Σελίδες

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Εὐστάθιος ὁ Πλακίδας. (Μέρος Γ'). Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά. Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ

Ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Εὐστάθιος ὁ Πλακίδας. Μέρος Γ΄
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά

Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ ΓρηγοριάτουὉ Εὐστάθιος δέν ἤξερε τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Ἐβάδιζε στόν δρόμο του καί ἐνίοτε εὐχαριστοῦσε τόν Θεό γιά τήν ὑπομονή του καί ἄλλοτε νικώμενος ἀπό τήν φύσι, ἔκλαιγε καί ἔλεγε:
-Ἀλλοίμονο σέ μένα, τόν κάποτε πλούσιο καί τώρα πτωχόν καί γυμνόν! Ἀλλοίμονό μου τόν κάποτε φημισμένο καί τώρα ξένο καί ἄγνωστον! Ἤμουν ἕνα ὤριμο φροῦτο καί τώρα ἕνα ξερόκλαδο. Τό σπίτι μου ἦταν περιτριγυρισμένο ἀπό δούλους καί τώρα ἔμεινα μόνος καί σ᾿ ἔρημο τόπο! Μή μέ ἀφήνης, Κύριε, μή μέ παραβλέπης Παντεπόπτα, μή μέ ξεχνᾶς Πανάγαθε βασιλεῦ! Κύριε, μή μέ ἐγκαταλείπης μέχρι τέλους! Ἐνθυμοῦμαι τά λόγια σου, Κύριε, πού μοῦ εἶπες, ὅταν μοῦ ἐμφανίσθηκες, ὅτι θά μέ δοκιμάσης σάν τόν Ἰώβ.
Ἀλλά σέ μένα συνέβησαν περισσότερα ἀπό ὅ,τι στόν Ἰώβ. Διότι αὐτός ἀλήθεια στερήθηκε τήν περιουσία του καί τήν τιμή του, άλλά ἔμενε τουλάχιστον στήν κοπριά, ἐνῶ ἐγώ εἶμαι σέ ξένη χώρα καί δέν γνωρίζω ποῦ βαδίζω.
Αὐτός εἶχε φίλους πού τόν παρηγοροῦσαν, ἐνῶ δική μου παρηγοριά ἦταν τά παιδιά μου τά ὁποῖα τ᾿ ἅρπαξαν τά θηρία καί ἔφυγαν γιά τήν ἔρημο. Κι αὐτός βέβαια ἔχασε τά παιδιά του, ἀλλά τοῦ ἔμεινε ἡ γυναῖκα του γιά νά αἰσθάνεται κάποια παρηγοριά καί ἀνακούφισι. Ὅμως ἡ καλή μου σύζυγος ἔπεσε στά χέρια τοῦ βαρβάρου ἐκείνου ἀνθρώπου κι έγώ σάν τό καλάμι τῆς ἐρήμου κτυπιέμαι ἀπό τήν χιονοθύελλα τῶν συμφορῶν μου.
Κύριε, μήν ὀργισθῆς ἐξ αἰτίας μου, πού κράζω μέ πικρία μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Κράζω σάν ἄνθρωπος, ἀλλά ἐνίσχυσέ με Παράκλητε Ἀγαθέ καί καθοδηγέ στόν δρόμο τῆς ζωῆς μου. Σέ Σένα ἐλπίζω. Στήν ἀγάπη Σου καταφεύγω, παρότι καίγομαι ἀπό τήν φωτιά τῆς στενοχώριας μου καί κτυπιέμαι ἀπ᾿ ὅλους τούς δυνατούς ἀνέμους τῆς ζωῆς μου.
Κράζοντας ἔτσι μέ στεναγμούς καί δάκρυα ἔφθασε σέ κάποιο χωριό πού λεγόταν Βαντίσις. Ἐκεῖ ἄρχισε νά ὑπηρετῆ τούς ἀνθρώπους κάνοντας κάθε δουλειά μόνο γιά νά τρώγη ἀπό τούς κόπους του. Ἐδούλευε γεωργικές ἐργασίες, χωρίς νά τίς ἔχει συνηθίσει καί χωρίς νά ξέρη τούς ἀνθρώπους. Μετά παρεκάλεσε τούς ἀνθρώπους ἐκείνου τοῦ χωριοῦ νά δουλέψη σάν φύλακας νυκτερινός στά χωράφια τους καί σάν τσοπάνης. Ἔτσι τοῦ ἔδιναν καί λίγο μισθό.
Ἔτσι ἔζησε στό χωριό 15 χρόνια σέ μεγάλη πτώχεια καί ταπείνωσι καί μέσα σέ πολλούς κόπους, διότι ἀπό τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του ἤθελε νά τρώγη τό ψωμί του. Γιά τά καλά του ἔργα καί τίς ἀσκήσεις του ποιός νά τά διηγηθῆ;  Μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος νά νομίζη σέ μιά πτώχεια καί ξενητειά σάν αὐτή, ὅτι δέν εἶναι συνηθισμένο ν᾿ ἀσχολῆται ὁ ἄνθρωπος μέ τήν προσευχή, τήν νηστεία, τά δάκρυα, τίς ἀγρυπνίες καί τούς στεναγμούς τῆς καρδίας.
Ἀλλά μ᾿ αὐτή τήν εὐσεβῆ ζωή ὁ Εὐστάθιος  ὕψωνόταν μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς του στόν Θεό, ἀπ᾿ ὅπου ἐλάμβανε παρηγοριά στίς δοκιμασίες του. Τά παιδιά του ἐμεγάλωναν σ᾿ ἕνα ἄλλο κοντινό χωριό, ἀλλά αὐτός δέν ἤξερε γι᾿ αὐτά τίποτε, οὔτε τά παιδιά ἐγνώριζαν τό ἕνα μέ τό ἄλλο, παρότι ζοῦσαν στό ἴδιο χωριό, διότι εἶχαν παραληφθῆ ἀπό διαφορετικές οἰκογένειες.
Καί ἡ γυναῖκα του διαφυλάχθηκε ἀπό Θεό μά θαυμαστό τρόπο.
Ὅταν τήν ἄρπαξε ἐκεῖνος ὁ βάρβαρος, κτυπήθηκε ἀπό κάποιο ἀνερμήνευτο πόνο καί φθάνοντας στόν προορισμό του, ἀπέθανε καί τήν ἄφησε ἀνέγγιχτη. Ἔτσι ἡ γυναῖκα του ζοῦσε εἰρηνικά, χωρίς πειρασμούς κερδίζοντας τήν τροφή της μέ τούς κόπους τῶν χεριῶν της.
Τόν καιρό ἐκεῖνο ἔγινε πόλεμος ἀπό δύο ἔθνη ἐναντίον τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καί σκοτώθηκαν πολλοί. Κατελήφθησαν φρούρια καί σύρθηκαν πολλοί στρατιῶτες στήν αἰχμαλωσία. Τότε ὁ ρωμαῖος αὐτοκράτορας Τραϊανός ἦταν πολύ ὠργισμένος καί ἐνθυμηθείς τόν γενναῖο στρατηγό του Πλακίδα, εἶπε:
-Ἐάν θά ἦταν ἐδῶ ὁ Πλακίδας μας δέν θά μᾶς ἐξευτέλιζαν οἱ ἐχθροί μας. Αὐτός ἦταν φοβερός μπροστά στούς ἐχθρούς καί τό ὄνομά του ἄν ἄκουαν οἱ ἐχθροί, ὅτι ἦταν γενναῖος, θά ἐτρόμαζαν.
Καί ἀποροῦσε ὁ αὐτοκράτορας μέ ὅλους τούς αὐλικούς του, διότι δέν ἤξεραν ποῦ εἶναι ὁ Πλακίδας μέ τήν οἰκογένειά του. Ἔλαβαν τήν ἀπόφασι νά στείλουν ἀγγελιαφόρους σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια τῆς βασιλείας του γιά νά τόν ἀναζητήσουν. Τούς εἶπε τά ἑξῆς, πρίν ἀναχωρήσουν:
-Ἐάν κάποιος ἀπό ἐσᾶς  θά εὕρη τόν Πλακίδα μου, θά τόν τιμήσω μέ μεγάλη τιμή καί θά τοῦ δώσω πολλά δῶρα.
Τότε δύο καλοί στρατιῶτες, ὁ Ἀντίοχος καί ὁ Ἀκάκιος, πού ἦταν ἀπό παλιά καί χριστιανοί, φίλοι τοῦ Πλακίδα καί ζοῦσαν στήν αὐλή του, τοῦ εἶπαν:
-Κράτιστε βασιλεῦ, σ᾿ἐμᾶς νά ἀναθέσης νά εὕρουμε αὐτόν τόν ἄνθρωπο διότι ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη σ᾿ ὁλόκληρη τήν ρωμαϊκή μας αὐτοκρατορία. Ἀκόμη καί μέχρι τά σύνορά μας θά τόν ἀναζητήσουμε.
Χάρηκε ὁ βασιλεύς γι᾿ αὐτή τήν φιλοπονία τους καί τούς ἔστειλε ἀμέσως. Βγαίνοντας ἐκεῖνοι ἔξω ἀπό τήν πόλι, πέρασαν μέσα ἀπ᾿ ὅλες τίς ἐπαρχίες, μέσα ἀπό τά φρούρια, τά χωριά καί τίς πολιτεῖες ψάχνοντας γιά τόν ἀγαπημένο τους στρατηγό. Παντοῦ, ὅπου ἐπήγαιναν, ἐρωτοῦσαν ἐάν γνωρίζουν κάποιον ἄνθρωπον μέ τά τάδε καί τά τάδε χαρακτηριστικά.
  Ἔτσι ἐπλησίασαν καί στό χωριό στό ὁποῖο ζοῦσε ὁ Εὐστάθιος. Τότε ἔβοσκε τά πρόβατα στό λειβάδι. Πέρασαν ἀπό κοντά του καί ἐκεῖνος τούς ἐγνώρισε, διότι παλαιότερα ἦταν στρατιῶτες του. Χάρηκε πού τούς εἶδε καί ἔκλαιγε ἀπό τήν χαρά του.
Ὅταν ἔφθασαν αὐτοί κοντά του, τοῦ εὐχήθηκαν γιά τήν ὑγεία του, κατά τήν συνήθεια, καί τόν ἐρώτησαν:
-Τί χωριό εἶναι αὐτό καί ποιός εἶναι ὁ ἀρχηγός του;
-Μετά ἄρχισαν νά τόν ἐρωτοῦν:
-Μήπως ἐδῶ εἶναι κάποιος ξένος ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἡ μορφή εἶναι ἔτσι περίπου (τοῦ περιέγραφαν τήν  μορφή του) καί ὀνομάζεται Πλακίδας;
Καί ὁ Εὐστάθιος τούς ἀπήντησε:
-Γιά ποιά αἰτία τόν ἀναζητᾶτε;
-Κι αὐτοί τοῦ εἶπαν:
-Εἶναι φίλος καί γιά πολύ καιρό δέν τόν ἔχουμε πάλι ἰδεῖ καί δέν γνωρίζουμε ποῦ εὑρίσκεται μέ τήν γυναῖκα του καί τά δύο παιδιά του. Ἐάν μᾶς εἰπῆς ποιός εἶναι αὐτός, θά σοῦ δώσουμε πολύ χρυσό καί δῶρα.
Καί ὁ Εὐστάθιος τούς ἀπήντησε:
-Δέν τόν ξέρω, οὔτε γνωρίζω αὐτόν τόν Πλακίδα. Ἴσως τόν γνωρίζουν τά ἀφεντικά τοῦ σπιτιοῦ μου πού μένω. Σᾶς παρακαλῶ νά ἔλθετε στό χωριό καί ν᾿ ἀναπαυθῆτε στό καλύβη μου, διότι βλέπω ὅτι καί ἐσεῖς καί τ᾿ ἄλογά σας εἶσθε κουρασμένοι ἀπό τήν ὁδοιπορεία.
Ὁπότε ἀναπαυθῆτε σέ μένα καί κατόπιν θά ἐρωτήσετε ἐάν κάποιος ἀπό τό χωριό μας γνωρίζει αὐτόν πού ἀναζητεῖτε.
Αὐτοί ἔκαναν ὑπακοή. Ἐπῆγαν μαζί του στό χωριό, ἀλλά δέν τόν ἀνεγνώρισαν. Αὐτός τούς ἐγνώρισε πολύ καλά καί ἔτρεχαν δάκρυα χαρᾶς ἀπό τά μάτια του, πού προσπαθοῦσε νά τά συγκρατήση γιά νά μή τόν γνωρίσουν ἀμέσως.
Καί στό χωριό ἐκεῖνο ἦταν ἕνας καλός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε δώσει στέγη καί διατροφή στόν Πλακίδα. Σ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἔστειλε τούς στρατιῶτες μέ τήν παράκλησι νά τούς φιλοξενήση. Καί ἀκόμη τοῦ εἶπε ὁ Πλακίδας:
-Θά σέ πληρώσω μέ τήν δουλειά μου γιά ὅσα ἔξοδα θά κάνης γιά τήν φιλοξενία αὐτῶν τῶν δύο στρατιωτῶν, διότι εἶναι γνωστοί μου.
Καί ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή ἦταν ἐκ φύσεως καλός καί τόν παρεκάλεσε καί ὁ Πλακίδας, δέχθηκε τούς ξένους μέ πολλή ἀγάπη καί τούς φιλοξένησε ἀφθονοπάροχα. Καί ὁ Εὐστάθιος τούς ἐξυπηρέτησε δίνοντάς τους ψωμί καί τούς ἔλεγε κάτι σχετικό μέ τήν παλαιά του ζωή στήν Ρώμη. Τόν νικοῦσε ἡ φύσις καί ἔτρεχαν καί πάλι δάκρυα ἀπό τά μάτια του. Ὅμως τά ἔκρυβε γιά νά μή γίνη ἀμέσως γνωστός. Ἄλλοτε ἔβγαινε ἔξω, ἔκλαιγε, ἐσκούπιζε τά δάκρυά του καί ἐπέστρεφε γιά νά ἐξυπηρετήση τούς στρατιῶτες του σάν δοῦλος καί σάν τελευταῖος χωριάτης.
Οἱ στρατιῶτες του, κυττάζοντας συχνά τήν μορφή του, ἄρχιζαν λίγο λίγο νά πιστεύουν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἀναζητούμενος καί σέ κάποια στιγμή εἶπαν μεταξύ τους: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει μέ τόν Πλακίδα ἤ μᾶλλον αὐτός εἶναι», καί ἔλεγαν ἀκόμη. «Νά ἐρευνήσουμε ἐάν ὑπάρχη ἴχνος μιᾶς βαθειᾶς πληγῆς στό γόνατό του, πού ἔλαβε σ᾿ ἕνα πόλεμο. Ἐάν εὑρεθῆ αὐτή ἡ οὐλή, τότε αὐτός εἶναι ὁ Πλακίδας πού ἀναζητοῦμε».
Παρακολουθώντας καλά εἶδαν τήν οὐλή τῆς πληγῆς του καί πετάχτηκαν ἀμέσως ἀπό τό τραπέζι. Ἔπεσαν στά πόδια του λέγοντάς του:
-Σύ εἶσαι ὁ Πλακίδας τόν ὁποῖον ἀναζητοῦμε! Ἐσύ εἶσαι ὁ ἀγαπητός φίλος τοῦ βασιλέως, πού στενοχωριέται τώρα τόσα χρόνια γιά σένα! Ἐσύ εἶσαι ὁ διακεκριμένος στρατηγός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ὁ διοικητής γιά τόν ὁποῖον κλαίουν ὅλοι οἱ στρατιῶτες!
Τότε ὁ Εὐστάθιος γνωρίζοντας ὅτι ἦλθε ἡ προθεσμία τήν ὁποίαν ὁ Κύριος τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν ἐπαναφέρη καί πάλι στήν διοίκησι τοῦ στρατοῦ καί θά τόν τιμήση, ὅπως πρῶτα, τούς εἶπε:
-Ἐγώ, εἶμαι ἀδελφοί, αὐτός πού ζητεῖτε. Εἶμαι ὁ Πλακίδας μέ τόν ὁποῖον ἐπολεμήσατε μαζί γιά πολλά χρόνια. Ἐγώ εἶμαι ὁ στρατηγός σας, ὁ καλός σας φίλος καί τώρα πτωχός, ἀνάξιος καί ἄγνωστος.
Καί ἔγινε μεγάλη χαρά ἀνάμεσά τους καί  δάκρυα ἔσταζαν ἀπό τά μάτια τους. Ἐσηκώθηκαν, τόν ἀγκάλιασαν καί τόν καταφιλοῦσαν.
Κατόπιν εἶχαν φέρει τά ἐπίσημα στρατιωτικά του ἐνδύματα νά τά φορέση. Τοῦ ἔδωσαν τά γράμματα τοῦ βασιλέως καί τόν παρεκάλεσαν νά πάη μαζί τους γρήγορα στόν βασιλέα, λέγοντάς του:
Ἰδού οἱ ἐχθροί μας ἐπανεστάτησαν καί πάλι ἐναντίον τῆς αὐτοκρατορίας μας. Δέν ὑπάρχει ἄλλος γενναῖος, ἐκτός ἀπό σένα γιά νά τούς κατατροπώση καί νά τούς ἐκδιώξη ἔξω ἀπό τά σύνορά μας.
Ἀκούοντας ὅλα αὐτά ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ καί οἱ καλεσμένοι του ἐξεπλάγησαν καί μετέφεραν τό μήνυμα αὐτό σέ ὅλο τό χωριό τους. Τότε ὅλοι ἔλεγαν:
-Τί μεγάλος ἄνθρωπος ζοῦσε στό χωριό μας!
Θεωροῦσαν ἕνα μεγάλο θαῦμα καθώς ἔβλεπαν τόν Εὐστάθιο, τόν πρώην τσοπᾶνο, νά εἶναι τώρα ντυμένος τήν ἐπίσημη στρατιωτική του στολή σάν στρατηγός. Οἱ δύο στρατιῶτες, Ἀντίοχος καί Ἀκάκιος, ἔλεγαν στόν κόσμο τίς νικηφόρες μάχες καί τίς καλωσύνες πού εἶχε κάνει αὐτός ὁ στρατηγός.
Ἀκούοντας οἱ χωριᾶτες ὅτι ὁ Εὐστάθιος ἦταν ἕνας τόσο ἀξιοτίμητος στρατιωτικός ἡγέτης τῶν ρωμαϊκῶν στρατευμάτων, ἐθαύμαζαν καί ἔλεγαν:
-Πῶς αὐτός ὁ γενναῖος ἄνδρας, ἦλθε ἐδῶ καί ἔγινε δοῦλος μας στίς δουλειές μας;
Κι ἔπεφταν μπροστά του καί τόν προσκυνοῦσαν λέγοντας:
-Γιατί δέν μᾶς εἶπες τίποτε, Ἐξοχώτατε, γιά τό μεγάλο γένος σου καί γιά τά πολλά σου καί ἐξαίσια ἔργα; Ζητοῦμε νά μᾶς συγχωρέσης διότι δέν σέ ἐγνωρίζαμε καί δέν σέ ἐτιμήσαμε, ὅπως σοῦ ἄξιζε.


Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου