ἕνα χωριό, ἕνας ἔμπορος καί ἕνας ψάλτης ἦταν προοδευμένοι πνευματικά, ὅπως καί αὐτοί.
Ἀπό τότε πού ξεχύθηκε στόν κόσμο τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀδιάκοπα ἐργάζεται μέ τίς θαυμαστές του δυνάμεις, πού ἐπιτελοῦνται ἀπό τούς πρώην ἀλιεῖς Ἀποστόλους καί ἁπλοῦς θεολόγους ἀνθρώπους, τούς ὡραίους καρπούς: τήν ἀγάπη, τήν χαρά, τήν εἰρήνη κλπ.
Καί, ὅπως ὁ ἀριθμός τῶν ἀγνώστων ἁγίων εἶναι πολύ μεγαλύτερος αὐτῶν πού γράφοντα στά συναξάρια καί τιμῶνται μέ ἀκολουθίες, ἔτσι καί ὁ ἀριθμός τῶν ἀληθινά ταπεινῶν καί ἀγνώστων εἶναι πολύ μεγαλύτερος ἀπ᾿ ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι προβάλλονται ἐνώπιόν μας μέ τήν ζωή καί τά ἰδιαίτερα χαρίσματά τους.
Τούς συναντᾶς ἐξ ἴσου ἀνάμεσα στούς ἁπλοῦς χριστιανούς τοῦ κόσμου, καθώς καί στήν μοναχική ζωή. Στά ὅσα ἀκολουθοῦν θά ἀναφερθῶ σέ μερικούς ἀγωνιστάς μοναστηριῶν,τούς ὁποίους εἶχα τήν εὐλογημένη εὐκαιρία νά τούς συναντήσω καί γνωρίσω σ᾿ αὐτή τήν ζωή καί ἀπό τό παράδειγμα τους πολύ ὠφελήθηκα.

Ἐλπίζω ὅτι καί ἄλλοι ἀδελφοί μας θά ὠφεληθοῦν πνευματικά ἀπό τό παράδειγμα τῆς ζωῆς τους.

Ἡ συγχώρησις.

Ὁ ἀδελφός Γαβριήλ εἶχε πολλά χρόνια στό μοναστήρι, ἀλλά δέν βιαζόταν νά γίνη μοναχός. «Εἶναι μεγάλη τιμή νά εἶσαι μοναχός, ἐνῶ ἐγώ ὡς ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, δέν εἶμαι ἄξιος αὐτῆς τῆς τιμῆς», ἔλεγεν, ὅταν τόν  ἐρωτοῦσαν γιατί δέν γίνεται μοναχός. Ὅμως μέ τόν ζῆλον του, τόν κόπο του καί τήν ὑπακοή του δέν ἦταν κατώτερος ἀπό τούς καλλιτέρους μοναχούς τοῦ Κοινοβίου.
Μεταξύ τῶν ἄλλων ὁ Δόκιμος Γαβριήλ εἶχε κι αὐτή τήν συνήθεια: Κάθε Σάββατο, πρίν σημάνη γιά τόν Ἑσπερινό, περνοῦσε ἀπ᾿ ὅλα τά κελλιά τῶν μοναχῶν καί τῶν δοκίμων ἀδελφῶν λέγοντας: «Εὐλογεῖτε καί συγχωρέστε με τόν ἁμαρτωλό». «Ὁ Θεός νά σέ εὐλογήση καί νά σέ συγχωρήση», τοῦ ἀπαντοῦσαν οἱ πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζαν τήν συνήθειά του. Ἔτσι, ὁ δόκιμος Γαβριήλ ἐπήγαινε στό ἑπόμενο κελλί μέχρι πού τά ἐτελείωνε ὅλα.
Μιά φορά τόν ἐρώτησα γιατί τό κάνει αὐτό τό ἔργο καί ἰδού τί μοῦ διηγήθηκε: «Ἐδιάβασα σ᾿ ἕνα παλαιό βιβλίο ὅτι κάθε Σάββατο, μετά τόν Ἑσπερινό, ὅλες οἱ ἀγγελικές χοροστασίες συγκεντρώνονται μπροστά στόν Θρόνο τοῦ Θεοῦ γιά νά παρακολουθήσουν τήν ἐξομολόγησι τῶν ἀγγέλων, πού εἶναι φύλακες τῶν ἀνθρώπων, καί οἱ ὁποῖοι ἔρχονται μπροστά στόν Οὐράνιο Πατέρα καί τοῦ λέγουν ἀναφορικά μέ τό ἔργο τους.
Καί οἱ ἄγγελοι τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, πού κάνουν ἁμαρτίες, εἶναι λυπημένοι, ἐνῶ οἱ ἄγγελοι τῶν ἀνθρώπων πού κάνουν καλά ἔργα εἶναι χαρούμενοι καί φωτεινοί. Χαίρεται λοιπόν ὁ οὐράνιος Πατέρας μας γιά τά καλά ἔργα τους καί γίνεται «χαρά ἐν οὐρανῶ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῶ μετανοοῦντι».
 Πιό πέρα ἀπό τόν Θεῖο Θρόνο στέκονται δύο ἀγγελικοί χοροί: ὁ ἕνας φωτεινός καί δοξασμένος καί ὁ ἄλλος φοβερός καί αὐστηρός. Τότε στέλλει ὁ Θεός τούς φωτεινούς ἀγγέλους νά πληρώσουν τούς καλούς ἀνθρώπους καί τούς φοβερούς νά παιδεύσουν τούς ἁμαρτωλούς.
 Γι᾿ αὐτό κι ἐγώ σήμερα συγχωροῦμαι μέ ὅλους, συμπλήρωσε στό τέλος ὁ δόκιμος Γαβριήλ, γιά νά ἀνέβη χαρούμενος στόν οὐρανό ὁ φύλακας ἄγγελός μου καί νά χαροποιήση μέ τήν ἐξομολόγησί του καί τόν οὐράνιο Πατέρα, ἐνῶ ἐγώ νά λυτρωθῶ ἀπό τίς τιμωρίες τῶν φοβερῶν ἀγγέλων.

Εὐλάβεια καί ταπείνωσις.

Ὁ ἀρχιδιάκονος π. Γεννάδιος εἶχε ἀναχωρήσει ἀπό τά νειᾶτα του γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐμαθήτευσε πνευματικά καί διδάχθηκε τέλεια τήν ἐκκλησιαστική μουσική, διότι εἶχε ἐξαιρετική φωνή. Ἐπιστρέφοντας στήν Ρουμανία ὑπηρέτησε σάν καθηγητής τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς σέ ἐκκλησιαστικές σχολές καί μοναστήρια καί ὡς ἀρχιδιάκονος στήν Ἐπισκοπή.
Εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια καί ἀγάπη γιά τίς ἱερές ἀκολουθίες. Ἀπό τόν χορό τῶν ψαλτῶν οὐδέποτε ἀπουσίαζε. Ἦταν ὁ πρῶτος παρών. Προσκυνοῦσε νά βαθειά εὐλάβεια στό μέσον τῆς ἐκκλησίας, μετά τίς ἅγιες εἰκόνες καί κατόπιν μετέβαινε στό στασίδι του στόν χορό, ἀπ᾿ ὅπου ἀποχωροῦσε τελευταῖος ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς.
Ἐδιάβαζε μέ αἴσθησι καί κατανόηση τονίζοντας τήν ἔννοια τῆς κάθε λέξεως καταλλήλως καί ἀκούοντάς τον αἰσθανόσουν ὅτι τρέφεσαι μέ τίς ἀναγνώσεις του. Τίς Κυριακές καί ἑορτές στόν χορό ἤ στό Ἱερό Βῆμα ὁ π. Γεννάδιος ἦταν ἕνα στολίδι στίς ἱερές ἀκολουθίες. Παρέμεινε διάκονος σ᾿ ὅλη τήν ζωή του.
Τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του τά ἐπέρασε στό μοναστήρι Συχαστρία. Τά γεράματά του ἦλθαν καί μέ ἀρκετές δοκιμασίες: πόνοι στά πόδια, τοῦ εἶχαν πέσει σχεδόν ὅλα τά δόντια. «Νά πᾶς στόν ὀδοντίατρο, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι πατέρες καί ἐκεῖνος τούς ἀπαντοῦσε χαμογελώντας: «Γιά ἕνα γέρο σάν καί μένα νά ἐκεῖ εἶναι ὁ τόπος» καί ἔδειχνε μέ τό χέρι του τό Κοιμητήριο τῆς μονῆς.

Κάποια ἡμέρα ἕνας μοναχός τόν ἐρώτησε: «Πάτερ Γεννάδιε, ποιά καλά ἔργα πρέπει νά ἐπιτελέση περισσότερο ἕνας κοινοβιάτης μοναχός; Κι αὐτός τοῦ ἀπήντησε ἁπλᾶ: «Εὐλάβεια καί ταπείνωσις». Ἀστείρευτη εἶναι ἡ πηγή τῶν χαρισμάτων τά ὁποῖα ὁ Καλός Θεός διανέμει ἀδιάκοπα σ᾿ἐμᾶς.

Τί θ᾿ ἀνταποδώσουμε στόν Κύριο γιά ὅλα αὐτά; Συνεχής πρέπει νά εἶναι καί ἡ εὐγνωμοσύνη  καί καρδιακή ἡ εὐχαριστία μας τά ὁποῖα πρέπει νά τά προσφέρουμε μέ εὐλάβεια στόν Θεό γιά τό πλῆθος τῶν εὐεργεσιῶν του. Ἐνῶ τήν ταπείνωσι, ὅπως λέγει καί ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, πρέπει νά τήν ἔχουμε πάνω ἀπό ὅλα. Αὐτή εἶναι τό θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί μᾶς κάνει ὅμοιους μέ τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ταπεινώθηκε γιά ἐμᾶς». Ὁ π. Γεννάδιος τά ἐγνώριζε αὐτά ἀπό τήν προσωπική του ζωή, διότι στολιζόταν ὁ ἴδιος μ᾿ αὐτές τίς ἀρετές.

Ἀδιάκοπη προσευχή.

Ὁ ἱερομόναχος Ἰσίδωρος ἦταν ἐκ φύσεως σιωπηλός καί φίλος τῆς ἡσυχίας. Γι᾿ αὐτό εἶχε φτιάξει μιά καλύβα στήν ἄκρη τοῦ δάσους τῆς περιοχῆς τῆς Μονῆς Συχαστρία, ὅπου καί ἀποσυρόταν, ἀφοῦ ἐτελείωνε τό διακόνημά του στήν Μονή. Εἶχε ὁσιακή μορφή καί λειτουργοῦσε ὡραῖα καί μέ πολλή εὐλάβεια. Κάποτε, μετά τό τέλος τοῦ ἁγίου Εὐχελαίου, ὅπου εἶχε λάβει μέρος καί ὁ π. Ἰσίδωρος, μία πιστή χριστιανή μ᾿ἐρώτησε δείχνοντας πρός τόν π. Ἰσίδωρο: «Πῶς ὀνομάζεται ἐκεῖνος ὁ πατήρ, διότι ἔχει τήν μορφή ἁγίου καί λειτουργεῖ πολύ ὡραῖα».
Μεταξύ τῶν μοναχῶν τῆς ἀδελφότητος τῆς Συχαστρίας εἶναι καί ὁ μοναχός Βησσαρίων. Αὐτός ἦταν γιά πολλά χρόνια ἔμπορος στήν πρωτεύουσα τῆς Χώρας, ἀλλά δέν εἶχε παντρευθῆ. Μιά καλή ἡμέρα, ὑπακούοντας στήν φωνή τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπώλησε τά πάντα γιά ν᾿ ἀγοράση τόν ἀτίμητο μαργαρίτη τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἔτσι, ἐπῆγε στήν μονή Συχαστρία καί ἔγινε μοναχός.

«Κάποια ἡμέρα, διηγεῖται ὁ π. Βησσαρίων, δέν γνωρίζω τό γιατί, μία στενοχώρια ἐσκέπασε τήν ψυχή μου καί, μετά τήν ἀκολουθία, ἦταν ἑορτή, ἀνεχώρησα μόνος μου γιά τό λειβάδι μας στό δάσος. Πηγαίνοντας στό κελλί τοῦ π. Ἰσιδώρου, τόν εὑρῆκα ἔξω καί ἐδιάβαζε κάποιο βιβλίο. Ὅταν μέ εἶδε χάρηκε καί μοῦ πρότεινε νά μπῶ μέσα γιά νά μέ κεράση κάτι, ὅπως εἶναι ἡ συνήθεια.

 Μέ ρώτησε γιατί εἶμαι πικραμένος κι ἐγώ τοῦ εἶπα γι᾿ αὐτή τήν στενοχώρα πού μέ εἶχε κυριεύσει. Τότε μοῦ εἶπε μερικά παρηγορητικά λόγια, ἔβαλε τό ἐπιτραχήλι του καί μοῦ ἐδιάβασε μία εὐχή ἀπό τό Εὐχολόγιο μπροστά στίς ἱερές εἰκόνες. Κατόπιν, ἄφησε τό βιβλίο λίγο μακριά, ἐγονάτισε δίπλα μου καί προσευχήθηκε μέ δυνατή φωνή: «Κύριε, παρηγόρησε καί δώσε τήν ὑγεία στόν πατέρα Βησσαρίωνα, διότι εἶναι καλός ἄνθρωπος καί ὁλόκληρη τήν περιουσία του τήν ἐδώρισε σέ Σένα, Κύριε.
Ἄς ἔλθει σέ μένα ἡ ἀσθένειά του, διότι ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλός καί ἀνάξιος. Νά ὑποφέρω ἐγώ ἀντί αὐτοῦ κι αὐτός νά γίνη πάλι ὑγιής καί χαρούμενος, διότι εἶναι καλός ἄνθρωπος καί δέν ἔκανε κακά ἔργα, ὅπως ἐγώ».
«Ἔτρεμα ἀπ᾿ αὐτή τήν προσευχή τοῦ π. Ἰσιδώρου, εἶπε τελικά ὁ π. Βησσαρίων. Ἡ λύπη πού μέ εἶχε κυριεύσει ἐξαφανίσθηκε. Αἰσθάνθηκα εἰρηνικός καί ψυχικά ἐλαφρωμένος. Εὐχαρίστησα μέ τήν καρδιά μου τόν π. Ἰσίδωρο καί ἐπέστρεψα στό κελλί μου πολύ συγκινημένος ἀπό τήν προσευχή τοῦ π. Ἰσιδώρου, τόν ὁποῖον δέν θά ξεχάσω σέ ὅλη μου τήν ζωή».

Ἡ τελευταία του ἡμέρα.

Ὁ μεγαλόσχημος μοναχός π. Γερόντιος ἦταν ἀπό τούς τελευταίους Γέροντες μοναχούς τῆς Ρουμανικῆς Σκήτης τοῦ Προδρόμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Κοντός στό ἀνάστημα καί λίγο κυρτωμένος, ὅμως παρά τά 84 χρόνια του, ἦταν εὐκίνητος καί πάντα ἕτοιμος γιά ὑπακοή.
 Μοῦ ἔμεινε σάν μιά εἰκόνα στήν ψυχή ὑπάκουου, ταπεινοῦ καί ἀγωνιστοῦ μοναχοῦ. Εἶχε περίπου 50 χρόνια ζωῆς στήν Σκήτη μας, ἔξω ἀπό τήν ὁποία γιά 20 χρόνια δέν ἐπῆγε πουθενά. Εἶχε περάσει ἀπ᾿ὅλα τά διακονήματα: Βουρδουνάρης (ὑπεύθυνος τῶν ζώων), μάγειρος, φούρναρης, κηπουρός. Ὅταν τοῦ ἔμενε λίγο ἐλεύθερος χρόνος, ἔτρεχε στό κελλί του καί ἐδιάβαζε τό Ψαλτήρι, τό ὁποῖο εἶχε πάντοτε  ἀνοικτό στό ἀναλόγιό του. Ἡ ἁπλότης καί ἡ πτώχεια του δέν περιγράφονται.
 Ἐάν ἐλάμβανε ἀπό κάποιον λίγα ἤ πολλά χρήματα, τά ἔδινε ὅλα στό γραφεῖο. «Νά μή μέ εὕρη ἡ νύκτα μέ χρήματα στό κελλί μου», ἔλεγε συχνά. Ἔμεινε βαθειά στήν μνήμη μου ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του:
Τό πρωΐ εἶχε πάει στό μαγειρεῖο νά βοηθήση στόν καθαρισμό τῶν λαχανικῶν. Κατόπιν βλέποντας στήν αὐλή τήν μεταφορά ἄμμου πού ἔφερε τό τρακτέρ μέ τήν καρότσα τό βράδυ γιά ἐπισκευές τῶν κτιρίων, ἄρχισε νά φορτώνεται σέ μικρό τσουβάλι τήν ἄμμο νά τήν πάη πιό πέρα. «Γιατί δέν ἀφήνεις νά σηκώση τήν ἄμμο ἔνας νεώτερος μοναχός;» τόν ἐρώτησα ἐγώ. «Ἄφησέ με, διότι οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, εἶναι ἀλλοῦ ἀπασχολημένοι», μοῦ εἶπε.
Τήν ἴδια ἡμέρα ὁ φούρναρης ἔφτιαξε ψωμί καί ὁ π. Γερόντιος ἐπῆγε καί τόν ἐβοήθησε στό κοσκίνισμα τοῦ ἀλεύρου. Ἀφοῦ τό τελείωσε, τοῦ εἶπε ὁ φούρναρης:
-Πάτερ Γερόντιε, σέ παρακαλῶ, νά ἔλθης πάλι μετά ἀπό μισή ὥρα γιά νά μέ βοηθήσης στό ζύμωμα».
-Πηγαίνω στό κελλί, τοῦ εἶπε αὐτός, καί εἰδοποίησέ με.
Μετά ἀπό μισή ὥρα ἐπῆγε ὁ φούρναρης στό κελλί του:
-Πάτερ Γερόντιε, μπορεῖς νά ἔλθης τώρα νά μέ βοηθήσης;
Δέν πῆρε καμμία ἀπάντησι. Ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του καί τί νά ἰδῆ: «Ο π. Γερόντιος ἦταν ξαπλωμένος στό κρεββάτι ἔχοντας δίπλα του ἀνοικτό τό ψαλτήρι. Ἐνόμισε ὅτι κοιμᾶται καί τόν ἐρώτησε καί πάλι:
-Πάτερ Γερόντιε, ἄϊντε, ἔλα νά μέ βοηθήσης.
Ἀλλά αὐτή τήν φορά ὁ ταχύς στήν ὑπακοή μοναχός δέν ἀποκρίθηκε πλέον. Εἶχε ἀναχωρήσει πρό ὀλίγου γιά νά πάρη τόν μισθό τῆς ὑπακοῆς του στήν αἰώνια ἀνάπαυσι, μέσα στήν χαρά τοῦ Κυρίου του, τόν Ὁποῖον ὑπηρετοῦσε σ᾿ὅλη του τήν ζωή μέ πολλή ἀγάπη, ταπείνωσι καί ἔνθεο ζῆλο.
 ***
Μετάφρασις ἀπό μοναχό Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.


Ἐπιμέλεια κειμένου   Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου