Ἐν
Πειραιεῖ τῆ 15ῃ/1/2016
ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Ἐξόδιος Ἀκολουθία καί καῦσις νεκρῶν
Τυγχάνει
γνωστόν ότι ένιοι εντόπιοι κύκλοι του διεθνιστικού περιπαίγματος μη
κηδόμενοι της πατροπαραδότου Χριστιανικής παραδόσεως της αμωμήτου ημών πίστεως
διεισδύουν εις παν μέσον επικοινωνιακής μορφής και δι’ αυτών εις τας
συνειδήσεις του συγχρόνου ανθρώπου, δηλητηριάζουν αυτάς και κλονίζουν τας
βάσεις της πίστεως. Ωσαύτως η αδιαφορία περί την πίστι και τας χριστιανικάς
παραδόσεις, υπό την επίδρασι των ανωτέρω αποκτά οσημέραι ρίζωμα εις τας ηθικώς
ατόνους και θρησκευτικώς καχεκτικάς συνειδήσεις.
Η
Αγία ημών Εκκλησία, ως μήτηρ φιλόστοργος αντιλαμβανομένη τα σημεία των καιρών
και την συστροφήν των πονηρευομένων κατ’ Αυτής, προς διαφύλαξι της Ορθοδόξου
παραδόσεως σήμερον, που υλοποιείται πλήρως και ετοιμάζεται καταλλήλως η
διαδικασία καύσεως και αποτεφρώσεως των νεκρών σωμάτων, διά καταλλήλου
ενημερώσεως διεφώτισε το χριστεπώνυμον πλήρωμα Αυτής προς καταρτισμόν των Αγίων
και οικοδομήν του σώματος του Χριστού κατά τους θεοπνεύστους λόγους του
αποστόλου Παύλου (Εφεσ. Δ 12) και ετόνισε τας πνευματικάς διαστάσεις και τας
συνεπείας μιάς τοιαύτης επιλογής εις την πνευματικήν ζωήν του πιστού
απορρίπτουσα την καύσι των νεκρών διά τα πιστά Της μέλη ως πράξι απάδουσαν προς
την παράδοσι Αυτής, οριοθετούσα την πίστι Αυτής
και τον σεβασμόν εις το ανθρώπινον πρόσωπον και κατ’ επέκτασι εις το σώμα του
ανθρώπου, το οποίον αποτελεί ναόν και κατοικητήριον του Παναγίου Πνεύματος
δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2959/29.10.2014 Εγκυκλίου Αυτής.
Κατόπιν τῆς προτάσεως ὑπό τῆς Κυβερνήσεως τοῦ ἄρθρου
21 «Ἐπιλογή τόπου ἐνταφιασμοῦ» στό Σχέδιο Νόμου «Μέτρα γιά τήν ἐπιτάχυνση τοῦ
Κυβερνητικοῦ ἔργου καί ἄλλες διατάξεις» διά τοῦ ὁποίου θεσμοθετεῖται διά τῆς
γενικότητος τῆς διατάξεως ἡ ὑποχρεωτικότητα κατά τήν βούλησι τοῦ ἀποθανόντος ἐκκλησιαστικῆς
ἐξοδίου ἀκολουθίας καί εἰς περιπτώσεις ἐκπεφρασμένης βουλήσεώς του διά τήν ἀποτέφρωσι
τοῦ σώματός του, ἐπαγόμεθα τά κάτωθι: Τό ἀνθρώπινον σῶμα εἶναι εἰκόνισμα τῆς ἀθανάτου
ψυχῆς καί προβολή τῆς αἰωνιότητος εἰς αὐτόν τόν κόσμον. Ἡ καῦσις τοῦ σώματος ἀποτελεῖ
εἰκονοκλαστικήν πρᾶξι πού προσβάλλει τήν πίστι εἰς τήν αἰωνιότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ διαδικασία τῆς φθορᾶς τοῦ σώματος πρέπει νά εἶναι φυσική καί ποτέ ἐξαναγκασμένη.
Ἡ φύσις ἀναλαμβάνει τήν φθορά τοῦ σώματος. Ἡ καῦσις εἶναι πρᾶξις βίας ἐπί τοῦ
σώματος. Ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας προερχομένη ἐκ τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων λειψάνων
πείθει ὅτι τά λείψανα πνευματικῶς ζοῦν, δι’ αὐτό διά τήν Ἐκκλησίαν ἡ ταφή ἀποτελεῖ
αἰωνία ἀξία καί ἡ καῦσις δέν θεωρεῖται ὡς ἀτομικόν δικαίωμα διά τά πιστά μέλη τῆς
Ἐκκλησίας, διότι εἶναι μία καθαρά μηδενιστική πρᾶξις, πού σηματοδοτεῖ τό τέλος
τοῦ ἀνθρώπου ἐνῶ ἀντιθέτως ἡ ταφή σηματοδοτεῖ τήν ἐλπίδα καί τήν προσδοκίαν τῆς
Ἀναστάσεως.
Ἡ
καῦσις τῶν νεκρῶν εἰς οἱαδήποτε ἐπιχειρήματα καί ἄν
θεμελιοῦται κεῖται ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας πού καθορίζεται ἀπό τό
Ἀποστολικόν λόγιον: «Οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. σπείρεται
ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ·
σπείρεται
ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται
σῶμα
πνευματικόν. ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν. οὕτω καὶ
γέγραπται· ἐγένετο
ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ᾽Αδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος ᾽Αδὰμ εἰς πνεῦμα
ζωοποιοῦν».(Α΄
Κορ. IE,
42-45).
Ἡ κοινωνία μέ τήν καῦσι τῶν νεκρῶν προσυπογράφει τόν
μηδενισμόν της. Μία κοινωνία πού δέν ἀποδέχεται τόν ἄνθρωπον εἰς τήν ἀσθένειάν
του, τήν ἀδυναμίαν του καί τόν θάνατόν του, μία κοινωνία πού ἀποτεφρώνει τούς
νεκρούς της, μία κοινωνία πού καταστρέφει καί τήν ἀνάμνησι τῆς ζωῆς καί τήν ἐνθύμισι
τῶν μελῶν της, μία κοινωνία πού θεωρεῖ τήν ἀρχή τοῦ ἀνθρώπου τεχνητή καί ἐπιλεκτική
καί τό τέλος του ὁριστικό καί ἀμετάκλητο, μία κοινωνία πού ἀρνεῖται τήν πνοήν
τοῦ αἰωνίου καί ἐγκλωβίζεται εἰς τήν ἀσφυξίαν τοῦ ἐφημέρου τί σχέσι δύναται νά ἔχη
αὐτή ἡ κοινωνία μέ τή ζωήν; Ἀκόμη καί οἱ ἄθεοι ὑπεγράμμιζον τήν ἀνάμνησι τῶν ἐπιγείων
θεῶν τους μέ ταριχεύσεις τῶν σωμάτων τους ὅπως εἰς τίς περιπτώσεις τοῦ Λένιν
καί τοῦ Μάο Τσέ Τούνγκ.
Τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ χωρίς Θεόν, τοῦ
πολιτισμοῦ χωρίς ἀξίες καί τοῦ μηδενισμοῦ χωρίς σκοπόν, τό ἀποτέλεσμα τῆς
συγχύσεως τῆς ἀθεΐας εἶναι ἡ ἐξαφάνισις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καῦσις καί τοῦ
τελευταίου ὑπολείμματός του. Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν σωμάτων ὁδηγεῖ εἰς τήν καῦσι τῆς
ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας.
Εἰς τήν ἀναζωπύρωσι τοῦ ὅλου θέματος μέ τίς διατάξεις
τοῦ σχετικοῦ Σχεδίου Νόμου ὁδηγεῖ ἀσφαλῶς καί μία προσπάθεια σταδιακῆς
νεκρώσεως τοῦ αἰσθητηρίου τῆς πίστεως. Ἡ ἔννοια τῆς αἰωνιότητος ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἐμπειρίαν τῆς ζωῆς μας.
Κάθε τί πού τήν ὑπενθυμίζει καί διακριτικῶς τήν ὑπογραμμίζει βαθμιαίως γίνεται ἀνεπιθύμητον
εἰς τήν ἀποδοχήν του καί ἐνοχλητικόν εἰς τήν πρακτικήν του. Σύγχρονος
διανοητής, ὑπεστήριξε εἰς ἄρθρον του ἀναφορικῶς μέ τό παρατηρούμενον ἀντιμεταφυσικόν
μένος ὅτι ὅλη ἡ δῆθεν ἐκσυγχρονιστική νοοτροπία τῶν τελευταίων ἐτῶν, ἀποτελεῖ
«συμπλεγματικήν ἀντιμεταφυσικήν μονομανίαν», πού ἑδράζεται εἰς μίαν
«βασανιστικήν ψυχολογικήν ἀνασφάλειαν».
Ἡ πρακτική καί χρηστική ἀντίληψι ἔχουν ἐπικρατήσει καί
ἔχουν ἀτονίσει τήν πνευματικήν καί βιωματικήν διάστασι τῶν γεγονότων. Τό ἀληθές
καί τό ὡραῖον ἔχουν ὑποταγεῖ εἰς τήν γυμνότητα καί τήν σκληρότητα τῆς ὀρθολογιστικῆς
πρακτικῆς.
Ἡ λεπτομερής ἀναφορά πού γίνεται εἰς τήν θεόσωμον
ταφήν τοῦ Κυρίου μας καί ὑπό τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν, καταδεικνύει μέ ἀδιαμφισβήτητον
τρόπον τήν μεγίστην σημασίαν της. Τό ἴδιο παρουσιάζεται εἰς τήν ὑμνογραφίαν καί
ὑμνολογίαν ἡ κοίμησις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ Ὁσ. Ἐφραίμ,
τῶν ἁγίων Μαρτύρων καί φυσικά ὅλων τῶν πιστῶν εἰς τάς ὑπερόχους ἐπικηδείους ἀκολουθίας.
Αἱ ἑορταί τῆς ἀνακομιδῆς τῶν τιμίων λειψάνων καί ἡ παράδοσις καί ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας
ἀποδεικνύουν ἀδιασείστως τόν σεβασμόν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος πού ἀποτελεῖ τό ἕνα
στοιχεῖον τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ἑπομένως ἡ καῦσις αὐτοῦ τοῦ σώματος ὑποκρύπτει
τήν περιφρόνησι πρός αὐτό, τήν ἀπιστίαν εἰς τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν σωμάτων,
τήν ἐξωχριστιανικήν πίστι εἰς τήν μετεμψύχωσι ἤ τήν ἄρνησι τῆς ὑπάρξεως τῆς ψυχῆς.
Συνεπῶς ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία δεδικαιολογημένως διακηρύσσει ὅτι ἡ καῦσις τοῦ
νεκροῦ σώματος ἀποτελεῖ ἔργῳ ἄρνησι τῆς Ἀναστάσεως καί προκλητικήν διακήρυξι
μηδενιστικῆς ἀποχρώσεως.
Ἡ ἐξόδιος Ἀκολουθία συνδέεται ἀρρήκτως μέ ὅρασι ἀνθρωπίνου
σώματος καί ὄχι τέφρας. Ὅλα τά τροπάρια κάμουν λόγον διά κεκοιμημένον καί ὄχι ἀποτεφρωμένον,
διά τελευταῖον ἀσπασμόν καί δι’ ἐνταφιασμόν τοῦ σώματος καί ὄχι τῆς τέφρας. Ὁπότε
ἐξάγεται εὐχερῶς ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά γίνῃ ἐξόδιος Ἀκολουθία πρό τῆς
καύσεως, οὔτε μετ’ αὐτήν, ἐφ’ ὅσον εἰς τήν πρώτην περίπτωσι δέν θά ἀκολουθήσῃ
ταφή καί εἰς τήν δευτέραν δέν θά ὑπάρχει σῶμα.
Ἡ Ἐκκλησία ἀνεπηρέαστος ἐκ τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος θά ἐξακολουθῆ
νά κηδεύῃ καί νά ἐνταφιάζῃ τά σώματα τῶν πιστῶν μελῶν Της, τά ὁποῖα εἶναι
δυνατόν νά ἀποτελοῦν καί λείψανα διότι ἡ ἀφθαρσία καί ἡ θαυματουργία τῶν
λειψάνων ἀποτελοῦν τεκμήριον θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐφ’ ὅσον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ
διαπορθμεύεται καί εἰς ὁλόκληρον τό σῶμα.
Ἡ ἐπιλογή τῆς ἀποτεφρώσεως εἶναι ἁμαρτία καί ἀποδεικνύει
τήν λανθασμένην σχέσι μας μέ τήν Ἐκκλησία. Κάθε ἀπόκλισις ἀπό τήν διδασκαλία
Της εἶναι ἀποξένωσις ἀπό τήν χάρι τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Δι’ ὅσους θά ἐπιλέξουν τήν
καῦσι τοῦ νεκροῦ σώματός των, μάλιστα μέ δημοσίᾳ δήλωσι ἀπιστίας εἰς τήν αἰώνιον
ζωήν ἤ ἀσεβείας καί περιφρονήσεως τῆς Ἐκκλησίας εὐλόγως φρονοῦμεν ὅτι δέν ὑπάρχει
κανείς ἀπολύτως λόγος νά τελεσθῆ ἐξόδιος Ἀκολουθία ἤ ἐπιμνημόσυνος δέησις διότι
αὐτό πού πρέπει νά σεβασθῇ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀπόρριψις τῆς διδασκαλίας της ἀπό
τόν ἴδιον τόν μεταστάντα καί ὄχι ἡ ἐνδεχομένη ἐπιθυμία τῶν συγγενῶν, συνήθως
διά κοινωνικούς λόγους, τῆς τελέσεως ἐπικηδείου ἤ ἐπιμνημοσύνου Ἀκολουθίας. Αἱ Ἀκολουθίαι
αὐταί προϋποθέτουν τήν πίστι καί τήν ἐλπίδα τοῦ ἀποθανόντος εἰς τήν μετά
θάνατον ζωήν καί τόν σεβασμόν του εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Δέν τελοῦνται διά
κοινωνικούς λόγους ἀλλά ἀποτελοῦν προσευχάς καί ἐκτενεῖς δεήσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν ἀγάπην Της εἰς τόν ἀποθανόντα ὡς πίστι εἰς τόν
Κύριον, ἐλπίδα εἰς τήν σωτηρίαν, πόθον μετοχῆς εἰς τήν αἰώνιον ἐξανάστασι καί αἴτησι
συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν παρά τοῦ Κυρίου. Πῶς νά ψάλωμεν «Μακαρία ἡ ὁδός...» εἰς
κάποιον πού δηλώνει πίστι εἰς τήν μετά θάνατον ἀνυπαρξίαν του;
Συνεπῶς ἡ Ἁγιωτάτη ἡμῶν Ἐκκλησία δέν ἐπιτρέπεται νά ἀπομειώσῃ
τόν ἀπόλυτον χαρακτῆρα αὐτῆς τῆς διδασκαλίας Της, διότι μία ἐνδεχομένη σχετική
πρᾶξις θά ἀποδυναμώσῃ τήν σχέσι αὐτῆς μέ τήν Ἀλήθειαν. Κατά ταῦτα ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς
θεοσώστῳ Μητροπόλει σεβόμενοι ἀπολύτως τήν ἐλευθερίαν ἐπιλογῆς τῶν ἐλευθέρων ἀνθρώπων
ἀλλά καί τά θέσφατα καί δόγματα τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας, γνωρίζομεν εἰς
πάντας, ὅτιδέν θά ἐπιτρέψωμεν τήν τέλεσι ἐπικηδείου ἤ ἐπιμνημοσύνου Ἀκολουθίας
εἰς οἱονδήποτε θά ἐπιλέξῃ συνειδητῶς τήν ἀποτέφρωσι τοῦ νεκροῦ σώματός του, ἀρνούμενος
ἔργῳ τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασι καί αὐτό ἀποτελεῖ καί τήν πλέον ἀποστομωτικήν ἀπάντησι
εἰς τάς συκοφαντικάς σπερμολογίας ὅτι δῆθεν ἡ ἄρνησι τῆς Ἐκκλησίας ἔχει οἰκονομικούς
λόγους.
Ο
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
http://aktines.blogspot.gr/2016/01/blog-post_62.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου