Σελίδες

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Ἀρχιμ. Παῦλος Δημητρακόπουλος, Οἱ Χριστολογικές πλάνες τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ- Ἐθνικές καί κοινωνικές ἀντιλήψεις

Η παρακάτω ομιλία με τίτλο «Οι Χριστολογικές πλάνες των μαρτύρων του Ιεχωβά- Εθνικές και κοινωνικές αντιλήψεις» εκφωνήθηκε σε ΑΝΤΙΧΙΛΙΑΣΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΟΙ ΠΛΑΝΕΣ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ» την ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΜΑΪΟΥ 2015 στην ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ και επανελήφθη την ΔΕΥΤΕΡΑ 25  ΜΑΪΟΥ 2015 στην ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ.
Εν Πειραιεί τη 2α Ιουνίου 2015
«Οι Χριστολογικές πλάνες των μαρτύρων του Ιεχωβά- Εθνικές και κοινωνικές αντιλήψεις»
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Όπως είναι γνωστό, η φυλλαδική εταιρεία «Σκοπιά», με πρωτοφανή σατανοκίνητη μανία πολεμεί την Ορθόδοξη Εκκλησία, την οποία προσπαθεί να ανατρέψει εκ θεμελίων.
Ιδιαιτέρως έστρεψε την προσοχή της προς το πρόσωπο του ιδρυτού της, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, το οποίο προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποδομήσει. Γι’ αυτό και η βασικότερη δογματική της διδασκαλία, που ανέπτυξε μέσα στους κόλπους της, ήδη από τις πρώτες ημέρες της εμφανίσεώς της, είναι η άρνηση της Θεότητος του Χριστού. Κατά τους Χιλιαστές, όπως παλαιότερα και κατά τους Αρειανούς, ο Υιός δεν γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων, αλλά εκτίσθηκε, δημιουργήθηκε  από τον Πατέρα εν χρόνω και είναι το πρώτο κτίσμα του Θεού. Επομένως κατ’ αυτούς ο Υιός δεν έχει την ίδια ουσία και αξία με τον Πατέρα, αλλά είναι κατωτέρας ουσίας και αξίας. Δεν είναι ο Γιαχβέ, «Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού». Είναι άγγελος και πιο συγκεκριμένα είναι ο αρχάγγελος Μιχαήλ. Ωστόσο η Αγία Γραφή αποδεικνύει την Θεότητα του Υιού από πολλές απόψεις και με μεγάλο πλήθος αγιογραφικών χωρίων. Από αυτά θα αναφέρουμε τα κυριότερα.

Δεν είναι κτίσμα.

Αναφέρουμε πρώτα και ερμηνεύομε τα χωρία, στα οποία οι χιλιαστές προσπαθούν να στηρίξουν την διδασκαλία τους, ότι δήθεν ο Υιός είναι κτίσμα. Ένα πρώτο χωρίο που επικαλούνται είναι από την προς Κολασσαείς επιστολή του απ. Παύλου (1,15): «Ος εστίν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως». Δηλαδή ο Χριστός είναι η ορατή μορφή του αοράτου Θεού, ο οποίος γεννήθηκε και δεν εκτίσθηκε από την ουσία του Πατρός, ως πρωτότοκος Υιός του, προτού να δημιουργηθούν όλα τα κτίσματα. Από την φράση «πρωτότοκος πάσης κτίσεως» οι χιλιαστές συμπεραίνουν ότι ο Υιός είναι το πρώτο κτίσμα του Θεού. Ωστόσο εδώ ο Παύλος δεν λέγει «πρωτόκτιστος», αλλά «πρωτότοκος». Αυτό σημαίνει, ότι ο Υιός δεν εκτίσθη, αλλ’ ετέχθη, εγεννήθη προτού να δημιουργηθούν όλα τα κτίσματα. Το γέννημα είναι της αυτής φύσεως με τον γεννήτορα, ενώ το κτίσμα είναι άλλης φύσεως. Ο Θεός γεννά Θεόν, κτίζει δε, (δημιουργεί), αγγέλους, ανθρώπους και γενικά όλη την υλική δημιουργία. Το ότι ο Υιός προϋπήρχε όλων των κτισμάτων αποδεικνύεται και από την αμέσως επόμενη φράση του στίχου 16: «ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα». Με το αιτιολογικό «ότι» ο απόστολος διασαφίζει ακόμη πιο ξεκάθαρα την προηγούμενη φράση ως εξής: Ο υιός  εγεννήθη προ πάσης της κτίσεως, διότι Αυτός έκτισε τα πάντα και δεν ήτο δυνατόν να κτίσει τα πάντα, αν δεν προϋπήρχε των πάντων. Και βέβαια μέσα στη λέξη «τα πάντα» δεν θα πρέπει να εννοήσουμε μόνον τα όντα αλλά και τον χρόνον. Ο Υιός ως δημιουργός και του χρόνου είναι έξω από τον χρόνο και άρα προαιώνιος και αΐδιος. Αυτή η αλήθεια φαίνεται και από την ίδια την διακήρυξή του περί του εαυτού του: «Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί» (Ιω.8,58). Προτού να δημιουργηθεί ο Αβραάμ εγώ υπάρχω. Είναι άξιον προσοχής, ότι ενώ για τον Αβραάμ χρησιμοποιεί το ρήμα γίγνεσθαι, για τον εαυτό του χρησιμοποιεί το ρήμα ειμί και μάλιστα σε ενεστώτα. Και τούτο, διότι ο Αβραάμ είναι κτίσμα, που δημιουργήθηκε εν χρόνω, ενώ αυτός είναι ο κτίστης του Αβραάμ και όλων των κτισμάτων. Παρά κάτω στο ίδιο στίχο 16 τονίζει ότι «τα πντα δι' αυτού και εις αυτν έκτισται».Τα πάντα δηλαδή έχουν κτισθή όχι μόνον δι’ αυτού, αλλά και δι’ αυτόν, διά την δόξαν αυτού. Ο Υιός δηλαδή είναι όχι μόνον ο δημιουργός, η αρχή και το τέλος της κτίσεως, αλλά και ο τελικός σκοπός της κτίσεως. Παρά κάτω στην ίδια επιστολή στο 2,9 παρουσιάζει ακόμη πιο ξεκάθαρα την Θεότητα του Υιού: «ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς». Εν τω Χριστώ κατοικεί ολόκληρος η Θεότης, όχι ασωμάτως, όπως προ της ενανθρωπήσεως, αλλά μέσα σε ανθρώπινη φύση, την οποία προσέλαβε διά της σαρκώσεως. Δηλαδή ολόκληρη η η θεία ουσία, όλος ο πλούτος της Θεότητος ουσιωδώς, κατοίκησε μέσα στην ανθρωπίνη φύση του Χριστού, έτσι ώστε αυτός είναι πλέον «εικών του Θεού του αοράτου», ορατή μορφή του αοράτου Θεού. Κατά παρόμοιο  τρόπο διακηρύσσεται η Θεότης και στην προς Ρωμαίους επιστολή: «ων οι πατέρες, και εξ ων ο Χριστς το κατ σάρκα, ο ων επ πάντων Θες ευλογητς εις τος αιώνας» (Ρωμ.9,5). Δηλαδή αυτών, (των Ισραηλιτών), πνευματική κληρονομιά είναι οι Πατέρες, (οι πατριάρχες και οι προφήτες), και από αυτούς κατάγεται κατά την ανθρωπίνη φύση ο Χριστὸς. Αυτός δε ο Χριστός είναι ο Θεός, που εξουσιάζει τα πάντα. Την ίδια αλήθεια διετύπωσε ο Κύριος κατά την ώρα του μυστικού δείπνου, ολίγον προ του πάθους του «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω.14,9). Μέσα στην ανθρώπινη φύση του Υιού φανερώνεται η αλήθεια, η δόξα και η αγιότης του Πατρός, έτσι ώστε εκείνος που βλέπει τον Υιόν να βλέπει ταυτόχρονα και τον Πατέρα. Ο Υιός μ’ άλλα λόγια είναι αυτό ακριβώς που είναι και ο Πατήρ κατά την ουσία και τις θείες ενέργειες, χωρίς όμως να ταυτίζονται οι δύο υποστάσεις. Εδώ δηλαδή ο Κύριος, ενώ από τη μιά μεριά ταυτίζει τον εαυτό του με τον Πατέρα, από την άλλη τον διακρίνει κατά τις υποστάσεις, για να φανεί ότι η ιδική του υπόσταση δεν ταυτίζεται με την υπόσταση του Πατέρα.
Ένα άλλο χωρίο που επικαλούνται οι χιλιαστές είναι: «Τάδε λέγει ο Αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός, η αρχή της κτίσεως του Θεού» (Αποκ. 3,14). Από την φράση «η αρχή της κτίσεως του Θεού», συμπεραίνουν οι χιλιαστές ότι ο Υιός είναι το πρώτο κτίσμα του Θεού. Η φράση  «αρχή της κτίσεως» δεν σημαίνει την αρχή, την έναρξη της δημιουργίας, αλλά την δημιουργική αιτία της κτίσεως κατά το «πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιω.1,3), όπως διατυπώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, Και πιο πάνω στον στίχο 1 διακηρύσσει την Θεότητα εκείνου δια του οποίου εδημιουργήθησαν τα πάντα, δηλαδή του Θεού Λόγου: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Ο ενυπόστατος Λόγος, ο Υιός του Θεού, ο οποίος εν χρόνω «σὰρξ εγένετο», είναι Θεός και έχει την ίδια ουσία και φύση με τον Θεόν Πατέρα. Άλλωστε αυτόν προσκυνούν οι άγγελοι σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο: «Κα προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού» (Εβρ.1,6). Αν ήταν κτίσμα δεν θα τον προσκυνούσαν, αφού ο Θεός απαγορεύει την προσκύνηση των κτισμάτων. Επίσης και ο Δαυΐδ επιβεβαιώνει: «εκ γαστρς πρ εωσφρου εγννησ σε» (Ψαλμ.109, 3). Από τους κόλπους μου και από την ουσία μου, είπε ο Θεός προς τον Μεσσία, σε εγέννησα (και όχι σε έκτισα), προ εωσφόρου, πριν από τα άστρα και τον αυγερινό, πρωτότοκον πάσης της κτίσεως.
Ένα ακόμη χωρίο που διαστρεβλώνουν οι χιλιαστές είναι από το βιβλίο των Παροιμιών: «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού, εις έργα αυτού…Προ του όρη εδρασθήναι, προ δε πάντων βουνών γεννά με» (22,25). Η φράση «έκτισέ με», που αποδίδεται στα εβραϊκά «Γιαχβέ κανανεί», έχει δύο σημασίες: κτίζω (δημιουργώ) και κτώμαι (αποκτώ). Εδώ έχει την δεύτερη σημασία, διότι παρά κάτω στον στίχο 25 το ίδιο πρόσωπο που ομιλεί, (η ενυπόστατη σοφία του Θεού, δηλαδή ο Υιός), χρησιμοποιεί σαφέστατα το ρήμα «γεννά με». Επομένως θα ερμηνεύσωμε: Ο Κύριος με απέκτισε διά της προαιωνίου γεννήσεώς μου για να αποτελέσω την δημιουργική αρχή που διέπει όλη την τάξη και τους νόμους της δημιουργίας.  

Δεν είναι μικρότερος του Πατρός.

Στη συνέχεια αναφέρομε και ερμηνεύομε χωρία, στα οποία οι χιλιαστές προσπαθούν να στηρίξουν την διδασκαλία, ότι ο Υιός είναι δήθεν κατώτερος του Πατρός: «Θέλω δε υμάς ειδέναι ότι παντς ανδρς η κεφαλ ο Χριστός εστί, κεφαλ δε γυναικς ο ανήρ, κεφαλ δε Χριστού ο Θεός» (Α΄Κορ.11,3). Από την φράση «κεφαλὴ δε Χριστού ο Θεός» συμπεραίνουν οι χιλιαστές, ότι ο Υιός είναι κατωτέρας φύσεως σε σχέση με τον Πατέρα. Εάν δεχθούμε όμως αυτό, τότε κατά παρόμοιο τρόπο από την φράση «κεφαλὴ δε γυναικὸς ο ανήρ», θα πρέπει να συμπεράνουμε, ότι η γυνή είναι κατωτέρας φύσεως σε σχέση προς τον άνδρα, δεν είναι δηλαδή άνθρωπος, πράγμα άτοπον. Είναι αξιοπρόσεκτο, ότι εδώ ο απόστολος δεν λέγει «κεφαλή του Υιού ο Πατήρ», αλλά λέγει «κεφαλή του Χριστού ο Θεός». Ο Πατήρ είναι κεφαλή του Χριστού ως ανθρώπου.
Επίσης επικαλούνται τα χωρία: «Είτα το τέλος, όταν παραδώ την βασιλείαν τω Θεώ και πατρί». «Όταν δε υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και αυτς ο υις υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, ίνα η ο Θες τα πάντα εν πάσιν». (Α΄Κορ.15,24,28). Σύμφωνα με τα χωρία αυτά ο Υιός κατά το τέλος του κόσμου θα παραδώσει την βασιλεία και θα υποταγή στον Θεόν Πατέρα. Και εδώ πάλι συμπεραίνουν οι χιλιαστές,  ότι ο Υιός είναι κατωτέρος του Πατρός. Ωστόσο και τα χωρία αυτά όπως και το προηγούμενο, αναφέρονται στην ανθρώπινη φύση του Υιού. Ως Μεσσίας και μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων ο Υιός έλαβε το βασιλικό, και προφητικό και αρχιερατικό αξίωμα, για να φέρει εις πέρας την μεσσιανική αποστολή του. Μετά δε το πέρας της αποστολής αυτής, κατά το τέλος του κόσμου, θα παραδώσει την βασιλεία στον Πατέρα, θα καταθέσει δηλαδή την εντολή, την οποία έλαβε ως άνθρωπος. Ως άνθρωπος ο Υιός θα υποταγεί στον υποτάσσοντα τα πάντα Θεόν, ως Θεός όμως ο Υίος δύναται να υποτάσσει τα πάντα εις εαυτόν, σύμφωνα με άλλο χωρίο «ός μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτ σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού κατ την ενέργειαν του δύνασθαι αυτν και υποτάξαι αυτώ τα πάντα» (Φιλιπ. 3,21). Δηλαδή ο Χριστός θα μεταμορφώσει το φθαρτό σώμα μας, ώστε να γίνει όμοιο με το δοξασμένο σώμα του και αυτή την μεταμόρφωση θα την πραγματοποιήσει με την πανίσχυρη δύναμή του, με την οποία δύναται να υποτάξει στον εαυτό του τα πάντα.
Επίσης και στην προς Εβραίους επιστολή παρουσιάζεται ο Υιός ως Θεός, ο οποίος εξουσιάζει τα πάντα χωρίς να υποτάσσεται και να εξουσιάζεται από κανένα και να βασιλεύει αιωνίως: «προς δε τον υιόν· ο θρόνος σου, ο Θεός, εις τον αιώνα του αιώνος· άβδος ευθύτητος η άβδος της βασιλείας σου» (1,8), (Βλ και Ψαλμ. 44,7). Εξ’ άλλου αναφέρονται στα ευαγγελικά κείμενα περιπτώσεις, όπου βλέπουμε τον ίδιο τον Κύριο να εξισώνει τον εαυτό του με τον Πατέρα του, πράγμα το οποίο εξώργιζε τους Ιουδαίους: «δι τούτο ούν μάλλον εζήτουν αυτν οι Ιουδαίοι αποκτείναι, ότι ου μόνον έλυε τ σάββατον, αλλ και πατέρα ίδιον έλεγε τν Θεόν, ίσον εαυτν ποιών τω Θεώ» (Ιω.5,18). «Εβάστασαν ουν πάλιν λίθους οι Ιουδαίοι ίνα λιθάσωσιν αυτόν. Απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς· πολλ καλ έργα έδειξα υμίν εκ του πατρός μου· δι ποίον αυτών έργον λιθάζετέ με; απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι λέγοντες· περ καλού έργου ου λιθάζομέν σε, αλλ περ βλασφημίας, κα ότι συ άνθρωπος ων ποιείς σεαυτν Θεόν» (Ιω.10,31-33).
 Άλλο χωρίο: «Κα επηρώτησέ τις αυτν άρχων λέγων· διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσας ζων αιώνιον κληρονομήσω; είπε δ αυτώ ο Ιησούς· τί με λέγεις αγαθόν; ουδες αγαθς ει μ είς ο Θεός» (Λουκ.18,19). Ο Ιησούς, λέγουν οι χιλιαστές, δεν δέχθηκε να λέγεται αγαθός, διότι αγαθός είναι μόνον ο Θεός. Άρα ο Ιησούς δεν είναι Θεός. Ωστόσο η έννοια είναι άλλη. Ο άρχοντας μίλησε στον Χριστό με την ιδέα, ότι ο Χριστός είναι απλός άνθρωπος. Γι’ αυτό και δεν ονόμασε αυτόν Υιόν του Θεού, όπως ο Πέτρος, ή Κύριο και Θεόν, όπως ο Θωμάς, αλλ’ απλώς διδάσκαλο. Γι’ αυτό και ο Χριστός δεν δέχθηκε να τον λέγει αγαθόν. Ότι δε ο Χριστός ως Θεός είναι ο αγαθός Θεός, φαίνεται από την Α΄ Πέτρου 2,3: «είπερ εγεύσασθε, ότι χρηστός(δηλαδή αγαθός, γλυκύς) ο Κύριος», όπως επίσης και από την προσωνυμία «ο άγιος» (Αποκ.3,7), που αποδίδεται στον Χριστό.
Άλλο χωρίο: «Αύτη δέ εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τν μόνον αληθινν Θεν κα ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιω.17,3). Ο Ιησούς Χριστός, λέγουν οι χιλιαστές, διακρίνεται και δεν συμπεριλαμβάνεται στην έννοια του μόνου αληθινού Θεού. Είναι άρα κατώτερος από τον Πατέρα. Ωστόσο εδώ ο Ιησούς μνημονεύεται ιδιαιτέρως με την φράση «ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν», διότι υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, που είναι η σάρκωσις. Επομένως η έννοια του χωρίου είναι: Πάτερ εις τούτο έγκειται η αιώνιος ζωή, εις το να γνωρίσουν οι άνθρωποι, ότι συ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός, να γνωρίσουν δε επίσης και τον σεσαρκωμένον υιόν σου, τον Ιησούν Χριστόν, τον οποίο απέστειλες στον κόσμον. Ως Θεός ο Υιός είναι εξ’ ίσου με τον Πατέρα ο μόνος αληθινός Θεός, όπως φαίνεται στο Α΄ Ιω. 5,20: «Ούτος εστίν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος».
Άλλο χωρίο: «Περ δ της ημέρας εκείνης η της ώρας ουδες οίδεν, ουδ οι άγγελοι εν ουρανώ, ουδ ο υιός, ει μ ο πατήρ» (Μαρκ. 13,32). Αφού ο Υιός ομολογεί,  λέγουν οι χιλιαστές, ότι ούτε αυτός γνωρίζει τον χρόνον της Β΄ Παρουσίας, αλλά μόνον ο Πατήρ, άρα είναι κατώτερος από τον Πατέρα. Ωστόσο ο Υιός ως άνθρωπος αγνοεί τον χρόνον της Β΄ Παρουσίας. Ως άνθρωπος ο Ιησούς είχε προοδευτική και όχι άπειρη σοφία, διότι σύμφωνα προς το Λουκ. 2,52: «Ιησούς προέκοπτε σοφία και ηλικία». Ως Θεός όμως εγνώριζε τους πάντες και τα πάντα: «αυτς δ ο Ιησούς ουκ επίστευεν εαυτν αυτοίς δι τ αυτν γινώσκειν πάντας» (Ιω.2,24). «Νυν οίδαμεν ότι οίδας πάντα κα ου χρείαν έχεις ίνα τίς σε ερωτά. Εν τούτ πιστεύομεν ότι απ Θεού εξήλθες» (Ιω.16,30). «Εγώ είμι ο ερευνών νεφρούς και καρδίας» (Αποκ.2,23). Επίσης στα ευαγγέλια προλέγει τα σημεία της δευτέρας του παρουσίας, στην δε αποκάλυψη επανειλημμένως μας βεβαιώνει: «έρχομαι ταχύ» (Αποκ.3,11). Ο Κύριος ο οποίος θα έλθει κατά την ημέρα της Β΄ Παρουσίας του να κρίνει την ανθρωπότητα, αυτός και μόνος γνωρίζει και την ημέρα της ελεύσεώς του.
Άλλο χωρίο: «Ει ηγαπάτέ με, εχάρητε αν ότι είπον, πορεύομαι πρς τν πατέρα· ότι ο πατήρ μου μείζων μού εστί» (Ιω.14,28). Ιδού αυτός ο Υιός, λέγουν οι χιλιαστές, ομολογεί ότι είναι μικρότερος του Πατρός. Αλλά και εδώ ο Χριστός ομιλεί ως άνθρωπος. Ως άνθρωπος είναι μικρότερος όχι μόνον του Πατρός, αλλά και των αγγέλων: «ηλάττωσας αυτν βραχύ τι παρ᾿ αγγέλους, δόξ κα τιμή εστεφάνωσας αυτόν» (Εβρ.2,7). Ως άνθρωπος επίσης πεινά, διψά, κοπιά, προσεύχεται σταυρούται κ.λ.π. Επομένως η έννοια του χωρίου είναι η εξής: «Εάν με αγαπούσατε θα χαιρόσασταν, διότι σας είπα, πορεύομαι προς τον Πατέρα, διότι ο Πατήρ μου ευρίσκεται σε κατάσταση μεγαλείου, ενώ εγώ βρίσκομαι σε κατάσταση ταπεινώσεως και βασάνων». Ως Θεός ο Χριστός και της αυτής φύσεως προς τον Πατέρα είναι ίσος προς αυτόν, σύμφωνα με την προς Φιλιππησίους: «ος εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμν ηγήσατο τ είναι ίσα Θεώ, άλλ᾿ εαυτν εκένωσε μορφν δούλου λαβών» (Φιλιπ.2,6,7). Δηλαδή ο Χριστός αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεόν Πατέρα, δεν εθεώρησε ότι είχε από αρπαγή την ισότητά του προς τον Θεόν, ώστε να μην τολμάει να αποθέσει αυτό που άρπαξε, από φόβο μήπως το χάσει.

2ον
Δεν είναι άγγελος.

Ταυτίζουν οι χιλιαστές τον Χριστό με τον αρχάγγελο Μιχαήλ. Αλλ’ αυτό αποκλείεται από σαφή χωρία της αγ. Γραφής και ιδίως από το πρώτο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής, όπου γίνεται σύγκρισις Υιού και αγγέλων. Παραθέτομε μόνον δύο χωρία: «πρς τίνα δ των αγγέλων είρηκέ ποτε· κάθου εκ δεξιών μου έως αν θω τος εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου; ουχ πάντες εισ λειτουργικ πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δι τος μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν;» (1,13-14). Σε κανένα από τους αγγέλους δεν είπε ποτέ: κάθησε στα δεξιά μου. Αυτό το είπε μόνο στον Χριστό, διότι ο Χριστός δεν είναι άγγελος. Οι άγγελοι είναι όλοι υπηρετικά πνεύματα, ενώ ο Χριστός είναι ο Κύριος των αγγέλων. Επίσης: «όταν δ πάλιν εισαγάγ τν πρωτότοκον εις τν οικουμένην, λέγει· κα προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες άγγελοι Θεού» (1,6). Όταν θα εισαγάγη ο Πατήρ τον Υιόν του τον πρωτότοκο, που γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάσης της κτίσεως, δια να κρίνει με δόξα και δύναμη την οικουμένη, λέγει: Ας τον προσκυνήσουν όλοι οι άγγελοι του Θεού. Άρα ο Χριστός δεν είναι άγγελος, αλλά αυτός τον οποίον προσκυνούν οι άγγελοι, ο Θεός.

Αντικείμενο λατρείας.

Επίσης βλέπουμε ότι ο Χριστός δέχεται να προσκυνείται και να λατρεύεται, παρ’ όλο που ήταν γνωστό στους Ιουδαίους, ότι η προσκύνησις και η λατρεία ανήκουν μόνον στο Θεό, σύμφωνα με τον λόγο της Γραφής: «Κύριον τν Θεόν σου προσκυνήσεις κα αυτώ μόν λατρεύσεις» (Ματθ.4,10 και Δευτ.6,13). Άρα ο Χριστός δεν είναι μόνον άνθρωπος, αλλά και Θεός. Παραθέτομε μερικά σχετικά χωρία: Λέγει στο Δευτερονόμιο «κα προσκυνησάτωσαν ατ πάντες γγελοι Θεο» ( 32,43). Αυτός τον οποίον πρέπει να προσκυνήσουν όλοι οι άγγελοι, είναι ο Γιαχβέ, ο Θεός. Η ίδια όμως αυτή φράση αποδίδεται και για τον Υιόν του Θεού, στην προς Εβραίους επιστολή: «ταν δ πάλιν εσαγάγ τν πρωτότοκον ες τν οκουμένην, λέγει· κα προσκυνησάτωσαν ατ πάντες γγελοι Θεο» (Εβρ.1,6). Άλλη μια μαρτυρία έχουμε από το όραμα του προφήτου Δανιήλ: «Εθεώρουν ν ράματι τς νυκτς κα δο μετ τν νεφελν το ορανο ς υἱὸς νθρώπου ρχόμενος ν κα ως το παλαιο τν μερν φθασε κα νώπιον ατο προσηνέχθη. κα ατ δόθη ρχ κα τιμ κα βασιλεία, κα πάντες ο λαοί, φυλαί, γλσσαι ατ δουλεύσουσιν (δηλαδή αυτόν θα λατρεύσουν)· ξουσία ατο ξουσία αώνιος, τις ο παρελεύσεται, κα βασιλεία ατο ο διαφθαρήσεται (Δαν.7,13-14). Στο όραμα αυτό βλέπει ο προφήτης κάποιον που είχε μορφή ανθρώπου, να έρχεται καθισμένος πάνω στα σύννεφα του ουρανού, μέχρις ότου έφθασε ενώπιον του Παλαιού των ημερών, του Θεού Πατρός. Και εδόθηκε σ’ αυτόν η εξουσία, η τιμή και η βασιλεία. Και όλοι οι άνθρωποι από κάθε φυλή και γλώσσα, θα υποταχθούν και θα υπηρετήσουν Αυτόν. Ο Υιός του ανθρώπου, τον οποίον εδώ βλέπει εν οράματι ο προφήτης, είναι όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες, ο Μεσσίας, ο ενανθρωπίσας Θεός, ο Χριστός. Αυτός δε ως αιώνιος βασιλεύς είναι και αντικείμενο λατρείας, διότι είναι συγχρόνως και Υιός του Θεού. Επίσης από την Κ.Δ. έχουμε την μαρτυρία του ευαγγελιστού Ματθαίου, ο οποίος σημειώνει, ότι οι μαθητές προσκύνησαν τον Κύριο μετά την κατάπαυση της τρικυμίας και ο Κύριος δεν αρνήθηκε την προσκύνηση: «Ο δ ν τ πλοί λθόντες προσεκύνησαν ατ λέγοντες· ληθς Θεο υἱὸς ε» (Ματθ. 14,33).

Η ανάσταση του Χριστού.

Οι μάρτυρες του Ιεχωβά, αρνούμενοι την Θεότητα του Χριστού, κατά φυσική συνέπεια αρνούνται και την ανάσταση του σώματός του. Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός κατέθεσε άπαξ διά παντός την σωματική του ζωή, όταν απέθανε πάνω στο σταυρό, για να μην λάβει αυτήν πάλι ποτέ. Αν και με την λέξη ανάσταση όλοι μας εννοούμε, ότι ανίσταται εκείνο που αποθνήσκει, οι χιλιαστές λέγουν ότι στην περίπτωση του Χριστού απέθανε σώμα και ανέστη πνεύμα, επικαλούμενοι το χωρίο από την Α΄ Πετρ. 3,18: «θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι». Ωστόσο η έννοια του χωρίου αυτού είναι, ότι ο Χριστός εθανατώθηκε ως προς την σάρκα πάνω στο σταυρό και χωρίστηκε η ψυχή του από το σώμα του. Η δε ψυχή του όχι μόνο δεν εκμηδενίστηκε, αλλά καθώς ήταν ενωμένη με την θεότητα, έλαβε νέες ζωοποιές δυνάμεις, ώστε με την κάθοδό της στο άδη να φέρει εις πέρας το έργο του ευαγγελισμού των ψυχών, που έζησαν κατά την προ Χριστού εποχήν και ήταν φυλακισμένες στον άδη, για το οποίο έργο ομιλεί ευθύς αμέσως στον επόμενο στίχο 19: «ν κα τος ν φυλακ πνεμασι πορευθες κρυξεν». Το ότι δε δεν ανέστη κάποιο πνεύμα αντί του σώματος, το οποίο απέθανε πάνω στο σταυρό, αποδεικνύεται ξεκάθαρα και από τα παρά κάτω χωρία: Μετά την ανάστασή του ο Χριστός προτρέπει τους μαθητάς του να τον ψηλαφήσουν για να βεβαιωθούν ότι το αναστημένο σώμα του είναι σώμα με «σάρκα και οστέα», και όχι πνεύμα ή φάντασμα, είναι το ίδιο εκείνο σώμα που πέθανε πάνω στο σταυρό.: «δετε τς χεράς μου κα τος πόδας μου, τι ατς γώ εμι· ψηλαφήσατέ με κα δετε, τι πνεμα σάρκα κα στέα οκ χει καθς μ θεωρετε χοντα» (Λουκ.24,39). Επίσης σε άλλη περίπτωση λαμβάνει τροφή:«Κα λαβν νώπιον ατν φαγεν» (Λουκ.24,43). Αν και το σώμα της αναστάσεως δεν είχε ανάγκη τροφής, ο Κύριος έφαγε, για να δείξει ότι δεν είναι φάντασμα, αλλά είχε πραγματικό σώμα με σάρκα και οστά. Επίσης δέχεται να ψηλαφηθεί από τον Θωμά: «Ετα λέγει τ Θωμ· φέρε τν δάκτυλόν σου δε κα δε τς χεράς μου, κα φέρε τν χερά σου κα βάλε ες τν πλευράν μου» (Ιω.20,27). Ο Θωμάς ήθελε να δει και να ψηλαφήσει τα τρυπημένα από τα καρφιά χέρια και την λογχευμένη πλευρά για να πεισθεί, ότι όντως ο Χριστός αναστήθηκε, διότι εννοούσε την ανάσταση ως ζωοποίηση του νεκρωθέντος επί του σταυρού σώματος του Κυρίου και όχι όπως την εννοούν οι χιλιαστές. Επίσης όταν ο άγγελος είπε στις μυροφόρες ότι «ανέστη ο Κύριος, δεν είναι εδώ», έδειξε τον κενό τάφο: «ησον ζητετε τν Ναζαρηνν τν σταυρωμένον· γέρθη, οκ στιν δε· δε τόπος που θηκαν ατόν» (Μαρκ. 16,6). Τι βρισκόταν προηγουμένως εκεί; Το νεκρό σώμα του Ιησού. Ε, λοιπόν αυτό ήταν εκείνο, που αναστήθηκε και έφυγε από τον τάφο.
Ένα άλλο χωρίο που επικαλούνται οι χιλιαστές είναι από την Α΄ Κορ.15,50: «σάρξ κα αμα βασιλείαν Θεο κληρονομσαι ο δύνανται, οδ φθορ τν φθαρσίαν κληρονομε». Ωστόσο η φράση «σάρξ καὶ αἷμα» έχει διάφορες σημασίες στη γλώσσα της Γραφής. Μπορεί α) να σημαίνει την σάρκα και το αίμα (Εβρ.2,14), ή β) να σημαίνει τον άνθρωπο (Ματθ.16,17), ή γ) την σεξουαλικότητα (Ιω.1,13), ή δ) την φθορά γενικώς. Εδώ στην προκειμένη περίπτωση έχει την τελευταία σημασία και τούτο φαίνεται από όσα προσθέτει αμέσως παρά κάτω: «οὐδὲ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν κληρονομεῖ». Το σώμα κληρονομεί και αυτό την βασιλεία των ουρανών. Αλλά πρέπει προηγουμένως να γίνει σ’ αυτό αλλαγή και μεταβολή. Πρέπει δηλαδή να γίνει άφθαρτο και αθάνατο. Να μην υπόκειται στις βιολογικές ανάγκες της παρούσης ζωής και στα αδιάβλητα ανθρώπινα πάθη (πείνα, δίψα κ.λ.π.). Αυτό το ίδιο το φθαρτό σώμα θα ενδυθεί την αφθαρσία και όχι κάποιο άλλο. Την αλήθεια αυτή τονίζει ο απόστολος παρά κάτω: «δε γρ τ φθαρτν τοτο (και όχι κάποιο άλλο) νδύσασθαι φθαρσίαν κα τ θνητν τοτο νδύσασθαι θανασίαν» (Α΄Κορ.15,53). Ειδικότερα το αναστημένο σώμα του Χριστού, δεν είχε ανάγκη από την διαδικασία αυτής της μεταβολής και μεταστοιχειώσεως από την φθορά στην αφθαρσία, την οποία έχουν τα δικά μας φθαρτά σώματα. Διότι η σάρκα του Κυρίου, ή οποία κατοίκησε στον τάφο, ενωμένη καθώς ήταν με την Θεότητά του δεν έπαθε τίποτε, δεν υπέστη την φθορά της αποσυνθέσεως. Ούτε επίσης η ψυχή του παρέμεινε δέσμια και αιχμάλωτη στον άδη, αλλά ενωμένη καθώς ήταν και αυτή με την Θεότητά του, «εσκύλευσε» λαφυραγώγησε τον άδη, δηλαδή απελευθέρωσε τις ψυχές των κεκοιμημένων δικαίων, που έζησαν κατά την εποχή της Π.Δ. Και στη συνέχεια αφού επανήλθε στο πανάγιο σώμα του και ενώθηκε με αυτό, ανεστήθη πλέον σε νέα κατάσταση δόξης και αθανασίας. Την αλήθεια αυτή προφητεύει και ο Δαυΐδ στον μεσσιανικό ψαλμό 15,10: «τι οκ γκαταλεψεις τν ψυχν μου ες δην, οδ δσεις τν σιν σου δεν διαφθορν». Επίση και  ο απόστολος Πέτρος επιβεβαιώνει ότι «προϊδν (ο Δαυΐδ) λάλησε περ τς ναστάσεως το Χριστο τι ο κατελείφθη ψυχ ατο ες δου οδ σρξ ατο εδε διαφθοράν» (Πραξ. 2,31).Αντιθέτως οι χιλιαστές ισχυρίζονται ότι το σώμα του Χριστού εξαφανίστηκε και πιθανώς διαλύθηκε εις αέρια.

Εθνικές και κοινωνικές αντιλήψεις.

Περί Πατρίδος.

Η «φυλλαδική εταιρεία Σκοπιά» των μαρτύρων του Ιεχωβά διδάσκει και διαπαιδαγωγεί τους οπαδούς της να μην αγαπούν την πατρίδα, να χλευάζουν την σημαία, να μην λαμβάνουν όπλα προς υπεράσπισή της. Προφητεύουν την κατάργηση όλων των πατρίδων και την παγκόσμιο επικράτηση του Ισραήλ, πράγμα το οποίο αποκαλύπτει τον σιωνιστικό χαρακτήρα της Οργανώσεως. Ωστόσο η Πατρίδα ως έννοια και ως περιεχόμενο, ως τόπος κατοικίας ενός λαού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με γλώσσα, με ιστορία και παραδόσεις, είναι μια αξία, η οποία ευρίσκει θέση στον αιώνιο λόγο του Θεού. Αναφέρομε ορισμένα χωρία, κατ’ αρχήν από την Π.Δ.: «τε διεμέριζεν ψιστος θνη, ς διέσπειρεν υος δάμ, στησεν ρια θνν κατ ριθμν γγέλων Θεο» (Δευτ. 32,8). Επίσης ο απ. Παύλος στην ομιλία του στον Άρειο Πάγο αναφέρει ότι «ποησ τε ξ νς αματος πν θνος νθρπων κατοικεν π πν τ πρσωπον τς γς, ρσας προστεταγμνους καιρος κα τς ροθεσας τς κατοικας ατν» (Πραξ.17,26). Ο Θεός δημιούργησε όλα τα έθνη των ανθρώπων, για να κατοικούν στην επιφάνεια της γης. Και αυτός όρισε για το καθένα από αυτά, χρόνους που έχουν εκ των προτέρων καθορισθεί από την πρόνοιά του για την εμφάνιση και εξαφάνισή τους καθώς και τα σύνορα της κατοικίας των. Επίσης ο απ. Παύλος στην Β΄ προς Κορινθίους επιστολή του τολμάει να καυχηθεί, ότι κατάγεται από ένα ένδοξο έθνος και ανήκει στον μοναδικό εκείνο λαό που ο Θεός εδιάλεξε από όλα τα άλλα έθνη για να φέρει διά μέσου αυτού εις πέρας το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου: «Εν δ᾿ ν τις τολμ, ν φροσύν λέγω, τολμ κγώ.  βραοί εσι; κγώ· σραηλταί εσι; κγώ· σπέρμα βραάμ εσι; κγώ» (11,21-22). Επίσης στην προς Ρωμαίους επιστολή του γράφει: «Λύπη μοί στι μεγάλη κα διάλειπτος δύνη τ καρδί μου. ηχόμην γρ ατς γ νάθεμα εναι π το Χριστο πρ τν δελφν μου, τν συγγενν μου κατ σάρκα, οτινές εσιν σραηλται, ν υοθεσία κα δόξα κα α διαθκαι κα νομοθεσία κα λατρεία κα α παγγελίαι, ν ο πατέρες, κα ξ ν Χριστς τ κατ σάρκα, ν π πάντων Θες ελογητς ες τος αἰῶνας· μήν» (Ρωμ.9,2-5). Εδώ ο απόστολος δείχνει την ιδιαίτερη αγάπη του προς τους συμπατριώτες του, για τους οποίους αναφέρει εξαιρετικούς τίτλους τιμής, ενώ αισθάνεται μεγάλη λύπη και οδύνη, διότι δεν επίστευσαν στον Χριστό. Τόσο πολύ τους αγαπάει, ώστε θα ευχόταν να χωρισθεί αυτός για πάντα από τον Χριστό, εάν επρόκειτο έτσι να σωθούν οι συμπατριώτες του. Επίσης ο Κύριος στον διάλογο που είχε με την Σαμαρείτιδα, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Υμες προσκυνετε οκ οδατε, μες προσκυνομεν οδαμεν· τι σωτηρία κ τν ουδαίων στίν» (Ιω.4,22). Εσείς οι Σαμαρείτες δεν έχετε σαφή γνώση γι’ αυτό που πιστεύετε. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε αυτό για το οποίο γνωρίζουμε περισσότερο από κάθε άλλον. Με το «ἡμεῖς προσκυνοῦμεν» ομιλεί ως Ιουδαίος και συντάσσει τον εαυτό του με τους συμπατριώτες του Ιουδαίους. Επί πλέον τονίζει την υπεροχή των συμπατριωτών του Ιουδαίων, επειδή από αυτούς κατάγεται κατά την ανθρώπινη φύση του ο Μεσσίας. Επίσης ο Χριστός κλαίει για την Ιερουσαλήμ, την πρωτεύουσα της επιγείου Πατρίδος του, εκφράζοντας το παράπονό του για την αμετανοησία των κατοίκων της, πράγμα που δείχνει το πατριωτικό του συναίσθημα: «Κα ς γγισεν, δν τν πόλιν κλαυσεν π᾿ ατ» (Λουκ.19,41). Το ίδιο παράπονο εκφράζει και σε άλλη περίπτωση:«ερουσαλμ ερουσαλήμ, ποκτέννουσα τος προφήτας κα λιθοβολοσα τος πεσταλμένους πρς ατήν! ποσάκις θέλησα πισυναγαγεν τ τέκνα σου ν τρόπον πισυνάγει ρνις τ νοσσία αυτς π τς πτέρυγας, κα οκ θελήσατε. δο φίεται μν οκος μν ρημος» (Ματθ.23,37-38). Εάν λοιπόν ο Χριστός αγαπούσε την επίγεια πατρίδα του, γιατί δεν θα πρέπει και εμείς να αγαπούμε την ιδική μας πατρίδα; Βέβαια η ουράνια πατρίδα μας, η Βασιλεία των ουρανών είναι ασυγκρίτως ανώτερη από την επίγεια, όπως επισημαίνει ο Παύλος: «Ο γρ τοιατα λέγοντες μφανίζουσιν τι πατρίδα πιζητοσι. κα ε μν κείνης μνημόνευον, φ᾿ ς ξλθον, εχον ν καιρν νακάμψαι· νν δ κρείττονος ρέγονται, τοτ᾿ στιν πουρανίου» (Εβρ.11,14-16). Διότι αυτοί (οι πατριάρχες), που έλεγαν αυτά τα λόγια, (ότι δηλαδή είναι πάροικοι και παρεπίδημοι), εφανέρωναν καθαρά, ότι δεν επανεπαύοντο εις την επίγειον πατρίδα, αλλ’ εζητούσαν την μόνιμη και χαρμόσυνη πατρίδα, δηλαδή τον ουρανόν. Και εάν ενεθυμούντο εκείνη, την επίγεια πατρίδα, από την οποίαν είχαν εξέλθει, είχαν και τον χρόνον και την ευκαιρία να επανέλθουν εις αυτήν. Τώρα όμως επιθυμούν σφοδρώς καλυτέρα και τελειοτέρα πατρίδα, δηλαδή την επουράνιο. Το ότι  η ουράνια πατρίδα μας, η Βασιλεία των ουρανών, είναι ασυγκρίτως ανώτερη από την επίγεια, αυτό δεν σημαίνει ότι η επίγεια χάνει την αξία της και την θέση της μέσα στην εκκλησία. Αυτός που αγαπά τον Θεόν είναι φυσικό και επόμενο να αγαπά και τους κατά σάρκα συγγενείς του, τους ομοεθνείς του, με τους οποίους είναι συνδεδεμένος με ιδιαίτερους δεσμούς, την  κοινή καταγωγή, την κοινή γλώσσα, τις κοινές τοπικές παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα κ.λ.π.
Την αντίθεσή τους προς την έννοια του έθνους και της πατρίδος εκφράζουν επίσης με την άρνησή τους να λάβουν όπλα και να μετέχουν σε πόλεμο. Για να στηρίξουν τους ισχυρισμούς των επικαλούνται την εντολή του Θεού «Ου φονεύσεις» (Εξ.20,15). Η έννοια της εντολής είναι ότι δεν επιτρέπεται να φονεύσεις ως ιδιώτης. Ως όργανο όμως της κρατικής εξουσίας ο φόνος επιτρέπεται ως αναγκαίο κακό για την εξασφάλιση μιάς στοιχειώδους τάξεως μέσα στην κοινωνία και για την αποφυγή μεγαλυτέρων κακών, την επικράτηση δηλαδή χάους και αναρχίας. Επίσης υπάρχουν σαφείς βιβλικές μαρτυρίες, που δείχνουν ξεκάθαρα, ότι η ανάληψη όπλων και η στρατιωτική υπηρεσία δεν είναι αντίθετη προς το θέλημα του Θεού. Υπάρχουν πάμπολλα βιβλικά χωρία από την Π.Δ. στα οποία ο Μωϋσής και αργότερα ο Ιησούς του Ναυή κατ’ εντολήν του Θεού επολέμησε και εθανάτωσε βασιλείς, στρατεύματα και λαούς. Αναφέρουμε μερικά χωρία: «Κα πάταξεν ατν (τον βασιλέα Σηών) σραλ φόν μαχαίρας κα κατεκυρίευσαν τς γς ατο». (Αριθ.21,24). «Κα επε Κύριος πρς Μωυσν· μ φοβηθς ατόν, (τον βασιλέα Ωγ) τι ες τς χεράς σου παραδέδωκα ατν κα πάντα τν λαν ατο» (Αριθ.21,34). Επίσης αναφέρουμε μερικά χωρία από την Κ.Δ.: «Επηρώτων δ ατν κα στρατευόμενοι λέγοντες· κα μες τί ποιήσομεν; κα επε πρς ατούς· μηδένα συκοφαντήσητε μηδ διασείσητε, κα ρκεσθε τος ψωνίοις μν (Λουκ.3,14). Ο Ιωάννης δεν είπε σ’ αυτούς να καταθέσουν τα όπλα, αλλά είπε μόνον να μην καταπιέζουν κανένα προς απόσπαση χρημάτων. Αν η στράτευση ήταν αμαρτία, ο Ιωάννης θα τους έλεγε ευθέως να καταθέσουν τα όπλα και αρνηθούν την στρατιωτική υπηρεσία. «νρ δ τις ν Καισαρείᾳ νματι Κορνλιος, κατοντρχης κ σπερης τς καλουμνης ταλικς, εσεβς κα φοβομενος τν Θεν σν παντ τ οκ ατο» (Πραξ.10,1-2). Εάν η  στρατιωτική υπηρεσία ήταν από τον σατανά ο εκατόνταρχος δεν θα χαρακτηριζόταν «ευσεβής καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν».

Μετάγγισις αίματος.

Η «φυλλαδική εταιρεία Σκοπιά» απαγορεύει την μετάγγιση αίματος στους οπαδούς της διότι την θεωρεί ως αμαρτία, με συνέπεια πολλοί ασθενείς να αποθνήσκουν. Επικαλούνται τα εξής χωρία από την Π.Δ.: «πλν κρέας ν αματι ψυχς ο φάγεσθε» (Γεν.9,4). Δηλαδή κρέας μαζί με το αίμα, επί του οποίου βασίζεται η ζωή του ζώου, δεν θα φάγετε. «Κα νθρωπος τν υἱῶν σραλ τν προσηλύτων τν προσκειμένων ν μν, ς ν φάγ πν αμα, κα πιστήσω τ πρόσωπόν μου π τν ψυχν τν σθουσαν τ αμα κα πολ ατν κ το λαο ατς» (Λευϊτ.17,10). Εάν ένας άνθρωπος από τους Ισραηλίτας η, από τους ξένους, που ευρίσκονται μαζί σας, φάγη αίμα, εγώ θα στρέψω οργισμένος το πρόσωπόν μου εναντίον του ανθρώπου αυτού, ο οποίος έφαγε αίμα, και θα εξοντώσω αυτόν εκ του λαού του. Σύμφωνα με τα παρά πάνω χωρία ο Θεός απαγόρευε στους Εβραίους και προσηλύτους να τρώγουν αίμα. Πρώτα έπρεπε να αφήσουν να χυθεί το αίμα του ζώου και έπειτα να φάγουν το κρέας χωρίς αίμα. Οι λόγοι της απαγορεύσεως αυτής είναι πρώτον, διότι το αίμα είναι η έδρα της ζωής, δεύτερον, διότι το αίμα προσφέρεται κατά τις θυσίες προς εξιλασμόν, αλλά και διότι η βρώσις αίματος ήταν συνδεδεμένη την εποχή εκείνη με ειδωλολατρικές και μαγικές τελετές.  Η ίδια απαγόρευση επαναλαμβάνεται και στην αποστολική Σύνοδο στους χριστιανούς, που προέρχονταν από εθνικούς: «Έδοξεν γρ τ γίῳ Πνεματι κα μν μηδν πλον πιτθεσθαι μν βρος πλν τν πναγκες τοτων, πχεσθαι εδωλοθτων κα αματος κα πνικτο κα πορνεας» (Πρ.15,28-29).
Ωστόσο τα χωρία που επικαλούνται εδώ οι χιλιαστές μιλούν για βρώση και όχι για μετάγγιση. Επίσης εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι  η μη μετάγγισις αίματος οδηγεί στο θάνατο πολλούς ανθρώπους και ότι έχουμε καθήκον να κάνουμε ότι εξαρτάται από μας, για να σώσουμε την ζωή του πλησίον μας, όταν κινδυνεύει, σύμφωνα με τον λόγον του: «τί ἔξεστι τοῖς σάββασιν, ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι, ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι;» (Λουκ.6,9), τότε συμπεραίνουμε ότι η μετάγγισις επιβάλλεται και είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, ενώ η μη μετάγγισις δεν είναι. Πέραν αυτών ο Χριστός έγινε ο πρώτος αιμοδότης μας. Μας έδωσε ρητή εντολή να τρώγουμε την σάρκα του και να πίνουμε το αίμα του, προκειμένου να γίνει κτήμα μας η ζωή του Χριστού, η αληθινή και αιώνια ζωή «Επεν ον ατος ησος· μν μν λέγω μν, ἐὰν μ φάγητε τν σάρκα το υο το νθρώπου κα πίητε ατο τ αμα, οκ χετε ζων ν αυτος. τρώγων μου τν σάρκα κα πίνων μου τ αμα χει ζων αώνιον» (Ιω.6,53-54).
 
http://thriskeftika.blogspot.gr/2015/06/blog-post_3.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου