ΥΜΝΟΣ
ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΖΩΗ.
Η Ζωή κοίταζε με δέος τον μοναχό μέσα στη φωτιά,
πώς
καιγόταν χωρίς γογγυσμό, φόβο, ή στεναγμό!
Με
τρόμο και ντροπή μετάνιωσε η Ζωή:
«’Ώ!
τί κάνει αυτός ο άνθρωπος
μόνο
και μόνο γιά να σώσει τήν ψυχή του!».
Η Ζωή γονατίζει και ικετεύει να τη συγχωρήσει- κλαίει.
Ζητάει
να μάθει πώς ν' αντισταθεί στο κακό, πώς τήν ψυχή να σώσει και ν' αντισταθεί
στον πειρασμό της σάρκας.
Ο άνθρωπος του Θεού αρχίζει κι αυτός να κλαίει από χαρά. Στή Βηθλεέμ τήν έστειλε,
στή μακαρία Παύλα:
«Φύγε
γυναίκα, σώσε τον εαυτό σου. Πήγαινε, μη χαθείς, η μακαρία Παύλα θά σου πει τα
υπόλοιπα».
Ταπεινωμένη
τελείως, αναχώρησε η Ζωή πάνω από τη γαλανή τη θάλασσα- σαν μικρή της αδελφή τη
δέχτηκε η Παύλα και τη νουθέτησε.
Η Ζωή έκλαψε, η Ζωή άκουσε, υπέμεινε και παρέμεινε σιωπηλή. Έτσι πέρασαν δώδεκα
καλοκαίρια, δώδεκα ολόκληρα χρόνια.
Η αδελφή
Ζωή έγινε γνωστή ασκήτρια, με δάκρυα έπλενε το πρόσωπό της και πριν πεθάνει
ρωτούσε το Θεό αν τήν είχε συγχωρήσει.
Εκείνη
τη στιγμή μια γυναίκα τυφλή οδηγήθηκε στην πόρτα της Ζωής:
«Προσευχήσου
για να βρω το φως μου- προσευχήσου. παρακαλώ προσευχήσου!»
Με
δάκρυα προσευχήθηκε η Ζωή και η γυναίκα βρήκε τήν όρασή της.
Έτσι
πληροφορήθηκε η Ζωή ότι τήν είχε συγχωρήσει ο Θεός.
Ο Θεός δοξάζεται μέσα απ' τούς αμαρτωλούς,
όταν
αυτοί μετανοούν- τότε, μέσα απ' τα θαύματά τους στη γή,
λάμπουν
σαν τ’ άστρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου