Σελίδες

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Προέλευση καί ἀντιμετώπιση λογισμῶν.1ο μέρος. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

 Δεῖτε ἐδῶ τήν ὁμιλία:Προέλευση καί ἀντιμετώπιση λογισμῶν.1ο μέρος. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντα, σήμερα θά ἀσχοληθοῦμε μέ ἕνα θέμα, πολύ θεμελιακό γιά τήν πνευματική ζωή καί τόν πνευματικό ἀγῶνα. Τό θέμα τῶν λογισμῶν. Θά δοῦμε τό κεφάλαιο ἀπό τόν Εὐεργετινό: πῶς νικᾶ κανείς τούς λογισμούς καί πότε δέν εἶναι ὑπεύθυνος γι’ αὐτούς.
 Οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές μπερδευόμαστε καί στεναχωριόμαστε γιατί μᾶς ἔρχεται ὁ τάδε λογισμός καί ὁ ἄλλος καί ὁ ἑπόμενος, οἱ ἄσχημοι αὐτοί λογισμοί, πού μᾶς κάνουν νά λυπόμαστε γιατί νομίζουμε ὅτι ἁμαρτάνουμε.
 Ἀλλά δέν ἁμαρτάνουμε, μέχρις ἑνός σημείου. Ὁ κάθε λογισμός ἔχει στάδια. Ὕπάρχουν στάδια ἀνένοχα καί στάδια ἔνοχα, μέχρι νά φθάσει κανείς νά συγκατατεθεῖ στόν κακό λογισμό, ὁπότε κάνει ἁμαρτία μέσα του. Ἐσωτερικά.
 Ἔτσι λοιπόν σήμερα θά δοῦμε μέσα ἀπό τά κείμενα τῶν Ἁγίων κάποια τέτοια στοιχεῖα, πού θά μᾶς βοηθήσουν σ’ αὐτό τό θέμα τῶν λογισμῶν.
Πάρα πολλοί ἄνθρωποι στήν ἐποχή μας βασανίζονται ἀπό τούς λογισμούς -καθώς κι ἀπό τίς λεγόμενες ἔμμονες ἰδέες- καί δέν ξέρουν πῶς νά τούς ἀντιμετωπίσουν. Οἱ λογισμοί ὄντως δέν ἀντιμετωπίζονται, ἄν δέν ἔχει κανείς τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄν δέν ἔχει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί δέν ἔχει ἕναν ἔμπειρο πνευματικό ὁδηγό, ὁ ὁποῖος θά τόν βοηθήσει νά ξεδιαλύνει αὐτά τά κουβάρια μέσα του.
 Πῶς λοιπόν νικᾶ κανείς τούς λογισμούς καί πότε δέν εἶναι ὑπεύθυνος γι’ αὐτούς;
 Κατ΄ ἀρχήν νά ποῦμε ὅτι καί ὁ Χριστός μας εἶχε προσβολή λογισμῶν, ὅπως καί οἱ Ἅγιοι κατ’ ἐπέκταση εἶχαν προσβολές λογισμῶν.
 Ἡ προσβολή εἶναι ἀνένοχη. Δέν εἶναι ἁμαρτωλή. Τό νά σοῦ ἔλθει μιά κακή σκέψη, ἕνας κακός λογισμός, αὐτό εἶναι ἀνένοχο. Ἀπό ἐκεῖ καί μετά, πῶς θά τό ἀντιμετωπίσεις, ἔχει σημασία διότι μπορεῖ, εἴτε νά νικήσεις, εἴτε νά νικηθεῖς. Καί ἀπό ἐκεῖ ἀρχίζει εἴτε ἡ δόξα εἴτε ἡ πτώση, ἡ ἁμαρτία. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ Θεός παραχωρεῖ νά μᾶς πειράζει ὁ λογισμός, γιά νά μᾶς δίνει στεφάνια. Δέν μᾶς δίνει τούς λογισμούς γιά νά μᾶς καταποντίζει στό κακό, ἀλλά γιά νά μᾶς προάγει στό ἀγαθό. Ὅπως κανείς κάνει μία ἄσκηση καί μαθαίνει σιγά-σιγά μιά ὡραία τέχνη καί προοδεύει στήν τέχνη αὐτή καί γίνεται εἰδικός καί προάγεται ὅλη ἡ ὕπαρξίς του, ἡ ζωή του, διότι πέρασε σωστά τίς διάφορες ἀσκήσεις, τά διάφορα στάδια, τίς διάφορες τάξεις τῆς σχολῆς αὐτῆς.
 Ἔτσι καί ὁ διάβολος μέ τούς λογισμούς, πού μᾶς βάζει καί ὁ κόσμος καί ὁ παλαιός ἄνθρωπος, πού ἔχουμε μέσα μας, λειτουργοῦν σάν γυμναστήρια, σάν ἀφορμές καί σάν βοηθήματα, ὥστε νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά προαχθεῖ καί νά φθάσει στό καθ᾿ ὁμοίωσιν. Ρώτησαν κάποτε ἕναν χαρισματοῦχο Γέροντα:
 - Τί σέ βοήθησε περισσότερο γιά νά φθάσεις σ’ αὐτό τό σημεῖο, πού ἔφθασες; Σέ βοήθησε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὁ Ἅγιος Πορφύριος; (γιατί τούς εἶχε γνωρίσει αὐτούς τούς ἀνθρώπους). - Μέ βοήθησαν σ’ ἕνα ποσοστό 10%, τούς ἀπήντησε.
 - Καί στό ὑπόλοιπο, ποιός σέ βοήθησε;
 - Ὁ διάβολος, τούς λέει.
 - Ὁ διάβολος;
 - Ναί! Ὁ διάβολος μέ βοήθησε, διότι κάθε φορά πού ἐρχόταν, τοῦ ἔλεγα ‘Εὐχαριστῶ πού ἦλθες’ καί θυμόμουν τήν προσευχή, θυμόμουν ὅτι ἔπρεπε νά κατευθυνθῶ πρός τόν Θεό, ὅτι ὀφείλω τήν ὕπαρξή μου στόν Θεό, ὁτι εἶμαι ράθυμος, γι’ αὐτό καί μοῦ ἦλθε ὁ λογισμός. Μέ βρῆκε σέ κατάσταση ραθυμίας, πού ἦμουν ἀνοιχτός στίς δαιμονικές ἐπιθέσεις. Πράγματι! Αὐτός μέ βοήθησε!
 Καταλαβαίνουμε ἑπομένως, πόσο καλό μᾶς κάνει αὐτή ἡ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Διότι συχνά μᾶς βασανίζει ὁ ἑξῆς λογισμός: «Γιατί ὁ Θεός δέν τοῦ δίνει μία, τέλος πάντων, νά ἡσυχάσουμε ἀπ’ αὐτόν καί νά μή μᾶς ταλαιπωρεῖ». Ὄχι! Μᾶς ὠφελεῖ πάρα πολύ, ὅταν τόν πάρουμε σύμμαχό μας.
 Ἀπό τό Γεροντικό: «Ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας ρώτησε τόν ἀββᾶ Ποιμένα γιά τούς ρυπαρούς λογισμούς».
 Ἕνας ἅγιος ρωτάει ἕναν ἄλλον ἅγιο ἄνθρωπο γιά τούς ρυπαρούς λογισμούς. Βλέπουμε πώς καί οἱ ἅγιοι ἔχουν πειρασμό. Δέν ἁμαρτάνουν, ἀλλά ἀγωνίζονται κι αὐτοί. Προσβολές ἔχουν. Γι’ αὐτό δυό Ἅγιοι, δύο ἀββάδες, μεγάλοι Γέροντες συζητοῦν γιά τούς ρυπαρούς λογισμούς!
 «Καί ὁ ἀββᾶς Ποιμένας τοῦ εἶπε: Ὅπως ἀκριβῶς, ἄν ἀφήσει κανείς κλεισμένη μιά κάμπτρα -ἡ κάμπτρα ἦταν κοφίνι πλεχτό μέ καπάκι σάν κιβώτιο, πού ἔβαζαν τά πλυμένα ροῦχα γιά νά στραγγίξουν πρίν τά ἁπλώσουν- γεμάτη ροῦχα, αὐτά θά σαπίσουν». Φυσικά στήν ἀρχή θά στραγγίξουν, ἀλλά ἄν τά ἀφήσεις ἐκεῖ καί δέν τά ἁπλώσεις θά σαπίσουν.
 «Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τούς λογισμούς. Ἄν δέν τούς μετατρέψουμε σέ πράξεις, θά ἐξαφανισθοῦν μόνοι τους μέ τόν καιρό».
 Βλέπουμε πόσο ὡραῖο καί παρήγορο εἶναι αὐτό, πού λέει ὁ ἀββᾶς Ποιμένας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπό τούς πιό διακριτούς καί τούς πιό σοφούς Πατέρες τοῦ Γεροντικοῦ. Τί μᾶς λέει πολύ ἁπλά; Περιφρόνησέ τους, τούς λογισμούς. Μήν ἀσχολεῖσαι. Φυσικά, μήν τούς κάνεις πράξη.
 Ὅταν δέν τούς κάνουμε πράξη, σιγά–σιγά θά φύγουν. Ὁ διάβολος ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου ἐγωισμοῦ του, δέν ἀνέχεται νά τόν περιφρονεῖς. Τό θεωρεῖ πολύ προσβλητικό καί σηκώνεται καί φεύγει. Ἀκόμη καλύτερο εἶναι αὐτό, πού εἴπαμε προηγουμένως, νά τοῦ λές ‘εὐχαριστῶ πού ἦλθες καί μοῦ θύμισες τήν προσευχή καί τή νήψη, τήν ἐγρήγορση, αὐτό πού καίει τόν διάβολο. Ὁπότε, ἔρχεται νά σοῦ κάνει κακό καί σοῦ κάνει καλό. Βλέποντας ὅμως ὅτι σοῦ προξενεῖ στεφάνια, ὑποχωρεῖ. Γι’ αὐτό, τοῦ ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «νά ΄ρχεσαι, μοῦ κάνεις πολύ καλό». Δηλαδή δέν τόν φοβόταν τόν διάβολο.
 «Ὁ ἴδιος, ὁ ἀββᾶς Ποιμένας, «ὅταν ρωτήθηκε ἀπό τόν ἀββᾶ Ἰωσήφ γιά τό ἴδιο θέμα τοῦ εἶπε: Ὅπως ἄν βάλει κανείς ἕνα φίδι, κι ἕναν σκορπιό σέ δοχεῖο καί τό κλείσει καλά θά ψοφήσουν ὁπωσδήποτε μέ τόν καιρό, ἔτσι καί οἱ πονηροί λογισμοί, πού προέρχονται ἀπό τούς δαίμονες. Μέ τήν ὑπομονή χάνουν τή ζέση τους καί ἐξαφανίζονται».
 Κάνε ὑπομονή καί τίποτα ἄλλο. Περιφρόνησέ τους. Μή σέ πιάνει ἄγχος, μή σέ πιάνει ἀγωνία, σφίξιμο, πότε θά φύγει, γιατί ἦλθε, γιατί ἔρχεται. Μή δίνεις καμιά σημασία καί ὅπως ἦλθε, θά φύγει.
 «Ἕνας ἄλλος ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶ Ποιμένα γιά τίς ἐπιθέσεις τῶν λογισμῶν. Καί ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: Ἄς ὑποθέσουμε πώς ἕνας ἄνθρωπος ἔχει φωτιά στά δεξιά του κι ἕνα δοχεῖο μέ νερό στά ἀριστερά του. Ὅταν λοιπόν φουντώνει ἡ φωτιά, ἄς παίρνει νερό ἀπό τό δοχεῖο καί ἄς τή σβήνει. Φωτιά εἶναι οἱ πονηροί λογισμοί, πού σπέρνει μέσα μας ὁ ἐχθρός καί νερό εἶναι ἡ καταφυγή μας στόν Θεό».
 Βλέπουμε, πώς μέ μία ἁπλή πρόταση, δίνει ὅλη τή συνταγή. Ὅλη τή θεραπευτική τῶν λογισμῶν. Ἡ θεραπευτική τῶν λογισμῶν εἶναι αὐτή: Ἡ καταφυγή στόν Θεό. Νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τούς λογισμούς, ὅπως δέν ἀσχολούμαστε μέ τά σκυλιά πού γαυγίζουν ἕνα αὐτοκίνητο ἐν κινήσει. Δέν σταματοῦμε ν’ ἀνοίξουμε τήν πόρτα γιά νά τά διώξουμε. Προχωροῦμε, συνεχίζουμε τόν δρόμο μας. Ἔτσι καί μέ τούς λογισμούς, τούς περιφρονοῦμε καί ἀφηνόμαστε στόν Θεό, καταφεύγουμε στόν Θεό, διά τῆς προσευχῆς φυσικά. Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη ἀντιμετώπιση.
 Ὑπάρχει ἕνας ἀκόμη τρόπος ἀντιμετώπισης, εἶναι ἡ ἀντίσταση κατά μέτωπο. Νά πεῖς ‘δέν σέ θέλω φύγε’, νά κάνεις ἔντονη προσπάθεια, νά κάνεις νηστεία, ἀσκήσεις, νά κάνεις, μέ ἄλλα λόγια, ἕναν αἱματηρό ἀντιρρητικό ἀγῶνα. Νά φέρεις ἀντίρρηση στόν λογισμό. Ἀλλά αὐτό εἶναι γιά τούς ἔμπειρους. Τούς προχωρημένους πνευματικά. Καί πάλι εἶναι ἐπικίνδυνο καί ἐπίφοβο.
 Ὁ διάβολος ἐπειδή ἔχει πολλά χρόνια πεῖρα στούς λογισμούς, στόν πνευματικό πόλεμο, ὑπάρχει πιθανότητα νά σέ ρίξει, νά σέ τουμπάρει, ὅταν ἀρχίσεις νά τοῦ κάνεις ἀντίρρηση, νά πιάσεις κουβέντα μαζί του, νά τοῦ φέρνεις ἀντιρρήσεις, νά σοῦ λέει, νά τοῦ λές. Νά τοῦ ξαναλές, νά σοῦ ξαναλέει. Γι αὐτό γιά μᾶς, πού εἴμαστε ἀρχάριοι, τό ποιό ἀσφαλές εἶναι νά τόν περιφρονήσουμε καί νά στραφοῦμε στήν προσευχή.
 Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη ἀντιμετώπιση τῶν λογισμῶν. Γι’ αὐτό, λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος, ἡ φωτιά εἶναι οἱ λογισμοί, τό νερό εἶναι ἡ καταφυγή στόν Θεό. Κάθε φορά, πού ἔρχεται ὁ κακός λογισμός, νά θυμόμαστε νά καταφεύγουμε στόν Θεό μέ τήν προσευχή.
 «Ἕνας ἀδελφός ρώτησε κάποιον ἀπό τούς Πατέρες: Τί νά κάνω πού μέ πολεμοῦν πολλοί λογισμοί καί δέν ξέρω πῶς ν‘ ἀμυνθῶ; Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε: Νά μήν πολεμήσεις ἐναντίον ὅλων μαζί, ἀλλά ἐναντίον ἐνός, τοῦ κυριότερου. Γιατί ὅλοι οἱ λογισμοί ἔχουν μιά κεφαλή. Πρέπει λοιπόν νά ἀνακαλύψει κανείς ποιά εἶναι ἡ κεφαλή καί νά πολεμήσει ἐναντίον της. Τότε μαζί μέ αὐτήν καταβάλλονται καί οἱ ἄλλοι λογισμοί».
 Τώρα μᾶς δείχνει τήν τέχνη γιά νά ἀντιμετωπίσουμε πολύν ὄχλο λογισμῶν, πολλούς και διαφορετικά εἴδη μερικές φορές. Ὅλοι, ὡστόσο, ἔχουν μιά κοινή πηγή. Ἕναν ἀρχηγό. Πρέπει νά τόν ἀνακαλύψουμε τόν ἀρχηγό. Αὐτό τίς περισσότερες φορές εἶναι δύσκολο, γι’ αὐτό χρειάζεται ὁ πνευματικός ὁδηγός, ὁ ὁποῖος θά μᾶς βοηθήσει νά ἐντοπίσουμε τόν αρχηγό τῶν δαιμόνων, πού κινεῖ αὐτούς τούς κακούς λογισμούς.
 «Ὅταν τόν βρεῖς καί συντρίψεις τήν κεφαλή του, τότε φεύγουν καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι».
 Πολλές φορές αὐτός ὁ λογισμός, γιά νά μήν ποῦμε πάντα, εἶναι ὁ λογισμός τῆς ὑπηρηφάνειας, τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς οἴησης, τῆς κατάκρισης, ὅλα αὐτά εἶναι πολύ συγγενικά, τῆς μνησικακίας, τοῦ θυμοῦ, τῆς ὀργῆς, εἶναι σάν μιά ‘ἀδελφότητα’, θά λέγαμε. Κακή ἀδελφότητα. Κι ἀπό ἐκεῖ ξεκινοῦν πλήθος ἄλλοι λογισμοί.
 Ἄν θέλει κανείς νά συντρίψει τόν διάβολο ὁριστικά, πρέπει νά συντρίψει τήν ὑπερηφάνεια, πού εἶναι τό κεφάλι τοῦ διαβόλου καί ὁ ἀρχηγός ὅλων τῶν λογισμῶν. Ἀπό κεῖ ξεκινοῦν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι λογισμοί . Ἀπό τήν ἰδέα ὅτι εἴμαστε κάτι, κάτι πολύ σπουδαῖο ἤ τέλος πάντων κάτι ἀξίζουμε κι ἐμεῖς. Θά πρέπει νά μᾶς προσέχουν, νά μᾶς παραδέχονται κ.λ.π.
 «Ἔνας Γέροντας εἶπε: Τό νά μποῦν οἱ λογισμοί μέσα μας δέν εἶναι ἀξιοκατάκριτο», μέ τήν ἔννοια νά μᾶς προσβάλουν, νά δεχθοῦμε μιά ἐπίθεση. Αὐτό δέν εἶναι ἀξιοκατάκριτο, δέν εἶναι ἔνοχο. «Ἀξιοκατάκριτη εἶναι ἡ κακή ἀντιμετώπιση». Πῶς θά σταθοῦμε! Ἦλθε ὁ λογισμός. Τί θά κάνουμε; Ἀπό κεῖ καί μετά ἀρχίζει ἡ εὐθύνη μας. Ἡ κρίση. Ἡ νίκη ἤ ἡ ἧττα! «Μπορεῖ κανείς νά ναυαγήσει ἀπό τούς λογισμούς, ἀλλά μπορεῖ καί νά στεφανωθεῖ ἀπό τούς λογισμούς». Κάθε φορά πού νικᾶ, παίρνει κι ἕνα στεφάνι.
 Ἔχει ἕνα ὡραῖο περιστατικό στό Γεροντικό. Ὁ ὑποτακτικός κάθε βράδυ ἔπαιρνε τήν εὐχή τοῦ Γέροντά του, πρίν κοιμηθεῖ. Ἕνα βράδυ, πρίν προλάβει νά πάρει τήν εὐχή τοῦ Γέροντα, ὁ Γέροντας κοιμήθηκε. Ὁ ὑποτακτικός ἔμεινε ἐκεῖ γονατιστός μπροστά του καί περίμενε. Τοῦ ἦλθε ὁ λογισμός νά τόν ξυπνήσει. Τόν νίκησε. Εἶπε θά κάνω λίγη ὑπομονή, νά μήν ξυπνήσω τόν Γέροντα. Τοῦ ἦλθε δεύτερος λογισμός. Πάλι σκέφτεται, ἄς μήν τόν ἐνοχλήσω, κουρασμένος εἶναι. Ἦλθε τρῖτος, τέταρτος, πέμπτος, ἕκτος, ἕβδομος λογισμός. Ἑπτά φορές. Καί τίς ἑπτά τόν νίκησε. Ξημέρωσε! Ἀνοίγει τά μάτια ὁ Γέροντας καί τοῦ λέει, «Παιδί μου, γιατί εἶσαι ἐδῶ; Δέν κοιμήθηκες»; Καί ὁ μοναχός τοῦ εἶπε: «Γέροντα περιμένω νά μοῦ δώσετε εὐχή γιά νά πάω νά κοιμηθῶ». Θαύμασε ὁ Γέροντας καί πῆρε πληροφορία καί τοῦ εἶπε: «Παιδί μου ἀπόψε πῆρες ἑπτά στεφάνια». Τά εἶδε ὁ Γέροντας. «Κάθε φορά πού ἀντιστεκόσουν στόν λογισμό, ἔπαιρνες καί ἀπό ἕνα στεφάνι».
 «Ἕνας ἀδελφός ρώτησε κάποιον Γέροντα:
 - Πῶς πρέπει νά διώχνει ὁ νοῦς τούς πονηρούς λογισμούς;
 - Δέν μπορεῖ νά τό κάνει ἐντελῶς μόνος του γιατί δέν ἔχει τόση δύναμη».
 Ἄλλωστε καί ὁ Χριστός μᾶς τό εἶπε: «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15,5). Φυσικά ὅταν λέει ‘οὐδέν’ ἐννοεῖ οὐδέν-τίποτα. Οὔτε ἕναν λογισμό δηλαδή, δέν μποροῦμε νά διώξουμε μέ τήν δική μας δύναμη μόνο.
 Γι’ αὐτό εἶναι λάθος νά λέμε ἀπό αὔριο θά τό κόψω αὐτό τό πάθος, δέν θά τά ξανακάνω. Εἶναι λάθος. Πρέπει νά ποῦμε μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων, δέν θά τό ξανακάνω. Γι’ αὐτό ἀποτυγχάνουμε ξέρετε, γιατί πάντα ἀποφασίζουμε ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μας, δίχως νά παίρνουμε βοηθό τόν Θεό.
 Δέν μπορεῖ λοιπόν ὁ νοῦς μόνος νά διώξει τούς λογισμούς, δέν ἔχει τόση δύναμη. Νά γιατί ὅταν εἶσαι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶσαι ἕρμαιο τοῦ διαβόλου καί τῶν λογισμῶν. Διότι δέν ἔχουμε αὐτή τή Χάρη, τή συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ τήν ὁποία θά τούς νικήσουμε.
 Οἱ δυστυχεῖς αὐτοί ἄνθρωποι πηγαίνουν στούς ψυχολόγους, στούς ψυχιάτρους γιά νά τούς ἀπαλλάξουν ἀπό τίς ἔμμονες ἰδέες, ἀλλά τελικά δέ γίνεται τίποτα. Χρειάζεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ γιά νά θεραπευτεῖ ὁ νοῦς ἀπό τούς λογισμούς. Δέν φεύγει ἡ ἰδέα. Μερικές φορές εἶναι πολύ ἀνόητες οἱ ἰδέες καί γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι ἀνοησίες αὐτά πού τοῦ ἔχουν καρφωθεῖ στό μυαλό. Κι ὅμως εἶναι ἀδύνατο νά τίς διώξουν. Δέν ἔχει τή δύναμη μόνος του νά τίς διώξει, ἄν δέν ἔλθει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν μπεῖ στήν θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας νά λάβει τή Θεία Χάρη, ἄν δέν μπεῖ κανείς στήν ἄσκηση καί στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας δέ γίνεται τίποτα. Οὔτε ἕναν λογισμό δέν μπορεῖ νά νικήσει.
 «Ὅταν ὅμως οἱ λογισμοί πολεμοῦν τήν ψυχή, αὐτή πρέπει νά καταφεύγει ἀμέσως στόν πλάστη της, μέ τήν προσευχή. Κι Ἐκεῖνος θά τούς διαλύσει, ὅπως ἡ φωτιά λιώνει τό κερί».
 Ἔτσι, ὁ Πλάστης μας, Χριστός μᾶς διαλύει τούς λογισμούς. Νά γιατί οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὑγιεῖς ἄνθρωποι. Πραγματικά ὑγιεῖς προσωπικότητες εἶναι μόνο οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Μή ψάχνεται νά βρεῖτε ἀληθινά ὑγιή -πνευματικά καί ψυχικά- ἄνθρωπο ἐκτός Ἐκκλησίας. Δέν ὑπάρχει. Οὔτε και ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή ἐξωτερικά, εἶναι ὑγιεῖς. Δέν εἶναι. Ὑγιεῖς εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ζοῦν σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή τή Μυστηριακή, τήν ἀσκητική ζωή. Τότε θεραπεύεται ἡ προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου.
 «Τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ: Γνώριζε ἀδελφέ, ὅτι ὅσο βρισκόμαστε σ’ αὐτή τή ζωή, περνᾶμε μέσα ἀπό παγίδες γι’ αὐτό ἄς εἴμαστε πάντα προσεκτικοί μή τυχόν καί πέσουμε σέ καμιά θανάσιμη παγίδα. Γιατί ὁ πονηρός στήνει παγίδες, πού εἶναι ὅλο γλύκα καί τίς κρύβει πάντα ἀπό τήν ψυχή μας γιά νά τήν πιάσει καί νά τήν ρίξει στήν αἰώνια κόλαση».
 Κάποτε ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἶχε δεῖ ὅλες αὐτές τίς παγίδες ἁπλωμένες σέ μιά τεράστια πεδιάδα καί ἔφριξε μέ τίς τέχνες τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἀδύνατο νά ξεφύγει ὁ ἄνθρωπος, ἐάν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ καταφυγή στόν Θεό. Δηλαδή ἡ ταπείνωση. Γιατί ποιός καταφεύγει στόν Θεό; Αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔχει ταπεινό φρόνημα. Αὐτός, ὁ ὁποῖος δέν πιστεύει στή δύναμή του. Ἐνῶ οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι λένε ‘θέλω καί μπορῶ’. ‘Ἀφοῦ μπορεῖς προχώρα’. Στό τέλος ὅμως δέν κάνουν τίποτα. Αὐτοπεποίθηση μᾶς λέει ἡ ψυχολογία σήμερα. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι σωστό. Μᾶς ἔλεγαν στό σχολεῖο ὅτι ‘δέν ὑπάρχει δέν μπορῶ, ἀλλά δέν θέλω’. Ἐντελῶς κοσμικό φρόνημα. Τό ὀρθό ποιό εἶναι; Ναί μπορῶ, ἀλλά μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ.
 «Ἄς μήν ἀποχαυνωθοῦμε λοιπόν ἀπ’ τή γλυκύτητα τῶν θανατηφόρων παγίδων καί παρασυρθοῦμε στήν ἐξέταση τῶν πονηρῶν λογισμῶν».
 Οἱ παγίδες τί εἶναι; Οἱ λογισμοί. Τό λέει τώρα ξεκάθαρα. Μή νομίζετε ὅτι εἶναι τίποτα ἄλλο. Οἱ παγίδες εἶναι οἱ λογισμοί. Αὐτές εἶναι οἱ παγίδες, πού στήνει ὁ διάβολος καί μᾶς λέει ὁτι εἶναι ὅλο γλύκα. Τίς σερβίρει ὁ διάβολος μαζί μέ ζάχαρη, μέ μέλι καί μᾶς προτρέπει νά ἐξετάσουμε τί ὡραῖο πού εἶναι. Ὅμως, ἄς μην παρασυρθοῦμε.
 «Γιατί ἄν κατορθώσει ὁ πονηρός λογισμός νά μπεῖ στήν ψυχή, τότε γλυκαίνει τήν αἴσθησή της μέ τήν πονηρή ἐξέταση καί στή συνέχεια ἄν δέν διωχθεῖ μέ προσευχή καί δάκρυα γίνεται γι’ αὐτήν θανάσιμη παγίδα».
 Ἔτσι μᾶς πολεμᾶ ὁ διάβολος μέ αὐτήν τήν γλυκύτητα, τήν ὁποία δημιουργεῖ στήν ψυχή.
 «Ἀδελφέ, μή χάνεις τό θάρρος σου ἀπό τούς λογισμούς, πού ἔρχονται ἐναντίον σου, γιατί εἶναι ἀρχή τοῦ ἀγῶνα καί κατάλαβε αὐτό πού σοῦ λέω, ἀπό τόν λάκκο μέ τό βρόχινο νερό. Ὅταν βρέξει καί μαζευτεῖ στόν λάκκο τό εὐλογημένο νερό στήν ἀρχή εἶναι θολωμένο, ὅσο ὅμως περνάει ὁ καιρός γίνεται πιό καθαρό».
 «Καί σύ λοιπόν ἀγαπητέ, μάθε νά μή λιποψυχεῖς γιατί εἶναι γραμμένο: ‘χείμαρροι ἀνομίας ἐξετάραξάν με’ (Ψαλμ. 17,5), ἀλλά και ‘ὁ Θεός ἡμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις, βοηθὸς ἐν θλίψεσι ταῖς εὑρούσαις ἡμᾶς σφόδρα. διὰ τοῦτο οὐ φοβηθησόμεθα ἐν τῷ ταράσσεσθαι τὴν γῆν’ (Ψαλμ. 45,2).
 Ἰδίως στήν ἀρχή ὁ διάβολος ξεσηκώνει πλήθος λογισμῶν καί πρέπει νά τό ξέρουμε αὐτό. Ὅλοι εἴμαστε ἀρχάριοι καί ὅλοι ἔχουμε πλῆθος λογισμῶν. Ἀκόμη, θά μᾶς φέρει βλάσφημους λογισμούς γιά νά μᾶς τρομοκρατήσει, γιά νά μᾶς κάνει νά τά παρατήσουμε. Νά ἀπογοητευτοῦμε καί νά σκεφτοῦμε: Πῶς δέν μέ καίει τώρα ὁ Θεός! Πῶς μέ ἀνέχεται μέ αὐτά, πού ἔχω μέσα μου! Δέν εἶναι δικά μας. Εἶναι ξεσηκώματα τοῦ διαβόλου, ὅπως τό βρόχινο νερό, πού μαζεύεται στόν λάκκο καί εἶναι πολύ θολό. Σιγά-σιγά, ὅμως, γίνεται αὐτό τό καθάρισμα γιατί κατακάθεται ἡ λάσπη καί εἰρηνεύει ὁ λογισμός καί ὁ νοῦς μας.
 Στήν ἀρχή χείμαρροι ἀνομίας ἐξετάραξάν με, ἀλλά ὁ Κύριος καταφυγή καί δύναμις καί δέν θά φοβηθοῦμε ἐν τῷ ταράσσεσθαι τὴν γῆν.
 «Ὅταν λοιπόν ἔλθει στόν νοῦ πονηρός λογισμός, κραύγασε στόν Κύριο μέ δάκρυα λέγοντας: Κύριε σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό, κατάργησε τόν πονηρό καί διώξε τον μακριά μου. Γιατί ὁ Θεός εἶναι καρδιογνώστης καί γνωρίζει τούς λογισμούς, πού προέρχονται ἀπό τή δική μας κακοήθη προαίρεση, γνωρίζει ὅμως καί τούς λογισμούς, πού μᾶς βάζει στόν νοῦ ἡ κακία τῶν δαιμόνων, γιά τούς ὁποίους εἴμαστε ἀνεύθυνοι, ἄν δέν τούς καλλιεργήσουμε».
 Γι΄αὐτούς πού προέρχονται ἀπό τή δική μας κακοήθη προαίρεση, ἀπό τά πάθη πού ἔχουμε μέσα μας, βεβαίως γι΄ αὐτούς εἴμαστε ὑπεύθυνοι. Πρέπει νά πολεμᾶμε τά πάθη, πού ἔχουμε μέσα μας. Ἐπίσης καί τήν ἁμαρτωλή διάθεση, πού ἔχουμε, τήν ἁμαρτωλή ροπή, τήν ἁμαρτωλή θέληση.
 «Νά γνωρίζεις ἄλλωστε καί τοῦτο, ὅτι ὅσο ἀγωνίζεσαι καί κάνεις ὑπομονή στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου, τόσο καθαρίζουν ὁ νοῦς σου καί οἱ λογισμοί σου.
 Αὐτά μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ. Βλέπουμε ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι συμφωνοῦν σ’ αὐτό τό θέμα. Κατάφευγε στόν Θεό καί πές: ‘Θεέ μου σπλαχνίσου με. Κατάργησε, Θεέ μου, τόν πονηρό καί διώξε τόν μακριά μου’.
 «Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα: Τρία πράγματα εἶναι πού κυριεύουν τήν ψυχή, ὥσπου νά φθάσει σέ μεγάλα μέτρα. Κι αὐτά τά τρία δέν ἐπιτρέπουν στίς ἀρετές νά συγκατοικήσουν μέ τόν νοῦ: Ἡ αἰχμαλωσία τοῦ νοῦ ἀπό ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἡ ὀκνηρία καί ἡ λήθη».
 Αὐτά τά τρία ἐμποδίζουν τήν ψυχή νά προοδεύσει. Ὅταν ἀφήνουμε τόν νοῦ μας νά αἰχμαλωτίζεται ἀπό τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ὅταν εἴμαστε ὀκνηροί, τεμπέληδες καί ὅταν ἔχουμε λήθη. Ξεχνοῦμε δηλαδή τόν Χριστό. Ξεχνοῦμε τήν κοινωνία μαζί Του. Ξεχνοῦμε τά λόγια Του, ξεχνοῦμε τίς ἐντολές Του.
 «Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου: Μερικοί ρωτᾶνε, ἄν στό βάπτισμα καταργεῖται ἡ ἁμαρτία, γιατί ἐνεργεῖ καί πάλι στήν καρδιά; Ἀφοῦ λέμε ὅτι μέ τό βάπτισμα καθαριζόμαστε, γιατί πάλι ἐνεργεῖ ἡ ἁμαρτία στήν καρδιά μας»;
 Ἀπαντᾶ: «Δέν ἔχει ἀπομείνει ἁμαρτία πού ἐνεργεῖ ἀπό μόνη της μετά τό βάπτισμα», ὄντως τό βάπτισμα μᾶς καθαρίζει. «Ἀλλά ἐνεργεῖ γιατί ἐμεῖς τήν ἀγαπᾶμε καί γιά χάρη της παραλείπουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες εἶναι φυλακτικές.
 Μᾶς διαφυλάσσουν ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὅσο κανείς δέν προσεύχεται, ὀ νοῦς του εἶναι ἀνοιχτός στίς δαιμονικές ἐπιρροές. Ὅταν προσεύχεται, εἶναι ἀπασχολημένος ὁ νοῦς του μέ τήν προσευχή, ὁπότε γλυτώνει ἀπό τήν ἁμαρτία. Νά γιατί οἱ ἐντολές, ὅταν τίς τηροῦμε, μᾶς προφυλάσσουν ἀπό τήν ἁμαρτία καί διαφυλάσσουν τήν καθαρότητα τοῦ βαπτίσματος, τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς μας καί τήν καθαρότητα μετά τήν ἐξομολόγηση. Διότι κάθε φορά πού ἐξομολογούμαστε εἶναι σάν νά ξανά-βαπτιζόμαστε. Γινόμαστε πεντακάθαροι μετά τήν ἐξομολόγηση. Γιατί ὅμως ξαναπέφτουμε; Ἁπλά, δέν τηροῦμε σωστά τίς ἐντολές. Ὑπάρχουν κενά στόν πνευματικό ἀγῶνα, ὁπότε βρίσκει εὐκαιρία ὁ διάβολος καί περνᾶ τούς λογισμούς του καί ἐμεῖς δυστυχῶς τούς θέλουμε, τούς ἀγαπᾶμε καί πέφτουμε πάλι στά ἴδια.
 «Τό ἅγιο Βάπτισμα δίνει τέλεια λύση ἀπό τήν ἁμαρτία. Στήν αὐτεξούσια προαίρεσή μας ὅμως ἀνήκει τό νά δέσουμε πάλι τούς ἑαυτούς μας μέ τήν προσκόλληση στήν ἁμαρτία ἤ νά τούς ἐλευθερώσουμε μέ τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν. Γιατί ἕνας λογισμός σχετικῶς μέ κάποια ἡδονή ἤ θυμό πού χρονίζει δέν εἶναι ἀπόδειξη πώς ἔχει ἀπομείνει ἁμαρτία μετά τό βάπτισμα, ἀλλά πώς ἐμεῖς ἔχουμε θεληματική προσκόλληση στά πάθη, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τή Γραφή ἔχουμε τήν ἐξουσία ‘λογισμοὺς καθαιρεῖν καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ’ (Β΄Κορ. 10,5)».
 Ἔχουμε τήν ἐξουσία νά τούς διώξουμε τούς λογισμούς. Γιά νά παραμένουν οἱ λογισμοί, εἴτε αὐτοί πού ἔχουν σχέση μέ κάποια ἡδονή, εἴτε μέ θυμό πού χρονίζει μέσα μας, μιά μνησικακία, κάτι πού μᾶς ἔχουν κάνει καί μᾶς πλήγωσαν, μᾶς ἀδίκησαν, ὅταν αὐτό χρονίζει μέσα μας, αὐτό δέ σημαίνει ὅτι δέν ἔχουμε βαφτιστεῖ ἤ ὅτι δέν βαφτιστήκαμε σωστά, ἀλλά ὁτι ἀγαπᾶμε τά πάθη μας καί ἑκουσίως προσκολλούμαστε σ’ αὐτά.
 «Ὁ πονηρός λογισμός λοιπόν, σέ ἐκείνους πού τόν ἀνατρέπουν μέσα τους εἶναι σημάδι φιλοθεΐας καί ὄχι ἁμαρτίας».
 Βλέπουμε ὅτι ἀποτελεῖ ἀπόδειξη πώς ἀγαπᾶμε τόν Θεό. Ποιό; Τό ὅτι ἔρχονται οἱ λογισμοί καί ἐμεῖς τούς ἀνατρέπουμε. Γι’ αὐτό ἐπιτρέπει ὁ Θεός αὐτούς τούς λογισμούς καί ἀφήνει τόν διάβολο νά μᾶς τούς φέρνει, γιά νά ἀποδεικνύουμε κάθε φορά ὅτι τόν ἀγαπᾶμε. Ἀλλά, καί νά μαθαίνουμε ὁλο καί πιό πολύ, νά Τόν ἀγαπᾶμε. Κάθε φορά, πού περνᾶμε τίς ἐξετάσεις τῆς ἀγάπης στόν Θεό, νικώντας τούς κακούς λογισμούς, προοδεύουμε καί πιό πολύ στήν ἀγάπη, παίρνουμε πιό πολύ Χάρη, κολλᾶμε ἀκόμη περισσότερο στόν Θεό.
 Ὅπως συμβαίνει καί στά ἀνθρώπινα. Ὄσες πιό πολλές θυσίες κάνουμε γιά ἕνα πρόσωπο, τόσο πιό πολύ τό ἀγαπᾶμε. Γιά παράδειγμα, οἱ γονεῖς ὅσο πιό πολύ ὑποφέρουν γιά τά παιδιά τους, τόσο πιό πολύ τά ἀγαποῦν. Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τόν Θεό.
 Ὁ πονηρός λοιπόν λογισμός πού νικιέται εἶναι σημάδι φιλοθεΐας καί ὄχι ἁμαρτίας. Ὁπότε νά μή μᾶς στεναχωρεῖ πού ἔρχονται πονηροί λογισμοί. Ἀντίθετα νά χαιρόμαστε γιατί μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά ἀποδείξουμε πόσο ἀγαπᾶμε τόν Θεό.
 «Ἁμαρτία λοιπόν δέν εἶναι ἡ προσβολή τοῦ λογισμοῦ», λέει ὁ ἀββᾶς Μάρκος, «ἁμαρτία εἶναι ἡ προσκόλληση τοῦ νοῦ στόν λογισμό αὐτό. Κι ἄν δέν τόν ἀγαπᾶμε τότε γιατί ἀσχολούμαστε τόσο πολύ μαζί του; Εἶναι ἀδύνατον νά παρατείνεται ἡ παραμονή μέσα στήν καρδιά μας ἑνός λογισμοῦ, πού τόν μισοῦμε μέ τήν καρδιά μας, ἐκτός κι ἄν ἔχουμε οἱ ἴδιοι τήν διάθεση νά πράξουμε τό κακό.
 Στό βάθος ὑπάρχει μία δική μας ἐπιθυμία νά πράξουμε τό κακό. Ὅσο κι ἄν λέμε ἐξωτερικά, ‘δέν τό θέλω’, στό βάθος λίγο τό θέλουμε, τό ἀγαπᾶμε, γι’ αὐτό καί παραμένει. Μπορεῖ νά τό ἐξομολογηθοῦμε, νά τό ξαναεξομολογηθοῦμε, ἀλλά στό βάθος μᾶς ἀρέσει. Γι’ αὐτό καί παραμένει. Πρέπει νά τό μισήσουμε τελείως ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας για νά φύγει καί νά μᾶς ἐγκαταλείψει ὁριστικά.
 «Ἔχεις λοιπόν τή δύναμη καί τά ὄπλα ν’ ἀνατρέπεις τούς λογισμούς». Μπορεῖς νά τό κάνεις. «Καί τά ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικά, ἀλλά δυνατά τῷ Θεῷ πρός καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων. Λογισμούς καθαιροῦντες καί αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ» (Β΄Κορ. 10,4-5).
 Ἔχουμε ὅπλα πνευματικά, πολύ δυνατά, πού μᾶς ἔχει δώσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα μποροῦν νά καθαιροῦν τούς λογισμούς καί νά αἰχμαλωτίζουν πᾶν νόημα, κάθε σκέψη μας, κάθε προϊόν τοῦ νοῦ στόν Θεό, στόν Χριστό, στήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ. Καί νά εἶναι ὅλοι οἱ λογισμοί μας σύμφωνοι μέ τόν Χριστό, μέ τό θέλημά Του.
 «Ἄν λοιπόν, ἐνῶ ἔχεις τή δύναμη νά τούς ἀνατρέψεις, δέν τό κάνεις μόλις σέ προσβάλουν, τότε φανερώνεις ὅτι ἀπό ἀπιστία ἀγαπᾶς τήν ἡδονή καί συνομιλεῖς μαζί τους. Καί ὅτι ἑπομένως αὐτῆς τῆς ἐνέργειας αἴτιος εἶσαι ἐσύ καί ὄχι κάποιο κατάλοιπο τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ».
 Μέ τό βάπτισμα τά ἔχουμε ἐξαλείψει ὅλα. Δέν ἔχει μείνει κάτι ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ μέσα μας. Ἀλλά ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τήν ἁμαρτία, γι’ αὐτό παραμένουν οἱ λογισμοί. Παραμένουν καί τήν ἀγαπᾶμε γιατί ὑπάρχει αὑτή ἡ ἀπιστία. Δέν ὑπάρχει ἡ πλήρης ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Τό πλῆρες ἄφημα στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
 Ὁ κόσμος μᾶς προτρέπει νά μήν πηγαίνουμε συχνά στήν Ἐκκλησία, γιατί στό βάθος νομίζει ὅτι κάτι θά στερηθοῦμε. Οὐσιαστικά αὐτό εἶναι ἀπιστία. Ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στόν Θεό. Σάν νά σοῦ λένε, πώς ἡ χαρά δέν εἶναι μόνο στόν Θεό, εἶναι καί κάπου ἀλλοῦ, μήν πᾶς πολύ μέσα στήν Ἐκκλησία, γιατί θά χάσεις τή χαρά σου. Περνᾶνε καί στά παιδιά αὐτή τήν ἄποψη καί αὐτό εἶναι ἐγκληματικό. Ἄν ἡ χαρά εῖναι κάπου ἀλλοῦ, τότε οἱ Χριστιανοί εἶναι οἱ πιό οἰκτροί καί ἀξιολύπητοι ἄνθρωποι. Ἡ χαρά εἶναι προϊόν τῆς Χάριτος. Τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5,22).
 «Πραγματικοί ἐχθροί τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ πονηροί λογισμοί γιατί ἐμποδίζουν νά γίνει τό θέλημά του. Ἐνῶ ὁ Θεός «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμ. 2,4), οἱ λογισμοί μᾶς πλανοῦν κάνοντάς μας νά προσκολληθοῦμε σ’ αὐτούς καί μᾶς ἐμποδίζουν ἀπό τή σωτηρία. Ὅταν λοιπόν τούς μισήσουμε τελείως καί ἐμπιστευτοῦμε τόν Κύριο σέ ὅλα, στρέφοντας σέ Αὐτόν κάθε λογισμό μας, μέ καρδιακή καί ἀποκλειστική ἐλπίδα, τότε, ὅπως στήν ἀρχή τῆς πίστεως μέ τό βάπτισμα, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τροφή τοῦ πιστοῦ, παρ’ ὅμοια καί στήν κατάσταση τῆς νοερῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀρνήσεως τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ στερεωμένος στήν πίστη καί ὁ καθαρός νοῦς, γίνεται τροφή τοῦ Ἰησοῦ, πού εἶπε: «ἐμόν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ Πατρός μου» (Ἰω. 4,34). Ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Πατρός; «Πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου».
 Ὅταν λοιπόν μισήσουμε τελείως τούς λογισμούς καί ἐμπιστευτοῦμε τόν Κύριο σέ ὅλα, τότε γινόμαστε τροφή τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀκριβῶς αὐτή, νά σωθοῦμε. Καί τό βρῶμα τοῦ Ἰησοῦ; «Ἐμόν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με». Καί ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Πατρός του; Νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἄρα καί τό θέλημα τοῦ Ὑιοῦ εἶναι αὐτό. Καί τό βρῶμα, ἡ τροφή τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἡ σωτηρία μας.
 Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος «νά σωθοῦμε, νά πᾶμε στόν Παράδεισο γιά νά χαρεῖ ὁ Χριστός μας. Νά μήν πᾶμε στήν κόλαση καί μᾶς βλέπει καί στεναχωριέται ἐκεῖ πέρα πού θά εἴμαστε».
 Μ’ αὐτή τήν ἔννοια οἱ Πατέρες μᾶς ἑρμηνεύουν τά λόγια τοῦ Χριστοῦ στό Εὐαγγέλιο τῆς κρίσεως: ‘Νά θρέψετε τούς φτωχούς’. Εἶναι ὁ Ἴδιος. Καί πότε τόν τρέφουμε τόν Χριστό; Γιατί εἶναι πτωχός ὁ Χριστός; Γιατί ἀναζητεῖ τίς ψυχές μας καί θέλει ἐμᾶς. Πτωχεύει ἀπό ἐμᾶς. Ὅταν λοιπόν ἐμεῖς σωθοῦμε κάνοντας αὐτά πού πρέπει, τρέφουμε τόν Χριστό, Τόν ἀναπαύουμε ἐκπληρώνοντας αὐτήν τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης.
 «Γνωρίζει ὁ ἐχθρός τό δίκαιο τοῦ Πνευματικοῦ νόμου καί γι’ αὐτό ζητάει μόνο τή νοερή συγκατάθεση». Δηλαδή μόνο μέ τόν νοῦ μας νά ποῦμε ‘ναί’, στόν ἐχθρό, στόν κακό λογισμό.
 «Ἔτσι ἤ θά ἀναγκάσει αὐτόν πού νικήθηκε νά ὑποβληθεῖ στούς κόπους τῆς μετάνοιας ἤ ἄν δέν μετανοήσει, θά τόν θλίψει μέ ἀκούσιες συμφορές».
 Γιατί, αὐτή εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στόν πνευματικό ἀγῶνα ὑπάρχουν νόμοι. Ἀπό τή στιγμή, πού θά συγκατατεθοῦμε στό κακό, θά πρέπει, γιά νά ἐξαλείψουμε τό κακό, νά ὑποβληθοῦμε στούς κόπους τῆς μετάνοιας. Ἑκούσιους κόπους. Νά ἐξαλείψουμε τήν κακή ἡδονή, πού πέρασε μέσα μας, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας. Ἄν δέν τό κάνουμε, τότε θά μᾶς θλίψει ὁ ἐχθρός μέ ἀκούσιες συμφορές. Εἶναι δίκαιο αὐτό, εἶναι οἱ Πνευματικοί νόμοι, πού λειτουργοῦν.
 «Κάποτε τόν κάνει νά γογγύζει ἐξαιτίας τῶν συμφορῶν, ὥστε καί ἐδῶ νά πολλαπλασιάσει τίς ὠδῖνες καί στήν ὥρα τοῦ θανάτου νά τόν ἀποδείξει ἄπιστο γιά τήν ἀνυπομονησία του».
 Ὁ διάβολος προσπαθεῖ νά μᾶς ρίξει καί στόν γογγυσμό. Βάζει πειρασμούς, ἔτσι ὥστε νά πολλαπλασιάσει τίς ὠδῖνες καί στήν ὥρα τοῦ θανάτου νά φέρει στοιχεῖα στόν Θεό γιά τήν ἀπιστία μας. Ἕνας πού δέν ἔχει ὑπομονή, σημαίνει ὅτι εἶναι ἄπιστος, δέν ἔχει ἐμπιστοσύνη στή Θεία Πρόνοια, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
 «Ἄν ἁμαρτήσεις, μήν κατηγορεῖς τήν πράξη ἀλλά τή σκέψη. Γιατί ἄν δέν πήγαινε μπροστά ὁ νοῦς, δέν θά ἀκολουθοῦσε τό σῶμα».
 Λέμε, ‘ἡ κακιά ἡ ὥρα’! Ποιά κακιά ὥρα; Σάν νά εἶναι τυχαῖο δηλαδή. Δέν εἶναι. Δέν ὑπάρχει τύχη. Ὑπάρχει μία ὁλόκληρη διαδικασία πού ἔχει γίνει μέσα μας ἀόρατη, νοερή. Ἔχουμε συγκατατεθεῖ νοερά. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ νοερή συγκατάθεση.
 Γι’ αὐτό, ὅταν ρωτοῦσαν τούς Ἁγίους:
 - Τί κάνετε ἐδῶ πέρα;
- Νοῦν τηροῦμεν, ἀπαντοῦσαν.
 Φυλᾶμε τόν νοῦν μας. Δηλαδή; Νά μήν συγκατατεθεῖ στόν ἐχθρό. Γιατί ἅπαξ καί συγκατατεθοῦμε, θά πρέπει μετά νά κουραστοῦμε, νά κοπιάσουμε, εἴτε μέ τούς ἑκούσιους κόπους τῆς μετάνοιας, εἴτε μέ τούς ἀκούσιους, πού παραχωρεῖ ὁ Θεός γιά νά καθαρισθοῦμε. Ὅπως οἱ διάφορες ἀσθένειες ἤ θλίψεις πού μᾶς συμβαίνουν καί ἀναρωτιόμαστε γιατί μᾶς ἦλθαν. Γιατί ἀκριβῶς λειτουργοῦν αὐτοί οἱ νόμοι.
 «Ὁ Θεός κρίνει καί ζυγίζει κάθε σκέψη μας. Γιατί τό ἴδιο πράγμα μπορεῖ νά τό σκεφθεῖ κανείς εἴτε ἁπλά εἴτε μέ ἐμπάθεια».
 Ἑπομένως δέν ἔχει σημασία τό τί κάνεις ἤ τό τί σκέπτεσαι, ἀλλά μέ τί συνδέεις αὐτό πού κάνεις καί σκέπτεσαι. Ἄν τό συνδέεις μ’ ἕνα πάθος, τότε ἁμαρτάνεις. Ἄν τό σκέπτεσαι ἀπαθῶς, δέν ἁμαρτάνεις.
 «Ὅταν διώξουμε ἀπό τόν νοῦ μας κάθε ἑκούσια κακία, τότε θά μπορέσουμε καί νά πολεμήσουμε καί τά πάθη πού ἔχουμε ἀπό πρόληψη».
 Τί εἶναι ἡ πρόληψη τώρα; «Πρόληψη εἶναι ἡ ἀθέλητη ἀνάμνησις τῶν προηγουμένων κακῶν, πού ἔχουμε διαπράξει». Ὅλα αὐτά πού ἔχουμε κάνει στό παρελθόν καί μᾶς ἔρχονται σάν μνῆμες, σάν ἐνθυμήσεις, αὐτά εἶναι οἱ λεγόμενες προλήψεις.
 Ἄν θέλουμε νά πολεμήσουμε τά πάθη, πού ἔχουν δημιουργηθεῖ ἀπό τίς προλήψεις, ἀπό τίς προηγούμενες αὐτές κακές πράξεις, θά πρέπει προηγουμένως νά διώξουμε κάθε ἑκούσια κακία. Ὁτιδήποτε δηλαδή κακό κάνουμε μέ τή θέλησή μας στόν νοῦ. Ὅταν ξέρουμε ὅτι κάτι εἶναι κακό νά σταματήσουμε νά τό πράττουμε, ὥστε νά μπορέσουμε νά ἐλευθερωθοῦμε καί ἀπό τό κακό παρελθόν καί ἀπό τίς μνῆμες. Ἄν ὅμως ἔχουμε τίς μνῆμες καί μέ τόν νοῦ συνεχίζουμε ν’ ἁμαρτάνουμε, καταλαβαίνουμε πώς εἶναι ἀδύνατον νά καθαρίσει ὁ νοῦς.
 «Ἀπό τούς πνευματικούς ἀγωνιστές ἡ πρόληψη ἐμποδίζεται νά γίνει πάθος, ἐνῶ ἀπό τούς νικητές τῶν παθῶν ἀποκρούεται καί σάν ἁπλή προσβολή».
 Ὅταν ἀγωνίζεται κανείς, τοῦ ἔρχονται μέν κάποιες σκέψεις ἀπό τό παρελθόν ἀπό τά πάθη, πού εἶχε στό παρελθόν, ἀλλά δέν τά βάζει σέ πράξη καί δέν τά ἀναβιώνει, ὁπότε δέν ἑδραιώνεται τό πάθος καί σταδιακά ἐξαλείφεται. Ἀλλά αὐτός, πού εἶναι πραγματικά νικητής, δέν ἀφήνει οὔτε τίς ἁπλές προσβολές. Δέν ἀφήνει οὔτε καί τήν ἁπλή μνήμη νά βγεῖ ἀπό τήν ψυχή του.
 «Προσβολή εἶναι κίνηση τῆς καρδιᾶς χωρίς ἁμαρτωλή εἰκόνα ἤ φαντασία. Σάν ἕνα στενό πέρασμα, πού τό ἔχουν καταλάβει ἀπό πρίν οἱ ἐμπειροπόλεμοι». Αὐτή εἶναι ἡ προσβολή. Εἶναι μία κίνηση τῆς καρδιᾶς χωρίς ὅμως εἰκόνα καί δίχως φαντασία.
 «Ὅπου ὑπάρχουν εἰκόνες λογισμῶν, ἐκεῖ ἔχει γίνει συγκατάθεση. Γιατί μόνο ἡ χωρίς εἰκόνα προσβολή εἶναι ἀναμάρτητη».
 Βλέπουμε πόσο διακριτικοί εἶναι οἱ ἅγιοι. Ἀκριβεῖς. Πότε γίνεται ἁμαρτία; Ὅταν φτιάξουμε καί εἰκόνα μέσα στόν νοῦ μας. Δέν εἶναι σκέτος λογισμός, ἔχει καί φαντασία. Τότε σημαίνει ὅτι ἔχει γίνει συγκατάθεση.
 «Καί ὑπάρχει ἄνθρωπος πού ξεφεύγει ἀπό αὐτά, ὅπως ὁ δαυλός ἀπ’ τή φωτιά. Ἐνῶ ὑπάρχει κι ἐκεῖνος πού δέν γυρίζει πίσω, ὥσπου νά φουντώσει ἡ φλόγα. Μή λές ὁ πειρασμός ἔρχεται χωρίς νά θέλω. Γιατί ὁπωσδήποτε κι ἄν δέν ἀγαπᾶς τήν ἴδια τήν ἁμαρτωλή πράξη, ἀγαπᾶς ὅμως τίς αἰτίες της».
 Να μή λέμε λοιπόν πώς δέν φταίω. Φταῖμε! Γιατί ἀγαπᾶμε τίς αἰτίες. Ἀγαπώντας τίς αἰτίες σιγά-σιγά θά φθάσουμε καί στήν πράξη. Ἔλεγε ἕνας μεγάλος ἀββᾶς, ὅτι δέν φεύγουν οἱ λογισμοί καί τά πάθη ἀπό μέσα μας, διότι δέν ἀπομακρύνουμε τίς αἰτίες. «Δῶσε τους τόν ἀρραβώνα καί θά φύγουν», ἔλεγε. Ὁ ἀρραβώνας εἶναι ἀκριβῶς αὐτά τά προκαταρκτικά πού κάνουμε. Τά αἴτια τῶν παθῶν, τά ὁποῖα πολλές φορές τά ἀγαπᾶμε. Γιά παράδειγμα, ὅταν ἀνοίγεις τήν τηλεόραση ἤ τό διαδίκτυο ἀνεξέλεγκτα, κοιτᾶς περίεργα, ὅταν συχνάζεις σέ ὕποπτα μέρη, εἶναι πολύ εὔκολο νά πέσουμε, χωρίς νά τό συνηδητοποιήσουμε. Αὐτά εἶναι τά αἴτια. Πρέπει νά τά κόψουμε, νά τά μισήσουμε αὐτά, πού μᾶς ρίχνουν στήν ἁμαρτία, γιά νά μπορέσουμε νά θεραπευτοῦμε ἀπό τά ἀντίστοιχα πάθη.
 «Ἐκεῖνος πού παρασύρεται ἀπό τούς λογισμούς του, τυφλώνεται ἀπ’ αὐτούς καί ἐνῶ βλέπει τίς ἐνέργειες τῶν ἁμαρτιῶν, τίς αἰτίες τους δέν μπορεῖ νά τίς δεῖ». Γι’ αὐτό ἐδῶ χρειάζεται ὁ πνευματικός ὁδηγός, ὥστε νά βοηθήσει. Διότι βλέπουμε τό ἀποτέλεσμα, ἀλλά δέν βλέπουμε τήν αἰτία.
 «Ὅταν ὁ νοῦς ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς ὑλικές φροντίδες βλέπει ἀνάλογα τίς πανουργίες τῶν ἐχθρῶν».
 Ὅσο εἴμαστε αἰχμαλωτισμένοι ἀπό τήν ὕλη καί ἀπό τίς μέριμνες, πού συνδέονται μέ τήν ὕλη, μέ τά χρήματα, μέ τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, μέ τήν πολυτέλεια, μέ τή μόδα, ὅλα αὐτά, δέν μποροῦμε νά διακρίνουμε τίς πανουργίες τοῦ ἐχθροῦ, γιατί εἴμαστε ἀπορροφημένοι ἀπό αὐτά. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ Μ. Βασίλειος ὅτι «ἡ ἡσυχία εἶναι ἡ ἀρχή τῆς καθάρσεως». Ὅταν ἡσυχάζεις ἀπό αὐτά τά ἐξωτερικά, τίς πολλές μέριμνες, τότε μπορεῖς νά δεῖς τίς τέχνες τοῦ διαβόλου. Καί ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής (κοιμήθηκε τό 1959) ἔλεγε, περισσότερο ἀπό ὅλα φοβᾶμαι τίς μέριμνες, διότι σέ ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό.
 «Ὑπάρχει κακία πού ἐγκαταστάθηκε στήν καρδιά λόγω τῆς μακροχρόνιας συνήθειας καί ὑπάρχει κακία πού πολεμάει μέ λογισμούς μέσω τῶν καθημερινῶν πραγμάτων».
 Τώρα μᾶς παρουσιάζει τίς πηγές τῶν λογισμῶν. Ὑπάρχουν λογισμοί πού ξεκινοῦν ἀπό μέσα μας, λόγω τοῦ ὅτι ἔχει ἐπαναληφθεῖ πολλές φορές μιά ἁμαρτία καί ἔχει γίνει συνήθεια, ἔχει γίνει πάθος. Ἀπό αὐτή τήν κακή συνήθεια, πού ἔχει ἐγκατασταθεῖ στήν καρδιά, ὡς πάθος, συνεχῶς πηγάζουν λογισμοί καί ἐπιθυμίες. Ὑπάρχουν καί ἄλλοι λογισμοί πού πηγάζουν εἴτε ἀπό τά πράγματα πού ὑπάρχουν γύρω μας, εἴτε ἀπό τά πρόσωπα, τά ὁποῖα συναντοῦμε.
 «Σάν ἄπειρο μοσχάρι πού ψάχνοντας γιά χορτάρι ἔφθασε σέ τόπο ἀπόκρημνο, ἔτσι ἀποπλανιέται καί ἡ ψυχή σιγά-σιγά ἀπό τούς λογισμούς».
 Ἄς τό προσέξουμε κι αὐτό. Εἶναι πολύ ὡραῖο καί χαρακτηριστικό. Στήν πράξη αὐτό γίνεται. Ὁ διάβολος σιγά-σιγά μᾶς πάει ἀπό τόν ἕναν λογισμό στόν ἄλλον, κάνει ἕναν ἁμαρτωλό συνειρμό ὁ νοῦς μας κι ἔτσι μᾶς φθάνει ἐκεῖ, πού δέν πρέπει νά πᾶμε. Σάν τό μοσχάρι, πού τό ξεγελᾶ τό χορτάρι καί τρώγοντας πέφτει στόν κρημνό.
 «Ὅταν ὁ νοῦς μέ ἀνδρεία, πού δίνει ὁ Κύριος ἀποσπᾶ τήν ψυχή ἀπό χρόνια συνήθεια ἁμαρτίας, τότε ἡ καρδιά εἶναι σάν νά βασανίζεται ἀπό δημίους, πού τήν σέρνουν ὁ ἕνας ἀπό ἐδῶ κι ὁ ἄλλος ἀπό ἐκεῖ. Ἀπό τόν νοῦ δηλαδή κι ἀπό τό πάθος».
 Εἶναι πολύ δύσκολο ν’ ἀποσπάσει κανείς τήν ψυχή του ἀπό μιά χρόνια κακή συνήθεια. Νά γλυτώσει τόν νοῦ του ἀπό ἕνα πάθος. Νοιώθει νά τραβιέται ἀπό δύο ἀντίθετες δυνάμεις. Ἀπό τή μιά μεριά εἶναι ὁ Θεός καί ὁ καλός ἑαυτός του, πού τόν τραβᾶ πρός τόν Θεό κι ἀπό τήν ἄλλη μεριά τό πάθος. Εἶναι σάν νά σχίζεται ὁ ἄνθρωπος σέ δυό κομμάτια.
 «Τρεῖς νοερές περιοχές ὑπάρχουν, ὅπου μπαίνει ἐναλλακτικά ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Τό κατά φύσιν, τό ὑπέρ φύσιν καί τό παρά φύσιν. Ὁταν εἶναι στό ‘κατά φύσιν’ βρίσκει τόν ἑαυτόν του αἴτιο τῶν πονηρῶν λογισμῶν καί ἐξομολογεῖται στόν Θεό τίς ἁμαρτίες του, ἀναγνωρίζοντας τίς αἰτίες τῶν παθῶν. Ὅταν ἔλθει στό ‘παρά φύσιν’ λησμονεῖ τήν Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί φιλονικεῖ μέ τούς ἀνθρώπους» διότι δῆθεν τόν ἀδικοῦν. «Ὅταν φθάσει στό ‘ὑπέρ φύσιν’ βρίσκει τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», πού εἶπε ὁ Ἀπόστολος ‘ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη...’ «Καί ξέρει πώς ἄν προτιμήσει τίς ὑλικές φροντίδες, δέν μπορεῖ νά παραμένει ἐκεῖ. Καί ὅποιος φεύγει ἀπό τήν περιοχή αὐτή, τήν ὑπέρ φύσιν, πέφτει στήν ἁμαρτία καί στίς φοβερές δοκιμασίες, πού ἀκολουθοῦν. Ἄν ὄχι ἀμέσως, ἀλλά στόν καιρό τους. Ὅπως γνωρίζει ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ».
 Εἶναι φανερό ὅτι ἡ φυσιολογική κατάστασή μας εἶναι τό ‘ὑπέρ φύσιν’. Δηλαδή τό νά μήν ἁμαρτάνουμε. Τό κατά φύσιν εἶναι ὅταν κινεῖσαι λογικά καί ἀναλάβεις τήν εὐθύνη. Τό παρά φύσιν εἶναι ὅταν κατηγορεῖς τούς ἄλλους, ὅπως συνήθως γίνεται στόν κόσμο. Φταῖνε ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐκτός ἀπό ἐμᾶς, γιά ὅλα.
 Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά πάει στό κατά φύσιν ἀρχικά καί νά παραδεχθεῖ ὅτι φταίει καί ν’ ἀρχίσει ν’ ἀγωνίζεται, νά ἐξομολογεῖται καί ν’ ἀντιμετωπίζει αὐτούς τούς πονηρούς λογισμούς, μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε, δηλαδή μέ τήν προσευχή γιά νά φθάσει σιγά-σιγά στό ὑπέρ φύσιν. Νά βρεῖ τήν καθαρότητα καί τό ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο θά μένει μέσα του, θά τοῦ δώσει τήν ἀγάπη, τή χαρά, τήν εἰρήνη, τήν πραότητα κ.λ.π. ὅλο αὐτό πού λέγεται καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὡστόσο κι αὐτό δέν εἶναι μόνιμο. Ἄν κανείς δέν προσέξει καί ξαναπέσει στά ὑλικά, στίς μέριμνες, θά τό χάσει. Θά πέσει πάλι στό κατά φύσιν καί θά ἀρχίσει νά παλεύει ξανά μέ λογισμούς καί θά ἔχει καί τίς δοκιμασίες σύμφωνα μέ τήν Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τούς Πνευματικούς νόμους.
 Οἱ δοκιμασίες, ὅπως εἴπαμε, δίνονται ἀπό τόν Θεό γιά νά καθαρισθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί νά ἐπανέλθει στό ὑπέρ φύσιν. Φυσικά κι ἐμεῖς πρέπει νά κάνουμε ἀνάλογους κόπους μετανοίας. Καί στό μέτρο πού δέν τούς κάνουμε -τούς κόπους αὐτούς- παραχωρεῖ ὁ Θεός πιό ἔντονες δοκιμασίες γιά νά καθαρισθοῦμε, ἐπειδή μᾶς ἀγαπᾶ.
 Ἄν ὅμως κανείς εἶναι τελείως ἀδιόρθωτος, τότε δέν τοῦ δίνει σ’ αὐτή τή ζωή δοκιμασίες ἤ τοῦ τά δίδει μαζεμένα στο τέλος ἤ τοῦ μένουν γιά τήν ἄλλη ζωή, ὁπότε αὐτό εἶναι φοβερό. Αὐτό σημαίνει κόλαση μετά.
 «Ὅταν καί χωρίς νά τό θέλουμε μᾶς πολεμοῦν οἱ πονηροί λογισμοί, νά κατηγοροῦμε τούς ἑαυτούς μας καί ὄχι ἄλλον. Γιατί ρίζες τῶν πονηρῶν λογισμῶν εἶναι οἱ ὁλοφάνερες κακίες, τίς ὁποῖες μέ χέρια καί πόδια καί στόματα ὑπερασπιζόμαστε σέ κάθε περίσταση».
 Ὑπάρχει μιά ἀγάπη μέσα μας, στήν κακία. Γι’ αὐτό ἔρχονται οἱ πονηροί λογισμοί. Ὁπότε, μήν τά φορτώνουμε σέ ἄλλους, ἀλλά στόν ἑαυτό μας.
 «Ὅταν ὁ νοῦς ἀρνηθεῖ ἐντελῶς τόν ἑαυτό του καί κρατήσει σταθερά τήν ἐλπίδα πρός τόν Θεό τότε ὁ ἐχθρός μέ τήν πρόφαση, δῆθεν τῆς ἐξομολογήσεως, παριστάνει μέ εἰκόνες ἀκριβῶς τά ἁμαρτήματα, πού διαπράχθηκαν, μέ σκοπό νά ξαναζωντανέψει τά πάθη, πού μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ λησμονήθηκαν καί νά βλάψει κρυφά τόν ἄνθρωπο. Γιατί κι ἄν ἀκόμη, ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνατός καί μισεῖ τά πάθη, ἀναγκαστικά θά σκοτισθεῖ καί θά πέσει σέ σύγχυση γιά τά προηγούμενα ἁμαρτήματά του».
 Γι’ αὐτό συμφέρει νά μή θυμόμαστε ἀκριβῶς τίς ἁμαρτίες πῶς ἔγιναν καί τά περιστατικά μέ λεπτομέρειες γιατί ξαναζωντανεύουν πάλι τά πάθη, τά ὁποῖα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τά εἴχαμε ξεχάσει. Θά πρέπει νά τά ἐξομολογηθεῖς βεβαίως, ἀλλά χωρίς πολλές λεπτομέρειες γιατί μπορεῖ πάλι νά βλαφτεῖς κρυφά ἀπ’ αὐτή τήν ἀνάμνηση.
 «Ἄν μάλιστα εἶναι ἀκόμη στήν καταχνιά ὁ ἄνθρωπος καί στήν ἀγάπη τῆς ἡδονῆς, θά μεταφερθεῖ στήν ἐποχή ἐκείνη μέ τό νά θυμηθεῖ τίς πτώσεις του μέ ἀκρίβεια καί μέ λεπτομέρεια καί θά ξαναζήσει ἐκείνη τήν κατάσταση τήν ἁμαρτωλή καί θά ἀσχοληθεῖ ἐμπαθῶς μέ τίς προσβολές τοῦ ἐχθροῦ, ἔτσι ὥστε ἡ μνήμη αὐτή θά ἀποδειχθεῖ σύνδεσμος μέ τά προηγούμενα καί ὄχι ἐξομολόγηση».
 Τώρα βλέπουμε μιά παγίδα πού στήνει ὁ διάβολος, ὅταν πρόκειται γιά ἐξομολόγηση. Μέ τήν πρόφαση ὅτι θά ἐξομολογηθοῦμε καί θά μᾶς συγχωρέσει ὁ Θεός, μᾶς βάζει πάλι νά θυμηθοῦμε λεπτομέρειες ἀπό τίς πτώσεις μας καί νά μᾶς γυρίσει ξανά σ’ ἐκείνη τήν ἁμαρτωλή κατάσταση.
 «Οἱ ἀκούσιοι λογισμοί ξεφυτρώνουν ἀπό προηγούμενη ἁμαρτία, ἐνῶ οἱ ἑκούσιοι ἀπό τήν ἐλεύθερη θέλησή μας. Αἴτιοι λοιπόν τῶν πρώτων εἶναι οἱ δεύτεροι».
 Αὐτό εἶναι πολύ ὡραῖο καί πολύ συμπυκνωμένο. Ὑπάρχουν λογισμοί, πού ἔρχονται χωρίς νά τούς θέλουμε. Αὐτοί πηγάζουν ἀπό προηγούμενες ἁμαρτίες. Λέμε, ‘πῶς μοῦ ἦρθε αὐτό’; Ἀπό παλιά. Κάτι εἴχαμε κάνει. Ἐνῶ, οἱ ἑκούσιοι εἶναι ἐπειδή τούς θέλουμε ἐμεῖς. Μέ τή θέλησή μας τούς κάνουμε. Ἀλλά αὐτοί οἱ ἑκούσιοι ἀργότερα θά μᾶς φέρουν τούς ἀκούσιους.
 «Στίς κακές σκέψεις πού ἔρχονται χωρίς τή θέλησή μας, ἀκολουθεῖ λύπη. Γι’ αὐτό καί σύντομα ἐξαφανίζονται».
 Οἱ σκέψεις πού ἔρχονται χωρίς τή θέλησή μας. Δέν τίς θέλει ὁ ἄνθρωπος καί σύντομα θά ἐξαφανιστοῦν.
 «Σέ αὐτές ὅμως τίς κακές σκέψεις πού ἔρχονται μέ τή θέλησή μας, ἀκολουθεῖ χαρά, γι’ αὐτό καί δύσκολα γλυτώνουμε ἀπ’ αὐτές».
 Ἀπό αὐτούς τούς κακούς λογισμούς. Ὅλες αὐτές οἱ ἐπιθυμίες, πού δημιουργοῦμε ἐμεῖς μέσα μας, φέρνουν μιά ἡδονή. Μόνο πού ἐπιθυμήσαμε κάτι, νιώθουμε μιά εὐχαρίστηση. Γι’ αὐτό καί δύσκολα ἐξαλείφονται γιατί τούς φέρνουμε ἐμεῖς, τούς θέλουμε. Τούς θέλουμε καί τούς δημιουργοῦμε ἐμεῖς, γι’ αὐτό καί δύσκολα ἐξαλείφονται. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι, πού ἔρχονται χωρίς νά τούς θέλουμε, ἐπειδή φέρνουν μία λύπη, φεύγουν πιό εὔκολα.
 «Ἄν θέλεις νά μήν πειράζεσαι ἀπό πονηρούς λογισμούς νά καταδέχεσαι ἐξουδένωση τῆς ψυχῆς σου καί θλίψη τῆς σάρκας σου».
 Ταπείνωση δηλαδή καί στήν ψυχή καί στό σῶμα. Ταπείνωση, ἐξουδένωση τῆς ψυχῆς. Νά χαιρόμαστε ὅταν μᾶς ἐξουδενώνουν, μᾶς κάνουν σκουπίδι. Σέ ἐξουδενώνουν, δηλαδή σέ κάνουν τό ‘οὐδέν’, σέ ἐξευτελίζουν, πού λέει ὁ κόσμος. Σέ προσβάλουν. Θίγουν τήν ἀξιοπρέπειά σου -τήν περίφημη ἀξιοπρέπεια!- τήν καταρρακώνουν. Νά χαίρεσαι γιατί αὐτό ἀκριβῶς σέ ἀπαλλάσσει ἀπό τούς κακούς λογισμούς. Αὐτή εἶναι μιά σπουδαία μέθοδος, πού τή χρησιμοποιοῦν οἱ πνευματικοί καί ἅγιοι Γέροντες καί μᾶς κακοφαίνεται καμιά φορά -γιατί δέν ξέρουμε τί μᾶς γίνεται- ὅταν μᾶς μαλώσει ὁ πνευματικός μας. Σήμερα αὐτό δέν γίνεται γιατί δέν τό ἀντέχουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, στό Ἅγιο Ὄρος ὅμως γίνεται. Οἱ Πατέρες τό δέχονται, ἄν τούς ἐπιπλήξει ὁ Γέροντάς τους, ἀκόμα καί ἄδικα, γιατί ἔχει τόν λόγο του. Ἔτσι φεύγουν οἱ κακοί λογισμοί καί φέρνει τήν ψυχή στήν ταπείνωση.
 Συνάμα νά ταπεινώσεις καί τή σάρκα μέσα ἀπό τήν ἄσκηση. Νά πού ὠφελεῖ ἡ ἄσκηση, πού ὠφελεῖ ἡ νηστεία! Ταπεινώνοντας τό σῶμα, πέφτουν οἱ δυνάμεις τοῦ σώματος μέ τήν ἄσκηση, ὁπότε συν-ταπεινώνεται καί ἡ ψυχή. Καί τότε βεβαίως ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί φεύγουν οἱ κακοί λογισμοί καί ἔρχεται ἡ ἁγνότητα. Ἄν θέλουμε νά μήν πειραζόμαστε ἀπό πονηρούς λογισμούς, νά ἐξουδενώνουμε τήν ψυχή μας καί νά θλίβουμε τή σάρκα μας.
 «Καί αὐτό ὄχι σέ μερικά ἀλλά σέ κάθε καιρό καί τόπο καί πράγμα». Σέ κάθε τί. Σέ κάθε περίσταση.
 «Ἐκεῖνος πού γυμνάζεται μέ τή θέλησή του στίς θλίψεις, δέν θά κυριευθεῖ ἀπό τούς ἀκούσιους πονηρούς λογισμούς».
 Ὅταν θεληματικά κανείς ὑιοθετεῖ θλίψεις, σέ αὐτά πού λέει ἡ Ἐκκλησία μας, τή νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τίς μετάνοιες, τίς κακοπάθειες γιά τόν Θεό, τότε δέν θά τόν κυριεύσουν ἀκούσιοι πονηροί λογισμοί.
 «Ἐκεῖνος ὅμως πού δέν καταδέχεται τίς θλίψεις (τίς ἑκούσιες), θά αἰχμαλωτισθεῖ ἀπό τούς ἀκούσιους πονηρούς λογισμούς καί χωρίς νά τό θέλει».
 Γι’ αὐτό χρειάζεται πάντα ἡ ἄσκηση, δηλαδή ἡ θλίψη ἡ σωματική. Ἡ μή ἄνεση. Τό ἀντίθετο τῆς ἀνέσεως, κακοπάθεια, ὥστε νά μήν αἰχμαλωτιζόμαστε ἀπό τούς ἀκούσιους πονηρούς λογισμούς. Αὐτά μᾶς τά λέει ὁ ἀββᾶς Μάρκος.
 Εἶναι μιά ὁλόκληρη ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστήμη τῶν λογισμῶν, τό πῶς δηλαδή ἀντιμετωπίζονται οἱ λογισμοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι στή βάση τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα. Ἀπό ἐκεῖ ξεκινᾶ ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς. Ἄν θεραπευτοῦν οἱ λογισμοί, ἄν ἀντιμετωπίσει ὁ ἄνθρωπος σωστά τούς λογισμούς, θεραπεύεται. Κόβει καί τά πάθη, κόβει καί στή συνέχεια ὅλες τίς ἁμαρτίες.
 
ΑΠΟΡΙΕΣ:
 - ………….(ἐρώτηση)
- Ναί καί τούς σαρκικούς καί γενικότερα ὅλους τούς κακούς λογισμούς.
- Πῶς καταλαβαίνει ὁ πονηρός ἄν νίκησε ἤ νικήθηκε;
- Ἀπό τίς ἀντιδράσεις μας. Δέν γνωρίζει τίς σκέψεις μας. Μᾶς βάζει ἕναν λογισμό καί παρατηρεῖ ἄν τόν κάνουμε. Ἄν δεῖ ὅτι τόν ἀκούσαμε, μᾶς τόν ξαναβάζει τόν λογισμό. Ἄν ἀποκτήσουμε τή συνήθεια, μετά δέν ἀσχολεῖται ἄλλο. Ἁπλῶς ἔρχεται ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν γιά νά δεῖ ἄν κάνουμε ὑπακοή. Ἀφοῦ μᾶς ἔχει γίνει πάθος καί ἔχουμε γίνει οἱ ἴδιοι δαίμονες τοῦ ἑαυτοῦ μας, δέν χρειάζεται πιά νά χάνει τόν χρόνο του μέ μᾶς.
- …………..(ἐρώτηση)
- Ὁ διάβολος ἔχει πεῖρα αἰώνων. Ἡ ψυχή ἐκδηλώνεται καί μέ τίς κινήσεις τοῦ σώματος. Ἀκόμη καί ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου ἀλλοιώνεται. Ὁ πονηρός διαβάζει τά ἐξωτερικά καί γι’ αὐτό κάνει λάθος μερικές φορές. Εἰκάζει φαντάζεται, ὑποθέτει, πιθανολογεῖ.
- …………..(ἐρώτηση)
- Εἶναι μιά δύναμη καί τό μίσος καί μποροῦμε νά κάνουμε καλή χρήση. Εἶναι τό ἀντίθετο τῆς ἀγάπης. Ὅπως καί ἡ λύπη. Ἡ λύπη δέν εἶναι πάντοτε κακή. Ὑπάρχει καί ἐπωφελής λύπη, ἡ λύπη γιά τίς ἁμαρτίες μας. Μποροῦμε νά τήν ἀξιοποιήσουμε σωστά γιά νά καθαρισθοῦμε.
 Τό μίσος μᾶς τό ἔδωσε, γιά νά μισήσουμε καταρχήν τόν διάβολο, τόν ἀνθρωποκτόνο. Ἀπό τά ἀποτελέσματα, θά παρακινηθοῦμε νά τόν μισήσουμε. Ἐφόσον βιώνουμε αὐτή τήν κόλαση, μέ τήν προτροπή τοῦ διαβόλου, κινούμαστε πλέον ἐχθρικά ἀπέναντί του. Σκέφτεσαι ‘ἄν συγκατατεθῶ σ’ αὐτόν τόν λογισμό, θά γίνω πάλι χάλια. Ἀφοῦ τό ἔχεις πάθει ἤδη τόσες φορές.. Λίγη λογική νά βάλεις! Τό λέει κι ὁ ἀπόστολος: «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ῥωμ. 6,23). Γιατί νά τό ξανακάνω; Γιατί νά ὑποφέρω;
 - …………..(ἐρώτηση)
- Κάτι πού δέν σοῦ ἀρέσει, δέν τό θέλει ἡ ψυχή, σιγά-σιγά θά φύγει, θά τό πάρει ὁ Θεός. Χρειάζεται ὅμως ὑπομονή. Ἕνα φίδι πού ἔχεις μέσα σ’ ἕνα δοχεῖο, ὅσο δέν τοῦ ἀνανεώνεις τόν ἀέρα, θά ψοφήσει. Ὡστόσο νά μήν λέμε «Πῶς τό ἔπαθα ἐγώ;» Αὐτό δείχνει ἐγωισμό. Ἐκτός ἄν τό λέμε, ἐπειδή μετανοοῦμε, ὁπότε εἶναι σωστό.
 - …………..(ἐρώτηση)
 - Ἡ ἐξουδένωση θά βοηθήσει. Ἄν κάνουμε αὐτοεξουδένωση, ἄν αὐτοταπεινωθοῦμε. Ἀλλά θά βοηθήσουν καί οἱ ἄλλοι. Θά βρεθοῦν πολλοί πού θά σέ ἀδικήσουν, θά σέ συκοφαντήσουν, θά σέ βρίσουν. Ἐκεῖ πρέπει νά καμφθεῖς, νά τά δεχθεῖς. Τότε ταπεινώνεσαι. Ἄν ἀντιδράσεις καί ψάξεις τό δίκιο σου, τήν ἔχασες τήν εὐκαιρία νά νικήσεις τούς κακούς λογισμούς. Γι’ αὐτό ὁ Θεός ἐπιτρέπει τέτοιες δοκιμασίες, γιά νά μᾶς βοηθήσει στόν πνευματικό ἀγῶνα. Ἄν δέν ταπεινωθοῦμε, θά ἔχουμε κακούς λογισμούς.
 Ἕνας τρόπος ταπείνωσης εἶναι ἡ συνεχής προσευχή.
 - …………..(ἐρώτηση)
 Τρία πράγματα μᾶς βοηθοῦν στήν ταπείνωση:
 α) Ἡ συνεχής προσευχή
β) Τό νά βάζουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό ὅλους. Αὑτό σημαίνει νά δεχόμαστε ὅλες τίς ταπεινώσεις καί
 γ) Νά ἀγαπήσουμε τόν σωματικό κόπο, νηστεία, κακοπάθεια κ.τ.λ. δηλαδή τήν ταπείνωση τοῦ σώματος.
 - …………..(ἐρώτηση)
 Γιά νά περάσει ἕνας λογισμός, σημαίνει πώς εἴχαμε ἀνοιχτή τήν πόρτα. Δηλαδή ὅτι δέν προσευχόμασταν. Γι’ αὐτό ἐκεῖνος ὁ Γέροντας εἶπε ‘εὐχαριστῶ πού ἦρθες’ στόν διάβολο, γιατί τοῦ θύμησε τήν προσευχή. Ἔτσι κάνουμε τόν διάβολο ‘σύμμαχο’.
 - …………..(ἐρώτηση)
 - Μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ὁ νοῦς εἶναι καρφωμένος ἐκεῖ. Ὡστόσο κάποιες προσβολές μπορεῖ νά ἔρθουν. Ἐπειδή εἶναι πολύ κουραστικό, λίγο μπορεῖ νά ξεφεύγεις. Μακάρι νά φτάσουμε σ’ αὐτή τήν κατάσταση, πού καί νά μᾶς ἔρθει μιά προσβολή, νά μήν ἁμαρτήσουμε.
 - Πότε μ’ ἕναν λογισμό κάνουμε ἁμαρτία καί πότε δέν κάνουμε;
 - Ἡ προσβολή εἶναι πάντα ἀνένοχη. Εἴτε εἶναι ἀπό τόν κακό ἑαυτό μας ἤ ἀπό τόν διάβολο. Ἡ προσβολή, ὅπως εἴπαμε, εἶναι χωρίς εἰκόνα. Ἀπό τή στιγμή πού κάνουμε εἰκόνα, γίνεται συγκατάθεση. Ἕνα ἄλλο κριτήριο εἶναι ὅτι μπαίνει μιά ἡδονή ἀπό τή συνομιλία μέ τόν λογισμό. Ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά ἐξετάζει τόν λογισμό καί νά εὐχαριστιέται. Τότε ἀρχίζει καί ἡ ἁμαρτία, ἡ συγκατάθεση.
 - …………..(ἐρώτηση)
 - Εἶναι μιά πάλη. Στήν πάλη ὑπάρχει ἐνοχή καί δέν ὑπάρχει.. Ὁ Θεός ξέρει μέ ἀκρίβεια. Ἡ πάλη εἶναι ἀνάμεσα στήν προσβολή καί στή συγκατάθεση. Σ’ αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά προσπαθήσουμε νά μήν ἁμαρτήσουμε.
 Ὑπάρχουν τά πάθη μέσα μας, οἱ κακές συνήθειες, ὑπάρχουν καί οἱ προσβολές άπ’ ἔξω ἀπό τόν διάβολο.
 Ὁποιαδήποτε κι ἄν εἶναι ἡ πηγή τῶν λογισμῶν, ἡ ἀντιμετώπιση εἶναι ἡ ἴδια. Ἡ περιφρόνηση. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε: «μήν ἀσχολεῖσθε μέ τά πάθη». Οὔτε καί μέ τόν διάβολο. Καί τά δύο νά τά περιφρονοῦμε. Ἔχουμε ἕνα σωρό πάθη. Ὅλες τίς ἁμαρτίες τίς ἔχουμε κάνει. Περιφρόνηση καί καταφυγή στόν Θεό χρειάζεται, ἀγάπη στόν Θεό. «Νά προσπαθήσουμε ν’ ἀγαπήσουμε τόν Θεό», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος κι ἀπό κεῖ καί μετά μόνα τους αύτά θά μαραθοῦνε. Ὅπως ἕνας κήπος μέ ἀγκάθια, πού δέν τόν ποτίζεις. Ὅσο δέν τά ποτίζεις, θά ξεραθοῦν, ὅσο τά ποτίζεις θά μεγαλώνουν. Κι ἄν προσπαθήσεις νά κάνεις ἕναν αἱματηρό ἀγῶνα, θά ματώσεις, ὅπως ὅταν πιάνεις ἀγκάθια. Οὔτε αὐτό ἐνδείκνυται -λέει ὁ Γέροντας- ἄστα νά μαραθοῦν μέ ὑπομονή. Αὐτός εἶναι ὁ πιό εὔκολος καί ἀναίμακτος τρόπος νά νικήσεις τά πάθη καί τούς λογισμούς.
 Ὑπομονή. Μπορεῖ νά πάρει καί μιά ζωή. Ὑπάρχουν φιδάκια μικρά, ὑπάρχουν καί βόες. Ἐκεῖ φαίνεται καί ἡ πίστη μας. Ὁ διάβολος μᾶς προτρέπει νά τά παρατήσουμε. Ἐμεῖς πρέπει μέ ὑπομονη νά συνεχίσουμε τήν πάλη.
 - …………..(ἐρώτηση)
 - Εἶναι σκόπιμο νά παρακολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Νά εἴμαστε ‘ἐπίσκοποι’ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Σέ περίπτωση πού δέν προσέχουμε τούς λογισμούς, δέν μποροῦμε νά τούς ἀντιμετωπίσουμε. Θά ποῦμε ‘τόσα ἄκουσες, διάβασες, τά ἐξομολογήθηκες καί πάλι τά ἴδια κάνεις’. Θά μαλώσουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, θά κάνουμε κήρυγμα σέ μᾶς. Ἄν προσέχουμε, σταδιακά, θά μπορέσουμε νά τούς ἀποφύγουμε. Πάντοτε μέ τή βοήθεια καί τήν καταφυγή μας στόν Θεό.
 - …………..(ἐρώτηση)
 - Βέβαια ἔχουν δύναμη πάνω μας οἱ λογισμοί γιατί ἔχουν ἑδραιωθεῖ μέσα μας. Αὐτός εἶναι ὁ ἀγώνας, αἱματηρός ἀγώνας, ὥστε νά ἑναντιωθοῦμε στόν κακό ἑαυτό μας, τόν ὁποῖο τόσα χρόνια τρέφαμε κι ἀγαπούσαμε. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ ὠφέλιμο ν’ ἀρχίζει κανείς τήν ἀγωγή στά μικρά παιδιά. Πόσο σημαντικό εἶναι ἡ σωστή οἰκογένεια καί οἱ σωστοί γονεῖς, πού θά δώσουν τίς ἀπαιτούμενες βάσεις καί ἀργότερα δέν θά χρειαστεῖ νά παλέψουν τόσο τά παιδιά μέ λογισμούς. Δέν θά ταλαιπωρηθοῦν ἰδιαίτερα, διότι θά ἔχουν μάθει στήν ταπείνωση καί θά εἶναι πολύ εὔκολο νά γίνουν ἅγιοι.
 - …………..(ἐρώτηση)
 - Χρειάζεται ὄντως τόσο σκληρό ἀγώνα, ὁ ὁποῖος μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ γίνεται εὔκολος. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὅτι «ἐγώ σᾶς λέω πώς εἶναι εὔκολος ὁ ἀγώνας καί δυνατή ἡ εὐτυχία καί στόν κόσμο καί στούς ἐγγάμους», μέ τήν προϋπόθεση νά ἐκπέμπουμε στή συχνότητα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή: ταπείνωση καί ἀγάπη. Ἄς δοκιμάσουμε, μόνο ἕναν ταπεινό λογισμό νά κάνουμε, πόση ἀνακούφιση νιώθουμε. Γιατί ὁ διάβολος μᾶς φουσκώνει, μᾶς ὁδηγεῖ στή ‘φυσίωση’, μᾶς κάνει ὑπερήφανους. Ὅταν ἔρχεται κάποιος μέ μιά καρφίτσα (μιά βρισιά) καί σοῦ σπάσει αὐτό τό διαβολικό μπαλόνι, σοῦ κάνει οὐσιαστικά τή μεγαλύτερη εὐεργεσία.
 - …………..(ἐρώτηση)
 - Γιά παράδειγμα, ὅταν μισεῖς κάποιον, φαντάζεσαι νά τόν ἀποκεφαλίζεις. Πῶς γίνονται οἱ φόνοι; Τόν ἔχεις σκοτώσει χίλιες φορές μέ τή φαντασία σου, μέσα σου. Κάποια στιγμή γίνεται καί πράξη.
 - …………..(ἐρώτηση)
 - Ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς λογισμούς πρέπει νά τούς διώχνουμε. Κατεξοχήν βέβαια τούς κακούς. Γιά νά κάνουμε καθαρή προσευχή, δέν πρέπει νά ἔχουμε κανέναν λογισμό.
 - …………..(ἐρώτηση)
 - Ὁ Χριστός εἶχε προσβολή λογισμῶν. Τούς τρεῖς λογισμούς στήν ἔρημο. Ἐπειτα ὁ διάβολος Τόν ἐγκατέλειψε, ἀφοῦ εἶχε νικήθει.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
http://hristospanagia3.blogspot.gr/ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου