Σελίδες

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Τά δάκρυα τῆς Μοναχῆς Ἀγάθης.Ἡ ἐπιστροφή τοῦ π. Κλεόπα στό Μοναστήρι Συχαστρία

 Τά δάκρυα τῆς Μοναχῆς 'Αγάθης
    Ἡ ζωή καί οἱ ἀγῶνες τοῦ Γέροντος π. Κλεόπα Ἡλίε

 π.Ἰωαννίκιος  Μπάλαν

῏Ηλθε τό καλοκαίρι τοῦ 1964. Τά γεγονότα τοῦ κόσμου διεξάγοντο μέ καλές προοπτικές γιά τήν 'Εκκλησία. Οἱ ἄνθρωποι ἐπανέκτησαν τίς ἐλπίδες τους γιά τό αὔριον. Τά Μοναστήρια, τά φρούρια αὐτά τῆς δισχιλιετοῦς 'Ορθοδοξίας μας, προσηύχοντο σταθερά γιά τήν νίκη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.
 Οἱ ἐκκλησίες ἦταν ὅλες γεμᾶτες ἀπό Πιστούς, τά προσκυνήματα στά Μοναστήρια πολλαπλασιάσθηκαν, ἐνῶ ὁ Θεός ἔδειχνε τό Πρόσωπό Του σ' ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς.
'Ερχόμουν ἀπό τήν πόλι Τίργκου Νεάμτς γιά τό Μοναστήρι Συχαστρία, μέσῳ τῆς Μονῆς  Παλαιά 'Αγαπία. ῎Ηθελα νά παρηγορήσω λίγο τήν μητέρα τοῦ π. Κλεόπα καί νά τῆς φέρω κάτι ἀπό τά ἀναγκαῖα.
῞Οταν ἔφθασα στήν πύλη τῆς Μονῆς, ἡ γερόντισσα 'Αγάθη περίμενε νά ἔλθη κάποιος προσκυνητής γιά νά ὁμιλήση μαζί του. ῞Οταν ἔμπαινε κάποιος στήν αὐλή τῆς Μονῆς, ἡ Γερόντισσα, χωρίς νά τόν γνωρίζει, τόν ἐρωτοῦσε: «῎Ακουσε, παιδί μου! Δέν εἶδες τόν Κλεόπα μου; Οἱ Πιστοί τῆς ἔλεγαν: «῎Οχι, ἀδελφή, δέν τόν γνωρίζω!»
῞Οταν ἤρχοντο ἄλλοι Πιστοί νά προσκυνήσουν, ἡ Γερόντισσα τούς ἐπλησίαζε καί τούς ἐρωτοῦσε μετά δακρύων: «Μήπως εἴδατε τόν Κλεόπα μου; Καί αὐτοί τῆς ἀπαντοῦσαν: «Δέν γνωρίζομεν, ἀδελφή, ποιός εἶναι. Δέν τόν εἴδαμε!» Τότε ἡ Γερόντισσα στενάζοντας, ἐσκούπιζε τά δάκρυά της πηγαίνοντας κἄπου πιό πέρα.
Κατανοώντας τόν μεγάλο πόνο της, τήν ἐπλησίασα καί τῆς ἔδωσα λίγα δωράκια καί τῆς εἶπα μέ πραότητα:«Γερόντισσα 'Αγάθη, μήν ἐρωτᾶς τούς ἀνθρώπους ποῦ εἶναι ὁ π. Κλεόπας, διότι αὐτοί δέν γνωρίζουν ποῦ αὐτός εὑρίσκεται!
Τότε ἡ Γερόντισσα μοῦ εἶπε μέ δάκρυα πόνου:


-῎Εε, πάτερ 'Ιωαννίκιε, δέν ἤσουν ποτέ μητέρα!. . .
Τά λόγια της μ' ἐγέμισαν τά μάγουλα δάκρυα καί, ἀφοῦ ἐπροσκύνησα στήν ἐκκλησία, τῆς εἶπα:
-῎Αφησε τά δάκρυα, γερόντισσα  'Αγάθη, διότι ὁ π. Κλεόπας σέ λίγο καιρό θά ἔλθη στήν Συχαστρία! Μετά ἀνεχώρησα μέσῳ τῶν βουνῶν γιά τό Μοναστήρι μου.
Τήν δεύτερη ἡμέρα τό ἀπόγευμα ἡ γερόντισσα 'Αγάθη, κυριευμένη ἀπό πόθο νά ἰδῆ τόν υἱόν της, ἐπῆρε τό ραβδί στό χέρι καί, χωρίς νά εἰπῆ τόποτε σέ κανέναν, ἐξεκίνησε μέσῳ τοῦ βουνοῦ γιά τήν Συχαστρία. 'Αλλά μόνη της καί στήν ἡλικία τῶν 88 ἐτῶν ἔχασε τό μονοπάτι μέσα στό δάσος καί τό βράδυ συνάντησε ἕνα ἄνθρωπο καί τήν ἔφερε σέ ἕνα ὀρεινό καταφύγιο.
 Δέν ἐγνώριζε ὅμως ἀπό ἐκεῖ οὔτε νά ὑπάγη πρός τήν Συχαστρία, οὔτε νά ἐπιστρέψη ὀπίσω στήν Μονή της. 'Εργάτες τοῦ Καταφυγίου τῆς ἔδωσαν ἕνα δωμάτιο νά ξεκουρασθῆ τήν νύκτα. 'Εκείνη τήν ὥρα οἱ καμπάνες τῆς Μονῆς 'Αγαπία ἐκτυποῦσαν ἀκατάπαυστα καί ὅλες οἱ Μοναχές τήν ἀναζητοῦσαν στό δάσος. Μόλις τήν δεύτερη ἡμέρα τό ἀπόγευμα τήν εὑρῆκαν καί τήν ἐρώτησαν:
-Πῶς ἔφθασες ἐδῶ, ἀδελφή 'Αγάθη;
-῎Ηθελα νά ὑπάγω στήν Συχαστρία, νά ἰδῶ ἐάν ἦλθε ὁ Κλεόπας μου! 'Αλλά χάθηκα. Μέ ὡδήγησε ἕνας ἄνθρωπος σ' αὐτό τό Καταφύγιο καί δέν ἤξερα κατόπιν ποῦ νά ὑπάγω.
-῎Ελα νά σέ ὁδηγήσουμε ἐμεῖς, ἀδελφή 'Αγάθη!
Φθάνοντας στήν Συχαστρία, ἡ ἀδελφή 'Αγάθη, ἐπροσκύνησε τούς τάφους τῶν κοιμηθέντων παιδιῶν της Βασιλείου καί Γερασίμου καί, ἀφοῦ ἔκλαυσε μόνη της ἀρκετά, σηκώθηκε, ἐφίλησε τόν σταυρό, ἐπροσκύνησε τήν ἐκκλησία καί εἶπε στίς 'Αδελφές:
-'Από τώρα πιά ἠμπορῶ νά ἀποθάνω! 'Αλλά δέν μέ ἀφήνετε νά μείνω ἐδῶ;
-῎Οχι, ἀδελφή 'Αγάθη! ῎Αϊντε νά πᾶμε ὀπίσω στήν Μονή μας.
-῎Αϊντε νά πηγαίνουμε. . .



Ἡ ἐπιστροφή τοῦ π. Κλεόπα στό Μοναστήρι Συχαστρία
 
Τόν μῆνα Αὔγουστο 1964 ἡ ἀπερίγραπτη χαρά ἀπελευθερώσεως ὅλων τῶν ρουμάνων σκλάβων καί ἐξορίστων ἐξ αἰτίας τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, εἶχε γεμίσει τίς καρδιές ὅλων. Οἱ φυλακές ἀπέμειναν ἄδειες, αὐτοί πού εἶχαν ἐπιζήσει, ἦσαν πλέον ἐλεύθεροι, τά Μοναστήρια καί ὅλη ἡ Χώρα ἀνέπεμπαν εὐχαριστήριες προσευχές πρός τόν  Θεό καί ὅλοι ἤλπιζαν πλέον γιά καλλίτερες ἡμέρες στό μέλλον.
Στό τέλος ἐκείνου τοῦ μηνός, συνοδευόμενος καί ἀπό ἕνα ἐνάρετο Χριστιανό, ἔφθασα στήν σπηλιά τοῦ π. Κλεόπα, πού ἦτο ἄγνωστη στούς πολλούς.
Γονατίζοντας τοῦ ἐφίλησα τό χέρι, μέ ἀσπάσθηκε καί ἐκλαίγαμε μαζί. Μοῦ φαινόταν ὅτι ὀνειρευόμουν.
Κατόπιν ἀφοῦ μέ ἐνίσχυσε ὁ Κύριος, εἶπα τά ἑξῆς στόν π. Κλεόπα: «Πανοσιώτατε πάτερ, ἦλθα ἀπεσταλμένος ἀπό τήν Συχαστρία νά σέ πάρω νά ἐπιστρέψουμε στήν Μονή μας, μετά ἀπό ἕξι χρόνια ζωντανοῦ χωρισμοῦ.
῎Ανοιξαν οἱ φυλακές καί ὁ Θεός μᾶς εὐλόγησε τήν Χώρα μας μέ κάποια ἀπό τώρα ἐλευθερία.
Συνεπῶς, σᾶς παρακαλῶ νά ἐπιστρέψετε στήν Συχαστρία. ῞Ολοι οἱ Πατέρες σᾶς περιμένουν κλαίγοντας ἀπό χαρά. Σᾶς περιμένουν καί οἱ Χριστιανοί μας. 'Αλλά ἰδιαιτέρως σᾶς ἐπεθύμησε ὁ π. Παῒσιος, ὁ Πνευματικός ὅλων μας καί ἡ μητέρα σας, ἡ μοναχή 'Αγάθη!. . .»
'Ο π. Κλεόπας ὅμως ἐδίσταζε. Εἶχε κιόλας μάθει καί στήν ἡσυχία. Μία μάχη λογισμῶν ἄναψε μέσα στήν ψυχή του. Νά ἐγκαταλείψη τήν ἡσυχία πρός ὄφελος τῶν ἄλλων ἤ νά πάη ἀκόμη μακριά μέσα στήν ἔρημο;
Τότε βλέποντάς τον ἐγώ μέσα σ' αὐτή τήν παραζάλη, τόν ἄφησα νά προσευχηθῆ στόν Θεό περίπου δύο ἑβδομάδες. Στίς 29 Σεπτεμβρίου, τήν ἡμέρα μνήμης τοῦ ἁγίου Κυριακοῦ τοῦ 'Αναχωρητοῦ, ὁ π. Κλεόπας μέ τόν μαθητή του, τόν π. Βαρσανούφιο, μέσῳ τῶν ὀρέων καί κοιλάδων καί μέσῳ ἀγνώστων δασῶν μόνο αὐτοί ἐπέτρεψαν στήν Μονή Συχαστρία.
'Η ἐπιστροφή τους ἦτο μία μεγάλη πανήγυρις γιά τήν Μονή. Πατέρες καί 'Αδελφοί τόν ἠσπάζοντο μέ δάκρυα στά μάτια καί ἐδόξαζον τόν Θεό διότι ἐπέστρεψε ὑγιής στό κελλί του ὁ μεγάλος 'Ηγούμενος καί Διδάσκαλός τους. 'Από εὐχαριστία στόν Θεό ἐκείνη τήν νύκτα ἔκαναν ὁλονύκτια ἀγρυπνία. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ὁ π. Κλεόπας τήν ἐπέρασε μαζί μέ τόν Πνευματικό του, τόν π. Παῒσιο.
   Μετάφρασις-ἐπιμέλεια ὑπό Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
1999
Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου