Σελίδες

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Ἀνάσταση! Ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀρχιμανδρίτη Εὐσέβιου Βίττη.

Ανάσταση! Ο θρίαμβος της αγάπης του Θεού
Α) Η αγάπη του Θεού

   «Ο Θεός αγάπη εστίν». Όσο κι αν μας φαίνεται κατανοητή η φράση αυτή και ο προσδιορισμός του νοήματός της, όμως αποτελεί μυστήριο, γιατί μυστήριο είναι ο ίδιος ο Θεός, με τον οποίο ταυτίζεται. Όσο άπειρος είναι ο Θεός, τόσο άπειρη είναι και η αγάπη του.
Και όσο λίγο κατανοούμε το Θεό, τόσο λίγο μπορούμε να κατανοήσουμε και το νόημα αυτής της φράσεως, ότι ο Θεός είναι αγάπη στην ολότητά του, γιατί ξεπερνάει τα όρια της περιορισμένης μας λογικής. Μένουν όμως κάποια στοιχεία και μερικά περιθώρια κατανοήσεως κάποιων εκδηλώσεων της αγάπης του Θεού, τόσο στη σύνολη δημιουργία, όσο και στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Αλλιώς δε θα είχε νόημα η ομιλία αυτή.

   Μια προσπάθεια προσεγγίσεως της θείας αγάπης αποτελεί η περιγραφή, που επιχειρεί σχετικά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μιλώντας για την αγάπη του Θεού ως «εκστατικότητα του Θεού». Η αγάπη του Θεού είναι μια κατά κάποιον τρόπο μυστικόν και απροσπέλαστον νοητικά «έκσταση», δηλαδή έξοδος του Θεού από τον εαυτό του, χωρίς όμως να «εξίσταται» ο Θεός, χωρίς δηλαδή να βγαίνει από τον εαυτό του! Ακατανόητο αυτό και αντινομικό, αλλά μόνον έτσι μπορεί να εκφραστεί αυτή η διαπίστωση.

Ο Θεός πληροί τα πάντα και περιέχει τα πάντα, αλλά ο ίδιος δεν περιέχεται από τίποτε. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να «εξίσταται» ο Θεός, αφού δεν υπάρχει χώρος για να «εκστεί» έξω από αυτόν, γιατί είναι απερίληπτος; Πώς μπορεί δε να εξίσταται, και όμως να παραμένει μη εξισταμένος; «Μείωση» ή «σμίκρυνση» του Θεού είναι απαράδεκτη και ακατανόητη. Ας ιδούμε όμως τι ακριβώς μας λέει ο Άγιος και ας κατανοήσει ο καθένας μας ό, τι μπορεί, αφού ο χρόνος δε μας επιτρέπει αναλύσεις και σχολιασμούς.
   «Ας τολμήσουμε, λέει, να πούμε ετούτο χάριν της αλήθειας, ότι αυτός ο αίτιος των όλων εξαιτίας του καλού και αγαθού έρωτος για όλα από υπερβολή ερωτικής αγαθότητος βγαίνει έξω από τον εαυτό του με τις πρόνοιές του για όλα τα όντα.
Και θέλγεται κατά κάποιον τρόπο από την αγαθότητα και την αγάπη και τον θείο έρωτα. Από εκεί, που είναι πάνω από όλα και υψηλότερος απείρως από αυτά, κατεβαίνει σε όλα με εκστατική δύναμη υπερούσια, χωρίς να εξέρχεται ουσιαστικά από τον εαυτό του. Γι’ αυτό κι εκείνοι, που ξέρουν καλά τα θεία, τον αποκαλούν ζηλωτή, επειδή έχει πολύν αυτόν τον έρωτα προς τα όντα. Και επειδή γι’ αυτά προνοεί».

Και επεξηγεί ο άγιος Ιερόθεος την έννοια του όρου έρως: «Τον έρωτα είτε θείον ειπούμε είτε αγγελικόν είτε νοερόν είτε ψυχικόν είτε ακόμη και φυσικόν, πρέπει να τον εννοήσουμε ως μία δύναμη που προξενεί ένωση.
Και κινεί τα ανώτερα να προνοούν για τα κατώτερα, εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τα κινεί να έχουν αμοιβαία συνοχή και κοινωνία, και τέλος κινεί τα κατώτερα να επιστρέψουν στα καλύτερα και ανώτερά τους».
   Επομένως ο Θεός «εξίσταται» με μια πνευματική κίνηση αγαπητική προς τα δημιουργήματά του, και ειδικότερα προς τα λογικά πλάσματά του, όπως είναι ο άνθρωπος. Και ο άγιος Διονύσιος συνεχίζει: «Ο θείος έρως είναι από τη φύση του εκστατικός.
Δεν αφήνει τους εραστές να ανήκουν στον εαυτό τους. Και αυτό το δείχνουν από την πρόνοια, που δείχνουν για τα κατώτερα. Εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τη δείχνουν από τη μεταξύ τους συνοχή. Και τα χαμηλότερα από τη θειότερη επιστροφή τους προς τα πρώτα.

Γι’ αυτό ο θείος Παύλος, που κυριεύθηκε από τον θείον έρωτα και δοκίμασε την εκστατική του δύναμη, λέει με ένθεο στόμα: «δεν ζω εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός», ως αληθινός εραστής, που μέσα του είχε υποστεί έκσταση προς το Χριστό, όπως λέει ο ίδιος στην προς Κορινθίους 
Επιστολή του. Δε ζούσε επομένως τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή του αγαπημένου του ως υπερβολικά αγαπητή και ποθητή».
   Και ο μεγάλος θεολόγος, ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, λέει τα εξής: «Οι θεολόγοι ονομάζουν το θείον άλλοτε έρωτα, άλλοτε αγάπη, άλλοτε εραστό και αγαπητό. Γι’ αυτό ο έρως, που είναι αγάπη, κινείται (προς τα έξω), ως εραστό δε και αγαπητό κινεί προς τον εαυτό του όλα όσα είναι δεικτικά έρωτος και αγάπης.
Και, για να το ξαναπούμε καθαρότερα και σαφέστερα, κινείται προς εκείνα που είναι δεικτικά έρωτος και αγάπης, προξενώντας μια εσωτερική σχέση. Και κινεί, γιατί είναι εκ φύσεως ελκυστικός της επιθυμίας εκείνων, που κινούνται προς αυτόν. Και πάλι κινεί και κινείται, γιατί ο θείος έρως διψάει να τον διψούν, ποθεί να ποθείται και αγαπάει να τον αγαπούν». το ίδιο άλλωστε ισχύει και από την πλευρά των αγαπημένων εν σχέσει προς τον Κύριο, ως πηγή της θείας αγάπης.
   Και συνεχίζει: «Πηγή και γεννήτορας της αγάπης και του θείου και αγίου έρωτος είναι ο ίδιος ο Θεός. Γιατί αυτός, ενώ υπήρχε αυτή η αγάπη μέσα του, την πρόβαλε προς τα έξω, δηλαδή προς τα κτίσματά του. Σύμφωνα με αυτό έχει λεχθεί ότι “ο Θεός είναι αγάπη”.
Και πάλι λέγεται για το Θεό, ότι είναι “γλυκύτης και επιθυμία”, δηλαδή αγάπη και θείος έρως. Υποκείμενο λοιπόν αλλά και αντικείμενο αγάπης και θείου έρωτος είναι ο ίδιος. Λοιπόν με το να ξεχύνεται από αυτόν ο θείος έρως και η θεία αγάπη, αυτή η έκβλυση σημαίνεται ως κίνηση. Με το να είναι αυτός το πράγματι αξιέραστο και αγαπητό και επιθυμητό και προτιμητό, κινεί εκείνα, που στρέφονται προς αυτόν ανάλογα προς τη δύναμη της επιθυμίας τους».

  Ανάσταση! Ένας μοναδικός θρίαμβος! Ένας θρίαμβος όχι συνηθισμένων διαστάσεων, αλλά θρίαμβος κοσμικώς και χρονικώς αιωνίων διαστάσεων.
   «Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω, εορταζέτω δε κόσμος, ορατός τε άπας αόρατος», γιατί «τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται». «Άγγελοι και άνθρωποι την του Σωτήρος υμνούσι τριήμερον έγερσην». «Λαοί υμνούσι… Πάσχα μέγαν εξανατείλαν υπό του Αναστάντος εκ τάφου Χριστού του ζωοδότου και Λυτρωτού πάσης κτίσεως». «Ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια» αναγνωρίζουν το μεγάλο και μοναδικό γεγονός της Αναστάσεως.
 Και δικαιολογημένα ψάλλει η Εκκλησία θριαμβευτικά και με ακράτητον ενθουσιασμό την Ανάσταση. «Ώφθη φως απρόσιτον ημίν, λάμπων από τάφου ωραίος Χριστός ο Κύριος˙ Άδης ηχμαλώτισται, σατάν ηφάνισται, χαίρει του κόσμου τα πέρατα», μέλπει η Εκκλησία του Χριστού.
   Και με το στόμα του μεγαλύτερου ρήτορός της κράζει θριαμβευτικά:
   «Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ εφάνη γαρ η κοινή βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα˙ συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε.
Μηδείς φοβηθείσθω θάνατον˙ ηλευθέρωσε γαρ ημάς του Σωτήρος ο θάνατος… Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην… Ο Άδης επικράνθη… Πού σου θάνατε το κέντρον; Πού σου Άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι. Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν Άγγελοι… Ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς επί μνήματος… Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας».
   Αυτόν τον ενθουσιασμό με παραλήρημα χαράς ανεκφράστου ακράτητο βιώνει η Εκκλησία μας πάντοτε, αλλά ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο της επετείου της Αναστάσεως του Κυρίου. Και τον εκφράζει διαποτισμένον με πίστη απαρασάλευτη και ζώσα με την πλούσια και ασύγκριτη υμνολογία της.
Αυτόν τον θρίαμβο εξυμνεί εκφράζοντας τα θεία και ουράνια αισθήματά της, καλώντας σε συμμετοχή τους πάντες, ιδιαίτερα όμως ετούτες τις ημέρες όλους τους πιστούς της. Και τους καλεί να συμμετάσχουν σε αυτά όχι για να προκαλέσει στις ψυχές κάποια έντονα στιγμιαία ιερά συναισθήματα, αλλά μόνιμα βιώματα και πεποιθήσεις εσωτερικές ακλόνητες και οδηγητικές της πορείας μέσα στη ζωή του καθενός.
Βιώματα εν πίστει, που να διαποτίζουν ολόκληρη την ύπαρξη, ώστε να αποτελούν όλο και πιο αποφασιστικά και με συνέπεια αποδοχή της καινής ζωής, που εμπνέει ο κενός τάφος ως μάρτυρας σιωπηλός μεν, αλλά αναμφίλεκτος, της αναχωρήσεως από αυτόν του προσωρινού Ενοίκου του, που αναχώρησε στο ολόφωτο βασίλειο του ουρανού ως ταυτόχρονα φορεύς και της εξαγιασμένης ανθρώπινης φύσεως της ενωμένης αχώριστα με τη θεϊκή του φύση.
Είναι όμως αδύνατο να περιγράψει κανένας με λόγια το γεγονός, που ολόκληρο το σύμπαν, όλος ο υλικός και πνευματικός κόσμος, αδυνατεί και να περιχωρήσει και να κατανοήσει εις βάθος και να εκτιμήσει ανάλογα με τη σημασία και το μέγεθός του.
Και βέβαια είναι απολύτως αδύνατη η περιγραφή του και παρουσίασή του στα πολύ περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας πενιχρής ομιλίας. Παραμένει μόνο η θελκτικότητα του βιώματος και η διαισθητική προσέγγιση του μεγάλου αυτού μυστηρίου εν πίστει και χαρά αφ’ ενός και εν βιώσει του στην πορεία και τον αγώνα της ζωής αφ’ ετέρου.
   Θα έπρεπε όμως να εκταθεί υπέρμετρα ο λόγος και με ακροθιγή, έστω, αναφορά του στο άφραστον αυτό θαύμα.
Όσα έχουν αναφερθεί ως το σημείο αυτό, αναφέρθηκαν μόνο ως στοιχειωδέστατη και ατελής υπογράμμιση της σημασίας της Αναστάσεως του Κυρίου και οπωσδήποτε αφετηριακά, γιατί το θέμα μας δεν είναι αυτό, αλλά «η Ανάσταση ως θρίαμβος της αγάπης».
 Ποιάς αγάπης; Και ποιού θριάμβου; Της αγάπης του Θεού και του θριάμβου της, όπως θα επιχειρήσει η συνέχεια του λόγου να καταδείξει. Αποτελεί άλλωστε το θέμα αυτό μια ουσιαστική, αν όχι την ουσιαστικότερη, πλευρά του γεγονότος της Αναστάσεως.
Και χρειάζεται, φρονώ, περισσότερη έξαρσή του, αφού η αγάπη του Θεού είναι εκείνη, που αποτελεί τον θρίαμβό της, και αυτή η αγάπη μας ενδιαφέρει περισσότερο από κάθε τι άλλο. Στην πλευρά αυτή θα προσπαθήσουμε να στρέψουμε την προσοχή μας.
«Ο Θεός αγάπη εστίν». Όσο κι αν μας φαίνεται κατανοητή η φράση αυτή και ο προσδιορισμός του νοήματός της, όμως αποτελεί μυστήριο, γιατί μυστήριο είναι ο ίδιος ο Θεός, με τον οποίο ταυτίζεται. Όσο άπειρος είναι ο Θεός, τόσο άπειρη είναι και η αγάπη του.
Και όσο λίγο κατανοούμε το Θεό, τόσο λίγο μπορούμε να κατανοήσουμε και το νόημα αυτής της φράσεως, ότι ο Θεός είναι αγάπη στην ολότητά του, γιατί ξεπερνάει τα όρια της περιορισμένης μας λογικής. Μένουν όμως κάποια στοιχεία και μερικά περιθώρια κατανοήσεως κάποιων εκδηλώσεων της αγάπης του Θεού, τόσο στη σύνολη δημιουργία, όσο και στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Αλλιώς δε θα είχε νόημα η ομιλία αυτή.
   Μια προσπάθεια προσεγγίσεως της θείας αγάπης αποτελεί η περιγραφή, που επιχειρεί σχετικά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μιλώντας για την αγάπη του Θεού ως «εκστατικότητα του Θεού». Η αγάπη του Θεού είναι μια κατά κάποιον τρόπο μυστικόν και απροσπέλαστον νοητικά «έκσταση», δηλαδή έξοδος του Θεού από τον εαυτό του, χωρίς όμως να «εξίσταται» ο Θεός, χωρίς δηλαδή να βγαίνει από τον εαυτό του! Ακατανόητο αυτό και αντινομικό, αλλά μόνον έτσι μπορεί να εκφραστεί αυτή η διαπίστωση.
 Ο Θεός πληροί τα πάντα και περιέχει τα πάντα, αλλά ο ίδιος δεν περιέχεται από τίποτε. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να «εξίσταται» ο Θεός, αφού δεν υπάρχει χώρος για να «εκστεί» έξω από αυτόν, γιατί είναι απερίληπτος; Πώς μπορεί δε να εξίσταται, και όμως να παραμένει μη εξισταμένος; «Μείωση» ή «σμίκρυνση» του Θεού είναι απαράδεκτη και ακατανόητη. Ας ιδούμε όμως τι ακριβώς μας λέει ο Άγιος και ας κατανοήσει ο καθένας μας ό, τι μπορεί, αφού ο χρόνος δε μας επιτρέπει αναλύσεις και σχολιασμούς.
   «Ας τολμήσουμε, λέει, να πούμε ετούτο χάριν της αλήθειας, ότι αυτός ο αίτιος των όλων εξαιτίας του καλού και αγαθού έρωτος για όλα από υπερβολή ερωτικής αγαθότητος βγαίνει έξω από τον εαυτό του με τις πρόνοιές του για όλα τα όντα. Και θέλγεται κατά κάποιον τρόπο από την αγαθότητα και την αγάπη και τον θείο έρωτα.
Από εκεί, που είναι πάνω από όλα και υψηλότερος απείρως από αυτά, κατεβαίνει σε όλα με εκστατική δύναμη υπερούσια, χωρίς να εξέρχεται ουσιαστικά από τον εαυτό του. Γι’ αυτό κι εκείνοι, που ξέρουν καλά τα θεία, τον αποκαλούν ζηλωτή, επειδή έχει πολύν αυτόν τον έρωτα προς τα όντα. Και επειδή γι’ αυτά προνοεί».
   Και επεξηγεί ο άγιος Ιερόθεος την έννοια του όρου έρως: «Τον έρωτα είτε θείον ειπούμε είτε αγγελικόν είτε νοερόν είτε ψυχικόν είτε ακόμη και φυσικόν, πρέπει να τον εννοήσουμε ως μία δύναμη που προξενεί ένωση. Και κινεί τα ανώτερα να προνοούν για τα κατώτερα, εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τα κινεί να έχουν αμοιβαία συνοχή και κοινωνία, και τέλος κινεί τα κατώτερα να επιστρέψουν στα καλύτερα και ανώτερά τους».



Αρχιμανδρίτη Ευσέβιου Βίττη
Εμείς και η αγάπη μας
Εκδόσεις Μονής Οσίου Γρηγορίου
Άγιον Όρος 2012
(σελ. 47-64)

Επιμέλεια και μεταφορά στο Διαδίκτυο  Αναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου