Σελίδες

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Εὐστάθιος ὁ Πλακίδας. Μέρος Β'. Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά. Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ

Ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Εὐστάθιος ὁ Πλακίδας. Μέρος Β΄
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Καί ὁ Εὐστάθιος τοῦ εἶπε:
-Κύριε, ἰδού εἶμαι ἐνώπιόν Σου, κάνε μέ μένα ὅ,τι ὁρίζεις. Εἶμαι ἕτοιμος νά δεχθῶ μέ κάθε εὐχαρίστησι ὅ,τιδήποτε ἔλθη ἀπό τά χέρια Σου. Διότι Ἐσύ εἶσαι ἀγαθός καί φιλάνθρωπος. Τιμωρεῖς σάν Πατέρας μέ τό ἔλεός Σου, ὅταν τό πλάσμα Σου δέν δέχεται τήν πατρική σου ἐντολή. Ἀλήθεια, εἶμαι ἕτοιμος νά ὑποφέρω σάν ἕνας δοῦλος Σου καί νά ὑπομείνω κάθε δοκιμασία πού θά ἔλθη ἐπάνω μου, μόνο νά μείνη ἡ παντοδύναμη βοήθειά Σου κοντά μου.
Καί ἄκουσε τήν φωνή τοῦ Ἰησοῦ:
-Πότε θέλεις νά δεχθῆς τίς δοκιμασίες: τώρα ἤ τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς σου;
Καί ὁ Εὐστάθιος τοῦ ἀπήντησε:
-Κύριε, ἐάν δέν μπορῶ νά περάσω τούς πειρασμούς, δός μου τώρα νά ὑπομείνω τούς κινδύνους, μόνο νά μοῦ στείλης τήν βοήθειά Σου νά μή μέ νικήση ἡ κακία μου, ἀλλά νά μείνω πάντα αἰχμαλωτισμένος ἀπό τήν ἀγάπη Σου.
Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε:
-Ἔχε θάρρος, Εὐστάθιε καί ἡ Χάρις Μου θά εἶναι μαζί σου καί θά σέ σκεπάζη! Ὅταν θά φθάσης στό βάθος τῆς ταπεινώσεως, ἐγώ θά σέ ἀνυψώσω καί θά σέ δοξάσω, ὄχι μόνο στόν οὐρανό ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων Μου, ἀλλά καί ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, διότι, μετά ἀπ᾿ αὐτούς τούς πολλούς πειρασμούς, ἐγώ θά σέ παρηγορήσω καί στίς πρώτες θέσεις τῆς βασιλείας θά σέ ἐπαναφέρω.
Ἀλλά ἐσύ μήν χαρῆς ἀπό τήν ἐφήμερη κοσμική δόξα, διότι τό ὄνομά σου εἶναι γραμμένο στούς καταλόγους τοῦ οὐρανοῦ.
Αὐτά συνωμίλησε ὁ Εὐστάθιος μέ τόν ἀόρατο Θεό στό δάσος καί ἡ ψυχή του ἐγέμισε ἀπό μία θεία χαρά καί ἱκανοποίησι. Ὅταν ἔφθασε στό σπίτι του μέ φλογισμένη τήν καρδιά του ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό, δέν ἐκράτησε μυστική αὐτή τήν συνομιλία του, ἀλλά τήν ἀνεκοίνωσε καί στήν γυναῖκα του. Τῆς εἶπε ὅτι θά ἔλθουν κατεπάνω τους πολλές συμφορές καί στενοχώριες, τίς ὁποῖες θά πρέπει νά τίς ὑπομείνουν μέ ἀνδρεία γιά τόν Κύριο. Ἐάν θά ὑπομείνουν ὅλα αὐτά τά βάσανα, τότε ὁ Κύριος θά τούς ξαναδώση τήν χαρά στήν ζωή τους καί τήν ἀπόλαυσι τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Ἀκούοντας αὐτά ἡ σοφή γυναῖκα του, τοῦ εἶπε:
-Ἄς γίνει στήν ζωή μας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο νά παρακαλοῦμε νά μᾶς δίνει τήν ἀγαθότητά Του καί πολλή ὑπομονή.
Ἔτσι ἄρχισαν νά ζοῦν σάν πιστοί χριστιανοί ἀγωνιζόμενοι μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή, τήν ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς καί κάθε καλό ἔργο μέ ἐπιμέλεια, περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἔκαμαν πρίν βαπτισθοῦν. Ὁ Θεός τούς καθωδηγοῦσε μέ τήν Χάρι Του καί τούς ἐγέμιζε τίς ψυχές μέ θεία ἀγάπη γιά ὅλους τούς ἀναξιοπαθούντας καί φορτωμένους μέ τά βιοτικά τους προβλήματα, διότι δέν ἦσαν λίγοι στήν μεγάλη αὐτή ρωμαϊκη πρωτεύουσα.
Ὅμως μετά ἀπό ὀλίγες ἡμέρες ἄρχισαν νά ἐκπληρώνωνται τά ὅσα τούς ἀπεκάλυψε πρό καιροῦ ὁ Κύριος.
Ἔτσι, μέ παραχώρησι Θεοῦ, ἦλθαν ἀσθένειες καί ὁ θάνατος στό σπίτι τους. Ὑπηρέτες καί δοῦλοι τους καί τά ζῶα τους ἀσθενοῦσαν καί ἀπέθνησκαν μπροστά ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τους. Μετά ἀπό λιγο καιρό ἀπέθαναν σχεδόν ὅλοι οἱ δοῦλοι τους, τά ζῶα τους, μικρά καί μεγάλα πού εἶχαν στό σπίτι τους. Ἀκόμη ληστές ἐμπῆκαν τήν νύκτα μέσα καί ἔκλεψαν τό νοικοκυριό τους. Ἐάν εἶχε ἀκόμη ἀπομείνει κι ἕνας δοῦλος ζωντανός, μετά ἀπό σύντομη ἀσθένεια, ἔπεφτε πεθαμένος στό πάτωμα.
Σέ λίγο καιρό αὐτός ὁ ἔνδοξος πλούσιος καί εὐεργέτης τῶν πτωχῶν, ἐπτώχυνε ὁ ἴδιος. Ἀλλά δέν ἀγανάκτησε, οὔτε στενοχωρήθηκε ἀπ᾿ αὐτά τά παθήματά του. Ὅλα ὅσα τοῦ συνέβαιναν γύρω του δέν διαμαρτυρόταν, ἀλλά εὐχαριστοῦσε τόν Κύριο σάν ἕνας νέος Ἰώβ. Καί ἔλεγε: «Ὁ Κύριος μοῦ τά ἔδωσε, ὁ Κύριος μοῦ τά ἐπῆρε. Καθώς ἤθελε ὁ Κύριος, ἔτσι καί ἔγιναν. Ἄς εἶναι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένον».
Ἀκόμη ἔδινε κουράγιο καί στήν γυναῖκα του γιά νά μή στενοχωριέται μέ τίς δοκιμασίες πού τούς κτυποῦσαν συνεχῶς. Ἀλλά ἐκείνη τόν παρηγοροῦσε περισσότερο καί οἱ δυό τους μαζί ὑπέμεναν τά πάντα μέ εὐχαρίστησι ἐμπιστευόμενοι στήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί παρηγορούμενοι ὅτι ἡ ἐλπίδα τους στόν Χριστό δέν θά τούς ἐντροπιάση.
Ἔτσι λοιπόν, βλέποντας ὁ Εὐστάθιος τόν ἑαυτό του πτωχόν καί ἄσημον σκέφθηκε ν᾿ ἀπομακρυνθῆ ἀπ᾿ ὅλους τούς γνωστούς του καί μέ τήν οἰκογένειά του νά πάη σέ μία ἄλλη ξένη χώρα, μακριά ἀπό τήν πατρίδα του, ὅπου ὅλοι τόν ἐγνώριζαν. Ἐκεῖ σκεπτόταν, θά συνεχίση νά ὑπηρετῆ τόν Κύριο καί νά ζῆ μέ ταπείνωσι γιά τήν σωτηρία του στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀφοῦ συνεζήτησαν τό θέμα αὐτό μέ τήν γυναῖκα του καί τελικά συμφώνησαν, ἀπεφάσισαν ἡ ἔξοδός τους ἀπό τήν πόλι τῆς Ρώμης νά γίνη νύκτα. Ἔτσι καί ἔκαμαν. Παίρνοντας κρυφά λίγα προσωπικά τους ἀντικείμενα, ὅ,τι τούς ἀπέμειναν, τά δύο παιδιά τους, ἄλλαξαν καί τά βασιλικά τους ροῦχα φορώντας πτωχικά καί χωριάτικα καί χάθηκαν μέσα στήν νύκτα.
Θά ἠμποροῦσε ὁ Εὐστάθιος ὄντας ὁ ἴδιος ἀπό περιφανές γένος νά δημιουργήση καί πάλι τά ἴδια καί περισσότερα ἀγαθά, ἀλλά ἄφησε τά πάντα καί τό σπίτι καί τήν πατρίδα του γιά νά γίνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πόθος τους ἦταν νά γίνουν ἀκόμη καί σκουπιδιαραῖοι, μόνο νά μή χάσουν τήν βοήθεια καί τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Προτίμησαν νά ζοῦν ἀνάμεσα σέ ἀγνώστους, χωρίς τήν παραμικρή ἀνθρώπινη ἀπό κἄπου ὑποστήριξι.
Ἄνθρωποι τῆς γειτονιᾶς τους εἰδοποίησαν στ᾿ἀνάκτορα ὅτι ὁ στρατηγός Πλακίδας κρύφθηκε μέ τήν οἰκογένειά του καί δέν ξέρει κανείς πού εὑρίσκεται. Ἀποροῦν ὅλοι καί ὁ βασιλεύς ἰδιαίτερα τί συνέβη μέ τόν ἀνδρεῖο στρατηγό.
Ἐσκέπτοντο μήπως τούς ἐσκότωσαν κάποιοι ἀπό τούς ἐχθρούς του; Καί δέν ἤξερε κανείς νά εἰπῆ κάτι γιά τήν ὑπόθεσι μέ τήν οἰκογένεια αὐτή. Ὁπότε ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως ἔτρεχαν στήν περιοχή πού ἔμενε ὁ στρατηγός νά ἐξετάσουν καί νά μάθουν ποῦ εὑρίσκεται. Κανείς βέβαια δέν ἐγνώριζε τά σχέδια καί τόν νοῦν τοῦ Θεοῦ. Ἤ ποιός εἶναι σύμβουλός Του;
Ἐτσι, ὁ Εὐστάθιος εὑρεθείς σέ κάποιο ἄγνωστο τόπο μέ τήν οἰκογένειά του, εἶπε στήν γυναῖκα του:
-Μέχρι πότε θά ζοῦμε ἔτσι; Πᾶμε καλλίτερα πιό μακριά, γιά νά μή μᾶς γνωρίση κανείς καί προκαλέσουμε πόνο καί θλίψι στούς ἀνθρώπους μέ τήν κατάντια μας.
Παίρνοντας, λοιπόν, τά παιδιά τους ἐπῆραν τήν ὁδό πρός τά μέρη τῆς Αἰγύπτου. Καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἔφθασαν στή θάλασσα.
Ἐκεῖ στό λιμάνι εὑρῆκαν κάποιο πλοῖο πού θά ἐπήγαινε γιά τήν Αἴγυπτο. Μπῆκαν μέσα καί ἄρχισαν νά ταξιδεύουν. Ὁ καπετάνιος τοῦ πλοίου ἦταν πολύ βάρβαρος ἄνθρωπος. Βλέποντας τήν γυναῖκα τοῦ Εὐσταθίου ὅτι ἦταν ὡραία, σκέφθηκε πονηρά στήν καρδιά του θέλοντας νά τήν πάρη δική του ἀπό τόν πτωχό τόν ἄνδρα της.
Ὁπότε, ὅταν ἔφθασαν στό λιμάνι στό ὁποῖο ἔπρεπε νά κατέβουν ἀπό τό πλοῖο, ὁ καπετάνιος ἐπῆρε τήν γυναῖκα τοῦ Εὐσταθίου στό δωμάτιό του ἀντί γιά τά εἰσιτήριά τους. Ὁ Εὐστάθιος ἀντιθέτως δέν ἤθελε νά τήν δώση, ἀλλά καί δέν μποροῦσε νά κάνη τίποτε περισσότερ.
Ἔτσι ὁ βάρβαρος ἐκεῖνος βγάζοντας τό σπαθί του, ἀπείλησε νά σκοτώση τόν Εὐστάθιο καί νά πετάξη τό κεφάλι του στήν θάλασσα. Καί δέν ὑπῆρχε κανείς νά βοηθήση τόν Εὐστάθιο. Ἄρχισε νά κλαίη. Ἔπεσε στά πόδια αὐτοῦ τοῦ βαρβάρου ἀνθρώπου καί τόν παρακαλοῦσε νά μήν τόν χωρίση ἀπό τήν σύζυγό του. Ἀλλά καί πάλι δέν ἐπέτυχε τίποτε, διότι αὐτός ὁ παράνομος τοῦ εἶπε μέ ὀργή:
-Ἤ θά κλείσης τό στόμα σου, ἐάν θέλης νά ζήσης, ἤ θά πεθάνης ἀμέσως τώρα μέ τό σπαθί μου καί ἡ θάλασσα θά γίνη ὁ τάφος σου.
Τότε ὁ Εὐστάθιος ἐξῆλθε ἀπό τό πλοῖο κλαίγοντας καί ἀναστενάζοντας μέ τά δύο παιδιά του. Ὁ πηδαλιοῦχος ἀπεμάκρυνε τό πλοῖο ἀπό τό λιμάνι, ἐσήκωσε τά πανιά καί ἀπομακρυνόταν άπό τήν ξηρά. Τί φοβερός ἦταν αὐτός ὁ χωρισμός μέ τήν παραχώρησι τοῦ Θεοῦ!
Ὁ Εὐστάθιος μέ τά παιδιά του ἀπό τή  ξηρά καί ἡ γυναῖκα του μέσα ἀπό τό καράβι ἀλληλοκυττάζοντο γιά λίγο καί ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητοι.
Ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ νά περιγράψη τόν πόνο, τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς τους; Ἀφοῦ τό καράβι χάθηκε ἀπό τά μάτια του, ὁ Εὐστάθιος μέ δύο παιδιά τους προχώρησαν χωρίς νά ξέρουν ποῦ πηγαίνουν. Ἤξερε ὁ Εὐστάθιος ὅτι τώρα ὁ Θεός τόν δοκίμαζε στήν πίστι του, διότι μέ τήν ὑπομονή σ᾿ αὐτές τίς συμφορές θά φθάση στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἀκόμη δέν εἶχε τελειώσει ἡ συμφορά του μέ τήν ἁρπαγή τῆς γυναίκας του καί μεγαλύτεροι ἀπό τούς πρώτους πειρασμοί τόν ἐπερίμεναν.
Βαδίζοντας στή  ξηρά μέ τά δύο παιδιά συνάντησε στόν δρόμο του ἕνα ποτάμι, πού κατέβαζε ὁρμητικά τά νερά του. Δέν ὑπῆρχε γέφυρα καί ἔπρεπε ὅμως νά περάση ἀπέναντι.
Λόγῳ τῶν ὁρμητικῶν νερῶν δέν μποροῦσε νά πάρη στά χέρια του καί τά δύο παιδιά του καί νά περάση κολυμβώντας στήν ἄλλη ὄχθη. Καί τί ἔκανε;
Ἄφησε στήν μία ὄχθη τό ἕνα παιδί, ἅρπαξε τό ἄλλο καί μπῆκε στό ποτάμι μέ σκοπό νά τό περάση ἀπέναντι. Τό ἄφησε καί ἐπέστρεφε νά πάρη καί τό ἄλλο.
Ὅταν εἶχε φθάσει στήν μέση τοῦ ποταμοῦ, τό παιδί του ἐκραύγασε δυνατά. Σηκώνοντας τά μάτια του ψηλά καί βλέποντας πίσω, εἶδε ἕνα λιοντάρι, πού ἅρπαξε τό παιδί καί ἔφυγε γιά τήν ἔρημο.
Ὁ Εὐστάθιος στεκόταν καί ἐφώναζε μέ πολλή θλίψι. Ἐκύτταζε τό θηρίο πού εἶχε τό ἕνα παιδί του στό στόμα του καί ἐξαφανιζόταν πρός τό δάσος.
Κατόπιν ἐπέστρεψε πίσω γιά νά πάρη τό ἄλλο παιδί πού ἄφησε. Πρίν ἀκόμη πατήση στήν ἄλλη ὄχθη, εἶδε ταραγμένος ἕνα λύκο πού ἦλθε καί ἅρπαξε τό παιδί του καί ἔφυγε γιά τό δάσος.
Κτυπημένος τώρα ὁ στρατηγός μέ δοκιμασίες ἀπό κάθε μεριά ἐστέναζε καί πνιγόταν στά δάκρυά του. Ποιός νά περιγράψη τούς πόνους τῆς καρδιᾶς του, τά ἀναφυλλητά του καί τά ποτάμια δάκρυά του;
Πρῶτα στερήθηκε τήν γυναῖκα του, ἡ ὁποία τόν παρηγοροῦσε στίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς του.
Κατόπιν ἔχασε τά παιδιά του στά ὁποῖα ἤλπιζε ὅτι μελλοντικά θά τοῦ συμπαρασταθοῦν στίς περιπέτειές του. Εἶναι θαῦμα πῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔμεινε ζωντανός καί δέν ἔκανε κάτι κακό στήν ζωή του. Πῶς δέν πνίγηκε καί ὁ ἴδιος, ὅταν ἔχασε τά παιδιά του καί ἦταν σχεδόν στό μέσον τοῦ ποταμοῦ;  Ὅμως τόν ἐνδυνάμωνε στήν ὑπομονή ἡ δεξιά τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ. Αὐτός τοῦ ἔδωσε αὐτούς τούς πειρασμούς, Αὐτός θά τοῦ δώση τώρα καί τήν ὑπομονή.
Ἀφοῦ βγῆκε ἀπό τό ποτάμι, στάθηκε ἔξω καί ἔκλαυσε ἀρκετά. Κατόπιν ἐπῆρε τόν δρόμο συνεχίζοντας νά κλαίη. Ἔπαιρνε κουράγιο μόνο μέ τήν σκέψι στόν Παράκλητο Θεό στόν Ὁποῖον ἐπίστευε καί γιά τόν Ὁποῖον τά πάντα ὑπέφερε. Καί δέν ἐγόγγυσε κατά τοῦ Θεοῦ νά τοῦ εἰπῆ:
-Ἰδού, Θεέ μου, μέ κάλεσες μέ τήν γυναῖκα μου νά σέ γνωρίσουμε καί τήν ἔχασα ἀπό τήν ζωή μου. Ποιά ὠφέλεια ἔχω πλέον νά πιστεύω, ἀφοῦ εἶμαι σέ πιό χειρότερη κατάστασι ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους; Ἔτσι, Ἐσύ ἀγαπᾶς τούς χριστιανούς σου ὥστε νά χωρίζονται ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον καί νά διαλύωνται;
Τίποτε ἀπ᾿ αὐτές τίς ἀπελπιστικές σκέψεις δέν κράτησε στόν νοῦ του αὐτός ὁ δίκαιος καί ὑπομονετικός ἄνδρας, ἀλλά, ταπεινούμενος, προσκύνησε τόν Θεό καί Τόν εὐχαρίστησε  γι᾿ αὐτή τήν δοκιμασία του.
Καί ὁ Θεός πού τά πάντα κάνει γιά τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς μας, καθώς εἶδε τόν Ἰωνᾶ ἀβλαβῆ μέσα στήν κοιλία τοῦ κήτους, ἔτσι καί τά παιδιά πού ἀρπάχθηκαν ἀπό τά θηρία, τά διεφύλαξε ὑγιῆ στά στόματά τους. Διότι τό λιοντάρι τρέχοντας μέ τό παιδί στό στόμα του, δέν τό ἐτραυμάτισε καθόλου. Ὅταν ἔφθασε στό δάσος, τό εἶδαν μερικοί τσοπάνηδες καί ἔτρεξαν μέ ρόπαλα νά τό φθάσουν. Τό λιοντάρι ἄφησε τό παιδί κάτω καί ἔτρεξε νά γλυτώση μέσα στό δάσος.
Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν λύκο. Καθώς μετέφερε τό παιδί στό δάσος, τόν εἶδαν μερικοί γεωργοί καί φωνάζοντας τόν κυνήγησαν τρέχοντας πίσω του. Κι αὐτό τό θηρίο ἄφησε τό παιδί ὑγέστατο καί μπῆκε στό δάσος.
Αὐτοί οἱ τσοπάνηδες καί γεωργοί κατήγοντο ἀπό τό ἴδιο χωριό καί ἐπῆραν τά παιδιά στά σπίτια τους νά τά μεγαλώσουν.


Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου