ΟΜΙΛΙΑ
Ζ΄
Πατέρες
μου,
Ἐδῶ
καί
ἀρκετό
καιρό
ἕνα
πνευματικό
μου
παιδί,
σέ
κάποιο
θέμα
μοῦ
εἶχε
ἀντιλογήσει,
καί
ὁπωσδήποτε
μέ
εἶχε
λυπήσει.
Τήν
ἐπαύριο
ἦρθε
καί
ζήτησε
συγγνώμη
μέ
πολλή
μετάνοια,
μέ
πολύ
πόνο,
κι
ἐγώ
βέβαια
ὁλοψύχως
τόν
συγχώρεσα.
Μοῦ
εἶπε:
«Γέροντα,
ἔχω
νά
σᾶς
πῶ
τό
ἑξῆς:
Μετά
ἀπό
τή
λύπη,
πού
σᾶς
προξένησα,
πῆγα
νά
κοιμηθῶ,
ἀλλά
δέν
μέ
εἶχε
πάρει
ὁ
ὕπνος.
Δέν
ξέρω
πῶς
μοῦ
συνέβη
καί
εἶδα,
Γέροντα,
ὅτι
βρέθηκα
σάν
στόν
Ἱερό
Γολγοθᾶ
καί
εἶδα
τόν
Χριστό
ἐπάνω
στόν
Σταυρό,
Ἐσταυρωμένο,
ἀκριβῶς
σέ
φυσικό
μέγεθος,
ζωντανότατο
καί
ἀπό
τίς
πληγές
Του
ἔτρεχε
αἷμα.
Ἐγώ
μόλις
εἶδα
τόν
Χριστό
στόν
Σταυρό
ἐπάνω,
ἄρχισα
νά
βάζω
μετάνοιες,
νά
Τόν
παρακαλῶ
νά
μοῦ
συγχωρέση
ὅλα
μου
τά
ἁμαρτήματα
καί
ἔλεγα
διάφορα
λόγια
μέ
μετάνοια
καί
ἀγάπη.
Κι
ἔτσι
πού
πρόσεχα
νά
δῶ
τί
θά
μοῦ
πῆ,
τί
ὕφος
ἔχει,
γιά
νά
κατατοπιστῶ
ἀνάλογα,
πῶς
τέλος
πάντων
βρίσκομαι
ἐγώ
μπροστά
στόν
Χριστό,
πολύ
ἁμαρτωλός,
ὀλιγώτερο,
συγχωρημένος,
ἀσυγχώρητος,
ἔτσι,
ὅπως
ἔκανα
μετάνοιες
καί
Τόν
κοίταζα,
βλέπω
νά
μοῦ
κάνη
νεῦμα
νά
κοιτάξω
δεξιά
Του.
Κοιτάζω
δεξιά
καί
βλέπω
ἐσᾶς
νά
στέκεσθε
ἐκεῖ.
Τότε
μοῦ
εἶπε
ὁ
Χριστός: