Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ-Ιστορική εξέλιξη
Το
γεγονός της Αναστάσεως στη χριστιανική συνείδηση είναι συνέχεια του
γεγονότος του Σταυρού. Ορθώς η Εκκλησία διακηρύσσει ότι ο Χριστός
«Σταυρόν υπομείνας δι' ημάς, θανάτω θάνατον ώλεσεν» (Πεντηκοστάριον).
Έτσι, από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, η Ανάσταση παραλληλίζεται ή
και συμβολίζεται με την εικόνα της Σταυρώσεως.
Μια τέτοια συμβολική παράσταση της Αναστάσεως συναντούμε σε
σαρκοφάγους του 4ου μ.Χ. αιώνα, οι οποίες φυλάσσονται στο μουσείο
Λατερανού της Ρώμης. Πρόκειται για δύο από τις λεγόμενες σαρκοφάγους
των «Παθών» του Χριστού, στις οποίες η Ανάσταση απεικονίζεται στο
κέντρο κάθε εικόνας. Η Ανάσταση των εν λόγω σαρκοφάγων παριστάνεται με
το λάβαρο του Μ. Κωνσταντίνου: σταυρός στολισμένος με δάφνινο στεφάνι
-στις άκρες του οποίου παριστάνονται δύο πετεινοί- που περικλείει το
μονόγραμμα του Χριστού, ενώ στη βάση απεικονίζονται δύο κοιμώμενοι
στρατιώτες της κουστωδίας που είχαν τοποθετήσει στον τάφο του Χριστού,
επειδή φοβόνταν την κλοπή του θείου σώματος από τους μαθητές, οι οποίοι
θα έλεγαν μετά στο λαό ότι «ηγέρθη από των νεκρών» (Ματθ. 27, 64).
'Ενας
άλλος συμβολικός τρόπος απεικονίσεως της Αναστάσεως, ήδη από την εποχή
των κατακομβών, είναι η παράσταση του προφήτη Ίωνά, ο όποιος
αποβάλλεται -σώος και αβλαβής- από την κοιλιά του κήτους. Βλέπε και τη
σχετική διήγηση (Ίωνά α' -δ'), η οποία διαβάζεται ως προφητεία στον
Εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου,ακριβώς ένεκα της βαθιάς συμβολικότητάς
της. Ορθώς ο Ιωνάς θεωρείται ως προεικόνιση του Χριστού, αφού ο ίδιος ο
Κύριος είχε τονίσει, όταν έλεγε στους Φαρισαίους: «... ώσπερ γαρ εγένετο Ιωνάς ο προφήτης εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις
νύκτας, ούτως εσται και ο Υιός του Ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις
ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. 12,40). Μετά δε την τριήμερο ταφή, ο
Χριστός ανέστη, όπως «και ο Ιωνάς εκβήκεν από το κήτος τριήμερος» (αγ.
Νικόδημος Αγιορείτης, Εορτοδρόμιον). Ένεκα τούτου, ο ιερός Δαμασκηνός
γράφει (στον ειρμό της ς' ωδής του περίφημου κανόνα του Πάσχα), τα εξής:
«Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους
κατόχους πεπεδημένων Χριστέ, και τριήμερος, ως εκ κήτους Ιωνάς, εξανέστης του τάφου» (Πεντηκοστάριον).
Αξιοπρόσεκτο
είναι και το δίπτυχο από ελεφαντόδοντο στο Μουσείο της Ραβέννας (αρχές
του 6ου αιώνα), όπου με ιδιαίτερη ζωντάνια απεικονίζεται ο Ιωνάς με το
κήτος. Γενικά, η ιστορία του Ιωνά, που συμβολίζει τη λύτρωση και την
ανάσταση των νεκρών, είναι ένα ιδιαίτερα αγαπητό θέμα στη ζωγραφική των
κατακομβών και των σαρκοφάγων.(Για τα θέματα αυτά βλέπε Γ.Β. Αντουράκη, Χριστιανική Ζωγραφική, "Αθήνα 2001, σσ. 34,65,76 κ.έ., οπού και παραδείγματα εικόνων).
Κατά
τον 6ο αιώνα, εμφανίστηκε -προς λειτουργική χρήση- ένας άλλος
εικονογραφικός τύπος της Αναστάσεως. Είναι γνωστός ως «Λίθος», όπου
εικονίζονται οι Μυροφόρες στο «κενό μνημείο» ή και η εμφάνιση του
Χριστού σε αυτές. Στο γνωστό Ευαγγέλιο του Ραμπουλα (τέλη του 6ου
αιώνα), κάτω από τη Σταύρωση έχουν εικονιστεί δύο παραστάσεις με
θριαμβευτικό χαρακτήρα: οι Μυροφόρες μπροστά στο κενό μνημείο και ο
Χριστός, που εμφανίζεται σ' αυτές, ντυμένος με το λευκό χιτώνα της
Αναστάσεως. Στό κέντρο ακριβώς της συνθέσεως αυτής, υπάρχει το άδειο
μνημείο και οι κοιμώμενοι στρατιώτες, ο δε Τάφος του Χριστού ξεχωρίζει
τις δύο παραστάσεις αυτές.
Αξιοπρόσεκτος
είναι ένας άγγελος -ολόλευκα ντυμένος- καθήμενος πάνω στον αποκεκυ-λισθέντα λίθο. Με τη χαρακτηριστική του κίνηση λέγει στις
Μυροφόρες: «ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν » (Μαρκ.
16,6).
Στην
άλλη παρασταση της εμφανίσεως του αναστημένου Χριστού (που ευλογεί), οι
Μυροφόρες παριστάνονται γονυπετείς στο έδαφος και προσκυνούν τον Κύριό
τους.Το θέμα των Μυροφόρων στον τάφο γνωρίζει μεγάλη διάδοση, αφού
παριστάνεται - μαζί με άλλες σκηνές του Δωδεκαόρτου- και σε κάλυμμα
ξύλινης λειψανοθήκης στο παρεκκλήσιο Sancta Sanctonum του Λατερανού
(σήμερα φυλάσσεται στα Βατικανό).
Αξιοπρόσεκτη
είναι και μία εξαίρετη παράσταση σε ελεφαντόδοντο (5ου αιώνα), με τις
Μυροφόρες στον Τάφο, σε αρχαϊκότερη βέβαια μορφή. Η απλή ομορφιά αυτού
του παλαιού ελαφαντοστού, στο φύλλο ενός δίπτυχου, χαρακτηρίζει τη
μετάβαση από την κλασική στη χριστιανική τέχνη. Οι δύο επάλληλες σκηνές
εικονίζουν δύο φάσεις του ίδιου επεισοδίου. Στη μία φαίνονται οι
κοιμώμενοι φρουροί και στην άλλη ο άγγελος να χαιρετά τις Μυροφόρες στην
είσοδο του Τάφου. Στο εν λόγω έργο, ο αναστημένος Χριστός δεν
εικονίζεται, αφού η χριστιανική τέχνη εκφράζεται ακόμη με συμβολισμούς. Ο τάφος θυμίζει τη μικρή εκκλησία, που χτίστηκε πάνω από τον Πανάγιο
Τάφο (κατά τον 4ο αιώνα). Το ελεφαντόδοντο αυτό βρίσκεται σε ιδιωτική
συλλογή του Μιλάνου (πρβλ. Παγκόσμια Ιστορία Τέχνης, τ. 4, σ. 142).
Επίσης, μια εξαίρετη παράσταση των Μυροφόρων στον Τάφο του Χριστού
υπάρχει σε ψηφιδωτό του Αγίου Απολλιναρίου του Νέου στη Ραβέννα (αρχές
του 6ου αιώνα). Είναι το καλύτερο δείγμα του εικονογραφικού αυτοί τύπου
(του έτους 526). Η παράσταση αυτή συνυπάρχει με τις άλλες σκηνές των
παραβολών, των θαυμάτων καί των Παθών του Χριστού, που ιστορούνται στην
ανώτερη(πάνω από τα παράθυρα) ζώνη ψηφιδωτών. Ο ψηφιδογράφος καλλιτέχνης
περνά αμέσως από την Προδοσία του Ιούδα στην Ανάσταση του Χριστού. Όπως
και στην αρχαιότερη τέχνη, ο Χριστός δεν Εικονίζεται ταπεινωμένος,
σταυρωμένος, ή την στιγμή που τον κατεβάζουν από το σταυρό. Στη λιτότατη
παράσταση των Μύροφόρων, τα πάντα έχουν συναρμοσθεί ,ώστε να δηλώνουν
την απουσία του Χριστού, όπως: η ανοικτή πύλη του προβεβλημένου τάφου,
τα ανοικτά χέρια των δύο γυναικών, η ευφρόσυνη αταραξία του αγγέλου.
Επίσης, η ένταση με την οποία διαγράφεται ο χώρος των νεκρών -ο
κλασικός θόλος του τάφου- έχει ως αντίρροπο το αίσθημα απουσίας που τον
διαπνέει.Σημειωτέον ότι την πράσταση των Μυροφόρων ακολουθεί η
«Ψηλάφηση του Θωμά», που και αυτή ανήκει στις ιστορικές μαρτυρίες της
Αναστάσεως, ήδη κατά την πρώτη περίοδο της Χριστιανικής Εικονογραφίας
(πριν και μετά την Εικονομαχία). Γεγονός όμως είναι ότι το μεγάλο θέμα
της εις "Αδου Καθόδου του Χριστού, καθώς και οι «συμπληρωματικές» σκηνές
της Αναστάσεως (Μυροφόρες, η Ψηλάφηση του Θωμά κ.ά.),
πολλαπλασιάζονται και επικρατούν στην ορθόδοξη αγιογραφία της Ανατολής
κυρίως, μετά το θρίαμβο και την επικράτηση των ιερών εικόνων (843 κ.έ.)
και καθ' όλη τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο, αλλά και μέχρι
σήμερα. Εννοείται ότι η παρατήρηση αυτή ισχύει όχι μόνο για τα μεγάλα
θέματα του Δωδεκαόρτου, αλλά για τα περισσότερα θέματα των
εικονογραφικών κύκλων.
Έξέλιξη της εις Άδου Καθόδου ή Αναστάσεως
Η
εις Άδου Κάθοδος -ως ό κατεξοχήν βυζαντινός εικονογραφικός τύπος της
ορθόδοξης Αναστάσεως- επικρατεί οριστικά στην Ανατολή, κυρίως από την
εποχή των Μακεδόνων και των Κομνηνών. Στην περίοδο αυτή -και μάλιστα
στους 11ο καί 12ο αιώνες- συναντούμε τα καλύτερα δείγματα σε ψηφιδωτά
και τοιχογραφίες. Ασφαλώς, η εις Άδου Κάθοδος ιστορείται μαζί με τις
άλλες παραστάσεις του Δωδεκαόρτου, αλλά σχεδόν πάντοτε είναι δίπλα στη
Σταύρωση (ως φυσικό επακόλουθό της) ή σε μία ευθεία σχέση με αυτή
(απέναντι). Συνήθως η Ανάσταση ιστορείται στους χαμηλούς τοίχους
(νότιο η βόρειο) των ορθοδόξων ναών, ανάλογα βέβαια με το μέγεθός
τους.
Στις
μεγαλυτέρων διαστάσεων εκκλησίες, ζωγραφίζεται σε μεγαλύτερη κλίμακα
-όπως και ο Ευαγγελισμός, η Μεταμόρφωση και η Σταύρωση-είναι όμως
δυνατόν να συναντήσουμε την παράσταση της εις Αδου Καθόδου και στο
νάρθηκα ('Οσιος Λουκάς Βοιωτίας), σπανιότερα δε, στη βόρεια κόγχη του
κυρίως ναού (Νέα Μονή Χίου). Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ανεξήγητο, αν
λάβει κανείς υπόψη του ότι το Δωδεκάορτο (τουλάχιστον τον 11ο αιώνα)
ιστορείται και στον κυρίως ναό και στο νάρθηκα.
Γεγονός όμως είναι ότι η «αγιοκαταταξη» του Δωδεκαόρτου δεν έχει
πάντοτε μια σταθερή θέση. Συνήθως ιστορείται στους τοξωτούς χαμηλούς
τοίχους (καμάρες) των μικρότερων καμαροσκεπών ναών, ενώ στους
τρουλλαίους εγγεγραμμένους ναούς, στις υψηλότερες επιφάνειες. Η εις Άδου Κάθοδος, είτε είναι απόρροια ρωμαϊκών προτύπων είτε εμπνέεται
από την κάθοδο του Ηρακλή στον Άδη, είναι μία παράσταση που διακρίνεται
όχι μόνο για την πολλαπλότητα των εγκλειομένων εννοιών, αλλά και για
την πλούσια και υψηλή της αισθητική απόδοση. Οι Μυροφόρες στον Τάφο ή η
παράσταση του «Λίθου» είναι ένας «ποιητικός» τύπος της Αναστάσεως,
κυρίως της πρώϊμης βυζαντινής εποχής.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό -και περισσότερο «ανθρώπινο» ή
συναισθηματικό- είναι το υπέροχο ανοιξιάτικο τοπίο (φόντο) του «Λίθου»
των Μυροφόρων. Η φωτεινή αυτή σκηνή «ομιλεί» και συγκινεί περισσότερο
τις ψυχές των πιστών. Αντίθετα, η εις Άδου Κάθοδος - "Ανάσταση του
Χριστού είναι ο δογματικός και ο ιδιαίτερα αναγωγικός εικονογραφικός
τύπος, ελεύθερος από τις συμβάσεις του χώρου και του χρόνου,στους
οποίους όμως αναφέρεται άμεσα. Ο συγκερασμός του πνευματικού και της
πράξεως, του μνημειώδους καί του ταπεινού, του δυναμισμού και της
ιερατικής μεγαλοπρέπειας, συνετέλεσε στην ακτινοβολία του
εικονογραφικού αυτού τύπου, ο οποίος ορθώς κατέστη προσφιλέστατος και
επικράτησε να παρίσταται ως «Ανάστασις», όχι μόνο καθ' όλη τη βυζαντινή
περίοδο, αλλά και μετά την Άλωση (1453 κ.έ).
Αναστάσεις δυτικού τύπου
Αξιοπρόσεκτο
είναι ότι κατά το 17ο αιώνα εμφανίζεται και στην ορθόδοξη εικονογραφία ο
γνωστός δυτικός τύπος της Αναστάσεως, με το Χριστό να ξεπροβάλλει
αλματωδώς από τον τάφο (κρατώντας μάλιστα και σημαία!), ενώ ένας
άγγελος φαίνεται να σηκώνει το λίθο του μνημείου, για να εξέλθει ο
Ιησούς. 'Ενα από τα παλαιότερα παραδείγματα μιας τέτοιας εικόνας της
Αναστάσεως - με το Χριστό να προβάλλει από ένα λαρνακοειδή
τάφο-βρίσκεται στο Βυζαντινό μας Μουσείο.Πρόκειται για μια φορητή εικόνα
του Ηλία Μόσκου (του έτους 1657), ο οποίος, ως γνωστόν, ανήκει στην
ομάδα εκείνη των μεγάλων ζωγράφων της Κρητικής Σχολής (Εμμανουήλ Τζάνε,
Θ.Πουλάκη κ.α.), οι οποίοι δανείστηκαν στοιχεία από τη δυτική τέχνη, σε
μια προσπάθεια «δήθεν ανανεώσεως» της παραδοσιακής μας αγιογραφίας.
'Ομως, λίγα χρόνια αργότερα (το 1670), ο ίδιος ο Ηλίας Μόσκος επανήλθε
στην ορθόδοξη παράδοση, φιλοτεχνώντας την εις Άδου Κάθοδο, που
φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη.
Γεγονός είναι ότι κάποιοι μεταβυζαντινοί αγιογράφοι του 18ου αιώνα,
ακολουθώντας το «σύριο» της εποχής τους και για να «βγάλουν το ψωμί
τους», άλλοτε απεικόνιζαν καθαρά βυζαντινά πρότυπα και άλλοτε δυτικά.
Πάντως, πέρα από τη ζωηρή εντύπωση που θέλει να προξενήσει ο δυτικός
τύπος της Αναστάσεως, το πρόβλημα είναι πρωτίστως πνευματικό και
δευτερευόντως αισθητικό. Όμως, η άποκύλιση του λίθου «από της θύρας του
μνημείου» -που είναι κύριο χαρακτηριστικό του δυτικού τύπου της
Αναστάσεως- αναφέρεται από όλους τους Ιερούς Ευαγγελιστές (πρβλ.
Ματθ. 28, 2 Μάρκ. 16,4 Λουκ. 24, 2 Ίω. 20, 2), αλλά δεν έγινε για να...
διευκολυνθεί ο Παντοδύναμος Χριστός να βγει από τον τάφο! Έγινε για να
διαπιστώσουν την Ανάστασή του, κυρίως οι Απόστολοι και οι Μυροφόρες.
Κατά
την πίστη της Ορθοδοξίας, ο Χριστός αναστήθηκε «εσφραγισμένου του
μνήματος...» (Κυριακή του Θωμά, Πεντηκοστάριον). Αυτή τη συνείδηση είχαν
και άλλοι υμνογράφοι, καθώς και οι Πατέρες της Εκκλησίας, εκφράζοντας
το ορθόδοξο φρόνημα των πιστών, όπως ο Μ. Αθανάσιος (Ρ.υ. 25, 140), ο Ιουστίνος (Αμφιβαλλόμενα) Β.Ε.Π.Ε.Σ., τ. 4, σ. 129), ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος (Ομιλία εις το κατά Ματθαίον, Ρ.υ. 58, 783) κ.λπ. Ο Φώτης
Κόντογλου θεωρεί το δυτικό αυτό εικονογραφικό τύπο «εστερημένον
πανταπασιν από το πνευματικόν και μυστικόν νόημα όπου έχει ο βυζαντινός
τύπος της Αναστάσεως» (Έκφρασις, τ.Α', σ. 181). «Ευχής έργον θα ήτο, εάν ο τύπος ούτος των Δυτικών, ως ανιστόρητος, απλώς εντυπωσιακός, αλλά και
ουσιαστικώς αντορθόδοξος, εγκατελείπετο, επανήρχετο δε η Εκκλησία ημών
αποκλειστικώς εις τον τύπον της σεβάσμιας αυτής παραδόσεως, ήτοι τον
της εις "Άδου Καθόδου». Βλέπε Κ. Καλοκύρη, Η Ζωγραφική της Ορθοδοξίας
(σ. 144).
του Γεωργίου Αντουράκη,Αρχαιολόγου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
http://proskynitis.blogspot.com/2012/04/blog-post_14.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου