Ο
όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) υπήρξε μιά μεγάλη μορφή τού
μοναχισμού πού έζησε μερικά χρόνια στό Άγιον Όρος καί εκφράσθηκε στίς
σλαβικές χώρες, καί κυρίως στήν Ουκρανία, τήν Μολδαβία καί τήν Βλαχία,
αλλά επεκτάθηκε σέ όλο τόν χώρο τών Βαλκανίων, τής Ρωσίας καί σέ άλλες
περιοχές.
Πρόκειται
γιά μιά εκπληκτική προφητική φυσιογνωμία στόν χώρο τού μοναχισμού τόν
18ο αιώνα πού επανέφερε τόν μοναχισμό τών Βαλκανίων καί τής Ρωσίας στίς
πατερικές αρχαίες πηγές του, αφού ο μοναχισμός είχε αλλοιωθή από τίς
μεταρρυθμίσεις πού έγιναν επί Μεγάλου Πέτρου, όταν εισέρρευσε στήν Ρωσία
τό δυτικό, διαφωτιστικό καί ρομαντικό πνεύμα τής Δύσεως.
Από
τίς μελέτες μου εγνώριζα γενικά γιά τήν δράση καί τήν διδασκαλία τού
οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, καί κυρίως ότι έζησε γιά ένα χρονικό
διάστημα στό Άγιον Όρος, καί ότι μετέφρασε στά ρωσοσλαβονικά κείμενα τών
αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας πού κάνουν λόγο γιά τήν ησυχαστική παράδοση
τής Εκκλησίας, γιά τήν κάθαρση τής καρδιάς, τόν φωτισμό τού νού καί τήν
θέωση, δηλαδή κείμενα πού απαρτίζουν τήν γνωστή «Φιλοκαλία».
Δέν αρκέσθηκε, όμως, στό νά ανακαλύψη καί νά μεταφράση αυτά τά σημαντικά κείμενα, αλλά έκανε καί πρακτική εφαρμογή τους, μέ αποτέλεσμα νά προσελκύση πολλούς μοναχούς πού επιθυμούσαν νά ζήσουν αυτήν τήν ησυχαστική παράδοση καί στούς οποίους καί τήν δίδαξε γενόμενος πνευματικός τους διδάσκαλος στήν ησυχαστική ζωή.
Δέν αρκέσθηκε, όμως, στό νά ανακαλύψη καί νά μεταφράση αυτά τά σημαντικά κείμενα, αλλά έκανε καί πρακτική εφαρμογή τους, μέ αποτέλεσμα νά προσελκύση πολλούς μοναχούς πού επιθυμούσαν νά ζήσουν αυτήν τήν ησυχαστική παράδοση καί στούς οποίους καί τήν δίδαξε γενόμενος πνευματικός τους διδάσκαλος στήν ησυχαστική ζωή.
Ο
Ομότιμος Καθηγητής τής Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης Αντώνιος-Αιμίλιος
Ταχιάος, πού δίδαξε γιά χρόνια τήν ιστορία τών Σλαβικών καί λοιπών
Ορθοδόξων Εκκλησιών, ασχολήθηκε ιδιαιτέρως μέ τήν ησυχαστική παράδοση
στά Βαλκάνια καί τήν Ρωσία, αφού η διδακτορική του διατριβή είχε ως θέμα
Επιδράσεις τού ησυχασμού εις τήν εκκλησιαστικήν πολιτικήν εν Ρωσία, καί
ακόμη ασχολήθηκε μέ τόν όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι, αφού η διατριβή του
επί υφηγεσία είχε τίτλο Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι καί η ασκητικοφιλολογική
Σχολή του. Αυτές καί άλλες μελέτες του απεκάλυψαν τήν ζωή καί τό έργο
τού μεγάλου αυτού Ουκρανού ασκητού.
Τελευταία
(2009) όμως, ο ίδιος Καθηγητής κυκλοφόρησε τό βιβλίο μέ τίτλο Ο όσιος
Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, έκδοση τού Uniνersity Studio Press. Τό βιβλίο αυτό
είχε ήδη δημοσιευθή σέ άλλες γλώσσες, μέ τήν αυτοβιογραφία καί τήν
βιογραφία τού μεγάλου αυτού Ουκρανού ησυχαστού μοναχού καί μέ τήν έκδοση
αυτή μεταφράσθηκε καί στήν ελληνική γλώσσα.
Συγκεκριμένα
τό βιβλίο αυτό, τό οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό, διαιρείται σέ τρία
κεφάλαια. Στό πρώτο παρατίθεται η αυτοβιογραφία τού οσίου Παϊσίου
Βελιτσκόφσκι πού τελειώνει μέχρι τήν εποχή εκείνη πού μετέβη στό Άγιον
Όρος. Στό δεύτερο κεφάλαιο περιλαμβάνεται η βιογραφία τού οσίου Παϊσίου
πού γράφηκε από τόν μαθητή του ιερομόναχο Μητροφάνη, από τό σημείο
εκείνο πού διακόπτεται η αυτοβιογραφία μέχρι τήν κοίμηση τού μεγάλου
αυτού ησυχαστού Πατρός. Καί στό τρίτο κεφάλαιο δημοσιεύεται η αφήγηση
τού ιδίου τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι στόν ηγούμενο Θεοδόσιο τού
ερημητηρίου τού Αγίου Σωφρονίου στήν Ρωσία γιά τήν ανακάλυψη στό Άγιον
Όρος τών συγγραμμάτων τών νηπτικών Πατέρων καί τήν μετάφρασή τους στήν
ρωσοσλαβονική γλώσσα.
Στήν
εισαγωγή, πού προηγείται τού όλου έργου, ο Καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος
Ταχιάος, μέ επιστημονική ακρίβεια καί ιδιαίτερη γνώση, κάνει εύστοχες
παρατηρήσεις πάνω στά κείμενα πού ακολουθούν, καί κυρίως στήν
αυτοβιογραφία τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι τήν οποία ανακάλυψε στήν
Ιερά Μονή Σέκου η αείμνηστη Βαλεντίνα Πελίν καί μετέφρασε ο Καθηγητής.
Επίσης, σημαντικές παρατηρήσεις, πού διευκολύνουν τόν αναγνώστη,
καταγράφονται στίς υποσημειώσεις πού παρατίθενται στά κείμενα. Η
καταγραφή τής βιβλιογραφίας στό τέλος τού βιβλίου δείχνει τήν μεγάλη
προσφορά τού οσίου Παϊσίου.
Πρόκειται
γιά ένα έργο πολύ σημαντικό καί πρέπει νά διαβασθή από όλους όσοι
ενδιαφέρονται γιά τά θέματα αυτά, γιατί συνδέεται μέ τήν αναγέννηση τού
μοναχισμού στήν Μολδαβία, τήν Ρουμανία, τήν Ρωσία, αλλά καί στήν
ευρύτερη περιοχή. Είναι δέ γνωστόν ότι η μετάφραση τών σημαντικών αυτών
νηπτικών κειμένων στήν ρωσοσλαβωνική γλώσσα, πού έγινε από τόν όσιο
Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καί από εκεί στήν Βλαχική-Ρουμανική γλώσσα, βοήθησε
πολλούς μοναχούς πού έζησαν αυτήν τήν ησυχαστική παράδοση, μάλιστα δέ
αυτήν τήν Φιλοκαλία είχε υπ’ όψη του ο προσκυνητής στό περίφημο βιβλίο
Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού.
Στήν συνέχεια θά εντοπισθούν πέντε σημεία από τήν ζωή τού μεγάλου αυτού Ουκρανού νηπτικού καί ησυχαστού αγίου τής Εκκλησίας.
1. Η πορεία του πρός τόν μοναχισμό
Τό
βαπτιστικό όνομά του ήταν Πέτρος καί γεννήθηκε στήν Πολτάβα τής
Ουκρανίας, τής Μικράς Ρωσίας, όπως λεγόταν η Ουκρανία, τό έτος 1722.
Έμεινε ορφανός από πατέρα σέ ηλικία 4 ετών. Στήν ηλικία τών δέκα χρόνων
διάβαζε τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, τό βιβλίο Μαργαρίτης τού ιερού
Χρυσοστόμου, τόν όσιο Εφραίμ τόν Σύρο, τόν αββά Δωρόθεο καί άλλα βιβλία.
Μέ τήν ανάγνωση αυτή γεννήθηκε μέσα του η αγάπη γιά τόν μοναχισμό.
Όταν
σπούδαζε στό Κίεβο έδειχνε περισσότερο ζήλο γιά τά πνευματικά ζητήματα,
παρά γιά τά σχολαστικά μαθήματα πού διδάσκονταν τότε στήν Εκκλησιαστική
Σχολή. Ο ίδιος περιγράφει έναν χαρακτηριστικό διάλογο μέ τόν Σχολάρχη
του πού δείχνει τόν πρώϊμο ζήλο του γιά τήν πατερική ησυχαστική
Παράδοση. Επισκεπτόταν τήν σπηλαιώτικη Λαύρα τού Κιέβου καί εμπνεόμενος
από τήν μοναχική ζωή καί από τήν άσκηση τών μοναχών αναπτυσσόταν μέσα
του η αγάπη γιά τόν μοναχισμό καί μάλιστα γιά τήν ερημική ζωή, μέ τήν
πλήρη ξενιτεία.
Διαβάζοντας
κανείς τήν αφήγησή του παρατηρεί τόν μεγάλο ζήλο του γιά τόν ησυχαστικό
μοναχισμό πού αναπτύχθηκε στήν εφηβική του ηλικία. Υπάρχουν μερικές
φράσεις πού ο ίδιος χρησιμοποιεί στήν αυτοβιογραφία του καί δείχνουν τήν
αγάπη του γιά τόν μοναχισμό καί μάλιστα τόν ησυχαστικό μοναχισμό πού
κυρίευσε τήν ψυχή του. Διηγείται ο ίδιος:
«Η
αγάπη γιά τόν μοναχισμό υπερίσχυε στήν ψυχή μου, καί δέν μέ έσπρωχνε
πιά στό νά φοιτώ στά μαθήματα, παρά μέ εξωθούσε στό νά απαρνηθώ τόν
κόσμο καί όσο τό δυνατό γρηγορότερα νά γίνω μοναχός». «Ερχόμουν τά
βράδια, καί μή γνωρίζοντας εκεί κανέναν καθώς ήμουν ξένος, περνούσα τή
νύχτα είτε κάπου στήν πλησιέστερη σπηλιά κοντά στήν εκκλησία, είτε στό
μεγάλο μοναστήρι κοντά στό μεγάλο καμπαναριό, όπου έμενα ώσπου νά
σημάνει γιά τόν Κανόνα». «Μακάριζα τήν τρισμακάριστη ησυχία». «Τόσο
έκαιγε στήν ψυχή μου η επιθυμία γιά ένα πράγμα πού ήταν ακατόρθωτο,
ώστε, άν ήταν δυνατόν, δέν θά ήθελα μέ κανέναν τρόπο νά φύγω από εκείνα
τά ιερά σπήλαια, παρά, παραμένοντας εκεί, νά τελειώσω μέσα σ’ αυτά τή
ζωή μου. Βλέποντας όμως ότι αυτό ήταν αδύνατο, έφευγα από τά ιερά εκείνα
σπήλαια μέ θλίψη καί στεναγμό».
Μέ
συμμαθητές του στήν Σχολή πού είχαν τόν ίδιο πόθο υποσχέθηκαν: «Νά
ξενιτευθούμε από τήν πατρίδα μας σέ κάποιον έρημο καί ήσυχο τόπο, καί
αφού βρούμε γιά τίς ψυχές μας κάποιον έμπειρο οδηγό, νά παραδοθούμε στήν
υπακοή του καί όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή νά λάβουμε από αυτόν τή
μοναχική κουρά». Αποφάσισαν νά ζήσουν «έως τήν τελευταία μας (τους) πνοή
μέσα στή μοναχική πτωχεία», «μέσα στήν κακοπάθεια».
Αναζητούσε
ασκητές, ερημίτες Πατέρες καί ωφελείτο από τήν παρουσία τους καί τά
λόγια τους. «Εγώ, στέκοντας εκεί κοντά, άκουα ψυχωφελείς λόγους καί μού
φαινόταν ότι ήταν ρήματα ζωής αιωνίου».
Γιά
τήν ικανοποίηση τού μεγάλου του πόθου νά μονάση μέσα σέ ξενιτεία,
ησυχία καί κακοπάθεια εγκατέλειψε τίς σπουδές του στό Κίεβο, καθώς
επίσης αποχωρίσθηκε τήν μητέρα του, μέσα σέ μιά συγκινητικότατη καί
συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα. Είναι εκπληκτικός αφ’ ενός μέν ο
ζήλος του γιά τήν μοναχική ζωή, αφ’ ετέρου δέ η ισχυρή του θέληση γιά
τήν εκπλήρωση τού πόθου του.
Εκπλήσσεται
κανείς διαβάζοντας τίς ταλαιπωρίες του γιά τήν αναζήτηση ενός
κατάλληλου τόπου, τήν επίσκεψή του σέ διάφορα μοναστικά κέντρα καί τήν
συνάντησή του μέ ερημίτες στούς οποίους ήθελε νά κάνη υπακοή γιά τήν
σωτηρία του, χαρακτηριστική δέ περίπτωση είναι ο ερημίτης Ησύχιος.
Πέρασε ποτάμια, δάση, σύνορα, μέ πολλές δυσκολίες, μέ αφάνταστες καί
απερίγραπτες ταλαιπωρίες.
Όταν
κατατάγηκε σ’ ένα Μοναστήρι, ως δόκιμος μοναχός, ο Ηγούμενος τού
πρότεινε νά φορέση, άν θέλη, μερικά ρούχα μοναστηριακά. Διηγείται ο
ίδιος: «Εγώ τού έβαλα μετάνοια καί παίρνοντας τήν ευλογία του πήγα στό
κελλί μου, έβγαλα τά κοσμικά μου ρούχα καί μέ τέτοια χαρά ντύθηκα αυτά
πού μού έδωσε ο ηγούμενος, πού τά φίλησα πολλές φορές σάν νά ήταν κάτι
τό ιερό. Καί τά φορούσα συνέχεια, ώσπου έλιωσαν επάνω μου, καί
ευχαριστούσα τόν Θεό, πού αντί γιά τά κοσμικά ρούχα πού φορούσα έως
τώρα, αξιώθηκα αυτά πού έπρεπε, τά μοναστηριακά».
Στήν
αναζήτηση κατάλληλου τόπου έφθασε στήν Ιερά Μονή τού Αγίου Νικολάου πού
βρίσκεται στόν ποταμό Τιασμίνα καί ονομάζεται Μεντβέντοβσκι, όπου καί
έλαβε τό μικρό μοναχικό σχήμα καί ονομάσθηκε Πλάτων. Ο διωγμός, όμως,
πού ξέσπασε εναντίον τής Μονής, αφού οι αξιωματούχοι τής περιοχής τούς
πίεζαν νά προσχωρήσουν στήν Ουνία, τόν εξανάγκασε νά επιστρέψη στήν
Σπηλαιώτικη Λαύρα τού Κιέβου.
Ευρισκόμενος
εκεί ωφελήθηκε ψυχικά από τήν παρουσία μεγάλων ασκητών Πατέρων, πού
διακρίνονταν γιά τήν άσκησή τους καί τίς αρετές τους. Ο ίδιος δηγείται
γιά κάποιον μοναχό: «Καί από μόνη τή θέα του η ταλαίπωρη ψυχή μου
δεχόταν ωφέλεια». Αναφερόμενος σέ μεγάλους ασκητές διηγείται: «Αυτά
βλέποντας καί σκεπτόμενος φλέχθηκα ολόκληρος από αγάπη γιά τόν άγιο
αυτόν τόπο καί απ’ όλη τήν ψυχή μου ευχαρίστησα τόν Θεό, γιατί μέ αξίωσε
καί εμένα τόν ανάξιο νά βρεθώ σέ τέτοια άγια Λαύρα».
Οι
ασκητές, όμως, αυτοί δέν δέχονταν συνήθως νά καθοδηγήσουν άλλους, ενώ
εκείνος αναζητούσε πνευματικό καθοδηγό γιά τήν πνευματική του ζωή. Γι’
αυτό αναζήτησε αυτόν τόν πνευματικό καθοδηγό στήν Μολδαβία, περνώντας
διάφορα μέρη μέσα στό χιόνι πού έφθανε μέχρι τό γόνατο, αντιμετωπίζοντας
απροσδόκητες δυσκολίες όταν περνούσε τά σύνορα μέ άλλους συνοδοιπόρους
του. Στήν πορεία του αυτή συνάντησε πολλούς καλούς ασκητές πού ζούσαν μέ
βαθειά καί μεγάλη άσκηση. Γράφει κάπου: «Μαζεύονταν οι αδελφοί μέ τόν
γέροντα στόν ίδιο τόπο καί συζητούσαν έως τά μεσάνυχτα. Μαζί μ’ αυτούς
καθόμουν καί εγώ ο έσχατος καί, ακούοντας προσεκτικά τά λεγόμενα,
χαιρόμουν χαρά ανείπωτη καί δόξαζα τόν Θεό μέ δάκρυα, διότι μέ αξίωσε
στή νεότητά μου νά ακούσω από τό στόμα τέτοιου πνευματικού ανθρώπου
παρόμοια λόγια γεμάτα από πολλή ωφέλεια, πού γιά όλη μου τή ζωή μού ήταν
οδηγός».
Στήν
σκήτη Κίρνουλ συνάντησε ασκητές, ερημίτες πατέρες πού ζούσαν τήν
ησυχαστική παράδοση. Εκεί διδάχθηκε ο όσιος Παΐσιος «τί είναι εργασία
καί θεωρία καί αληθινή νοερά ησυχία. Εκεί, όχι μόνο έμαθε τήν νήψη καί
προσοχή πού τελείται στήν καρδιά διά τού νοός καί τή νοερά προσευχή,
αλλά καί απήλαυσε στήν καρδιά τή θεία ενέργεια πού κινείται από αυτήν».
Η
θεία, όμως, Πρόνοια ήθελε τόν όσιο Παΐσιο στό Άγιον Όρος «ώστε νά
επαυξήσει τόν θησαυρό καί νά δώσει αφθόνως σέ όλους πού ζητούν από αυτόν
ωφέλεια από τήν πνευματική διδασκαλία». Αναζητούσε εκεί «κάποιον
πεπειραμένο πνευματικό πατέρα, πού θά ζούσε στήν ησυχία, γιά νά
παραδοθεί στήν υπακοή του μέ τό σώμα καί τήν ψυχή, καί γιά νά μάθει από
αυτόν τόν τρόπο τής πνευματικής ζωής».
Έφθασε
στήν Μεγίστη Λαύρα, εόρτασε μέ τούς Πατέρες τήν πανήγυρη τού οσίου
Αθανασίου καί από εκεί πήγε στήν Σκήτη τής Μονής Παντοκράτορος.
Εγκαταστάθηκε σέ μιά καλύβη καί αναζητούσε τόν κατάλληλο πνευματικό
οδηγό. Ζούσε μέ μεγάλη άσκηση, μετάνοιες, εγκράτεια, απόλυτη ακτημοσύνη,
πτωχεία, σκληραγωγία, ακόμη καί στό κρεβάτι, συντριβή τής καρδιάς,
αδιάλειπτη προσευχή, αγάπη στόν Θεό καί τόν πλησίον, μνήμη θανάτου,
ψαλμωδία, ανάγνωση τών Αγίων Γραφών, αλλά καί συνεχή δάκρυα, γιατί δέν
βρήκε ησυχαστή Πνευματικό Πατέρα γιά νά τού κάνη υπακοή. Μέ τόν τρόπο
αυτής τής ασκήσεως «ανερχόταν από μιά δύναμη πνευματική σέ άλλη,
πραγματοποιώντας στήν καρδιά του ανάβαση. Φλεγόμενος έτσι από θείο ζήλο
γιά μεγάλους άθλους, απόλαυσε τήν ησυχία επί δυόμισι χρόνια».
Τήν
εποχή αυτή έλαβε τό μέγα αγγελικό σχήμα περί τό έτος 1750. Ήταν τότε σέ
ηλικία 28 ετών καί μετονομάσθηκε από Πλάτων σέ Παΐσιο. Καί αφού δέν
είχε κατάλληλο πνευματικό οδηγό, ακολουθούσε τήν διδασκαλία τών αγίων
Πατέρων τής Εκκλησίας πού διάβαζε στά συγγράμματά τους.
Έτσι,
ο ζήλος του γιά τήν μοναχική ζωή, πού αναπτύχθηκε από τήν μικρή του
ηλικία, ικανοποιήθηκε μέ τήν δωρεά τού μεγάλου μοναχικού σχήματος, καί
τήν αγάπη του γιά τήν ιερά ησυχία καί τήν μοναχική ζωή.
2. Η αναζήτηση τών συγγραμμάτων τών ησυχαστών Πατέρων καί η μετάφρασή τους
Ο
όσιος Παΐσιος, μέ τήν φώτιση τού Θεού, κατάλαβε τήν μεγάλη αξία τής
Αγίας Γραφής καί τών νηπτικών καί ησυχαστικών συγγραμμάτων τών αγίων
Πατέρων τά οποία μελετούσε από μικρό παιδί καί διαβάζοντας αυτά τά
κείμενα αυξανόταν ο ζήλος του γιά νά αποκτήση τήν κοινωνία του μέ τόν
Θεό.
Ήδη
ως δόκιμος μοναχός στήν Μονή τού Λιούμπετς κάποιος μοναχός τού έδωσε νά
διαβάση τό βιβλίο Κλίμαξ τού Ιωάννου τού Σιναΐτου, πράγμα πού τόν
γέμισε μεγάλη χαρά. Γιά νά μπορέση νά τό έχη πάντα μαζί του τό αντέγραφε
όλη τήν νύκτα, χρησιμοποιώντας έναν δαυλό, πού γέμιζε τό κελλί του μέ
καπνό.
Ο
ίδιος ο όσιος Παΐσιος διηγείται ότι απέκτησε αυτήν τήν αγάπη στά
Πατερικά βιβλία, γιατί λόγω ελλείψεως κατάλληλου πνευματικού οδηγού
ήθελε καί γιά τόν εαυτό του, αλλά καί γιά τούς μοναχούς πού μέ τήν
πάροδο τού χρόνου ανελάμβανε, νά μήν αποκλίνη «από τό ορθό φρόνημα τής
Αγίας Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». Έτσι, άρχισε νά αποκτά διάφορα
Πατερικά βιβλία στήν «σλαβική» γλώσσα, «τά οποία διδάσκουν περί υπακοής
καί προσοχής, νήψεως καί προσευχής», περιορίζοντας τήν τροφή καί
υπομένοντας τήν φτώχια. Διαβάζοντας τά ήδη μεταφρασμένα βιβλία στήν
σλαβονική γλώσσα διαπίστωσε ότι υπήρχαν σοβαρά λάθη καί γι’ αυτό δέν
μπορούσε νά βγάλη καθαρό νόημα. Στήν αρχή προσπάθησε νά τά διορθώση,
χρησιμοποιώντας άλλα σλαβικά μεταφρασμένα βιβλία, αλλά καί αυτό τό έργο
τό βρήκε πολύ δύσκολο καί ακατόρθωτο.
Όταν,
όμως, ύστερα από τήν «πολυετή παραμονή» του στόν Άγιον Όρος «έμαθε σέ
κάποιο βαθμό τήν ελληνική γλώσσα», αναζητούσε νά βρή τά νηπτικά βιβλία
γραμμένα στό πρωτότυπο, ώστε από αυτά νά διορθώση τά σλαβονικά βιβλία.
Διαπίστωσε ότι καί αυτό τό έργο ήταν δύσκολο καί αδύνατο. Επισκεπτόταν
τίς Σκήτες τού Αγίου Όρους, όπως τής Αγίας Άννης, τού Αγίου Δημητρίου
τής Μονής Βατοπεδίου, τίς Σκήτες καί τά Μοναστήρια τού Αγίου Όρους, αλλά
καί τούς πεπειραμένους Γέροντες γιά νά βρή βιβλία πού αναφέρονται στήν
ησυχαστική καί νηπτική ζωή, όπως τού αγίου Φιλοθέου τού Σιναΐτου, τού
Ησυχίου τού Πρεσβυτέρου, αλλά κανείς δέν γνώριζε τήν ύπαρξή τους. Αυτό
τόν στενοχωρούσε υπερβολικά.
Αφηγείται
τήν μεγάλη χαρά πού δοκίμασε, όταν σέ μιά οδοιπορία του από τήν Μονή
τής Μεγίστης Λαύρας πρός τήν Σκήτη τής Αγίας Άννης, πέρασε από τήν Σκήτη
τού Αγίου Βασιλείου καί συνάντησε έναν μοναχό πού αντέγραφε τά βιβλία
τού οσίου Πέτρου τού Δαμασκηνού, τού Αντωνίου τού Μεγάλου, τού αγίου
Γρηγορίου τού Σιναΐτου, τού αγίου Φιλοθέου, τού αγίου Ησυχίου, τού αγίου
Διαδόχου, τού αγίου Θαλασσίου, τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, τού
αγίου Νικηφόρου τού Μοναχού, τό βιβλίο τού αγίου Ησαΐα κλπ. Ύστερα από
πολλές παρακλήσεις καί έξοδα απέκτησε πολλά τέτοια νηπτικά κείμενα, καί
επανήλθε στήν Μολδαβία γιά νά οικονομήση τήν μεγάλη Αδελφότητα, πού εν
τώ μεταξύ είχε δημιουργηθή, οπότε καί επιδόθηκε στήν μετάφραση τών
νηπτικών αυτών κειμένων.
Στήν
αρχή προσπάθησε νά διορθώση τά ήδη μεταφρασμένα κείμενα στήν σλαβονική
γλώσσα, χρησιμοποιώντας τά πρωτότυπα ελληνικά κείμενα. Επειδή καί τό
έργο αυτό ήταν δύσκολο, διότι δέν είχαν μεταφρασθή καλά, άρχισε νά τά
μεταφράζη από τήν αρχή. Ο όσιος Παΐσιος μετέφραζε τά κείμενα από τήν
ελληνική στήν Ρωσοσλαβονική γλώσσα, αυτή πού είχε επικρατήσει τόν 17ο
αιώνα στά βιβλία πού είχαν εκδοθή στήν Ρωσία.
Ο
ίδιος ομολογεί: «Τό έργο αυτό ήταν υπεράνω τών δυνάμεών μου». Ο
βιογράφος καί μαθητής του Μητροφάνης λέγει ότι ο όσιος Παΐσιος μετέφρασε
από τήν «ελληνογραικική» γλώσσα στήν δική μας τήν «σλαβονική» καί από
αυτήν οι «βλαχόφωνοι αδελφοί μετέφραζαν στή γλώσσα τους». Όλη τήν ημέρα
ησχολείτο μέ τά ζητήματα πού απασχολούσαν τήν Μονή καί τήν νύκτα
μετέφραζε «υπερβάλλοντας σέ εργασία τά όρια τής φύσης», ακόμη καί ενώ
πονούσε όλο τό σώμα του, καί «ήταν ανάπηρος, υποφέροντας πολύ από
πληγές».
Ο
βιογράφος του μάς δίνει καί τήν πληροφορία πώς έγραφε τήν νύχτα ο όσιος
Παΐσιος: «Στό κρεβάτι πού αναπαυόταν ήταν περιτριγυρισμένος από βιβλία:
πόσα λεξικά, Βίβλος ελληνική, βίβλος σλαβονική, Γραμματική ελληνική καί
σλαβονική, τό βιβλίο πού μετέφραζε, στή μέση δέ ένα αναμμένο κερί.
Καθισμένος σάν ένα μικρό παιδί καί σκύβοντας, είτε ξαπλωμένος, έγραφε
όλη τή νύχτα, ξεχνώντας καί αρρώστια καί κόπο, μή μπορώντας νά δώσει
απάντηση ούτε καί νά ακούσει άν τού μιλούσαν ή συνέβαινε κάτι έξω από τό
κελλί του».
Έκανε
τίς μεταφράσεις τών νηπτικών αυτών βιβλίων, αυτών πού είναι εντεταγμένα
μέσα στό βιβλίο Φιλοκαλία τών ιερών νηπτικών μέ πολύ ζήλο, γιατί αφ’
ενός μέν σέ αυτά βρήκε τήν σοφία τών Πατέρων καί τόν τρόπο μέ τόν οποίο
κανείς μπορεί νά φθάση στήν ένωση καί τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, αφ’
ετέρου δέ γιά νά τά δώση στούς υποτακτικούς του προκειμένου νά γίνουν
τροφή σέ αυτούς πού θέλουν νά μυηθούν στήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων.
Έτσι,
ο όσιος Παΐσιος συνετέλεσε όσον ολίγοι στήν ανανέωση τού ησυχαστικού
μοναχισμού στήν Ουκρανία, τήν Μολδαβία, τήν Βλαχία (Ρουμανία), τήν Ρωσία
καί σέ άλλες χώρες.
3. Πνευματικός καθοδηγός εκατοντάδων καί χιλιάδων μοναχών
Επειδή
ο όσιος Παΐσιος αισθάνθηκε στήν καρδιά του τήν γλυκύτητα τής νοεράς
ησυχίας καί τής προσευχής, γι’ αυτό καί χωρίς νά τό επιδιώξη προσήλκυσε
κοντά του πολλούς ανθρώπους καί μοναχούς πού αναζητούσαν αυτόν τόν τρόπο
τής πνευματικής ζωής.
Στό
Άγιον Όρος έζησε δέκα οκτώ χρόνια (1746-1763). Στήν αρχή παρέμενε σ’
ένα μικρό καλύβι πλησίον τής Ιεράς Μονής Παντοκράτορος. «Φλεγόμενος από
θείο ζήλο γιά μεγάλους άθλους, απόλαυσε τήν ησυχία επί δυόμισι χρόνια».
Σιγά-σιγά άρχιζαν νά έρχωνται κοντά του διάφοροι μοναχοί, οπότε
αναγκάσθηκαν νά αγοράσουν καί άλλη καλύβη πιό ψηλά από τήν δική τους καί
στήν συνέχεια αγόρασαν τό κελλί τού Αγίου Κωνσταντίνου. Η συνοδεία
αποτελείτο από ρουμανόφωνους καί σλαβόφωνους αδελφούς. Τόν καιρό εκείνο
πρός χάρη τής αδελφότητας πιέσθηκε καί από σεβάσμιους Πνευματικούς
Πατέρες νά δεχθή τήν ιερωσύνη γιά νά εξυπηρετήση τήν αδελφότητα.
Όταν
είχαν συναχθή εκεί, κάτω από τήν πνευματική του καθοδήγηση, «είκοσι
αδελφοί», μετακόμισαν στήν Σκήτη τού Προφήτου Ηλία. Οι ακολουθίες
γίνονταν σέ δύο γλώσσες, τήν Σλαβονική καί τήν Ρουμανική, ως εργόχειρο
είχαν τό νά κατασκευάζουν κουτάλια, τά οποία πωλούσαν, ώστε καί αυτοί νά
έχουν τά απαραίτητα, αλλά καί νά φιλοξενούν αδελφούς. Γράφει ο
Μητροφάνης: «Εργαζόταν δέ ο πατέρας μας στό εργόχειρο, κάνοντας διπλά
από τούς αδελφούς, τήν νύκτα δέ αντέγραφε βιβλία. Όλη του η ζωή περνούσε
σέ νυκτερινή αγρυπνία, μή μπορώντας νά κοιμηθεί περισσότερο από τρείς
ώρες». Η φήμη του είχε εξαπλωθή σέ όλο τό Άγιον Όρος καί πολλοί έρχονταν
γιά νά εξομολογηθούν, ακόμη καί ο Πατριάρχης Σεραφείμ, πού τότε διέμενε
στήν Μονή Παντοκράτορος.
Γιά
ένα μικρό διάστημα μέ μερικούς μοναχούς μετέβη στήν Ιερά Μονή Σίμωνος
Πέτρας, αλλά επειδή τό Μοναστήρι ήταν χρεωμένο γι’ αυτό δέν μπορούσε νά
μείνη περισσότερο εκεί. Πάντως, μέ τόν τρόπο τής ζωής του «φώτισε
ολόκληρο τό Άγιον Όρος» καί «όλοι οι Αγιορείτες εθαύμασαν τή λάμψη αυτού
τού φωτός».
Όταν,
όμως, «έγινε πολυάριθμη η αδελφότητα στόν προφήτη Ηλία καί δέν χωρούσε
πιά, τότε ο Θεός τόν πήρε από εκεί καί τόν έφερε σ’ αυτή τήν ορθόδοξη
χώρα, τή Μολδαβία». Τόν ακολούθησαν εξήντα έξι μοναχοί.
Ο
όσιος Παΐσιος μέ τούς μοναχούς του εγκαταστάθηκε στήν Μονή Ντραγκομίρνα
καί υποβλήθηκαν σέ πολλούς κόπους γιά νά τήν ανασυγκροτήσουν καί στήν
οποία έβαλε τήν αγιορείτικη τάξη. Είχε ρυθμίσει τό τυπικό τού Κοινοβίου
βάσει τών τυπικών καί τών συγγραφών τού Μ. Βασιλείου. «Στά κοινά
διακονήματα έπρεπε νά τηρείται η σιωπή καί η ευχή στό στόμα». «Στά
κελλιά έπρεπε νά γίνεται ανάγνωση τών έργων τών θεοφόρων Πατέρων μας,
καί η νοερά προσευχή διά τού νοός στήν καρδιά νά τελείται εντέχνως καί
ακριβώς, όπως καί η αναπνοή νά κρατιέται μέ φόβο Θεού, διότι αυτό είναι
πηγή αγάπης πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον, όπως καί πηγή όλων τών
αρετών». Κάθε βράδυ γινόταν εξομολόγηση λογισμών, γιατί «αυτό αποτελεί
τό θεμέλιο τής σωτηρίας, τής ειρήνης, τής ησυχίας καί τής αγάπης». Στήν
Μονή αυτή ησκούντο πάνω από διακόσιοι μοναχοί.
Τούς
παιδαγωγούσε ως πατέρας καί ως διδάσκαλος τής νοεράς προσευχής. Τούς
δίδασκε ανελλιπώς, κατά τίς νηστείες, αλλά καί άλλες ημέρες.
«Καθημερινώς, εκτός Κυριακής καί εορτών, συνάγονταν οι αδελφοί τό βράδυ
στήν τράπεζα, άναβαν τά κεριά, καί ερχόταν ο μακαριστός πατέρας μας,
καθόταν στή συνηθισμένη θέση του, άνοιγε ένα πατερικό βιβλίο, είτε τού
αγίου Βασιλείου τού Μεγάλου τό Νηστευτικόν, είτε τού Ιωάννου τής
Κλίμακος, είτε τού αγίου Δωροθέου, ή τού αγίου Θεοδώρου τού Στουδίτου».
Στήν συνέχεια ερμήνευε τά χωρία πού διάβαζε μέσα από τήν δική του
πνευματική πείρα.
Στήν
Ιερά Μονή Ντραγκομίρνα παρέμειναν δώδεκα χρόνια (1763-1775), όπου καί
λόγω τού επισυμβάντος Ρωσοτουρκικού πολέμου, εξυπηρέτησαν καί διακόνησαν
μεγάλο πλήθος ανθρώπων πού συγκεντρώθηκαν στό Μοναστήρι. Στό τυπικό τής
Μονής πού εκπόνησε ο όσιος Παΐσιος τό 1763 «προέβλεπε ότι ο ηγούμενος
τής μονής έπρεπε νά γνωρίζει τρείς γλώσσες, τήν ελληνική, τή σλαβική καί
τή ρουμανική».
Όμως,
όταν εγκαταστάθηκαν στό Μοναστήρι οι Γερμανοί (οι Αυστριακοί) καί ο
όσιος κατάλαβε ότι δέν μπορούσε «νά ζήσει κάτω από τούς παπικούς»
μετακινήθηκαν μέ μεγάλη θλίψη καί πόνο σέ άλλη Μονή σταδιακά, δηλαδή
στήν Μονή τού Σέκου.
Ο
Μητροφάνης γράφει γιά τήν μετακίνηση τής αδελφότητος από τήν Μονή τής
Ντραγκομίρνα: «Διωχθήκαμε από τούς Γερμανούς καί μόνοι μας
απομακρυνθήκαμε από τό μοναστήρι τής Ντραγκομίρνα, γιά νά μήν πάθουμε
τίποτε στήν ορθόδοξη πίστη μας από τούς αρχιαιρετικούς καί τίς κοσμικές
τους αρχές, όπως πραγματικά υπέφεραν από τούς αιρετικούς τά μοναστήρια
καί οι κοσμικές καί οι πνευματικές αρχές πού έμειναν εκεί». Καί
αναλογιζόμενος τήν ζωή πού έζησαν σέ αυτό τό Μοναστήρι γράφει: «Ώ
Ντραγκομίρνα, Ντραγκομίρνα, γλυκύτητα καί παρηγοριά τών ψυχών μας,
θυμάμαι τή ζωή μας σέ σένα. Καλύτερα, όμως νά σιωπήσω γιά νά μήν
γεμίσουν πίκρα οι καρδιές μας πού σέ έχασαν… Εσύ ήσουν γιά εμάς σάν
παράδεισος ηδύτητας, εσύ ήσουν γιά εμάς σάν κήπος πού γρήγορα ριζώνει
κοντά σέ νερά καί τά άνθη του αναδίδουν διάφορες ευωδίες καί καρπούς».
Έτσι,
από τήν Ντραγκομίρνα μετακινήθηκαν τό 1775 στήν Μονή τού Σέκου, όπου
κουράσθηκαν υπερβολικά γιά νά κατασκευάσουν κελλιά ώστε νά εγκατασταθή
όλη η αδελφότητα. Τό μέρος ήταν ήσυχο καί ερημικό. Η κατάσταση τής
αδελφότητας, μετά από πολλούς αγώνες τριών ετών, έφθασε στό επίπεδο τής
προηγούμενης Μονής καί αυτό χαροποιούσε τόν όσιο Παΐσιο καί δόξαζε τόν
Θεό. Αλλά ο Πρίγκιπας Κωνσταντίνος Μουρούζης προέτρεψε καί πίεσε τόν
όσιο Παΐσιο νά εγκατασταθή στήν Μονή Νεάμτς. Ο όσιος δέν επιθυμούσε μιά
τέτοια μετακίνηση ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες, αλλά τελικά υπέκυψε από
υπακοή στήν επιθυμία τού Πρίγκιπα.
Τό
έτος 1779 ένα τμήμα τής αδελφότητος μετακινήθηκε στήν Ιερά Μονή Νεάμτς.
Νέοι αγώνες τόν περίμεναν εκεί γιά τήν ανασυγκρότηση τής Ιεράς Μονής,
πράγμα πού δυσκόλευσε καί στενοχώρησε τόν όσιο Παΐσιο.
Στήν
Μονή αυτή ο όσιος Παΐσιος κατασκεύασε Νοσοκομείο καί Ξενώνα γιά τούς
γέροντες, τούς χωλούς καί τυφλούς πού έρχονταν καί τόν παρακαλούσαν νά
τούς δεχθή καί νά τούς ελεήση. Εδώ ο αριθμός τών μοναχών, μαζί μέ αυτούς
πού ήταν στίς Σκήτες, έφθασε στούς τριακόσιους. Πάντως, πρός τό τέλος
τής ζωής τού οσίου Παϊσίου στήν Μονή Νεάμτς είχαν συγκεντρωθή κοντά του
περίπου 700 μοναχοί. Στήν βιογραφία τού οσίου Νικοδήμου τού αγιορείτου,
όπως θά δούμε πιό κάτω, γράφεται ότι οι μοναχοί πού ήταν κάτω από τήν
πνευματική καθοδήγηση τού οσίου Παϊσίου υπερέβαιναν τόν αριθμό τών
χιλίων. Πληροφορίες αναφέρουν ότι στήν Μονή Νεάμτς «ζούσαν μοναχοί δέκα
συνολικώς εθνοτήτων, δηλαδή Μολδαβοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ούγγροι,
Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι, Τούρκοι, Ρώσοι καί Ουκρανοί». Στήν Μονή αυτή
κοιμήθηκε ο Όσιος τό 1794.
Ο
όσιος Παΐσιος βρήκε τόν δρόμο τού ησυχασμού καί τής νοεράς προσευχής,
οπότε η καρδιά του γέμισε από τήν Χάρη τού Θεού, καί στήν συνέχεια
ξεχύλισε αυτή η ζωή στήν διδασκαλία πρός τούς μοναχούς πού έτρεχαν από
παντού γιά νά ακούσουν τήν θεία σοφία πού έβγαινε από τό στόμα του,
κυρίως, όμως από τήν καρδιά του.
4. Η βίωση τού ησυχαστικού μοναχισμού.
Η
ανάγνωση καί η μετάφραση τών νηπτικών ησυχαστικών βιβλίων
ανταποκρινόταν στήν αναζήτηση τού οσίου Παϊσίου από τήν μικρή του
ηλικία, αλλά συγχρόνως, άναβε ακόμη περισσότερο τόν πόθο του γιά τήν
ησυχαστική- νηπτική ζωή.
Ο
βιογράφος καί μαθητής του Ιερομόναχος Μητροφάνης στό κείμενό του
παρουσιάζει τήν πνευματικότητα τού οσίου Παϊσίου. Θά παραθέσω μερικές
ενδεικτικές φράσεις του πού δείχνουν αυτήν τήν πραγματικότητα.
Από
τήν νεότητά του ο όσιος Παΐσιος «υπήρξε σκεύος εκλογής τού Θεού καί
τέλειος τηρητής τών εντολών του. Γι’ αυτό καί ο λόγος του υπήρξε δυνατός
καί τέλειος, πλήρης Χάριτος, διεισδυτικός μέσα στήν ψυχή, τέτοιος πού
νά ξεχωρίζει τό κακό από τό αγαθό, τό οποίο ξεριζώνει τά πάθη καί
καλλιεργεί τίς αρετές στίς ψυχές αυτών πού μέ πίστη ακούουν». «Η χάρη
τού παναγίου Πνεύματος κατοίκησε μέσα του από τήν κοιλιά ακόμη τής
μητέρας του» καί αυτή η Χάρη αυξήθηκε αργότερα μέ τήν τήρηση τών εντολών
τού Θεού.
Από
μικρό παιδί ήταν σοφός. «Μολονότι δέ ήταν μικρό παιδί στήν ηλικία, ήταν
γέρος στόν νού καί τή σοφία. Υποτάσσοντας τήν οργή καί τήν επιθυμία στή
λογική, αποξένωσε τίς αισθήσεις του από όλα τά ωραία καί ηδονικά τού
κόσμου τούτου καί τά θεωρούσε όλα σάν σήψη». «Κλείστηκε στό σπίτι του
καί ζούσε στήν ησυχία, ωσάν νά ήταν στήν έρημο τού Σινά». Τόν έφλεξε από
τήν μικρή του ηλικία «ζήλος ανείπωτος» νά αγαπήση τόν Κύριο καί νά
εγκαταλείψη όλα τά τού κόσμου «ακόμη καί τή μητέρα του».
Ο
όσιος Παΐσιος αγάπησε τήν νοερά ησυχία καί τήν νηπτική παράδοση τής
Εκκλησίας καί επιδόθηκε μέ ζήλο στήν απόκτηση αυτής τής μεθόδου, διά τής
οποίας ο άνθρωπος αποκτά τήν ενότητά του μέ τόν Θεό.
Τά
φυσικά χαρίσματα πού είχε, αλλά καί οι καρποί τής ησυχίας καί τής
προσευχής ήταν ευδιάκριτα. «Τήν οξύνοια καί τή μνήμη του, πού τή
στερέωσε η Χάρη, κανείς δέν μπορεί νά τήν περιγράψει. Ήταν ταχύς στήν
κατανόηση τών υψηλοτέρων δογματικών θεμάτων καί, άν τά διάβαζε μία φορά,
τά αποθησαύριζε στή μνήμη του γιά πάντα». «Πράγματι ο θαυμαστός αυτός
άνδρας, ο μακαριστός πατέρας μας, εξομοιώθηκε σέ όλα μέ τούς αρχαίους
άγιους Πατέρες».
Ομοίαζε
μέ τούς αρχαίους ερημίτες. «Άν τόν συγκρίνουμε μέ τούς αγίους ερημίτες,
οι οποίοι ασκούνταν στήν κατ’ ιδίαν ησυχία, τότε δέν θά εκπλαγούμε γιά
τό πόσο ευφραινόταν μέ τήν προσευχή καί τήν ένωση μέ τόν Θεό». «Ο νούς
του ήταν πάντοτε γαλήνιος» καί «φλεγόμενος από τήν αγάπη καί τήν ένωση
μέ τόν Θεό», δέν άκουγε τίποτε ό,τι κι άν συνέβαινε έξω από τό κελλί
του. Αγρυπνούσε στό κελλί του μέ νοερά προσευχή καί νήψη. «Όπως οι άγιοι
ερημίτες όλη τή νύχτα παρέμεναν άγρυπνοι νήφοντας, έτσι καί αυτός σ’
όλη του τή ζωή τή νύχτα αγρυπνούσε νήφοντας, μή υπολειπόμενος κατά
τίποτε στήν άθληση από τούς θεοφόρους Πατέρες».
Ακόμη
ομοίαζε μέ «τούς αρχαίους αγίους κοινοβιάτες Πατέρες» σέ πολλά σημεία.
Μέσα του κατοικούσε τό Άγιον Πνεύμα καί από τά χείλη του «έρρεε η
μελίρρυτη πηγή τών θείων διδαγμάτων, πού απάλυνε καί θεράπευε τίς ψυχές
καί εξάλειφε τά πάθη. Υπήρχε σ’ αυτόν θείος νούς, μέ τόν οποίο
κατανοούσε σωστά τούς κανόνες τών αγίων Οικουμενικών Συνόδων καί τίς
παραδόσεις τής Εκκλησίας…».
Ήταν
«ακλόνητος στήν πίστη καί τήν ελπίδα στήν πρόνοια τού Θεού», είχε «φόβο
Θεού μέ τόν οποίο τηρούσε τίς εντολές τού Θεού ως κόρη οφθαλμού», «μέσα
του υπήρχε φλογερή αγάπη» πρός τόν Χριστό καί «γεμάτος φλόγα, ξεχύθηκε
αδιακρίτως πρός τούς πάντες, αγαπώντας, εμψυχώνοντας, διδάσκοντας τούς
πάντες, συμπάσχοντας μέ όλους, ασπαζόμενος μέ τήν ψυχή του τά πνευματικά
του τέκνα, αλλά καί κάθε άνθρωπο πού ερχόταν πρός αυτόν». «Είχε ειρήνη
πάντοτε μέ όλους, ποτέ δέν εχθρεύθηκε καί δέν πίκρανε κανέναν», ήταν σέ
μεγάλο βαθμό ταπεινός, εγκρατής. «Ενώ η ακακία καί η απλότητα μέσα του
ήταν παιδική, ο νούς του ήταν θείος καί όχι παιδικός». Τό πρόσωπό του
ήταν «αγγελόμορφο».
Ο
Μητροφάνης, πού έζησε τόν όσιο Παΐσιο από κοντά, περιγράφει καί τήν όλη
παρουσία του, αφού καί αυτό τό σώμα του είχε μεταμορφωθή από τήν Χάρη
τού Θεού πού κατοικούσε μέσα του.
«Τό
πρόσωπό του ήταν φωτεινό όπως ενός αγγέλου τού Θεού, τό βλέμμα του
ήρεμο, ο λόγος του ταπεινός καί ξένος πρός τήν προπέτεια, χαιρετούσε
όλους μέ αγάπη, απαντούσε μέ προσήνεια• ήταν γεμάτος καλοσύνη, ήταν
πρόθυμος στήν ελεημοσύνη, έφερνε όλους κοντά του σάν τόν μαγνήτη πού από
τή φύση του τραβάει τό σίδερο. Είχε βάθος ταπεινοφροσύνης καί
πραότητας, μακροθυμία σέ όλα. Ο μέγας αυτός άνθρωπος ήταν ολόκληρος
ένθεος καί έμπλεως χάριτος. Ο νούς του ήταν πάντοτε ενωμένος μέ τόν Θεό
καί μάρτυρας αυτού ήταν τά δάκρυα. Όταν μιλούσε περί Θεολογίας, τότε η
καρδιά του παλλόταν από αγάπη, τό πρόσωπό του έλαμπε από χαρά, τά μάτια
του δάκρυζαν, επιβεβαιώνοντας τήν αλήθεια. Όταν στεκόμασταν μπροστά του,
τά μάτια μας δέν κουράζονταν νά τόν θεωρούν αλλά ήθελαν αχόρταγα νά τόν
βλέπουν, η ακοή μας από τήν ομιλία του ούτε κουραζόταν, ούτε καί ένιωθε
ανία, διότι από τή χαρά στήν καρδιά μας, όπως τό είπα, ξεχνιόμασταν
εντελώς».
Ο βιογράφος του περιγράφει καί μερικά θαυμαστά γεγονότα πού έζησε βλέποντας τόν όσιο Παΐσιο.
Μιά
φορά μπήκε μέσα στό κελλί του, τού μίλησε, αλλά εκείνος ήταν
εξαπλωμένος καί ακίνητος, δέν άκουσε. Καί τότε, όπως διηγείται ο
Μητροφάνης, «εγώ παραμένοντας όρθιος τόν κοίταξα καί είδα τό πρόσωπό του
σάν νά ήταν πυρωμένο». Επειδή, όμως, αυτός από τήν φύση του «ήταν
λευκός καί χλωμός στό πρόσωπο, κατάλαβα ότι η φλόγα τής καρδιάς του, από
τήν αγάπη τής προσευχής, διαπέρασε καί τό πρόσωπό του».
Κάποια
άλλη φορά είδε τό πρόσωπό του νά λάμπη. «Ο ίδιος δέ από τήν πνευματική
χαρά μιλούσε χαμογελώντας μέ ανείπωτη αγάπη, βγάζοντας από μέσα του
λόγους πνευματικούς, ήταν δέ σάν νά ενστάλαζε στίς ψυχές μας χαρά».
Ο
όσιος Παΐσιος είχε «καί τό χάρισμα τής προοράσεως καί ό,τι προέβλεψε
συνέβη», αλλά καί, ενώ βρισκόταν στό κελλί του, γνώριζε τίς διαθέσεις
όλων τών αδελφών τής Μονής. Δέν τού έλειπαν δέ καί τά θαύματα. «Ο δέ
μακαριστός πατέρας μας έκανε πολλά θαύματα, αλλά, επειδή γι’ αυτό τό
θέμα ούτε νά ακούσει δέν ήθελε καί όλα τά απέδιδε στήν τιμιότατη
Θεοτόκο, γι’ αυτό κι εγώ θά σταματήσω ώστε νά μήν τού εναντιωθώ,
μολονότι γνωρίζω γιά πολλά θαύματα καί πρίν από τόν θάνατό του καί μετά
από αυτόν».
Μιά
τέτοια προσωπικότητα πού διέθετε πολλά πνευματικά χαρίσματα, τήν ησυχία
καί τήν νοερά προσευχή, αλλά καί διδασκαλία, συγκέντρωνε πολλούς
μοναχούς κοντά του καί μέ αυτόν τόν τρόπο ανακαίνισε τόν μοναχισμό τής
εποχής του, μεταφέροντας σέ αυτόν τήν νηπτική παράδοση τών Πατέρων τής
Εκκλησίας.
Οι
περισσότεροι μοναχοί στήν εποχή του, εκτός από τίς φωτεινές εξαιρέσεις
πού καί ο ίδιος γνώρισε στά σπήλαια τής Λαύρας τού Κιέβου καί αλλού,
είχαν αλλοιωθή τόσο, ώστε διατηρούσαν μόνον τήν εξωτερική μορφή τού
μοναχισμού. «Δέν γνώριζαν τί είναι μοναχισμός καί τί είναι τό μυστήριο
τής υπακοής καί πόση ωφέλεια πρσφέρει στόν υποτακτικό πού προσέρχεται μέ
επίγνωση, τί δέ είναι η εργασία, η θέα καί η νοερά προσευχή, αυτή πού
τελείται στόν νού διά τής καρδιάς. Ο ίδιος αυτά τά διδάχθηκε από τόν Θεό
καί από τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων, μέσα από τή μελέτη καί τή
μετάφραση τών έργων τους».
5. Τό οσιακό τέλος του
Τό
τέλος ενός τέτοιου αγίου ήταν αντάξιο τής ζωής του. Σέ όλη του τήν ζωή
ζούσε μέ ησυχία καί νοερά προσευχή, καί έτσι έπρεπε νά τελειώση τόν βίο
του καί νά περάση στήν αιωνιότητα.
Κατά
τήν μαρτυρία τού βιογράφου του Μητροφάνη «πολλές ημέρες νωρίτερα έλαβε
ειδοποίηση από τόν Κύριο περί τού θανάτου του, διότι σταμάτησε πιά τή
μετάφραση τών πατερικών έργων». Τόν επισκέφθηκε στό κελλί του καί τόν
είδε «εξαιρετικά χαρούμενο». Τού έθεσε «τέσσερα δύσκολα θεολογικά
ερωτήματα» καί εκείνος τού έδωσε καλές εξηγήσεις. Όταν αποχώρησε από τό
κελλί του, τότε ο αδελφός πού τόν υπηρετούσε «κλείδωσε τήν πόρτα καί δέν
επέτρεψε σέ κανέναν νά μπεί μέσα. Τήν επομένη ημέρα αρρώστησε. Τότε δέν
επέτρεψε σέ κανέναν νά κτυπήσει τήν πόρτα, γιά νά μήν επιδεινωθεί η
κατάστασή του».
Υπέφερε
τρείς ημέρες καί τήν Κυριακή πού αισθάνθηκε καλύτερα πήγε στήν θεία
Λειτουργία. Πολύ δύσκολα επέστρεψε στό κελλί του. «Από τότε η αρρώστια
του επιδεινώθηκε καί σέ κανέναν δέν επέτρεπαν νά τόν επεσκεφθεί,
επιθυμώντας νά τελειώσει ο μακαριστός μέσα σέ ησυχία».
«Όταν
έφθανε τό τέλος κοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, καί αφού κάλεσε δύο
πνευματικούς, διά τών οποίων μετέφερε σ’ όλους τούς αδελφούς ευλογία καί
ειρήνη, αποδήμησε σάν νά κοιμήθηκε καί παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια
τού Θεού, αφήνοντας τήν αδελφότητα, σύμφωνα μέ τήν κρίση τής κοινής
σύναξης, νά εκλέξει Γέροντα καί ποιμένα».
Όταν
έγινε γνωστή η εκδημία τού οσίου Παϊσίου «συνάχθηκε πλήθος μοναχών καί
εγγάμων ιερέων καί απλών ανθρώπων, καί έγινε κοινός θρήνος όλων, καί
ημών καί εκείνων, τόν ενταφιάσαμε δέ μέ τιμές μέσα στόν ναό».
Εκοιμήθη
τήν 15η Νοεμβρίου τού έτους 1794. Οσιακή ζωή, οσιακή καί η κοίμηση. Ζωή
ησυχαστική, κοίμηση καί εκδημία πρός τόν Κύριο ησυχαστική.
6. Η φιλοκαλική κίνηση στόν ορθόδοξο χώρο
Ο
όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, χωρίς νά τό επιδιώξη, συνδέθηκε μέ ένα
γεγονός μεγάλης σημασίας πού παρατηρήθηκε τόν 18ο αιώνα στόν ορθόδοξο
χώρο καί αυτό λέγεται φιλοκαλική αναγέννηση πού έπαιξε σημαντικό ρόλο
στήν αναβίωση τής Ορθοδόξου Παραδόσεως καί ανέδειξε νέους αγίους Πατέρες
καί Νεομάρτυρες.
Είναι
γνωστόν ότι στήν Ευρώπη τόν 18ο αιώνα αναπτύχθηκε ένα ιδεολογικό ρεύμα
πού ονομάσθηκε Διαφωτισμός, ο οποίος αποδεσμεύθηκε από τό κομοσμοείδωλο
τού δυτικού Χριστιανισμού καί στηρίχθηκε στούς αρχαίους Έλληνες
φιλοσόφους καί συγγραφείς. Τέτοιες διαφωτιστικές ιδέες, έστω καί μέ
μετριότερη μορφή μετέφεραν στήν Ελλάδα οι Έλληνες διαφωτιστές, όπως ο
Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος ενδιαφερόταν γιά τήν έκδοση τών έργων τών
αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων καί συγγραφέων.
Αυτήν
τήν περίοδο στόν ελληνικό χώρο εμφανίσθηκαν οι λεγόμενοι Κολλυβάδες ή
Φιλοκαλικοί Πατέρες, όπως ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς, ο άγιος Νικόδημος ο
Αγιορείτης, ο όσιος Αθανάσιος Πάριος κ. ά., οι οποίοι κινήθηκαν σέ
αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν πού εκινούντο οι Διαφωτιστές, δηλαδή
αναζητούσαν καί δημοσίευαν κείμενα τών Πατέρων τής Εκκλησίας καί κυρίως
κείμενα πού αναφέρονταν στήν ορθόδοξη ησυχία, η οποία είναι η μόνη
μέθοδος Θεογνωσίας.
Ο
άγιος Μακάριος, πρώην Κορίνθου, Νοταράς (1731-1805) εργάσθηκε πολύ γιά
τήν εύρεση καί συγκρότηση τών συγγραμμάτων τών νηπτικών Πατέρων τής
Εκκλησίας καί έδωσε σέ αυτά τόν τίτλο Φιλοκαλία τών ιερών νηπτικών. Ο
όσιος Παΐσιος αναφέρεται σέ αυτόν τόν μεγάλο ησυχαστή Επίσκοπο πού πήγε
στό Άγιον Όρος γιά τήν ανεύρεση καί συλλογή αυτών τών νηπτικών κειμένων.
Κάνει εντύπωση πού μεταξύ τών άλλων ο όσιος Παΐσιος γράφει: «Όταν ήρθε
στό Άγιον Όρος». Γνωρίζουμε, όμως, ότι ο άγιος Μακάριος ήταν στό Άγιον
Όρος τό 1775, ενώ ο όσιος Παΐσιος είχε φύγει από τό Άγιον Όρος τό 1763.
Έτσι, αυτό τό «ήρθε» τού οσίου Παϊσίου δείχνει ότι αισθανόταν καί
ενεργούσε ως αγιορείτης, καίτοι εκείνο τόν καιρό ζούσε στήν Μολδαβία.
Πάντως,
ο όσιος Παΐσιος αναφέρεται μέ πολύ ωραία λόγια γιά τόν άγιο Μακάριο,
Επίσκοπο πρώην Κορίνθου, αφού είχαν τήν ίδια επιθυμία καί τήν ίδια
αναζήτηση. Γράφει:
«Ο
Πανιερώτατος κύρ Μακάριος, πρώην Μητροπολίτης Κορίνθου, από τή νεανική
του ακόμη ηλικία, Θεού συνεργούντος, είχε τόση απερίγραπτη αγάπη γιά τά
πατερικά συγγράμματα, τά αναφερόμενα στή νήψη, καί τήν προσοχή τού νοός,
τήν ησυχία καί τή νοερά προσευχή, ήτοι τή διά τού νοός τελουμένη στήν
καρδιά τών εργαζόμενων αυτήν, ώστε όλη του τή ζωή νά τήν αφιερώσει στήν
αναζήτησή τους καί μέ τό φίλεργο χέρι του, ως εμπειρότατος στή θύραθεν
παιδεία καί χωρίς φειδώ σέ έξοδα, παράγγειλε τήν αντιγραφή τους».
Στήν
συνέχεια αφηγείται πώς ο Επίσκοπος Μακάριος ερεύνησε όλες τίς
Βιβλιοθήκες τών Ιερών Μονών τού Αγίου Όρους, πώς ανακάλυψε αυτόν τόν
«ανεκτίμητο θησαυρό» στήν Μονή Βατοπεδίου, «δηλαδή βιβλίο περί ενώσεως
τού νοός μετά τού Θεού, συλλογή από όλους τούς αγίους, πού είχε γίνει σέ
αρχαίους χρόνους από μεγάλους ζηλωτές», όπως καί άλλα συγγράμματα πού
ήταν άγνωστα μέχρι τότε. Ο Επίσκοπος Μακάριος τά αντέγραψε, μέ τήν
βοήθεια εμπείρων αντιγραφέων, τά διάβασε μέ επιμέλεια από τό πρωτότυπο
καί τά διόρθωσε εγκύρως. Έγραψε δέ καί σύντομη βιογραφία τών αγίων πού
τά συνέταξαν. «Τότε ανεχώρησε από τό Άγιον Όρος μέ ανείπωτη χαρά, σάν νά
είχε βρεί στή γή ουράνιο θησαυρό καί, αφού ήρθε στήν ένδοξη
μικρασιατική πόλη Σμύρνη, τά απέστειλε στήν Βενετία μέ πολλά χρήματα, τά
οποία συνέλεξε από ελεημοσύνες Χριστιανών», γιά τήν έκδοσή τους. Ο
όσιος Παΐσιος επαινεί τόν άγιο Μακάριο γιά τό σημαντικό αυτό έργο πού
επιτέλεσε, διότι κατάλαβε τήν αξία αυτών τών συγγραμμάτων «καί σχεδόν
ολόκληρη τή ζωή του τήν εξάντλησε στήν εντατική αναζήτηση αυτών τών
συγγραμμάτων παντού, προπάντων όμως στό Άγιον Όρος Άθω». Μάλιστα αυτά τά
συγγράμματα, όπως γράφει, είναι γιά τούς αθλητές τού μοναχικού βίου
στόν αγώνα μέ τά αόρατα πνεύματα «πιό απαραίτητα καί από τήν ίδια τήν
αναπνοή».
Καί
ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) βοήθησε στήν έκδοση τής
Φιλοκαλίας ύστερα από παρότρυνση τού αγίου Μακαρίου, πρώην Κορίνθου όταν
επισκέφθηκε τό 1777 τό Άγιο Όρος καί τόν συνάντησε. Ο ιερομόναχος
Ευθύμιος, ο παραδελφός τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου, αναφέρεται
στήν περίπτωση αυτή:
«Εις
δέ τού 1777 ήλθεν ο άγιος Κορίνθου Μακάριος καί μετά τήν προσκύνησιν
τών ιερών Μαναστηρίων ήλθεν εις ταίς Καραίς καί εφιλοξενήθη εις τόν
«Άγιον Αντώνιον» από ένα συντοπίτην του Γερο-Δαβίδ. Καί όντας αυτού
έκραξε καί τόν Νικόδημον καί τόν επαρακάλεσεν νά θεωρήση τήν
«Φιλοκαλίαν». Καί μέ τούτον τόν τρόπον άρχισεν ο ευλογημένος-μα τί
άρχισεν; απορώ, δέν ηξεύρω τί νά ειπώ• νά ειπώ πνευματικούς αγώνας ή
υπερβολικούς κόπους τού νοός καί τής σαρκός του; όχι μόνον αυτά είναι,
οπού είπα, αλλά καί άλλα, οπού δέν φθάνει ο νούς μου νά τά
στοχασθή-άρχισε λέγω από τήν «Φιλοκαλίαν». Καί αυτού βλέπομεν τό
ωραιότατον Προοίμιον, τούς εν συνόψει μελισταγείς βίους τών θεσπεσίων
Πατέρων».
Ο
αυθεντικός, όμως, αυτός βιογράφος τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου
μάς δίνει καί τήν σημαντική μαρτυρία, ότι ο άγιος Νικόδημος είχεν
ακούσει γιά τόν όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι καί θέλησε νά τόν επισκεφθή.
«Καί
εκεί όντας (στήν Μονή Διονυσίου) ήκουσε τήν καλήν φήμην τού
κοινοβιάρχου Παϊσίου Ρώσου, όπου ήτον εις τήν Μπογδανίαν (Μολδαβία) καί
είχε υπέρ τούς χιλίους αδελφούς εις τήν επίσκεψίν του, καί ότι εδίδασκεν
τήν νοεράν προσευχήν. Καί αγαπώντας καί αυτός αυτήν τήν θείαν εργασίαν
εμβήκεν εις καράβιον, διά νά υπάγη εις αναζήτησιν τής φιλουμένης του
θείας προσευχής. Καί αρμενίζοντας έξω από τόν Άθωνα τούς ηύρε φουρτούνα
καί εκινδύνευσαν έως νά φθάσουν τόν λιμένα τής Παναγίας εις τήν Θάσον.
Καί εκεί ευγαίνοντας άλλαξε τούς σκοπούς του από τήν φουρτούναν κατά τό
φαινόμενον, τή δέ αληθεία νεύσις Θεού τόν εγύρισε, διά νά επιχειρισθή τό
μέγα τούτο καλόν εις τήν Εκκλησίαν τού Χριστού». Προφανώς κάνει λόγο
γιά τήν επιμέλεια εκδόσεως διαφόρων Πατερικών κειμένων.
Εδώ
προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση η επικοινωνία μεταξύ αυτών τών τριών
μεγάλων μορφών τής εποχής εκείνης, ήτοι τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι,
τού αγίου Μακαρίου, επισκόπου πρώην Κορίνθου, καί τού αγίου Νικοδήμου
τού Αγιορείτου. Αγαπούσαν καί οι τρείς τήν ησυχαστική παράδοση καί ζωή,
τήν θεωρούσαν ως τήν ουσία τής ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής,
αγωνίσθηκαν γιά νά εντοπίσουν καί νά ανακαλύψουν τά νηπτικά συγγράμματα
τών ησυχαστών Πατέρων καί έκαναν τά πάντα γιά νά τά εκδώσουν καί νά τά
διαδώσουν. Κυρίως, αγάπησαν τήν νοερά ησυχία καί τήν νοερά-καρδιακή
προσευχή, καί κατάλαβαν τήν αξία τους γιά τήν ένωση τού νού τού ανθρώπου
μέ τόν Θεό. Καί αυτό είναι εκείνο πού τούς κατέστησε αγίους στήν
συνείδηση τού λαού καί τήν ζωή τής Εκκλησίας.
Ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι γράφει καί γιά τήν προσφορά τής ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στήν Ρωσική Εκκλησία:
«Μέ
τήν ανέκφραστη τού Θεού φιλανθρωπία, κατά τούς εσχάτους καιρούς, η
πάσης Ρωσίας Εκκλησία μας αξιώθηκε νά λάβη τήν αγία ορθόδοξη πίστη καί
τό ορθόδοξο βάπτισμα από τήν Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία. Μέ τήν αγία
πίστη έλαβε καί τήν Αγία Γραφή καί όλα τά ιερά βιβλία, τά εκκλησιαστικά
καί τών αγίων διδασκάλων καί τά πατερικά, τά μεταφρασμένα από τά
Ελληνογραικικά. Αυτά είναι οι πηγές τών σλαβικών βιβλίων, διότι αλλιώς
δέν θά προέκυπταν σλάβικα βιβλία».
Έτσι,
οι φιλοκαλικοί Πατέρες άγιος Μακάριος Νοταράς, άγιος Νικόδημος ο
αγιορείτης κ.ά. συνετέλεσαν στήν αναγέννηση τού ησυχαστικού μοναχισμού
καί τής ησυχαστικής παραδόσεως, η οποία αντιστάθηκε στό ρεύμα τού
Διαφωτισμού, πού επιδίωκε τήν επαναφορά τού νέου ελληνισμού στήν αρχαία
Ελλάδα, περιφρονώντας όλη τήν ενδιάμεση βυζαντινή-ρωμαίϊκη-πατερική
περίοδο. Κατά τόν ίδιο τρόπο καί ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι
αντιστάθηκε μέ θετικό τρόπο σέ όλο τό διαφωτιστικό ρεύμα πού είχε
εισχωρήσει στήν Ρωσία καί τήν γύρω περιοχή, όπως, άλλωστε καί ο ίδιος τό
είχε συναντήσει στήν Εκκλησιαστική Σχολή τού Κιέβου, ως ιεροσπουδαστής.
Ο
Ομότιμος Καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος στήν μελέτη του μέ τίτλο
«Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι καί η ασκητικοφιλολογική Σχολή του», ύστερα από
έρευνα τών πηγών, μάς δίνει σημαντικές πληροφορίες γιά τήν έκδοση τής
«Φιλοκαλίας» στήν ελληνική γλώσσα καί τήν μετάφρασή της στήν σλαβονική
καί, βεβαίως, συσχετίζει τίς παράλληλες προσπάθειες τού οσίου Παϊσίου
καί τού αγίου Μακαρίου Νοταρά Επισκόπου Κορίνθου.
Ήδη
ο όσιος Παΐσιος γιά νά καλύψη τήν απουσία πνευματικού οδηγού καί
προκειμένου νά καθοδηγήση τήν αδελφότητά του ενδιαφέρθηκε γιά τήν
εύρεση, μελέτη καί μετάφραση νηπτικών κειμένων τών ησυχαστών Πατέρων.
Έχει εντοπισθή προηγούμενως αυτή η προσπάθειά του.
Όταν
είχε αναχωρήσει από τό Άγιον Όρος καί βρισκόταν στήν Μολδαβία
πληροφορήθηκε τήν παράλληλη κίνηση τού αγίου Μακαρίου Νοταρά γιά τήν
εύρεση καί συγκέντρωση τών κειμένων τών νηπτικών Πατέρων. Οι πληροφορίες
μεταφέρονται σέ αυτόν από τόν μαθητή του μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος
βρισκόταν πλησίον τού αγίου Μακαρίου. Όταν η ελληνική έκδοση τής
Φιλοκαλίας εξεδόθη τό 1782, τότε ο όσιος Παΐσιος έλαβε αντίτυπο αυτής
τής εκδόσεως καί τότε τόσο ο ίδιος όσο καί οι μοναχοί του αναθεώρησαν
τήν μετάφραση πολλών κειμένων τους. Αφού ολοκληρώθηκε η μετάφραση τών
πατερικών κειμένων, στήν συνέχεια τυπώθηκε η σλαβονική Φιλοκαλία στό
Συνοδικό Τυπογραφείο τής Μόσχας τό 1793, ήτοι ένδεκα χρόνια μετά τήν
έκδοση τής ελληνικής Φιλοκαλίας. Όμως, η σλαβονική Φιλοκαλία περιλάμβανε
τά συγγράμματα 24 επί συνόλου 36 συγγραφέων τής ελληνικής εκδόσεως.
Αργότερα η σλαβονική Φιλοκαλία μεταφράσθηκε στήν ρουμανική καί τήν
ρωσική γλώσσα.
Ο
ίδιος Καθηγητής σέ ιδιαίτερο κεφάλαιο μέ τίτλο «Η Μονή Όπτινα
κληρονόμος τού πνεύματος τής Σχολής τού Παϊσίου Βελιτσκόφσι» καταγράφει
τό πώς οι Ρώσοι μοναχοί, μαθητές τού οσίου Παϊσίου, τό 1779, μετά τήν
Συνθήκη τού Κιουτσούκ Καναϊρτζί καί αργότερα μετά τήν κοίμηση τού οσίου
Παϊσίου, επαναπατρίσθηκαν στήν Ρωσία καί μετέφεραν τό ησυχαστικό πνεύμα
τού οσίου Παϊσίου. Μετέφεραν καί τήν προφορική παράδοση, αλλά καί
χειρόγραφα μεταφράσεων ασκητικών έργων πού είχαν γίνει από τήν Σχολή τής
Ιεράς Μονής Νεάμτς. Οι μαθητές αυτοί τού οσίου Παϊσίου κατέλαβαν
διάφορες θέσεις στά Ρωσικά Μοναστήρια, έγιναν Ηγούμενοι καί Πνευματικοί
Πατέρες καί αυτό βοήθησε στήν ανάπτυξη τού ησυχαστικού μοναχισμού.
Έχει
υπολογισθή ότι 103 Μονές τής Ρωσίας είχαν επηρεασθή από τό πνεύμα τού
ησυχαστικού μοναχισμού, όπως τό εξέφραζε ο όσιος Παΐσιος. Όμως η Μονή
Όπτινα ήταν εκείνη πού αποδείχθηκε η κατ’ εξοχήν «κληρονόμος» τής
μεγάλης ασκητικής παραδόσεως τής Σχολής τού Παϊσίου Βελιτσκόφσκι. Η Ιερά
Μονή Όπτινα απέκτησε μεγάλη δόξα κατά τίς ημέρες τού Ιερομονάχου
Μακαρίου (1788-1860). Επί τών ημερών του η Ιερά Μονή ανέλαβε τήν έκδοση
ασκητικών συγγραμμάτων «τά οποία εκληροδότησεν εις τήν Ρωσίαν η σχολή
τού Παϊσίου».
Η
περίοδος αυτή στήν Ρωσία ήταν πολύ σημαντική γιατί μεταφέρονταν από τήν
Δύση η λογικοκρατία καί η γερμανική φιλοσοφία πού επηρέασαν πολλούς
διανοουμένους. Ήταν επόμενο ότι παράλληλα πρός τόν δυτικό γερμανικό
διαφωτισμό αναπτυσσόταν καί η ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας, όπως
τήν εξέφραζε ο όσιος Παΐσιος. Έτσι αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα στήν ρωσική
κοινωνία, ήτοι τό ρεύμα τού δυτικού διαφωτισμού καί τό ρεύμα τού
ησυχασμού από τούς σλαβόφιλους, όπως άλλωστε τό συναντούμε έκδηλα στό
έργο τού Ντοστογιέφσκι «Αδελφοί Καραμάζοφ».
Στό
μυθιστόρημα αυτό ο Ντοστογιέφσκι παρουσιάζει τά ρεύματα τά οποία
επικρατούσαν στήν Ρωσία τήν εποχή του. Τά τρία παιδιά τού Θεοδώρου
Καραμάζοφ, ήτοι ο Μίτια-Ντημίτρι, ο Ιβάν καί ο Αλεξέϊ-Αλιόσια εκφράζουν
τά τρία ρεύματα τής ρωσικής κοινωνίας. Ο Μίτια εκπροσωπεί τήν παλιά
πρωτόγονη αισθησιακή καί διονυσιακή Ρωσία. Ο Ιβάν εκπροσωπεί τήν ρωσική
διανόηση, πού είχε επηρεασθή από τόν δυτικό διαφωτισμό καί ο ίδιος ήταν
διανοούμενος, αγνωστικιστής καί εκπρόσωπος τών στοχαστών. Καί ο Αλιόσια
εκπροσωπεί τόν διανοητικό κόσμο πού είχε επηρεασθή από τήν ορθόδοξη
πνευματικότητα καί εκφράζει τόν τρόπο σκέψεως τών σλαβοφίλων. Ο δέ
Στάρετς Ζωσιμάς, όπως τόν παρουσιάζει ο Ντοστογιέφσκι, εκφράζει τόν
Μακάριο καί τόν Αμβρόσιο τής Μονής Όπτινα καί όλη τήν παράδοσή της.
Πάντως,
οι 103 ρωσικές Μονές, ιδίως δέ η Μονή Όπτινα υπήρξαν κέντρα μελέτης τής
Φιλοκαλίας καί τών πατερικών κειμένων. Μάλιστα δέ η Μονή Όπτινα
επηρέασε πάρα πολύ τήν ρωσική κοινωνία καί τόν διανοητικό κόσμο, αφού
εκτός από τόν λαό σύχναζαν στήν Ιερά Μονή θεολόγοι, φιλόσοφοι,
λογοτέχνες, συγγραφείς, όπως ο Αλεξέϊ Χομιακώφ, ο Νικολάϊ Γκόγκολ, ο
Λέον Τολστόϊ κ.ά.
Έτσι
από τήν παράδοση πού δημιούργησε ο εκπληκτικός όσιος Παΐσιος
επηρεάσθηκαν μοναχοί μέχρι καί τόν άγιο Σεραφείμ τού Σάρωφ, πού
θεωρείται ως πνευματικός απόγονος τού οσίου Παϊσίου, καί άλλοι θεολόγοι,
λογοτέχνες καί φιλόσοφοι.
Επίλογος
Η
πορεία καί η ζωή τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι (1722-1794) είναι
θαυμαστή καί εκπληκτική. Η μητέρα του ήθελε νά τόν οδηγήση στόν γάμο καί
τήν ιερωσύνη, ώστε δι’ αυτού τού τρόπου νά παραμείνη στήν ιστορία τό
επίθετο τής οικογενείας. Καί αυτό γιατί η μητέρα του, όπως διηγείται ο
όσιος Παΐσιος, έχασε τόν ιερέα σύζυγό της καί παρέμεινε αυτός τό
μοναχοπαίδι της, «η μόνη γιά τά γηρατειά φροντίδα γιά τό σπίτι καί κατά
Θεόν παρηγοριά». Όμως, ο όσιος Παΐσιος ακολούθησε άλλο δρόμο καί τελικά
έσωσε χιλιάδες ανθρώπους, αναδείχθηκε ένας νέος Μωϋσής στήν Μολδαβία,
τήν Βλαχία, τήν Ρωσία καί όλη τήν γύρω περιοχή, οπότε παρέμεινε λαμπρό
τό επίθετό του στούς αιώνες. Ακόμη δέ καί η ίδια η μητέρα του, ύστερα
από τήν πρώτη θλίψη της, έγινε μοναχή καί εκοιμήθη ως μοναχή.
Ο
ίδιος μετέφερε στό Άγιον Όρος τόν ζήλο του γιά τήν ησυχαστική ζωή, αλλά
ωφελήθηκε από τήν ησυχαστική παράδοση πού προϋπήρχε σέ αυτό, καίτοι από
πολλούς ήταν ξεχασμένη, αλλά διαφυλασσόταν καί στίς βιβλιοθήκες καί σέ
μεμονωμένους ασκητές. Αυτό δείχνει ότι η πατερική διδασκαλία είναι η
ίδια διά μέσου τών αιώνων, είναι ουσιαστικά η θεολογία τών Προφητών, τών
Αποστόλων καί τών Πατέρων, καί δέν μπορεί νά υπερβή αυτήν τήν ορθόδοξη
θεολογία, ούτε η σχολαστική θεολογία, ούτε η λεγομένη νεοπατερική-ρωσική
θεολογία.
Ο Καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος γράφει εύστοχα στόν πρόλογο τού βιβλίου:
«Η
μελέτη τής αναβίωσης τής ησυχαστικής πνευματικότητας στόν ορθόδοξο
κόσμο κατά τόν 18ο αιώνα αναποφεύκτως οδηγεί στό πρόσωπο τού μεγάλου
ασκητή καί κοινοβιάρχη, οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, ο οποίος
επανεισήγαγε τόν σλαβικό καί ρουμανικό κόσμο στόν χώρο τής πνευματικής
ζωής αυτής τής μορφής. Ο όσιος Παΐσιος υπήρξε αυτός πού συνετέλεσε στήν
αναβίωση τού κοινοβιακού βίου στόν ρουμανικό μοναχισμό, μέ βάση τό
αγιορειτικό πρότυπο, καί στήν στροφή πρός τήν ησυχαστική πνευματικότητα,
όπως αυτή είχε ανθίσει στό Άγιον Όρος τόν 14ο αιώνα. Τό έργο του πρός
τήν κατεύθυνση αυτή υπήρξε μία παράλληλη προσπάθεια μέ εκείνη τήν οποία
είχε κάνει μέσα στόν ελληνικό κόσμο ο σύγχρονός του άγιος Μακάριος ο
Νοταράς, τού οποίου τό έργο χρησίμευε ως υπόδειγμα γιά τόν Παΐσιο».
Καί
πάλι θέλω νά ευχαριστήσω καί νά συγχαρώ τόν Ομότιμο Καθηγητή κ.
Αντώνιο-Αιμίλιο Ταχιάο γιά τήν όλη προσφορά του στήν Εκκλησία, αλλά,
ιδιαιτέρως, γιά τήν παρουσίαση τής ζωής καί τής δράσεως τού οσίου
Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, πού είναι ένα λαμπρό τέκνο τής ζωής πού υπάρχει
πλούσια μέσα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία.–
Εκκλησιαστική Παρέμβαση, Ιανουάριος -Φεβρουάριος – Μάρτιος 2012
http://www.parembasis.gr/http://blogs.sch.gr/kantonopou/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου