Σελίδες

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Ἡ προσευχή μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέρος ε' (τελευταῖο)

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥμέρος ε΄ (τελευταῖο)

ζωή, βέβαια ἔχει τίς δυσκολίες της καί τά προβλήματά της, πού εἶναι πολλά καί ποικίλα. Ὑπάρχουν βάσανα, δυστυχία, ὀρφάνια, διαζύγια, ἀρρώστιες μεγάλες καί μικρές, ἀνεργία, χρέη, μίση, ἔχθρες, ἀλληλοφαγώματα, ἄγρια ἐκμετάλλευσις καί πολλά ἄλλα δεινά καί κακά. Αὐτά καί ἄλλα κατατρέχουν καθημερινά τήν ζωή μας. Κι ἔτσι ἀδυνατεῖ ἁμαρτωλή καί διεφθαρμένη ἀνθρώπινη φύσις μας νά προσφέρη στόν Θεόν διά τῆς προσευχῆς τήν πνευματική της λατρεία. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι τόσο ἀδύνατη καί σχεδόν ἀνύπαρκτη ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη μας στόν Χριστό καί στήν θεία Του Πρόνοια.
Ἐπομένως, ἡ πνευματική μας λατρεία γίνεται ἀναιμική, καί προσευχή μας εἶναι πτωχή καί ρακένδυτη. Γιατί:


  • Ἄν μετανοοῦμε ἀληθινά, προσευχόμεθα καί ἀληθινά, καί μάλιστα διά τῆς Νοερᾶς προσευχῆς!
  • Ἄν πιστεύουμε ὁλόθερμα, τότε καί προσευχή μας μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ κάνει θαύματα.
  • Ἄν, πάλι, ἔχουμε ταπεινό φρόνημα, κατάνυξι καί δάκρυα παρακλητικά, τότε προσευχή μας ἀνεβαίνει στόν οὐράνιο Θρόνο τοῦ Θεοῦ ὡς φλόγα πυρός. Γιατί ὅταν χριστιανός προσεύχεται ὡς ἁμαρτωλός μπροστά στήν πραγματική παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅλος χῶρος πλημμυρίζει ἀπό τό Φῶς τῆς θείας Χάριτος, πού ἔστω κι ἄν δέν τό βλέπη μέ τά σωματικά του μάτια, τό αἰσθάνεται..., καί τό πληροφορεῖται καρδιά του..., ἀφοῦ εὐθύς ἀμέσως ἔρχεται σέ δοξολογία τοῦ ἁγίου Ὀνόματός Του καί σέ εὐχαριστία, γιά νά ἀκολουθήση συντετριμένη ὁμολογία τῆς ἁμαρτωλότητός του, ὁπότε φωνάζει καί κραυγάζει νοερά, ἀπό μέσα του: «Ὁ Θεός μου, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ... Ναί, Κύριέ μου, εἶμαι ἁμαρτωλός καί τό πιστεύω. Εἶμαι ἕνα μικρό ἀνθρωπάκι, τόσο δά, πού φουσκώνει σάν μπαλόνι ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀπό ἐγωϊσμό, ἀπό πεῖσμα καί κενοδοξία...»
Καί τότε Θεός γεμίζει τήν καρδούλα τοῦ προσευχομένου ἀπό ἀθωότητα καί καλωσύνη. Διότι προσευχή καί καλωσύνη πηγαίνουν μαζί. Ὅπως ἐπίσης προσευχή καί ἀγάπη ἐνεργουμένη μέχρι θυσίας, βαδίζουν ἀγκαλιά, εἶναι θά λέγαμε, ἀχώριστο καί ἀδιαίρετο ζευγάρι.
ἀγάπη, βέβαια, γιά νά εἶναι ἀληθινή, προϋποθέτει συμπαράστασι. Ἀλλά καί καλωσύνη καί κρυφή ἐλεημοσύνη θέλουν κι αὐτές συμπαράστασι. Ὅπως καί πόνος τοῦ κάθε ἀνθρώπου...
  • Ὁ ἀνήμπορος γεροντάκος μέ τήν ἄνοιά του,
  • γρηούλα μέ τόἀλσχάϊμερτης,
  • κακός γείτονας μέ τόν καρκίνο του,
  • ἐγκαταλελειμμένος συγγενής μας μέ τήν σκλήρυνσι κατά πλάκας,
  • ἄλλος μέ τήν σχιζοφρένειά του.
  • Τό παιδί μας μέ τά ναρκωτικά μέ τήν ἀναρχία του θέλουν ὅλοι τους συμπαράστασι ὄχι μόνο ἐπαγγελματική ἀλλά κυρίως τήν συμπαράστασι τῆς ὁλόθερμης ἀγάπης μας. Αὐτῆς πού βγαίνει μέσα ἀπό τήν καρδιά μας...
Ποιός εἶναι ὅμως αὐτός, πού ἐνεργοποιεῖ αὐτή τήν συμπαράστασι τῆς ἀγάπης στόν κάθε πάσχοντα συνάνθρωπο; Εἶναι τρισευλογημένη Νοερά προσευχή στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. προσευχή, πού γίνεται μέ λαχτάρα Θεοῦ. προσευχή, πού γίνεται λατρεία γιά τόν Χριστό καίπαράκλησιστήν Παναγία, στούς Ἀγγέλους καί στούς Ἁγίους. ΑΥΤΗ προσευχή γεμίζει τήν καρδιά ἀπό συμπόνια καί Φῶς Θεοῦ πρός τόν πλησίον μέχρι θυσίας. Γι᾿ αὐτό καί Ἐκκλησία μας τονίζει γιά τόν Ἅγιο Ἀντώνιο ὅτι «ταῖς εὐχαῖς σου ἐστήριξας τήν οἰκουμένην». Ὅτι δηλαδή Ἅγιος μέ τίς προσευχές του ἐστήριξε ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη!
Ἄρα, ὅλες οἱ ἀρετές, χωρίς τήν συντετριμμένη προσευχή στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μοιάζουν μέ δένδρα χωρίς ρίζες. Ἐνῶ οἱ τεταπεινωμένες προσευχές καί μάλιστα μέ δάκρυα, εἶναι αὐτές πού ἁγιάζουν τίς ρίζες τῶν ἀρετῶν κι ἔτσι δίδουν καί ἀποδίδουν τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀντίθετα, ἄν προσευχώμεθα καί δέν συμπαραστεκώμεθα στίς ἀνάγκες τοῦ πλησίον, ἀκόμα καί τῶν ἐχθρῶν μας, τότε ΔΕΝ ἔχουμε προσευχή. Δέν ἔχουμε τίποτα! Εἴμεθα καί παραμένουμε ἄκαρπα δένδρα, ξερά καί ἄνυδρα. Οὔτε κἄν φύλλα δέν ἔχουμε, γιά νά προσφέρουμε λίγη δροσιά στόν ταλαιπωρημένο πλησίον ἀλλά καί στήν καταπονεμένη, κουρασμένη καί κατακουρελιασμένη ἀπό τά πάθη ψυχή μας.
Θεός ὅμως μᾶς περιμένει ὅλους διαμέσου τῆς καθαρᾶς καί ἐπίμονης καί ἀδιαλείπτου καί δακρυβρέκτου προσευχῆς, διαμέσου τῆς συμμετοχῆς μας στά σωστικά Μυστήρια τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, Θείας Κοινωνίας, τοῦ τακτικοῦ ἐκκλησιασμοῦ, , τῆς τηρήσεως τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί τῆς ἀντιστοίχου καλλιεργείας τῶν ἀρετῶν, γιά νά μᾶς σώση μέ τό πανάγιον ἔλεός Του. Ἀπό μᾶς ζητεῖ μόνον τήν ἀληθινή μας μετάνοια καί τήν ἀλλαγή τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆ μας. Καί ἀπ᾿ αὐτήν θά προκύψη συμμαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅτι εἴμεθα καί πάλι παιδιά τοῦ Θεοῦ, σεσωσμένα καί δεδικαιωμένα κατά Χάριν.
Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστι μας, λύτρωσις, ἀναγέννησις, δικαίωσις καί υἱοθεσία, εἶναι δωρεές, πού ἀπορρέουν ἀπό τήν Σταυρική θυσία τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἀπέθανε ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ἐτάφη καί ἀνέστη ἐκ νεκρῶν «θανάτῳ θάνατον πατήσας» καί ἀνελήφθη ἐν δόξῃ εἰς τούς οὐρανούς, γιά νά ἔλθη καί πάλι κατά τήν Δευτέρα Αὐτοῦ Παρουσία «ἵνα κρίνῃ ζῶντας καί νεκρούς». ἐπιβεβαίωσις αὐτῆς τῆς πίστεώς μας δίδεται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅταν ἀπό τήν λογική Λατρεία τῶν καθημερινῶν ἀκολουθιῶν μας, ἀνερχόμεθα ἐν Χριστῷ στήν πνευματική νοερά Λατρεία, πού εἶναι Νοερά προσευχή.
Φοβερόν! Ὅλος Τριαδικός Θεός ἔρχεται καί κατοικεῖ μέσα μας! Καί μάλιστα, ὅταν Τόν πιστεύουμε καί Τόν ἀγαπᾶμε ἐξ ὅλης ψυχῆς καί ἐξ ὅλης καρδίας, ἐξ ὅλης ἰσχύος καί ἐξ ὅλης διανοίας. πίστις μας λοιπόν βεβαιώνεται ἀπό τά ἔργα τῆς μετανοίας καί ἀγάπη μας μέ τίς θυσίες καί τήν πνευματική μας Λατρεία.
Ἀπαιτοῦνται θυσίες γιά νά ἀπαρνηθοῦμε τό ἁμαρτωλό, τό κακό, τό πονηρό καί διεστραμμένο θέλημά μας.
Θυσίες, γιά νά σηκώνουμε κάθε μέρα τόν σταυρό μας.
Θυσίες, γιά νά ὑπομένουμε ἀγόγγυστα τούς πειρασμούς καί τά βάσανα τῆς ζωῆς.
Θυσίες, γιά νά ξερριζώσουμε ἀπό μέσα μας τά πάθη μας καί στή θέσι τους νά σπείρουμε τίς θεοαρετές.
Θυσίες, γιά νά καταφέρουμε νά νηστεύουν οἱ αἰσθήσεις μας καί εἰδικώτερα γλῶσσα μας, πούκόκκαλα δέν ἔχει καί κόκκαλα τσακίζει. Θυσίες πολλές γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Θυσίες, καί μάλιστα μεγάλες, γιά νά μπορέσουμε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά συγχωρήσουμε καί νά ἀγαπήσουμε τόν ἐχθρό μας!
Μία εὐσεβής χριστιανή κατέφυγε στόν στάρετς Ζωσιμά γιά νά πάρη ὁδηγίες καί θάρρος στόν ἀγῶνα της κατά τῶν παθῶν.
  • Τί νά κάνω, Γέροντα; Εἶμαι δυστυχισμένη πού δέν ἔχω μέσα στήν καρδιά μου ἀγάπη γιά τήν ἀδελφή μου.
  • Δέν ἔχεις ἀγάπη; Κάνε τουλάχιστον ἐξωτερικά ἔργα ἀγάπης. Ἔμαθες ὅτι χρειάζεται κάτι; Πρόσφερέ της το. Διαφωνήσατε σ᾿ ἕνα ζήτημα; Ὑποχώρησε. Σέ μάλωσε; Καταδίκασε τόν ἑαυτό σου καί ζήτησέ της συγχώρησι. Μά πάνω ἀπ᾿ ὅλα, νά προσεύχεσαι ἀδιάλειπτα γι᾿ αὐτήν, λέγοντας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν τήν ἀδελφή μου. Σῶσε την καί μέ τίς ἅγιες προσευχές της ἐλέησε κι ἐμένα!» τότε ὁπωσδήποτε Θεός θ᾿ ἀλλοιώση τήν καρδιά σου. Ἀλλά κι ἄν ἐκείνη μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά δέν εἰρηνεύση μαζί σου, ἐσύ πάντως θά ἔχης τήν συνείδησί σου ἀναπαυμένη ( Μπότση Πέτρου, Θηβαΐδα τοῦ Βορρᾶ, Ἀθήνα 1999 σελ. 111).
Ὡστόσο, ἐμεῖς σήμερα, πού οὔτε πνεῦμα θυσίας ἔχουμε οὔτε πνεῦμα «συντετριμμένης καί τεταπεινωμένης καρδίας» καί εἴμεθα γεμᾶτοι ἀπό ἐγωϊσμό, κακία, πονηρία, κατάκρισι καί αἰσχρούς λογισμούς, δηλαδή γεμᾶτοι ἀπό πάθη, ἀδυναμίες, ἰδιοτροπίες, πού γκρίνια, τά παράπονα, οἱ θυμοί, τά νεῦρα καί τά πείσματα δέν λείπουν ἀπό κανένα μας, γιά νά ἐπανέλθουμε σέ τάξι καί στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, θά χρησιμοποιοῦμε μέρα-νύχτα τήν προφορική Εὐχή. Αὐτή καί μόνο μᾶς ἀρκεῖ. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», μέ τό στόμα ἀπό μέσα μας καί μέ τόν νοῦ μας πολύ συγκεντρωμένο στήν ΕΥΧΟΥΛΑ, στό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ὥστε νά μήν ἔχουμε σκέψεις, λογισμούς, μετεωρισμούς καί φαντασικές εἰκόνες. Νά ξέρουμε ὅμως ὅτι αὐτή προσπάθεια εἶναι πολύ ἐπίμονη, ἐπίπονη, κουραστική, βασανιστική καί ματωμένη.
Στίς θυσίες δέ αὐτές, πού γίνονται ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας, “συμμαρτυρεῖ τό Ἅγιον Πνεῦμα καί τό ἀκατάκριτον τοῦ συνειδότος, δηλαδή ἡ ἥσυχη συνείδησίς μας.
Καί αὐτή ἡ συμμαρτυρία τῆς νοερᾶς ἐνέργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μόνο, καταδεικνύει πότε ἕνας χριστιανός εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος. Ἄς μή λέμε λοιπόν εὔκολα “αὐτός εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος, ἐκείνη εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος”! Γιατί πνευματικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ὁ χριστιανός καί μόνο ἐκεῖνος, κληρικός ἤ μοναχός ἤ λαϊκός, στήν ζωή τοῦ ὁποίου γίνονται φανερά τά ἐνεργήματα καί τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τέτοια φανερά ἐνεργήματα καί χαρίσματα εἶχαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι πού γιορτάζουμε κάθε μέρα, οἱ φανεροί καί οἱ ἄγνωστοι, πού κατοικοῦσαν στίς “ἐρήμους”, στίς Σῆτες, στίς Μονές, ἀλλά καί μέσα στόν κόσμο, στήν παλαίστρα αὐτῆς τῆς ζωῆς. Τοιούτου εἴδους πνευματικά ἀγωνιζομένους χριστιανούς ὄχι μόνο τούς εἴδαμε μέ τά μάτια μας ἀλλά καί “ἀποκαλυφθήκαμε” ἐνώπιόν τους στά χρόνια πού πέρασαν...
Ὅταν κάποτε ἐπισκέφθηκε τήν Μεγίστη Λαύρα ὁ διακεκριμένος καθηγητής τῆς Δογματικῆς, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀείμνηστος Ἰωάννης Καρμίρης, ἦλθαν μαζί του καί πενῆντα φοιτητές, οἱ ὁποῖοι δοκίμασαν μεγάλη ἔκπληξι, ὅταν συνάντησαν τόν Γέροντα Ἀββακούμ στήν Τράπεζα τῆς Μονῆς.
  • Γέροντα, πέστε μας κάτι γιά τήν Ὀρθοδοξία, τόν ρώτησε ὁ καθηγητής.
Ἀμέσως ἄρχισε ὁ ἀμόρφωτος κατά κόσμον ἀλλά “μορφωμένος καί φωτισμένος” κατά Θεόν Γέροντας καί τούς ἔλεγε διάφορα χωρία Πατερικά γιά τήν Ὀρθοδοξία, τόσο ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅσο καί ἀπό τούς Πατέρες. Ὁ λόγος του ἐπειδή ἦτο βιωματικός, εἰσχωροῦσε βαθειά στήν καρδιά τους δίδοντάς τους τήν μυστική πληροφορία ὅτι ὁ Θεός δι᾿ αὐτοῦ τούς τρέφει μέ ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Γι᾿ αὐτό καί ὁ καθηγητής ὡμολόγησε μέ θαυμασμό στό τέλος:
  • Κύριοι φοιτητές, πράγματι αὐτή εἶναι θεία Χάρις. Ἐδῶ εἶναι θεωρία. Ἐδῶ εἶναι πρᾶξις στήν Ὀρθοδοξη Θεολογία. Πνευματικός ἄνθρωπος γιά τήν Ὀρθοδοξία εἶναι ἄνθρωπος πού δέν ὑποτάσσεται στόν ἐγωϊσμό του καί στά πάθη του, ἀλλά ζῆ μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἔτσι σκέπτεται τήν αἰωνιότητα καί γνωρίζει τήν ἀξία τῆς ζωῆς ( Ζαχαριάδη Ν. , Ἐμπειρίες ἀπό τόν ἀμίλητο κόσμο τοῦ Ἄθω, τ. Β΄,).
Ὁλόκληρη ἡ Φιλοκαλία καί ὅλα τά Νηπτικά ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι γεμάτα ἀπό θέματα σχετικά μέ τήν προσευχή, γιατί στήν πνευματική ζωή ἑνός πιστοῦ ἀγωνιζομένου Ὀρθοδόξου χριστιανοῦ ἡ προσευχή εἶναι τό πᾶν, εἶναι ἡ ἀναπνοή τῆς ψυχῆς.
Ἔτσι διαπιστώνουμε ὅτι προσευχή, καί ἰδιαιτέρως Νοερά, εἶναι θεοποιός ἀρετή, πού εὐπρεπίζει τήν ἑστία τῆς καρδιᾶς μας, γιά νά κατοικήση μέσα μας Πανάγιος Θεός. προσευχή εἶναι μέσον ἄριστον γιά τόν ἀγωνιζόμενο χριστιανό καί ὄχι αὐτοσκοπός. Λέγεται δέ καί πνευματική κοινωνία, σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν Θεία Κοινωνία, πού εἶναι μυστηριακή, γιατί Νοερά προσευχή εἶναι αὐτή πού ὁδηγεῖ τήν διψασμένη σάν τό ἐλάφι ψυχή μας στήν πηγή τοῦ ζωηφόρου Ὕδατος.
Τί παίρνουμε μέσα μας, ὅταν κοινωνοῦμε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων; Τόν Χριστό. Ἀλλά καί μέ τήν προσευχή στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτή εἶναι:
  • νοερά καί καθαρή,
  • ἀφάνταστη καί ἀμετεώριστη,
  • ἄμορφη καί ἀσχημάτιστη,
τόν Χριστό “κοινωνοῦμε”. Δηλαδή ἔχουμε ἕνωσι καί κοινωνία μετά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πνευματική μέν, ἀλλά οὐσιαστικά πραγματική, πού τήν ἐπιβεβαιώνει μία ὁλοκληρωμένη καί ἀπλανής αἴσθησις τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα μας (Λουκ. Ιζ΄: 21). Τότε ζοῦμε καί ὑπάρχουμε μόνο γιά τόν Χριστό.
  • Αὐτόν ὑπηρετοῦμε,
  • Αὐτόν ἀγκαλιάζουμε,
  • Αὐτόν ἀγαπᾶμε,
  • Αὐτόν λατρεύουμε,
  • Αὐτόν καί λαχταρᾶμε.
Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἄνθωποι τοῦ Θεοῦ, πού ἔχουν καί βιώνουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς ἐμπειρίες, βεβαιώνουν ὅτι ἡ πρώτη μορφή ἀληθινῆς ἀγάπης γιά τόν Θεό εἶναι ἡ Νοερά καί Καρδιακή προσευχή, αὐτή πού μπορεῖ νά φωνάζη βεβαιωτικά καί ἀγαπητικά : «ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Ρωμ. Η΄: 15)! Εἶσαι ὁ Πατέρας μου! Εἶσαι ὁ Θεός μου! Εἶσαι ὁ Σωτῆρας μου!...
Κάποιος ἱερεύς, στήν πρώτη πενταετία τῆς ἱερατικῆς του διακονίας εἶχε ἕνα ἀπροσδόκητο οὐράνιο βίωμα, πού δέν ἐπανελήφθη ἀπό τότε.
Ἔνα βράδυ, πού δύο ἀπό τά παιδιά του ἦσαν πολύ ἀνήσυχα λόγῳ ἀσθενείας, πῆγε στόν ναό πού ἐφημέρευε νά κάμη τίς βραδινές του ἀκολουθίες καί τόν μικρό του κανόνα μέ τό κομποσχοινάκι.
Εἰσῆλθε στόν ναό, πού ἦταν ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι του, κλείδωσε πίσω του καί κατευθύνθηκε στό ἅγιο Βῆμα. Ἄναψε τά δυό κεριά τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί ἀπό μνήμης μέ πολλή κατάνυξι καί δάκρυα μετανοίας ἀπήγειλε στίχους ἀπό τόν Ἱκετήριο Κανόνα στόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν:
«Ἰησοῦ μου γλυκύτατε Χριστέ, Ἰησοῦ μακρόθυμε ἐλέησόν με...,
Ἰησοῦ, διάνοιξόν μοι πύλας μετανοίας καί ἐλέησόν με...,
Ἰησοῦ γλυκύτατε Χριστέ, Ἰησοῦ φιλάνθρωπε, ἐλέησόν με...,
Ἰησοῦ εὔσπλαγχνε Χριστέ, Ἰησοῦ μου ὡραιότατε ἐλέησόν με...».
Στήν συνέχεια διάβασε ὅλο τόν κανόνα μέ πολύ κόπο, διότι τά δάκρυα καί ἡ συντριβή τόν δυσκόλευαν στό νά συνεχίζη τήν ἀνάγνωσι μέ εὐκολία.
Ὅταν τελείωσε, ὅλη του ἡ ψυχοσωματική ὕπαρξις ἔγινε ἕνα πρᾶγμα μέ τό «Ἰησοῦ μου, ἔλεος». Ἀπολάμβανε τό Ὄνομα “ΙΗΣΟΥΣ” καί γέμισε ἀπό μιά ἀνέκφραστη γλυκύτητα. Ἡ πνευματική αὔρα τοῦ θείου Ὀνόματος πλημμύρισε τόν νοῦ του, τήν καρδιά του, τίς αἰσθήσεις του καί ἔφθασε μέχρι καί τό τελευταῖο κύτταρο τοῦ σώματός του. Ἔγινε ὁλόκληρος θείας Χάρις, θεία εὐωδία, θεία εἰρήνη...
  • Ἰησοῦ μου, γλυκύτατε Ἰησοῦ μου, Δόξα στό πανάγιον Ὄνομά Σου, ἔλεγε καί ξαναέλεγε.
  • Δόξα στή μακροθυμία Σου!
  • Δόξα στή φιλανθρωπία Σου!
  • Δόξα στήν ἀγαθότητά Σου!
  • Δόξα στό ἔλεός Σου, τό ἄπειρον!
Καί ταυτόχρονα εἶχε τήν πνευματική αἴσθησι –καί ὄχι διά τῶν ὁρατῶν σωματικῶν αἰσθήσεων– ὅτι ὁ ναός γέμισε ἀπό οὐράνιες ἀότατες ὑπάρξεις, πού μαζί τους δοξολογοῦσε πότε τόν Σωτῆρα καί Θεάνθρωπον Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί πότε τήν Τριαδική Θεότητα! Ἔνοιωθε σάν ἕνα ἀπειροελάχιστο μέλος τοῦ χοροῦ τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων τῆς ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Καί ταυτόχρονα βίωνε –ὡς πρόσωπο– μέσα σ᾿ ἕνα ἄπλετο, διάχυτο, ἀπερίγραπτο ΦΩΣ, ἐντός τοῦ ὁποίου ἀπολάμβανε μακαρίως μαζί μέ τούς χορούς Ἀγγέλων καί Ἁγίων τήν τριλαμπῆ Δόξα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ!...
Καί τί δέν ἔζησε ἐκείνη τήν ἀλησμόνητη καί μοναδική νύκτα...
  1. Τήν θεία μακαριότητα;
  2. Τήν θεία εὐφροσύνη;
  3. Τήν γεύσι τῆς αἰωνιότητος;
  4. Τήν οὐράνια θεϊκή εἰρήνη;
  5. Τήν οὐράνια ὀσμή τῆς θείας εὐωδίας!
  6. Ἤ τούς ἀνασασμούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!
Δέν γνωρίζει καί δέν μπόρεσε ποτέ νά τό ἐξηγήση.
Πέρασαν ἀπό τότε περισσότερα ἀπό 40 χρόνια. Αὐτό τό βίωμα ἦτο τό μοναδικό.

  • Ἄχ, πάτερ Στέφανε!, μοῦ εἶπε. Ἄλλοι πλέον ἔχουν ὀσμήν οὐράνιας εὐωδίας. Οἱ ἐκλεκτοί, ἐκεῖνοι πού ἀγωνίζονται στά Κοινόβια, στίς Σκῆτες καί στά ἐρημητήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί μέσα στόν κόσμο κάποιοι εὐλογημένοι ταπεινοί κληρικοί παντός βαθμοῦ, ἀλλά καί εὐλαβεῖς λαϊκοί μέ ὀρθόδοξο ἀγωνιστικό φρόνημα καί πίστι. Ἀλλά τώρα, καί δυστυχῶς γιά μένα, ὀσφραίνομαι καθημερινά
  • μόνο τόν βρώμικον ἱδρῶτα μου,
  • μόνο τήν ἀσχήμια ἀπό τά χνῶτα μου,
  • μόνο τήν δυσοσμία τῶν παθῶν μου,
  • μόνο τήν χωματίλα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν
  • καί –γιατί ὄχι;– τήν “ἀφή” τοῦ ψηλαφητοῦ σκότους τῶν προθαλάμων τῆς κολάσεως.
Παρέμεινα, ὁ πτωχός, ἄφωνος ἀπό τήν κατάπληξί μου! Ἀλήθεια, σεῖς πατέρες καί συλλειτουργοί μου, ἀλλά καί σεῖς ἀδελφοί μου χριστιανοί, τί λέτε;...
Σήμερα ἔχουμε μεγάλους ἱερούς ναούς, πού πολλές φορές πλημμυρίζουν ἀπό τό πλῆθος τῶν χριστιανῶν, πολλές πνευματικές αἴθουσες καί πνευματικά κέντρα, πού κι αὐτά γεμίζουν. Ἔχουμε δεκάδες φιλανθρωπικές δραστηριότητες σέ ὅλες τίς Μητροπόλεις τῆς Ἑλλάδος καί μάλιστα μερικές ἐξ αὐτῶν πολύ ἀξιέπαινες. Ἔχουμε ἐπίσης μέριμνα γιά τούς φυλακισμένους, φροντίδα γιά τούς ναρκομανεῖς, ἱδρύματα γιά τούς ἀπόρους γέροντες καί γερόντισσες τῆς τρίτης λεγομένης ἡλικίας, συσσίτια καί φιλόπτωχα ταμεῖα πάμπολλα, καθώς καί ἔντονη δραστηριότητα γιά τήν ἐξωτερική ἱεραποστολή. Ὅλα αὐτά εἶναι πολύ καλά καί ἄριστα. Καί ἡ παρουσία τους μαρτυρεῖ τήν παρουσία μιᾶς ζωντανῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Παρά ταῦτα, ὑπάρχει ἡ αἴσθησις ὅτι κάτι λείπει ἀπ᾿ ὅλες αὐτές τίς εὐλογημένες δραστηριότητες, καί αὐτό εἶναι ἡ ζωντανή προσευχή, ἡ ΕΥΧΗ! ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἁγίου ἱερέως, μοναχοῦ καί ἁπλοῦ χριστιανοῦ. Πολλές οἱ ποιμαντικές μας δραστηριότητες, ἀλλά βασιλεύουν καί κυριαρχοῦν σ᾿ αὐτές, τό συνηθέστερον, τά πάθη μας. Λείπει ἡ καθαρή καί συντετριμμένη προσευχή μας, καί αὐτή εἶναι ἡ δυστυχία μας. Τά ἔργα μας πολλά, ἀλλά μήπως παρασυρώμεθα ἀπό τό δυτικό πνεῦμα τῆς ἐργοσωτηρίας; Ἐνῶ ὁ χριστιανός σώζεται ἀπό τό ἔλεος καί τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ πού πηγάζουν ἀπό τή Σταυρική θυσία Του, καί ὄχι ἀπό τά ἔργα του.
Ἄν γνωρίζαμε ὡς χριστιανοί τήν παντοδυναμία τῆς Εὐχῆς, τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», θά εἴχαμε ἀποκτήσει νέα ζωή..., μέ νέους καί καθαρούς τρόπους σκέψεως καί ἐνεργείας, μέ λόγια χαριτωμένα, παρηγορητικά, καλωσυνάτα καί μέ πράξεις στήν ζωή μας καθαρά εὐαγγελικές.
Μόνον ὅταν προσεύχεται κάποιος μέ ταπείνωσι καί συντριβή, τότε
  • καί πιστεύει ἀληθινά
  • καί ἀγαπᾶ ἀληθινά
  • καί περιμένει τήν ἐπίσκεψι τῆς θείας Χάριτος καί τήν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά του.
Αὐτό σημαίνει στήν πρᾶξι ὅτι μέ τήν προσευχή του στό γλυκύτατο, τό παμπόθητο Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαθαίνει πῶς νά πεθαίνη κάθε μέρα, κάθε ὥρα, κάθε στιγμή γιά τόν Χριστό, τόν Σωτῆρα του. Καί πεθαίνει, τηρῶντας μέ ἀκρίβεια τό ἅγιο θέλημά Του καί θυσιαζόμενος γιά τήν ἀνάπαυσι καί τήν σωτηρία τοῦ συνανθρώπου του εἴτε αὐτός εἶναι μέλος τῆς οἰκογενείας του εἴτε εἶναι ξένος εἴτε εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού τόν συκοφαντεῖ καί θέλει τό κακό του.
Προσεύχεται, καί ἐλεύθερα τηρεῖ τίς ἐντολές, γιτί ἀγαπᾶ θυσιαζόμενος. Προσεύχεται, καί ἡ κοινωνία του μετά τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ τόν ἐλευθερώνει ἀπό πάθη καί ἀδυναμείες. Χωρίς προσευχή ἀληθινή, ἐπίμονη καί συντετριμμένη, δέν θά μπορέσουμε ποτέ ν᾿ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό «ἐξ ὅλης καρδίας, ψυχῆς διανοίας καί ἰσχύος» (πβ. Μαρκ. Ιβ΄: 30).
Ἔτσι διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μόνο θά μποροῦμε νά ἀγαπᾶμε ὅλους τούς ἀνθρώπους, φίλους καί ἐχθρούς, γνωστούς καί ἀγνώστους, μέ ἀγάπη καθαρά πνευματική. Θά ἀγαπήσουμε ἀκόμη καί ὅλη τήν κτίσι καί ὅλα τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Τά πάντα γύρω μας θά μᾶς προκαλοῦν δέος καί δοξολογία:
  • τά πουλάκια μέ τό κελαηδημά τους,
  • τά δένδρα καί οἱ θάμνοι,
  • ἡ θάλασσα καί τά ποτάμια,
  • ὁ οὐρανός μέ τά ἀστέρια,
  • ὁ ἥλιος καί τό φεγγάρι.
Ναί..., τά πάντα μαζί μέ τούς οὐρανούς θά «διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ» (Ψαλμ. 18 : 1). Γ᾿ αὐτό, καί μεῖς, πού ζοῦμε μέσα σ᾿ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο, εἴθε νά προσευχώμεθα συχνά-πυκνά μέ τήν Εὐχούλα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
.......
Ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, τῶν Μαρτύρων καί τῶν Ὁμολογητῶν, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καί τῶν μεγάλων Ἀσκητῶν Πατέρων καί θεοφόρων Ἱεραρχῶν καί Ὁσίων μέχρι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Νοερά προσευχή ὡς μέσο καθάρσεως καί ἁγιασμοῦ πέρασε ἀπό πολλά στάδια. Τελικά πῆρε τήν μορφή τῶν πέντε λέξεων: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Μέσα σ᾿ αὐτές τίς λίγες λεξοῦλες ὑπάρχουν καί τά τρία εἴδη τῆς προσευχῆς πού εἶναι :
  • ἡ Δοξολογία,
  • ἡ Εὐχαριστία
  • καί ἡ Αἴτησις-παράκλησις.
Εὐχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», χωρίζεται σέ δύο μέρη: στό δογματικό καί στό ἱκετευτικό.
  • Τό δογματικό μέρος περιλαμβάνει τίς τρεῖς πρῶτες λέξεις: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», πού εἶναι ἀναγνώρισις τῆς Θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
  • Τό ἱκετευτικό μέρος περιλαμβάνει τίς ἄλλες δύο λέξεις: «ἐλέησόν με», πού εἶναι παράκλησις καί ἱκεσία γιά τήν σωτηρία μας.
Δηλαδή ἡ ὁμολογία πίστεως στόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό συνδέεται ταυτόχρονα μέ τήν ὁμολογία τῆς ἀδυναμίας μας νά σωθοῦμε μόνοι μας. Οὔτε τά ἔργα, αὐτά καθ᾿ ἑαυτά, μᾶς σώζουν οὔτε οἱ πολλές μας ἐλεημοσύνες, ἀλλά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τά ἔργα μας εἶναι ἁπλῆ ἀπόδειξις τῆς πίστεώς μας πρός τόν Θεόν, συνιστοῦν ὅμως καί τό καλό παράδειγμα πρός μίμησι ἀπό τόν πλησίον.
Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ θέλουμε νά ἐλκύσουμε, γι᾿ αὐτό καί τό φωνάζουμε, γι᾿ αὐτό καί τό προκαλοῦμε. Ὄχι μόνο γιά μᾶς προσωπικά ἀλλά καί γιά τόν σύντροφό μας, γιά τά παιδιά μας, γιά τά ἐγγόνια μας, γιά τούς ἐχθρούς μας, ἀλλά καί γιά τούς ἑτεροδόξους καί ἀλλοθρήσκους καί ἀκόμη περισσότερο γιά τούς θεομάχους καί ἐχθρούς τῆς πίστεως μας... Γιά ὅλον τόν κόσμο. Ὅλοι νά σωθοῦν, ὅλοι νά δοῦν τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τήν ἀλήθεια, πού εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής ὁδός, πού μᾶς ὁδηγεῖ στόν παράδεισο.
Ἐπάνω στο δογματικό καί ἱκετευτικό μέρος τῆς Εὐχῆς στηρίζεται ὅλος ὁ ἀγῶνας μας γιά σωτηρία. Πρῶτα πιστεύουμε στόν Θεόν, ὅτι δηλαδή ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παναγία μας ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, καί δεύτερον συναισθανόμεθα τήν ἁμαρτωλότητά μας. Ἔτσι μέ τήν Εὐχή συνοψίζεται ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Λέγοντας παντοῦ καί πάντοτε τήν μικρή αὐτή Εὐχούλα, τήν τόσο κεχαριτωμένη, ζοῦμε τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ζοῦμε μέσα στό πνεῦμα τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων καί διαποτιζόμεθα ἀπό τό “ρεῦμα” τῆς μακαριότητος, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Μαζί μέ τήν μετάνοια καί τήν συντριβή πρέπει νά ἔχουμε ὁπωσδήποτε τήν συναίσθησι ὅτι ἡ Εὐχή λέγεται στόν πανταχοῦ παρόντα Θεόν, τοῦ Ὁποίου ὁ Θρόνος βρίσκεται μέσα στήν καρδιά μας.
Πυρῆνας” δέ τῆς προσευχῆς στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι ὁ σωστικός λόγος: «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. αὐτός γαρ ΣΩΣΕΙ τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. Α΄: 21).
Ἔτσι, μέσα στήν Εὐχή συμπυκνώνεται ὁλόκληρή ἡ ζωή τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Καινῆς καί αὐτή εἶναι πού μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α΄ Κορ. ιβ΄ : 3).
Γιά νά κάνουμε, ὡστόσο, μιά καλή ἀρχή στήν προφορική Εὐχή, πρέπει νά μάθουμε νά σκύβουμε τό κεφάλι καί νά ταπεινούμεθα. Καί ὁ πλοῦτος τοῦ ταπεινοῦ φρονήματος θά αὐξηθῆ ἀπό τήν αἴσθησι τῆς θείας εὐφροσύνης διά μέσου τῆς Εὐχῆς, ὅταν αὐτή θά εἶναι ἀδολέσχημα τῶν χειλέων καί τοῦ ἐνδιάθετου λόγου.
Τήν ταπείνωσι τήν βιώνουμε μέ τήν ὀδύνη τοῦ σταυροῦ, πού μᾶς τόν φορτώνουν οἱ πολυποίκιλοι πειρασμοί τῆς ζωῆς.
  • Σέ συκοφαντοῦν; Νά ταπεινώνεσαι μέ πολλή προφορική Εὐχή
  • Σέ ἀδικοῦν; Ταπεινώσου μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
  • Σέ περιφρονοῦν; Νά, ἡ εὐκαιρία γιά ταπείνωσι μαζί μέ τήν Εὐχή.
  • Σ᾿ ἐγκαταλείπουν στίς ἀνάγκες σου καί ἀδιαφοροῦν γιά τήν σωματική ἀσθένειά σου; Πέσε στά γόνατα μέ ταπείνωσι καί συντριβή ἐκλιπαρῶντας προφορικά καί μέ ὀδύνη τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
  • Ἦρθαν κατατρεγμοί, διωγμοί καί θλίψεις στήν ζωή; Σήκωσε τά χέρια σου καί φώναζε μέχρι ν᾿ ἀνοίξουν οἱ οὐρανοί τῆς θείας εὐσπλαγχνίας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
«Ὑπομονῆς δεῖται καί μακροθυμίας ἡ ἄσκησις»

Τῷ Θεῷ πρέπει δόξα τώρα καί πάντοτε καί
στούς
αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!

Ἀπό τό βιβλίο: " «Εὐχή μέσα στόν κόσμο "
Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου
Ἐκδ. Γ. Γκέλμπεσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου