Στην φρικτή και σκοτεινή σκλαβιά της Τουρκοκρατίας, υπήρχαν μερικά φώτα που έδιναν ελπίδα στο υπόδουλο γένος. Αναμφιβόλως η Εκκλησία με την ζωή της, την διδασκαλία της, τα μυστήρια και την λατρεία της, με τα σχολεία, τόσο τα γνωστά όσο και τα λεγόμενα κρυφά, με τα οποία προσέφερε συμπληρωματικές γνώσεις, υπήρξε ένα λαμπρό και μεγάλο φως που σκόρπιζε τα σκότη.
Ασφαλώς ένα τέτοιο μεγάλο φως, που εκπορεύθηκε μέσα από τα σπλάχνα της Εκκλησίας, υπήρξε και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος περιόδευσε σχεδόν όλην την Ελληνική επικράτεια, παρηγορώντας και ενισχύοντας ποικιλοτρόπως τους υποδούλους Ρωμηούς, με διδαχές, με θαύματα, με την λατρεία, με την ίδρυση σχολείων, κυρίως με την αγιασμένη ύπαρξή του. Και το έκανε αυτό μέσα σε ποικίλες δυσκολίες και πολλά εμπόδια. Δεν ήταν μόνο οι Τούρκοι που εμπόδιζαν το έργο του, αλλά και οι Εβραίοι και οι ποικίλοι συμφεροντολόγοι, επειδή πλήττονταν τα συμφέροντά τους. Γι’ αυτό και διέδιδαν πολλά σε βάρος του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη διασωθείσα διδαχή του δίδει μερικά σημεία από την βιογραφία του, επειδή ήθελε τρόπον τινά να συστηθή. Έλεγε:
“Πρέπει δε να ηξεύρετε και η ευγένειά σας δια λόγου μου. Το ηξεύρω πώς άλλοι σάς λέγουν άλλα και άλλοι άλλα. Όμως, ανίσως θέλετε να μάθετε την πάσαν αλήθειαν, εγώ σάς την λέγω. Η πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήϊνος, η ματαία, είναι από του Αγίου Άρτης την επαρχίαν, από το Απόκουρο. Ο πατέρας μου, η μητέρα μου, το γένος μου ευσεβείς ορθόδοξοι Χριστιανοί. Είμαι λοιπόν και εγώ, αδελφοί μου, άνθρωπος αμαρτωλός, χειρότερος από όλον τον κόσμον. Είμαι όμως δούλος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του εσταυρωμένου και Θεού. Όχι πώς είμαι εγώ άξιος να είμαι δούλος του Χριστού, αλλά ο Χριστός μου με καταδέχεται δια την ευσπλαχνίαν του”
(Ιωάννου Μενούνου: Κοσμά του Αιτωλού διδαχές, εκδόσεις Τήνος σελ. 116)
Τα λόγια αυτά του αγίου Κοσμά θεωρώ ότι είναι σημαντικά και θα μου επιτραπή ένας μικρός σχολιασμός.