Για μια καλή χρονιά (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)
alopsis |
|
Θα σου πάει καλά όλη η χρονιά, όχι αν μεθάς την πρώτη του μηνός, αλλά
αν και την πρώτη του μηνός και κάθε μέρα κάνεις αυτά που αρέσουν στον
Θεό. Διότι η ημέρα γίνεται κακή ή καλή όχι από τη δική της φύση, αφού
δεν διαφέρει η μια μέρα από την άλλη, αλλά από τη δική μας επιμέλεια ή
ραθυμία.
Αν κάνεις την αρετή, σου έγινε καλή η μέρα. Αν κάνεις την αμαρτία,
έγινε κακή και γεμάτη κόλαση. Αν εμβαθύνεις σ' αυτά κι έχεις αυτές τις
διαθέσεις, θα 'χεις καλή όλη τη χρονιά κάνοντας κάθε μέρα προσευχές,
ελεημοσύνες. Αν όμως αμελείς την προσωπική σου αρετή κι εμπιστεύεσαι
την ευφροσύνη της ψυχής σου στις αρχές των μηνών και στους αριθμούς των
ημερών, θα ερημωθείς απ' όλα τα αγαθά σου.
Αυτό, λοιπόν, επειδή το αντιλήφθηκε ο διάβολος κι επειδή φροντίζει να
καταλύσει τους κόπους μας για την αρετή και να σβήσει την προθυμία της
ψυχής, μας έμαθε να βάζουμε στις μέρες την ετικέτα της ευτυχίας ή της
δυστυχίας. Ένας που έπεισε τον εαυτό του ότι η ημέρα είναι κακή ή καλή,
ούτε στην κακή θα φροντίσει για καλά έργα, διότι τάχα άδικα τα κάνει
όλα και χωρίς σε τίποτα να ωφελήσει, εξαιτίας της κακορρίζικης ημέρας·
ούτε στην καλή πάλι θα το κάνει αυτό, διότι τάχα σε τίποτα δεν τον
εμποδίζει η προσωπική του ραθυμία, εξαιτίας της καλορρίζικης ημέρας, κι
έτσι και από τις δύο πλευρές θα προδώσει τη σωτηρία του. Κι άλλοτε μεν
διότι δήθεν ανώφελα κοπιάζει, άλλοτε διότι δήθεν περιττά, θα ζήσει
μέσα στην αργία και την πονηριά. Γνωρίζοντας, λοιπόν, αυτό πρέπει να
αποφεύγουμε τις μεθοδείες του διαβόλου και να βγάλουμε από το νου μας
αυτήν την ιδέα και να μη προσέχουμε τις μέρες ούτε να μισούμε τη μια
και ν' αγαπούμε την άλλη...
Ζούσε
στους πρώτους αιώνας ένας μοναχός, ό οποίος όσες φορές τον ερωτούσε ό
Ηγούμενος του «Πώς πηγαίνει; στην υγεία σου, αδελφέ;».
Αυτός πάντοτε παραπονιόταν ότι ήταν κατάκοπος από την πολλή εργασία.
Ακούγοντας καθημερινώς ό Ηγούμενος το ίδιο παράπονο ερώτησε κάποια ημέρα
τον Μοναχό: «Τι είδους εργασία κάμνεις και κοπιάζεις τόσον πολύ,
αδελφέ;»
Και ό Μοναχός απάντησε: Άγιε Ηγούμενε έχω τόσες εργασίες κάθε ημέρα και
νύκτα, ώστε οί δυνάμεις μου δεν θα έφθαναν γι' αυτές, εάν ό Θεός δεν με
βοηθούσε:
Πρώτον, έχω δύο γεράκια, τα οποία προσπαθώ να κρατώ δέσμια και να τα εξημερώνω.
Δεύτερον, έχω δύο λαγούς, τους οποίους φυλάγω για να μη φύγουν.
Τρίτον, έχω δύο βόδια, τα οποία επιβλέπω για να εργάζονται.
Τέταρτον, έχω ένα λύκο τον οποίον προσέχω δια να μη βλάψει κανένα.
Πέμπτον, έχω ένα λιοντάρι, το οποίο προσπαθώ να κατανικήσω, και
Έκτον, έχω ένα ασθενή, τον οποίον πρέπει πάντοτε να τον περιποιούμαι.