Σελίδες

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΝΑΚΑΡΙΑΚΩΦ (1866-1918). " Παππούλη, πές μας, ποῦ θές νά πᾶμε γιά νά σέ κρύψουμε; - Πουθενά, παιδιά μου, ἀπάντησε ἤρεμα ἐκεῖνος. Μή μέ κρύψετε... Δέν ὑπάρχει λόγος..."

Ιερομάρτυς Μιχαήλ (Νακαριάκωφ)
ΠΡΟΤΟΥ ακόμα ξεσπάσει η Οκτωβριανή Επανάσταση  του 1917, ο ιερομάρτυς Μιχαήλ, γεννημένος το 1866, ήταν ένας από τούς τρεις εφημερίους του Ιερού Ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στό χωριό Ουσόλιε της επαρχίας Πέρμ. Παράλληλα με την ιερατική του διακονία, την οποία επιτελούσε με φόβο Θεού, δίδασκε και θρησκευτικά στο Ενοριακό Σχολείο του χωρίου, σπέρνοντας μέ περισσή ευλάβεια και Αγάπη τον λόγο του Θεού στις απλές και εύπλαστες παιδικές ψυχές.
Ο π. Μιχαήλ ξεχώριζε από τούς συνεφημερίους του για τον
ενάρετο βίο του, ιδιαίτερα μάλιστα για την αφιλοχρηματία του και τις πολλές του ελεημοσύνες. Γι` αυτό και είχε κερδίσει τις καρδιές όλων ανεξαίρετα των ενοριτών του. Τά Χριστούγεννα η ερανική επιτροπή, που συγκέντρωνε χρήματα για τά δώρα τών φτωχών παιδιών, γνωρίζοντας την απλοχεριά του π. Μιχαήλ, ζητούσε πρώτα-πρώτα τη δική του συνεισφορά, ώστε στη συνέχεια οι δύο άλλοι εφημέριοι, φιλοτιμημένοι, να μιμηθούν τη δική του γενναιοδωρία. Και το Πάσχα, ο ίδιος ο π. Μιχαήλ επισκεπτόταν τις φτωχές οικογένειες, προσφέροντας αφειδώλευτα χρηματικά ποσά για την κάλυψη τών ποικίλων αναγκών τους.
- Αυτά είναι για τις λαμπάδες, έλεγε. Αυτά για τά παπούτσια... Αυτά για τά δώρα τών παιδιών...
Τον Ιούνιο του 1918, αμέσως μετά τη σύλληψη του αρχιεπισκόπου Περμ Ανδρονίκου (Νικύλσκι) , ο π. Μιχαήλ και όλοι οι ιερείς της επαρχίας Περμ σταμάτησαν τις ιεροπραξίες, σύμφωνα μέ σχετική εντολή πού είχε δώσει πριν από τη σύλληψή του ο αρχιεπίσκοπος. Οι τοπικές αρχές, θορυβημένες γι’ αυτού του είδους την απεργία και φοβούμενες την αντίδραση τού λαού, άρχισαν να καλούν τούς Ιερείς στην ΤσεΚα , προκειμένου να τούς πειθαναγκάσουν να επιστρέφουν στα καθήκοντά τους. Όταν κάλεσαν και τον π. Μιχαήλ, εκείνος άφοβα απάντησε στις απειλές τους:
- Εγώ, κατά τη χειροτονία μου, έδωσα όρκο μπροστά στον Σταυρό να τηρώ υπακοή στο επίσκοπό μου. Γι’ αυτό, όσο εσείς τον κρατάτε φυλακισμένο, δεν πρόκειται ούτε να κηδέψω ούτε να στεφανώσω κανέναν. Ελευθερώστε τον, και θα αρχίσω αμέσως να εκτελώ τα ιερατικά μου καθήκοντα.
'Ύστερ’ από μερικές ημέρες και ενώ ο αρχιεπίσκοπος Ανδρόνικος είχε ήδη εκτελεστεί στις 20 Ιουνίου, ο π. Μιχαήλ συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές της γειτονικής πόλης Σολικάμσκ. Το γεγονός συντάραξε την μικρή κοινωνία της Ουσόλιε.
Την παραμονή της εορτής του προφήτου Ηλιού, στο Ναό της Μεταμορφώσεως και στη διάρκεια της βραδινής ακολουθίας, ο επίσκοπος Θεοφάνης (Ίλμίνσκι) ανακοίνωσε στούς πιστούς ότι ο καλός τους ποιμένας απειλείται με εκτέλεση και τους παρακίνησε να προσευχηθούν ολόψυχα για τη διαφύλαξή του. Σύσσωμο το εκκλησίασμα, με πόνο ψυχής και μέ δάκρυα στα μάτια, προσευχήθηκε εκείνο το βράδυ και ικέτεψε τον Κύριο να προστατέψει τον στοργικό του πατέρα από κάθε κακό. Αμέσως μετά συγκροτήθηκε επιτροπή, η οποία την επόμενη μέρα συναντήθηκε μέ τις τοπικές αρχές και πρότεινε ν’ αφήσουν ελεύθερο τον π. Μιχαήλ υπό την εγγύησή της. Οι μπολσεβίκοι αρνήθηκαν.
-       Είναι πολύ δημοφιλής και επικίνδυνος, αποκρίθηκαν. ’Έχει μαζέψει γύρω του κόσμο και τον επηρεάζει.
Είχαν ήδη αποφασίσει την εκτέλεση του π. Μιχαήλ, αλλά, για ν’ αποφύγουν την εξέγερση τού λαού, ανακοίνωσαν στην επιτροπή ότι πρόκειται να τον στείλουν σε καταναγκαστικά έργα στο Τσερντίν.
Την ίδια κιόλας μέρα, 2 Αύγουστου  του 1918, μια ομάδα Κοκκινοφρουρών παρέλαβε για εκτέλεση τον π. Μιχαήλ μαζί μέ άλλους δύο συγκρατουμένους του -έναν γιατρό κι έναν αξιωματικό. Ο καθένας τους συνοδευόταν από δύο στρατιώτες. Οι φρουροί του π. Μιχαήλ έτυχε να είναι συγχωριανοί του, γι’ αυτό, καθώς τον βοηθούσαν ν’ ανέβει στην άμαξα, τού σιγοψιθύρισαν εμπιστευτικά:
-       Παππούλη, σε πάμε για εκτέλεση... Αλλά. να ξέρεις, εμείς σε λυπόμαστε. Όλοι μας θυμόμαστε τά καλά πού μάς έκανες. Εσύ είσαι πού μάς μάθαινες γράμματα στο σχολείο, πού στήριζες τις οικογένειές μας, πού στεκόσουνα πάντα δίπλα μας... Δεν το βαστά η καρδιά μας να σε τουφεκίσουμε... Πρόσεξε, λοιπόν, τί θα γίνει: Όταν έρθει η σειρά σου στο απόσπασμα, εμείς θα πυροβολήσουμε στο αέρα, κι εσύ θα πέσεις κάτω, παριστάνοντας τον νεκρό... ’Αν δεν συμμορφωθείς, θ’ αναγκαστούμε να σε εκτελέσουμε... ’Έχουμε σαφείς εντολές, και όλα ελέγχονται...
- Δεν πειράζει, παιδιά μου! Δεν πειράζει! αποκρίθηκε ήρεμα ο αγαθός Λευίτης. Εσείς να κάνετε ότι σάς πρόσταζαν οι προϊστάμενοί σας.
Όταν έφτασαν στο τόπο της εκτελέσεως, σ’ ένα κοντινό δάσος, ο γιατρός και ο αξιωματικός εκτελέστηκαν αμέσως. Τον π. Μιχαήλ τον οδήγησαν παράμερα, τον έστησαν σε μικρή απόσταση μπροστά τους και άρχισαν να πυροβολούν πάνω από το κεφάλι του. Εκείνος, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, στεκόταν ατάραχος και σιωπηλός απέναντι στούς στρατιώτες. Τότε ένας απ’ αυτούς τον πλησίασε και του έδωσε ένα δυνατό χτύπημα με τον υποκόπανο του όπλου του. Ο παππούλης σωριάστηκε στο χώμα αναίσθητος.
Είχε ήδη σουρουπώσει, όταν ο π. Μιχαήλ συνήλθε. Μπροστά του διέκρινε κάποιες σκιές και, τρικλίζοντας, προχώρησε προς το μέρος τους. Σύντομα σκόνταψε στα πτώματα του γιατρού και του αξιωματικού, ενώ είδε, όχι πολύ μακριά, τους Κόκκινους στρατιώτες ν’ ανεβαίνουν χωρατεύοντας στην άμαξα για
να φύγουν. Ο π. Μιχαήλ χωρίς καθυστέρηση άρχισε να διαβάζει τη νεκρώσιμη ακολουθία.
-       Έ! Ο παπάς ακόμα ζει, φώναξε ένας από τούς στρατιώτες, κι έριξε κάμποσους αδέσποτους πυροβολισμούς.
Οι σφαίρες βρήκαν τον π. Μιχαήλ στο δεξί χέρι και στο αριστερό πόδι.
Την επόμενη μέρα οι στρατιώτες έλαβαν διαταγή να θάψουν τα πτώματα των εκτελεσθέντων. Φτάνοντας στο δάσος, αντίκρισαν μέ έκπληξη τον π. Μιχαήλ να κάθεται εξαντλημένος πάνω σ’ ένα κούτσουρο.
-       Παππούλη, ακόμα ζεις; ρώτησαν απορημένοι. Τί ’ναι τούτο πάλι μ’ εσένα; Πώς θα σε θάψουμε; Ζωντανό;... ’Έ, καλά... Κάπως θα τά βολέψουμε... Προς το παρόν θα σε πάρουμε μαζί μας.
Μέ βιαστικές και μηχανικές κινήσεις οι στρατιώτες άνοιξαν δύο τάφους, έθαψαν τά πτώματα και στη συνέχεια, αφού ανέβασαν τον π. Μιχαήλ στην άμαξα, ξεκίνησαν. Γνωρίζοντας πόσο επικίνδυνο εγχείρημα αναλάμβαναν και θέλοντας να τελειώσουν το συντομότερο δυνατόν, ρώτησαν τον π. Μιχαήλ:
-       Παππούλη, πες μας, πού θές να πάμε για να σε κρύψουμε;
-       Πουθενά, παιδιά μου, απάντησε ήρεμα εκείνος. Μη μέ κρύψετε... Δεν υπάρχει λόγος...
Στο μεταξύ, μπήκαν στο πρώτο χωριό πού συνάντησαν, αναζητώντας ανάμεσα στους κατοίκους κάποιον πρόθυμο να φιλοξενήσει και να περιθάλψει τον παππούλη. Μάταια, όμως δεν βρέθηκε ούτε ένας! Παρακαλούσαν οι στρατιώτες, χτυπούσαν πόρτες, έδειχναν τον τραυματισμένο ιερέα, αλλά κανείς δεν φαινόταν να συγκινείται. Ούτε ένας δεν φιλοτιμήθηκε να δέσει τουλάχιστον τις πληγές του. Ακόμα και ο εφημέριος του χωρίου, βλέποντας από μακριά τους Κόκκινους στρατιώτες, τούς έγνεψε μέ φόβο να τον προσπεράσουν. Μόνο αργότερα μια γυναίκα στο διπλανό χωριό προθυμοποιήθηκε να δώσει στον π. Μιχαήλ λίγο φρέσκο γάλα και τίποτα περισσότερο... Ο φόβος και ο τρόμος πού είχε απλώσει σ’ όλη τη χώρα το σοβιετικό καθεστώς, αλλά και η φρίκη πού δημιουργούσαν στο λαό οι ενέργειες των εκτελεστικών αποσπασμάτων των μπολσεβίκων, έκαναν τούς κατοίκους να είναι καχύποπτοι και επιφυλακτικοί στο έπακρο.
Τελικά οι στρατιώτες, αφού δεν μπόρεσαν να δώσουν κάποια λύση, επέστρεψαν με τον π. Μιχαήλ στη φυλακή, όπου τον έριξαν σ’ ένα κελί, συντροφιά μέ κάποιον αξιωματικό του Λευκού Στρατού , τον Πονομάρεφ. Εκεί ο π. Μιχαήλ μπόρεσε λιγάκι να ξαλαφρώσει από τις ταλαιπωρίες, ν’ ανταλλάξει δύο λόγια ζεστά μέ τον αξιωματικό, να τού διηγηθεί την ιστορία του.
- Να ξέρεις, του είπε κάποια στιγμή, πώς, αν έρθουν οι φύλακες να μέ πάρουν δήθεν για δουλειά, αυτό θα σημαίνει ότι μέ πάνε για εκτέλεση.
Πράγματι, αυτό ακριβώς κι έγινε. Την επόμενη μέρα, 4 Αυγούστου, η φρουρά της φυλακής πρόσταζε τούς δύο συγκρατουμένους να ετοιμαστούν για δουλειά. Ό Πονομάρεφ μπήκε αμέσως στο νόημα και προετοιμάστηκε ψυχολογικά για τον επικείμενο θάνατο.
Τούς έβγαλαν στην αυλή της φυλακής. Δύο εκτελεστές παρέλαβαν τότε τον π. Μιχαήλ και άρχισαν εναλλάξ να του καταφέρουν μέ τούς υποκόπανους των όπλων τους αλλεπάλληλα χτυπήματα -ελαφρά και στο κεφάλι αρχικά, δυνατότερα και σε όλο του το σώμα στη συνέχεια- ώσπου τον άφησαν μισοπεθαμένο, πεσμένο στο έδαφος.
Αφοσιωμένοι στο απάνθρωπο έργο τους οι δύο βασανιστές, δεν κατάλαβαν πότε ο Πονομάρεφ βρήκε την εύκαιρία, σκαρφάλωσε στη μάντρα και πήδηξε στο παρακείμενο ποτάμι. Όταν έγινε αντιληπτή η δραπέτευσή του, κινητοποιήθηκε αστραπιαία για την αναζήτηση του ολόκληρη η φρουρά της φυλακής, δίχως όμως αποτέλεσμα. Ο Πονομάρεφ κρυβόταν καλά πίσω από τούς πασσάλους της γέφυρας του ποταμού. Από το σημείο εκείνο μπορούσε με ασφάλεια να παρακολουθεί τις κινήσεις των στρατιωτών. Είδε, λοιπόν, πώς έσυραν το πολύπαθο σώμα του π. Μιχαήλ ως την όχθη τού ποταμού, πώς έδεσαν σ’ αυτό μια μεγάλη πέτρα και πώς, τέλος, αφού το λίκνισαν δύο-τρεις φορές στο αέρα, το πέταξαν στο νερό.
Την άλλη μέρα το πρωί, κάποιες γυναίκες, πού πήγαν στο ποτάμι για να ξεβγάλουν τά ρούχα τους, αντίκρισαν μέ φρίκη το μαρτυρικό σώμα να επιπλέει θαυμαστά στο νερό, μέ τά χέρια απλωμένα σε σχήμα σταυρού και μ’ έναν επιστήθιο σταυρό περασμένο στο λαιμό. Αυθόρμητα ξέσπασαν σε φωνές. Σύντομα μαζεύτηκε κόσμος από κάθε μεριά της πόλης. Η είδηση δεν άργησε να φτάσει και στην ΤσεΚα, η οποία έστειλε επί τόπου ειδικό απόσπασμα. Κόκκινοι στρατιώτες ανέσυραν το σώμα τού παππούλη και, αφού το τοποθέτησαν σε μιαν άμαξα, άρχισαν ν’ απομακρύνονται από την πόλη προς άγνωστη κατεύθυνση. Ό κόσμος, όμως, συνεπαρμένος από το γεγονός, ακολουθούσε σύσσωμος πίσω από την άμαξα, την οποία έσερναν δύο άργοκίνητα άλογα. Οι στρατιώτες προσπάθησαν τότε μέ βρισιές και άπειλές να τούς σκορπίσουν. Αλλά αυτό δεν στάθηκε δυνατό, ακόμα κι όταν άρχισαν να πυροβολούν πάνω από τά κεφάλια τους. Μόνο όταν έστρεψαν τά όπλα καταπάνω τους και τραυμάτισαν μερικούς, μπόρεσαν να τούς διαλύσουν.
Ο έπίσκοπος Θεοφάνης τέλεσε ειδική βραδινή άκολουθία για τον μακαριστό π. Μιχαήλ, στην οποία τον μνημόνευσε ως ιερομάρτυρα.
-       Σήμερα, είπε ο επίσκοπος απευθυνόμενος στο εκκλησίασμα, δεν προσευχόμαστε εμείς για την ανάπαυση της ψυχής του π. Μιχαήλ• εκείνος είναι πού προσεύχεται μπροστά στο θρόνο τού Θεού για τη δική μας σωτηρία.
Στο τέλος της ακολουθίας κάλεσε κοντά του τον 23χρονο διάκονο Νικόλαο, μεγαλύτερο γιό του π. Μιχαήλ, ο οποίος υπηρετούσε τότε στο Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος στην Περμ, και τού είπε:
-       Εις μνήμην του ιερομάρτυρα πατέρα σου, σύντομα θα χειροτονηθείς πρεσβύτερος. Ακολούθησε κι εσύ τ’ αχνάρια του...
Πράγματι, ο π. Νικόλαος υπέστη πολλούς κατατρεγμούς και δοκιμασίες από τούς μπολσεβίκους. Η ασθενική του καρδιά δεν άντεξε τις πιέσεις και τον πόλεμο πού τού έκαναν, γι’ αυτό και κοιμήθηκε νεότατος.
Στο μεταξύ οι αρχές για μεγάλο χρονικό διάστημα παρακολουθούσαν στενά την απορφανισμένη οικογένεια του π. Μιχαήλ.
Η πρεσβυτέρα απειλήθηκε επανειλημμένα, επειδή δεχόταν στο σπίτι της καθημερινά πολύ κόσμο, πού πήγαινε για να την συλλυπηθεί και να μάθει λεπτομέρειες από το μαρτυρικό τέλος τού καλού του ποιμένα.
- ’Αν δεν πάψεις να μιλάς για τον παπά, της είπαν, να ξέρεις ότι σύντομα θα πας κι εσύ να τον συναντήσεις...
Στα μικρότερα παιδιά του απαγόρεψαν να πηγαίνουν στο σχολείο, ενώ τούς στέρησαν και το δελτίο τροφίμων. Ο Κύριος, όμως, δεν τούς εγκατέλειψε ποτέ. Υπήρχαν μέρες, πού, ανοίγοντας την πόρτα τους το πρωί, έβρισκαν να τούς περιμένει, σκεπασμένο κάποτε από χιόνι, ένα πακέτο μέ τρόφιμα και μ’ ένα συνοδευτικό σημείωμα καρφιτσωμένο...
Στη συνείδηση των πιστών της επαρχίας Περμ -κλήρου και λαού- ο π. Μιχαήλ τιμήθηκε ως ιερομάρτυρας από τις πρώτες ημέρες της τελειώσεώς του, και υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για τη θαυματουργική του επέμβαση σε όσους επικαλέστηκαν με πίστη τις πρεσβείες του.
 
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/03/1866-1918.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου