«Ἐὰν πραγματικά, πάνσοφε, ὑπάρχει μέσα σου καὶ ζῆ ἡ ψυχή σου τὴν ἐνέργεια ἐκείνου ποὺ εἶπε «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμούντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. δ´ 13), ἐὰν κατῆλθε καὶ σὲ σένα, ὅπως καὶ στὴν Παρθένο, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς δρόσος ἁγνείας, ἐὰν δύναμις ὑπομονῆς τοῦ Ὑψίστου σὲ ἐπεσκίασε (πρβλ. Λουκ. α´ 35), τότε, ζῶσε σὰν ἄνδρας, ὅπως ὁ Χριστὸς ὁ Θεός, στὴν μέση σου τὴν ποδιὰ τῆς ὑπακοῆς, σήκω ἀπὸ τὸ δεῖπνο τῆς ἡσυχίας, καὶ νίψε τὰ πόδια τῶν ἀδελφῶν μὲ συντετριμμένο πνεῦμα. Ἢ καλύτερα, κυλίσου κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μιᾶς συνοδίας μὲ ταπεινωμένο φρόνημα. Τοποθέτησε αὐστηροὺς καὶ ἄγρυπνους φρουροὺς στὴν πύλη τῆς καρδιᾶς σου.
Συγκράτησε μέσα στὸ σῶμα τὸν ἀσυγκράτητο νοῦ ποὺ περισπᾶται (ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ Κοινοβίου) -πράγμα ποὺ εἶναι τὸ πιὸ παράδοξο ἀπ᾿ ὅλα. Ἐξάσκησε τὴν «νοερὰν ἡσυχίαν», ἐνῷ τὰ μέλη τοῦ σώματος κινοῦνται συνεχῶς (στὰ διάφορα διακονήματα). Γίνε «ἀπτόητος ψυχή» μέσα στοὺς θορύβους (τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς). Χαλίνωσε τὴν γλώσσα σου ποὺ ὁρμᾶ μὲ πάθος στὴν ἀντιλογία. Πάλευε ἐνάντια στὴν δέσποινα, (τὴν κοιλία δηλαδή), «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» κάθε ἡμέρα. Κάρφωσε ἐπάνω στὸ ξύλο τῆς ψυχῆς σου σὰν σὲ ἄλλο σταυρὸ τὸ ἀμόνι, τὸν νοῦ σου δηλαδή, οὕτως ὥστε ὅταν σφυροκοπῆται συνεχῶς καὶ ἐμπαίζεται καὶ ὑβρίζεται καὶ χλευάζεται, νὰ μὴ βλάπτεται καθόλου, ἀλλὰ νὰ παραμένη τελείως καθαρός, ἄθικτος καὶ ἀλύγιστος. Ξεντύσου τὸ ἰδικό σου θέλημα σὰν ροῦχο ἐντροπῆς καὶ γυμνὸς προχώρει στὸ στάδιο τοῦ μοναχικοῦ ἀγῶνος –πράγμα ποὺ σπάνια συναντᾶται. Φόρεσε τὸν θώρακα τῆς πίστεως πρὸς τὸν ἀγωνοθέτη, (τὸν Γέροντα), θώρακα ποὺ δὲν καταστρέφεται καὶ δὲν πληγώνεται ἀπὸ τὴν ἀπιστία καὶ τὴν ἀμφιβολία. Περιόρισε μὲ τὸ χαλινάρι τῆς ἁγνότητος τὴν ἁφὴ ποὺ πηδᾶ ἐμπρός σου ἀσυγκράτητη. Χαλίνωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς ποὺ θέλουν κάθε στιγμὴ νὰ περιεργάζωνται τὸ παράστημα καὶ τὸ κάλλος τῶν σωμάτων, μὲ τὴν σκέψι τοῦ θανάτου. Φίμωσε καὶ κλεῖσε στὴν μέριμνα τοῦ ἑαυτοῦ του τὸν περίεργο νοῦ καὶ ἐμπόδισέ τον ἀπὸ τὸ νὰ θέλη νὰ κατακρίνη ὡς ἀμελῆ τὸν ἀδελφό, καὶ δεῖχνε χωρὶς νὰ τὸ δείχνης κάθε ἀγάπη καὶ συμπάθεια πρὸς τὸν πλησίον σου. Τότε, φίλτατε πάτερ, θὰ καταλάβουν ὅλοι ὅτι εἴμαστε ἀληθινοὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν μέσα στὴν συνοδία ἔχωμε μεταξύ μας ἀγάπη (πρβλ. Ἰωάν. ιγ´ 35).
Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλίμαξ Λόγος περί Υπακοῆς (4, 39-40)
Πηγή:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο
Συγκράτησε μέσα στὸ σῶμα τὸν ἀσυγκράτητο νοῦ ποὺ περισπᾶται (ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ Κοινοβίου) -πράγμα ποὺ εἶναι τὸ πιὸ παράδοξο ἀπ᾿ ὅλα. Ἐξάσκησε τὴν «νοερὰν ἡσυχίαν», ἐνῷ τὰ μέλη τοῦ σώματος κινοῦνται συνεχῶς (στὰ διάφορα διακονήματα). Γίνε «ἀπτόητος ψυχή» μέσα στοὺς θορύβους (τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς). Χαλίνωσε τὴν γλώσσα σου ποὺ ὁρμᾶ μὲ πάθος στὴν ἀντιλογία. Πάλευε ἐνάντια στὴν δέσποινα, (τὴν κοιλία δηλαδή), «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» κάθε ἡμέρα. Κάρφωσε ἐπάνω στὸ ξύλο τῆς ψυχῆς σου σὰν σὲ ἄλλο σταυρὸ τὸ ἀμόνι, τὸν νοῦ σου δηλαδή, οὕτως ὥστε ὅταν σφυροκοπῆται συνεχῶς καὶ ἐμπαίζεται καὶ ὑβρίζεται καὶ χλευάζεται, νὰ μὴ βλάπτεται καθόλου, ἀλλὰ νὰ παραμένη τελείως καθαρός, ἄθικτος καὶ ἀλύγιστος. Ξεντύσου τὸ ἰδικό σου θέλημα σὰν ροῦχο ἐντροπῆς καὶ γυμνὸς προχώρει στὸ στάδιο τοῦ μοναχικοῦ ἀγῶνος –πράγμα ποὺ σπάνια συναντᾶται. Φόρεσε τὸν θώρακα τῆς πίστεως πρὸς τὸν ἀγωνοθέτη, (τὸν Γέροντα), θώρακα ποὺ δὲν καταστρέφεται καὶ δὲν πληγώνεται ἀπὸ τὴν ἀπιστία καὶ τὴν ἀμφιβολία. Περιόρισε μὲ τὸ χαλινάρι τῆς ἁγνότητος τὴν ἁφὴ ποὺ πηδᾶ ἐμπρός σου ἀσυγκράτητη. Χαλίνωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς ποὺ θέλουν κάθε στιγμὴ νὰ περιεργάζωνται τὸ παράστημα καὶ τὸ κάλλος τῶν σωμάτων, μὲ τὴν σκέψι τοῦ θανάτου. Φίμωσε καὶ κλεῖσε στὴν μέριμνα τοῦ ἑαυτοῦ του τὸν περίεργο νοῦ καὶ ἐμπόδισέ τον ἀπὸ τὸ νὰ θέλη νὰ κατακρίνη ὡς ἀμελῆ τὸν ἀδελφό, καὶ δεῖχνε χωρὶς νὰ τὸ δείχνης κάθε ἀγάπη καὶ συμπάθεια πρὸς τὸν πλησίον σου. Τότε, φίλτατε πάτερ, θὰ καταλάβουν ὅλοι ὅτι εἴμαστε ἀληθινοὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν μέσα στὴν συνοδία ἔχωμε μεταξύ μας ἀγάπη (πρβλ. Ἰωάν. ιγ´ 35).
Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλίμαξ Λόγος περί Υπακοῆς (4, 39-40)
Πηγή:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου