Νέος μοναχός ο Ν. και ζούσε κάτω από τις φτερούγες του γέροντα. Οι
μοναχοί όλοι πρέπει να έχουνε απόλυτη εμπιστοσύνη στο γέροντα τους και
αφοσίωση. Και του είχανε πράγματι.
Μα λίγη παρηγορία πάντα ενισχύει και τον πιο τέλειο. Ο Ν. ευτύχησε να την έχει σχεδόν καταιγιστικά για τρεις συνεχείς ημέρες.
Ήτανε Κυριακή απόγευμα, 17 Ιουνίου του 1990, κι έπρεπε να τακτοποιήσει
την αποθήκη τροφίμων. Αυτό έκανε, όταν άνοιξε η πόρτα και απρόσμενα
μπήκε ο γέροντας. Ο Ν. έβαλε μετάνοια και πήρε την ευχή του γέροντα. Μα
την ίδια στιγμή σ' όλη την αποθήκη απλώθηκε άρρητη ευωδιά. Έκπληκτος ο
μοναχός, στρέφει ερευνητικά να εξηγήσει μα είχε ήδη χαθεί και ο
γέροντας. 'Ήτανε η πρώτη φορά πού έζησε κάτι τέτοιο ο μοναχός και γέμισε
ο νους του ερωτηματικά.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας, στην τράπεζα, παρόντες μόνο οι πατέρες, πήγε
και ο γέροντας. Σε κάποια στιγμή ο Ν. πλημμύρισε από ευωδιά, πού είχε
διάρκεια κι ένταση.
Αυθόρμητα ρώτησε: «πατέρες, νιώθετε μήπως όμορφη ευωδιά»; Όλοι τον
κοίταξαν παράξενα και του είπαν «όχι». Ασυναίσθητα τότε, έριξε κλεφτή
ματιά στο γέροντα και τον είδε να κατεβάζει τα μάτια χαμηλά, σα να είχε
κάνει ζημιά.
Την επομένη, τη Δευτέρα δηλαδή, διαβάσανε -όπως κάνανε συνήθως-το
Απόδειπνο στο κελί του γέροντα. Στο τέλος, έσκυψε με τη σειρά του και ο
Ν. να πάρει την ευχή του γέροντα. Βγήκε όμως από το χέρι του γέροντα
έντονη ευωδιά. Ρώτησε τους άλλους αν ένιωσαν κάτι τέτοιο και του είπαν
«όχι».
Με την τρίτη αυτή φορά ο Ν. φοβήθηκε μήπως πρόκειται για ενέργεια του
Σατανά. Σκεφτότανε να ρωτήσει το γέροντα, μα δεν ήξερε πώς να ρωτήσει.
Την άλλη μέρα, Τρίτη, ζήτησε από το γέροντα να του πλύνει ένα μικρό
μουσαμαδάκι, στο οποίο έβαζε τα μελανιασμένα πόδια του για κάποια
εντριβή ή για να τα εξετάσει ο γιατρός.
Ήτανε όμως καθαρό, κι ο γέροντας δεν ήθελε. Ο Ν. επέμενε, ο γέροντας
υποχώρησε, το πήρε και πήγαινε στην κεντρική βρύση να το πλύνει.
Προχωρώντας, σκέφτηκε με συγκίνηση ότι στο μουσαμά εκείνο ακουμπάνε «τα
πονεμένα και ταλαιπωρημένα πόδια του άγιου γέροντά μου». Δεν πρόλαβε να
τελειώσει τη σκέψη του και να φτάσει στη βρύση και γέμισε δυνατή ευωδιά.
Του ερχότανε στο πρόσωπο σαν δυνατός χειμωνιάτικος άνεμος, πού όμως δεν
ήτανε κρύος. Τώρα συγκινήθηκε πολύ, αναστατώθηκε, σχεδόν έκλαιγε. Γύρισε στο κελί του γέροντα και του εξήγησε τί
αισθάνθηκε τρείς ημέρες τώρα: «Είναι από το Θεό, γέροντα;... Είσαι
άγιος, γέροντα...!». Δεν τελείωσε, γιατί τον σταμάτησε ο γέροντας και με
πολλή σοβαρότητα, χαμηλώνοντας και το βλέμμα:
- Παιδί μου, εμείς θα κάνουμε το Σταυρό μας... ότι πει ο Θεός, παιδί μου.
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/01/blog-post_653.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου