Ένας
νέος καταλαμβανόμενος από τη σκέψη, ότι και οι αιρετικοί με τα καλά
έργα θα σωθούν, πήγε μετά την απόλυση της Ιερής Λειτουργίας στο κελί του
λεγόμενου Διδασκάλου και είπε σε αυτόν:
«Πανοσιότατε
πατέρα, σήμερα μεγάλη εντύπωση μου προξένησε ο λόγος σας, αλλά επειδή
ακόμα με διστάζει ο λογισμός μου, γι’ αυτό θα σας κάνω την εξής ερώτηση:
εάν δύο σώφρονες και ανεπτυγμένοι άνθρωποι, ο ένας είναι τέκνο της
Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και ο άλλος υποτάσσεται στις αιρέσεις που
υπάρχουν, αυτοί-λέω- κάνουν έργα θεοφιλή και θεάρεστα, είναι ελεήμονες,
αμνησίκακοι, σώφρονες, περιφρουρούν τη δικαιοσύνη και κάθε άλλη αρετή,
αυτοί όταν πεθάνουν, θα σωθούν εξίσου;».
Σε απάντηση, ο Διδάσκαλος βγάζοντας από το πορτοφόλι του ένα χαρτονόμισμα αξίας εκατό φράγκων, είπε αυτό: