Κυριακή
Ε΄ τῶν Νηστειῶν (Μάρκ. ι΄ 32-45)
Ἁγίου
Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ὑπόμνημα
εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Μάρκον,
ὁμιλία ΞΕ΄ α΄.
Ὅταν
ἦρθε ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, δὲν ἀνεβαίνει
ἀμέσως στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐθαυματούργησε
πρῶτα, ἔκλεισε τὰ στόματα τῶν Ἰουδαίων,
συνομίλησε μὲ τοὺς μαθητάς του· ἐπάνω
στὸ θέμα τῆς ἀκτημοσύνης. «Ἄν θέλης
νὰ εἶσαι τέλειος, λέει, πούλησε τὰ
ὑπάρχοντά σου»· καὶ τῆς παρθενίας.
«Ὅποιος μπορεῖ νὰ κατανοήση, ἄς
κατανοήση»· καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης·
«Ἄν δὲν ἀναπλεύσετε τὴ ζωή σας καὶ
δὲ γίνετε σὰν παιδιά, δὲ θὰ μπῆτε στὴ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Συνωμίλησε ἀκόμα
κι ἐπάνω στὸ θέμα τῆς ἐδῶ ἀνταμοιβῆς·
«Ὅποιος ἄφησε σπίτια ἤ ἀδελφούς, ἤ
ἀδελφές, θὰ λάβη τὰ ἑκατονταπλάσια
στὴ ζωὴ αὐτή». Καὶ γιὰ τὶς ἀμοιβὲς
ἐκεῖ, «Καὶ θὰ κληρονομήσετε ζωὴν
αἰώνια».
Τότε
φέρνει στὴ σκέψη του τέλος τὴν πόλη,
καὶ σκοπεύοντας ν’ ἀνεβῆ, ἀναφέρεται
πάλι στὸ πάθος του. Ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν
νὰ γίνη αὐτό, ἦταν φυσικὸ νὰ τὸ
ξεχνοῦν καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς τὸ θυμίζει
ἀδιάκοπα, θέλοντας νὰ συνηθίση τὴν
ψυχή τους μὲ τὶς συχνὲς ὑπομνήσεις
καὶ νὰ μετριάση τὴ λύπη τους. Μιλεῖ
μαζί τους ἰδιαίτερα κατ’ ἀνάγκη· δὲν
ἔπρεπε ὁ λόγος αὐτὸς ν’ ἀνακοινωθῆ
μὲ σαφήνεια· κανένα κέρδος δὲν προέκυπτε
ἀπ’ αὐτό. Γιατὶ ἄν αὐτὰ προκαλοῦσαν
ταραχὴ στοὺς μαθητὰς ποὺ ἄκουαν, πολὺ
περισσότερον θὰ ἐτάραζαν τὸ λαό. Καλά,
καὶ δὲν εἰπώθηκαν καὶ στοὺς πολλούς;
θὰ ρωτοῦσε κανείς.