Σελίδες

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ-Ἱστορική ἐξέλιξη

 Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ-Ιστορική εξέλιξη

Το γεγονός της Αναστάσεως στη χριστιανική συνείδηση είναι συ­νέχεια του γεγονότος του Σταυρού. Ορθώς η Εκκλησία διακηρύσσει ότι ο Χριστός «Σταυρόν υπομείνας δι' ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν» (Πεντηκοστάριον). Έτσι, από τους πρώτους χριστιανι­κούς αιώνες, η Ανάσταση παραλληλίζεται ή και συμβολίζεται με την εικόνα της Σταυρώσεως.
  Μια τέτοια συμβολική παράστα­ση της Αναστάσεως συναντούμε σε σαρκο­φάγους του 4ου μ.Χ. αιώνα, οι οποίες φυ­λάσσονται στο μουσείο Λατερανού της Ρώμης. Πρόκειται για δύο από τις λεγόμε­νες σαρκοφάγους των «Παθών» του Χρι­στού, στις οποίες η Ανάσταση απεικονίζε­ται στο κέντρο κάθε εικόνας. Η Ανάσταση των εν λόγω σαρκοφάγων παριστάνεται με το λάβαρο του Μ. Κωνσταντίνου: σταυρός στολισμένος με δάφνινο στεφάνι -στις άκρες του οποίου παριστάνονται δύο πε­τεινοί- που περικλείει το μονόγραμμα του Χριστού, ενώ στη βάση απεικονίζονται δύο κοιμώμενοι στρατιώτες της κουστω­δίας που είχαν τοποθετήσει στον τάφο του Χριστού, επειδή φοβόνταν την κλοπή του θείου σώματος από τους μαθητές, οι οποίοι θα έλεγαν μετά στο λαό ότι «ηγέρθη από των νεκρών» (Ματθ. 27, 64). 


'Ενας άλλος συμβολικός τρόπος απεικονίσεως της Αναστάσεως, ήδη από την εποχή των κατακομβών, είναι η παράσταση του προ­φήτη Ίωνά, ο όποιος αποβάλλεται -σώος και αβλαβής- από την κοιλιά του κήτους. Βλέπε και τη σχετική διήγηση (Ίωνά α' -δ'), η οποία διαβάζεται ως προφητεία στον Εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου,ακριβώς ένεκα της βαθιάς συμβολικότητάς της. Ορθώς ο Ιωνάς θεωρείται ως προεικόνιση του Χριστού, αφού ο ίδιος ο Κύ­ριος είχε τονίσει, όταν έλεγε στους Φαρισαίους: «... ώσπερ γαρ εγένετο Ιωνάς ο προφήτης εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως εσται και ο Υιός του Ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. 12,40). Μετά δε την τριήμερο ταφή, ο Χρι­στός ανέστη, όπως «και ο Ιωνάς εκβήκεν από το κήτος τριήμερος» (αγ. Νικόδημος Αγιορείτης, Εορτοδρόμιον). Ένεκα τού­του, ο ιερός Δαμασκηνός γράφει (στον ειρμό της ς' ωδής του περίφημου κανόνα του Πάσχα), τα εξής: «Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψας μο­χλούς αιωνίους κατόχους πεπεδημένων Χριστέ, και τριήμερος, ως εκ κήτους Ιωνάς, εξανέστης του τάφου» (Πεντηκο­στάριον).
 Αξιοπρόσεκτο είναι και το δί­πτυχο από ελεφαντόδοντο στο Μουσείο της Ραβέννας (αρχές του 6ου αιώνα), όπου με ιδιαίτερη ζωντάνια απεικονίζεται ο Ιωνάς με το κήτος. Γενικά, η ιστορία του Ιωνά, που συμβολίζει τη λύτρωση και την ανάσταση των νεκρών, είναι ένα ιδιαίτερα αγαπητό θέμα στη ζωγραφική των κατα­κομβών και των σαρκοφάγων.(Για τα θέματα αυτά βλέπε Γ.Β. Αντουράκη, Χριστιανική Ζωγραφική, "Αθήνα 2001, σσ. 34,65,76 κ.έ., οπού και παραδείγματα εικόνων).


     Κατά τον 6ο αιώνα, εμφανίστηκε -προς λειτουργική χρήση- ένας άλλος εικονογρα­φικός τύπος της Αναστάσεως. Είναι γνω­στός ως «Λίθος», όπου εικονίζονται οι Μυροφόρες στο «κενό μνημείο» ή και η εμφάνιση του Χριστού σε αυτές. Στο γνω­στό Ευαγγέλιο του Ραμπουλα (τέλη του 6ου αιώνα), κάτω από τη Σταύρωση έχουν εικονιστεί δύο παραστάσεις με θριαμβευτι­κό χαρακτήρα: οι Μυροφόρες μπροστά στο κενό μνημείο και ο Χριστός, που εμφανίζεται σ' αυτές, ντυμένος με το λευκό χιτώνα της Αναστάσεως. Στό κέντρο ακριβώς της συνθέσεως αυτής, υπάρχει το άδειο μνημείο και οι κοιμώμενοι στρατιώτες, ο δε Τάφος του Χριστού ξεχω­ρίζει τις δύο παραστάσεις αυτές.
Αξιο­πρόσεκτος είναι ένας άγγελος -ολόλευκα ντυμένος- καθήμενος πάνω στον αποκεκυ-λισθέντα λίθο. Με τη χαρακτηριστική του κίνηση λέγει στις Μυροφόρες: «ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν » (Μαρκ. 16,6).  
Στην άλλη παρασταση της εμφανίσεως του αναστημένου Χριστού (που ευλογεί), οι Μυροφόρες παριστάνονται γονυπετείς στο έδαφος και προσκυνούν τον Κύριό τους.Το θέμα των Μυροφόρων στον τάφο γνωρίζει μεγάλη διάδοση, αφού παριστάνεται - μαζί με άλλες σκηνές του Δωδεκαόρτου- και σε κάλυμμα ξύλινης λειψανοθήκης στο παρεκκλήσιο Sancta Sanctonum του Λατερανού (σήμερα φυλάσσεται στα Βατικανό). 
 Αξιοπρόσεκτη είναι και μία εξαίρετη παράσταση σε ελεφαντόδοντο (5ου αιώνα), με τις Μυροφόρες στον Τάφο, σε αρχαϊκότερη βέβαια μορφή. Η απλή ομορφιά αυτού του παλαιού ελαφαντοστού, στο φύλλο ενός δίπτυχου, χαρακτηρίζει τη μετάβαση από την κλασική στη χριστιανική τέχνη. Οι δύο επάλληλες σκηνές εικονίζουν δύο φάσεις του ίδιου επεισοδίου. Στη μία φαίνονται οι κοιμώμενοι φρουροί και στην άλλη ο άγγελος να χαιρετά τις Μυροφόρες στην είσοδο του Τάφου. Στο εν λόγω έργο, ο αναστημένος Χριστός δεν εικονίζεται, αφού η χριστιανική τέχνη εκφράζεται ακόμη με συμβολι­σμούς. Ο τάφος θυμίζει τη μικρή εκκλησία, που χτίστηκε πάνω από τον Πανάγιο Τάφο (κατά τον 4ο αιώνα). Το ελεφαντόδοντο αυτό βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή του Μιλάνου (πρβλ. Παγκόσμια Ιστορία Τέχνης, τ. 4, σ. 142). Επίσης, μια εξαίρετη παράσταση των Μυροφόρων στον Τάφο του Χριστού υπάρχει σε ψηφιδωτό του Αγίου Απολλιναρίου του Νέου στη Ραβέννα (αρχές του 6ου αιώνα). Είναι το καλύτερο δείγμα του εικονογραφικού αυτοί τύπου (του έτους 526). Η παράσταση αυτή συνυπάρχει με τις άλλες σκηνές των παραβολών, των θαυμάτων καί των Παθών του Χριστού, που ιστορούνται στην ανώτερη(πάνω από τα παράθυρα) ζώνη ψηφιδωτών. Ο ψηφιδογράφος καλλιτέχνης περνά αμέσως από την Προδοσία του Ιούδα στην Ανάσταση του Χριστού. Όπως και στην αρχαιότερη τέχνη, ο Χριστός δεν Εικονίζεται ταπεινωμένος, σταυρωμένος, ή την στιγμή που τον κατεβάζουν από το σταυρό. Στη λιτότατη παράσταση των Μύ­ροφόρων, τα πάντα έχουν συναρμοσθεί ,ώστε να δηλώνουν την απουσία του Χριστού, όπως: η ανοικτή πύλη του προβεβλημένου τάφου, τα ανοικτά χέρια των δύο γυναικών, η ευφρόσυνη αταραξία του αγγέλου. Επίσης, η ένταση με την οποία διαγράφεται ο χώρος των νεκρών -ο κλα­σικός θόλος του τάφου- έχει ως αντίρροπο το αίσθημα απουσίας που τον διαπνέει.Σημειωτέον ότι την πράσταση των Μυ­ροφόρων ακολουθεί η «Ψηλάφηση του Θωμά», που και αυτή ανήκει στις ιστορι­κές μαρτυρίες της Αναστάσεως, ήδη κατά την πρώτη περίοδο της Χριστιανικής Εικονογραφίας (πριν και μετά την Εικονο­μαχία). Γεγονός όμως είναι ότι το μεγάλο θέμα της εις "Αδου Καθόδου του Χριστού, καθώς και οι «συμπληρωματικές» σκηνές της Αναστάσεως (Μυροφόρες, η Ψηλάφη­ση του Θωμά κ.ά.), πολλαπλασιάζονται και επικρατούν στην ορθόδοξη αγιογραφία της Ανατολής κυρίως, μετά το θρίαμ­βο και την επικράτηση των ιερών εικόνων (843 κ.έ.) και καθ' όλη τη βυζαντινή και με­ταβυζαντινή περίοδο, αλλά και μέχρι σήμε­ρα. Εννοείται ότι η παρατήρηση αυτή ισχύει όχι μόνο για τα μεγάλα θέματα του Δωδεκαόρτου, αλλά για τα περισσότερα θέματα των εικονογραφικών κύκλων.


Έξέλιξη της εις Άδου Καθόδου ή Αναστάσεως

   Η εις Άδου Κάθοδος -ως ό κατεξοχήν βυζαντινός εικονογραφικός τύπος της ορθόδοξης Αναστάσεως- επικρατεί οριστικά στην Ανατολή, κυρίως από την επο­χή των Μακεδόνων και των Κομνηνών. Στην περίοδο αυτή -και μάλιστα στους 11ο καί 12ο αιώνες- συναντούμε τα καλύτερα δείγματα σε ψηφιδωτά και τοιχογραφίες. Ασφαλώς, η εις Άδου Κάθοδος ιστο­ρείται μαζί με τις άλλες παραστάσεις του Δωδεκαόρτου, αλλά σχεδόν πάντοτε είναι δίπλα στη Σταύρωση (ως φυσικό επακό­λουθό της) ή σε μία ευθεία σχέση με αυτή (απέναντι).    Συνήθως η Ανάσταση ιστο­ρείται στους χαμηλούς τοίχους (νότιο η βόρειο) των ορθοδόξων ναών, ανάλογα βέ­βαια με το μέγεθός τους.
 Στις μεγαλυτέρων διαστάσεων εκκλησίες, ζωγραφίζεται σε μεγαλύτερη κλίμακα -όπως και ο Ευαγγε­λισμός, η Μεταμόρφωση και η Σταύρωση-είναι όμως δυνατόν να συναντήσουμε την παράσταση της εις Αδου Καθόδου και στο νάρθηκα ('Οσιος Λουκάς Βοιωτίας), σπα­νιότερα δε, στη βόρεια κόγχη του κυρίως ναού (Νέα Μονή Χίου). Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ανεξήγητο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το Δωδεκάορτο (τουλάχι­στον τον 11ο αιώνα) ιστορείται και στον κυρίως ναό και στο νάρθηκα.


   Γεγονός όμως είναι ότι η «αγιοκαταταξη» του Δωδεκαόρτου δεν έχει πάντοτε μια σταθερή θέση. Συνήθως ιστορείται στους τοξωτούς χαμηλούς τοίχους (καμάρες) των μικρότε­ρων καμαροσκεπών ναών, ενώ στους τρουλλαίους εγγεγραμμένους ναούς, στις υψηλότερες επιφάνειες. Η εις Άδου Κά­θοδος, είτε είναι απόρροια ρωμαϊκών προ­τύπων είτε εμπνέεται από την κάθοδο του Ηρακλή στον Άδη, είναι μία παράσταση που διακρίνεται όχι μόνο για την πολλα­πλότητα των εγκλειομένων εννοιών, αλλά και για την πλούσια και υψηλή της αισθητική απόδοση. Οι Μυροφόρες στον Τάφο ή η παράσταση του «Λίθου» είναι ένας «ποι­ητικός» τύπος της Αναστάσεως, κυρίως της πρώϊμης βυζαντινής εποχής.
   Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό -και περισσότερο «ανθρώ­πινο» ή συναισθηματικό- είναι το υπέροχο ανοιξιάτικο τοπίο (φόντο) του «Λίθου» των Μυροφόρων. Η φωτεινή αυτή σκηνή «ομιλεί» και συγκινεί περισσότερο τις ψυχές των πιστών. Αντίθετα, η εις Άδου Κάθοδος - "Ανάσταση του Χριστού είναι ο δογματικός και ο ιδιαίτερα αναγωγικός εικονογραφικός τύπος, ελεύθερος από τις συμβάσεις του χώρου και του χρόνου,στους οποίους όμως αναφέρεται άμεσα. Ο συγκερασμός του πνευματικού και της πράξεως, του μνημειώδους καί του τα­πεινού, του δυναμισμού και της ιερα­τικής μεγαλοπρέπειας, συνετέλεσε στην ακτινοβολία του εικονογραφικού αυτού τύπου, ο οποίος ορθώς κατέστη προσφι­λέστατος και επικράτησε να παρίσταται ως «Ανάστασις», όχι μόνο καθ' όλη τη βυζαντινή περίοδο, αλλά και μετά την Άλωση (1453 κ.έ).

Αναστάσεις δυτικού τύπου

Αξιοπρόσεκτο είναι ότι κατά το 17ο αιώνα εμφανίζεται και στην ορθόδοξη εικονογραφία ο γνωστός δυτικός τύπος της Αναστάσεως, με το Χριστό να ξεπροβάλλει αλματωδώς από τον τάφο (κρατώ­ντας μάλιστα και σημαία!), ενώ ένας άγγε­λος φαίνεται να σηκώνει το λίθο του μνη­μείου, για να εξέλθει ο Ιησούς. 'Ενα από τα παλαιότερα παραδείγματα μιας τέτοιας εικόνας της Αναστάσεως - με το Χριστό να προβάλλει από ένα λαρνακοειδή τάφο-βρίσκεται στο Βυζαντινό μας Μουσείο.Πρόκειται για μια φορητή εικόνα του Ηλία Μόσκου (του έτους 1657), ο οποίος, ως γνωστόν, ανήκει στην ομάδα εκείνη των μεγάλων ζωγράφων της Κρητικής Σχολής (Εμμανουήλ Τζάνε, Θ.Πουλάκη κ.α.), οι οποίοι δανείστηκαν στοιχεία από τη δυτι­κή τέχνη, σε μια προσπάθεια «δήθεν ανανεώσεως» της παραδοσιακής μας αγιογρα­φίας. 'Ομως, λίγα χρόνια αργότερα (το 1670), ο ίδιος ο Ηλίας Μόσκος επανήλθε στην ορθόδοξη παράδοση, φιλοτεχνώντας την εις Άδου Κάθοδο, που φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη.
   Γεγονός είναι ότι κάποιοι μεταβυζαντινοί αγιογράφοι του 18ου αιώνα, ακολουθώντας το «σύρ­ιο» της εποχής τους και για να «βγάλουν το ψωμί τους», άλλοτε απεικόνιζαν καθα­ρά βυζαντινά πρότυπα και άλλοτε δυτικά. Πάντως, πέρα από τη ζωηρή εντύπωση που θέλει να προξενήσει ο δυτικός τύπος της Αναστάσεως, το πρόβλημα είναι πρω­τίστως πνευματικό και δευτερευόντως αισθητικό. Όμως, η άποκύλιση του λίθου «από της θύρας του μνημείου» -που είναι κύριο χαρακτηριστικό του δυτικού τύπου της Αναστάσεως- αναφέρεται από όλους τους Ιερούς Ευαγγελιστές (πρβλ. Ματθ. 28, 2 Μάρκ. 16,4 Λουκ. 24, 2 Ίω. 20, 2), αλλά δεν έγινε για να... διευκολυνθεί ο Παντο­δύναμος Χριστός να βγει από τον τάφο! Έγινε για να διαπιστώσουν την Ανάστασή του, κυρίως οι Απόστολοι και οι Μυ­ροφόρες.
 Κατά την πίστη της Ορθοδοξίας, ο Χριστός αναστήθηκε «εσφραγισμένου του μνήματος...» (Κυριακή του Θωμά, Πεντηκοστάριον). Αυτή τη συνείδηση είχαν και άλλοι υμνογράφοι, καθώς και οι Πατέ­ρες της Εκκλησίας, εκφράζοντας το ορθό­δοξο φρόνημα των πιστών, όπως ο Μ. Αθανάσιος (Ρ.υ. 25, 140), ο Ιουστίνος (Αμφιβαλλόμενα) Β.Ε.Π.Ε.Σ., τ. 4, σ. 129), ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Ομιλία εις το κατά Ματθαίον, Ρ.υ. 58, 783) κ.λπ. Ο Φώτης Κόντογλου θεωρεί το δυτι­κό αυτό εικονογραφικό τύπο «εστερημένον πανταπασιν από το πνευματικόν και μυστικόν νόημα όπου έχει ο βυζαντινός τύπος της Αναστάσεως» (Έκφρασις, τ.Α', σ. 181). «Ευχής έργον θα ήτο, εάν ο τύπος ούτος των Δυτικών, ως ανιστόρητος, απλώς εντυπωσιακός, αλλά και ουσιαστικώς αντορθόδοξος, εγκατελείπετο, επανήρχετο δε η Εκκλησία ημών απο­κλειστικώς εις τον τύπον της σεβάσμιας αυτής παραδόσεως, ήτοι τον της εις "Άδου Καθόδου». Βλέπε Κ. Καλοκύρη, Η Ζωγραφική της Ορθοδοξίας (σ. 144).
του Γεωργίου Αντουράκη,Αρχαιολόγου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
 http://proskynitis.blogspot.com/2012/04/blog-post_14.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου