ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ(Ιω.ιθ΄1-38), Μέρος Τρίτο
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ[Μέρος Τρίτο: υπομνηματισμός των χωρίων Ιω.9,17-38]
(Επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΝΗ΄του αγίου που εμπεριέχεται στο Υπόμνημά του στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο )
«λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν· οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι (:Λένε πάλι στον τυφλό·’’συ τι λέγεις για τον άνθρωπο αυτόν; Ζητούμε τη γνώμη σου, διότι τους δικούς σου οφθαλμούς άνοιξε’’.Εκείνος απάντησε· ‘’λέγω ότι είναι προφήτης’’.΄Δεν πίστεψαν λοιπόν οι Ιουδαίοι.)»[Ιω.9,17]
Τις Γραφές πρέπει όχι με απλό και επιπόλαιο τρόπο να τις διαβάζουμε, αλλά με κάθε επιμέλεια, ώστε να μη βρίσκουμε δυσκολίες στην ερμηνεία τους. Διότι και τώρα εύλογα μπορεί κανείς εδώ να διατυπώσει την απορία, πώς, ενώ είπαν: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ», λέγουν στον τυφλό: «σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;(:εσύ τι λέγεις για τον άνθρωπο αυτό; Ζητούμε τη γνώμη σου, διότι τους δικούς σου οφθαλμούς άνοιξε)». Και δεν είπαν: «Εσύ τι λέγεις περί Αυτού που κατέλυσε το Σάββατο;», αλλά τώρα θέτουν το ερώτημα το σχετικό με την απολογία αντί του σχετικού με την κατηγορία.
Τι λοιπόν μπορεί να απαντήσει κανείς; Δεν είναι οι ίδιοι, έλεγαν: «ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ», αλλά εκείνοι οι οποίοι αποσχίστηκαν από αυτούς και οι οποίοι είπαν: «ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς οὐ δύναται τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν», διότι επειδή ήθελαν να αποστομώσουν τους πρώτους πλέον, για να μη θεωρηθούν ότι συνηγορούν υπέρ του Χριστού, οδηγούν ενώπιόν τους αυτόν ο οποίος έλαβε πείρα της δυνάμεως Αυτού και τον ρωτούν.
Βλέπε λοιπόν του φτωχού τη σοφία· διότι από όλους αυτούς με περισσότερη σύνεση ομιλεί. Και πρώτα μεν λέγει ότι «προφήτης ἐστίν» και δε φοβήθηκε αυτών των διεστραμμένων την κρίση, οι οποίοι εξέφραζαν αντίθετη γνώμη και έλεγαν: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ», αλλά έλεγε ότι είναι προφήτης. Και «οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος(:Και δεν πίστεψαν για αυτόν οι Ιουδαίοι ότι ήταν τυφλός και θεραπεύθηκε έως ότου κάλεσαν τους γονείς του)»[Ιω.9,18].
Και εξέτασε με πόσους τρόπους επιχειρούν να συγκαλύψουν το θαύμα και να το αποκλείσουν. Αλλά αυτή η φύση της αλήθειας, με τα μέσα, με τα οποία φαίνεται να διώκεται από τους ανθρώπους, με αυτά καθίσταται ισχυρότερη· λάμπει με αυτά τα μέσα, δια των οποίων συγκαλύπτεται· διότι εάν δε γίνονταν αυτά, από τους πολλούς θα εθεωρείτο ύποπτο το θαύμα, τώρα δε, σαν να φροντίζουν για να εξακριβώσουν την αλήθεια, πράττουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πάντα, και δε θα ενεργούσαν με άλλον τρόπο, εάν βεβαίως έπρατταν τα πάντα υπέρ του Χριστού· διότι και με αυτόν τον τρόπο επιχείρησαν να καταβάλουν αυτόν, λέγοντάς του «Πώς σου άνοιξε τους οφθαλμούς;», δηλαδή μήπως πέτυχε αυτό με κάποιο μαγικό κόλπο; Διότι και άλλοτε, επειδή δεν είχαν τίποτε να καταγγείλουν, επιχειρούν να διαβάλλουν τον τρόπο της θεραπείας λέγοντας: «οὗτος οὐκ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια εἰμὴ ἐν τῷ Βεελζεβούλ, ἄρχοντι τῶν δαιμονίων(:αυτός δε διώχνει τα δαιμόνια παρά μόνο με την δύναμη του Βεελζεβούλ, του άρχοντος των δαιμονίων”)»[Ματθ.12,24]· και εδώ πάλι επειδή δεν έχουν τίποτε άλλο να πουν, καταφεύγουν στο επιχείρημα περί του κατάλληλου χρόνου, λέγοντας ότι καταλύει το Σάββατο, και πάλι ότι «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον(:αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεό,επειδή δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου)»[ Ιω.9,16].
Και όμως εσάς, οι οποίοι φθονείτε και είστε έτοιμοι να βρείτε πρόσχημα για κατηγορία όσων έχουν επιτελεστεί από Αυτόν, σας ρώτησε με κάθε ακρίβεια λέγοντας: «τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι;(: Ποιος από σας είναι δυνατόν να με ελέγξει έστω και για την παραμικρότερη αμαρτία; Εάν δε εγώ, εφόσον είμαι αναμάρτητος, λέγω πάντοτε την αλήθεια, γιατί εσείς δεν με πιστεύετε;)»[Ιω.8,46]. Και κανείς δεν μίλησε ούτε είπε ότι «βλασφημείς, επειδή αποκαλείς τον εαυτόν σου αναμάρτητο». Και βέβαια, εάν είχαν να πουν κάτι, δε θα σιωπούσαν· διότι εκείνοι οι οποίοι, επειδή άκουσαν ότι υπάρχει πριν από τον Αβραάμ, Τον λιθοβόλησαν, και καυχώνταν μεν ότι κατάγονται από τον Θεό, ενώ ήσαν ανθρωποκτόνοι, για Εκείνον όμως, ο οποίος επιτελούσε τέτοια θαύματα, όταν θεράπευσε, έλεγαν ότι δεν κατάγεται από τον Θεό, επειδή δεν τηρούσε την αργία του Σαββάτου, εάν είχαν την ελάχιστη αφορμή προς κατηγορία, δε θα την παρέλειπαν. Εάν όμως τον αποκαλούν αμαρτωλό για αυτόν τον λόγο, διότι εθεωρείτο ότι καταλύει το Σάββατο, και η κατηγορία αυτή φάνηκε αστήρικτη, αφού αυτοί οι οποίοι ανήκαν στην ίδια τάξη με αυτούς, τους κατηγόρησαν για ψυχρότητα πολλή και μικροψυχία.
Από παντού λοιπόν αφού βρήκαν εμπόδια, έρχονται στη συνέχεια σε άλλο επιχείρημα περισσότερο αναίσχυντο και θρασύ. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; «Δεν πίστεψαν», λέγει ο Ευαγγελιστής, «ότι ήταν τυφλός και ανέβλεψε». Πώς λοιπόν Τον κατηγόρησαν ότι δεν τηρεί το Σάββατο; Ή προφανώς επειδή πίστεψαν, διετύπωσαν αυτήν την κατηγορία; Πώς λοιπόν δεν δώσατε προσοχή στον πολύ λαό; Στους γείτονες, οι οποίοι γνώριζαν Αυτόν; Αλλά , πράγμα το οποίο είπαν, το ψεύδος παντού συλλαμβάνεται στην ίδια του την παγίδα, δι’ εκείνων των μέσων, δια των οποίων νομίζει ότι διαβάλλει την αλήθεια, αυτή δε λαμπρότερη την παρουσιάζει, πράγμα το οποίο ακριβώς και τώρα συνέβη.
Διότι, επειδή δεν μπόρεσαν να πτοήσουν αυτόν, αλλά έβλεπαν ότι με όλο το θάρρος κήρυσσε τον Ευεργέτη του, ήλπιζαν ότι με τους γονείς θα προκαλέσουν αμφισβήτηση για το θαύμα. Και πρόσεξε την κακή πρόθεση της ερωτήσεως. Διότι τι λέγει; Αφού οδήγησαν αυτούς ενώπιόν τους, ώστε να τους προκαλέσουν αγωνία, με πολλή σφοδρότητα και θυμό απευθύνουν την ερώτηση: «οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν;(:αυτός είναι ο γιος σας;)»[Ιω.9,19]
Και δεν είπαν: «Αυτός που κάποτε ήταν τυφλός», αλλά τι; «ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη;(: για τον οποίο εσείς λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός;)»[Ιω.9,19],σαν οι ίδιοι οι γονείς να έκαναν σκευωρίες και να επιδοκίμαζαν τα έργα του Χριστού. Βδελυροί άνθρωποι και μιαρότατοι. Διότι ποιος πατέρας θα προτιμούσε να εκστομίσει τέτοια ψεύδη; Διότι λένε «αυτόν που εσείς τον παρουσιάσατε ως τυφλό» και όχι μόνο, αλλά «και διαδώσατε παντού αυτόν τον ψευδή λόγο». «Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;(:πώς λοιπόν βλέπει τώρα;)»[Ιω.9,19]. Πώπω,μέγεθος ανοησίας! «Δικό σας», λένε, «είναι το τέχνασμα και το επινόημα! Διότι με τα δύο αυτά επιχειρούν να τους κάνουν να αρνηθούν, δηλαδή και με τη φράση: «Αυτόν που εσείς αποκαλείτε τυφλό» και με τη φράση «Πώς λοιπόν βλέπει τώρα;».
Αφού λοιπόν διατυπώθηκαν τρεις ερωτήσεις, πρώτον εάν ήταν γιος τους,δεύτερον εάν ήταν τυφλός, και τρίτον πώς ανέβλεψε, τις δύο μονάχα ομολογούν οι γονείς του, την τρίτη όμως δεν την επιβεβαιώνουν. Αλλά και τούτο απέβη υπέρ της αληθείας, ώστε κανείς άλλος, αλλά εκείνος, ο οποίος θεραπεύθηκε, που ήταν και αξιόπιστος, να ομολογήσει αυτά· οι γονείς του βεβαίως πώς θα μπορούσαν να τους κάνουν αυτή τη χάρη, αυτοί που και ορισμένα που γνώριζαν τα αποσιώπησαν, εξαιτίας του φόβου για τους Ιουδαίους; Τι λένε δηλαδή; «οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει(:ξέρουμε καλά ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν γνωρίζουμε. Αυτός ώριμη ηλικία έχει, ρωτήστε τον και αυτός θα σας μιλήσει για τον εαυτό του)»[Ιω.9,20-21].Αφού λοιπόν κατέστησαν αυτόν αξιόπιστο, με αυτόν τον τρόπο απέσεισαν από πάνω τους την ευθύνη. «Δεν είναι μικρό παιδί», λένε, «ούτε νήπιο, αλλά ικανός να μαρτυρήσει σχετικά με τον εαυτό του».
«Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους(:αυτά τα είπαν οι γονείς του επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους)»[Ιω.9,23].Παρατήρησε πάλι πώς ο Ευαγγελιστής παρουσιάζει την κρίση και τη γνώμη τους. Αυτά λοιπόν τα λέγω για τα λόγια τους εκείνα που οι Ιουδαίοι έλεγαν προηγουμένως, δηλαδή ότι «ἴσον ἑαυτὸν ποιεῖ τῷ Θεῷ(:παρουσιάζει τον εαυτό Του ίσο με τον Θεό)»[Ιω.5,18], διότι, εάν και εκείνο ήταν γνώμη των Ιουδαίων και όχι πόρισμα της κρίσεως του Χριστού, θα πρόσθετε ο Ευαγγελιστής και θα έλεγε ότι αυτό ήταν γνώμη ιουδαϊκή.
Αφού λοιπόν οι γονείς του τυφλού, τους παρέπεμψαν στον ίδιο τον θεραπευμένο γιο τους, πάλι κάλεσαν αυτόν για δεύτερη φορά ενώπιόν τους οι Ιουδαίοι. Και δεν του λέγουν μεν φανερά και με αναισχυντία το εξής: «Αρνείσαι ότι ο Χριστός έκανε θεραπεία;», αλλά θέλουν τούτο να το περιβάλουν με πρόσχημα ευλαβείας· δηλαδή λέγουν: «δὸς δόξαν τῷ Θεῷ(:δώσε δόξα στον Θεό, ο οποίος σε θεράπευσε)»[Ιω.9,24], διότι να πουν μεν στους γονείς «Αρνηθείτε ότι ο γιος είναι δικός σας και ότι τυφλό τον γεννήσατε», φαινόταν πολύ γελοίο, σε αυτόν όμως πάλι να πουν κάτι τέτοιο, θα ήταν φανερά αναισχυντία· για τον λόγο μεν αυτόν δεν λένε τα λόγια αυτά, αλλά με άλλο τρόπο πανούργο τα διατυπώνουν, λέγοντάς του να «δώσει δόξα στον Θεό», δηλαδή έμμεσα να ομολογήσει ότι ο Ιησούς τίποτε δεν έκανε για την αποκατάσταση της όρασής του.
«ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν(:Εμείς, που μελετάμε το θέλημα του Θεού, γνωρίζουμε καλά και διαβεβαιώνουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός)»[Ιω.9,24] Πώς λοιπόν,Ιουδαίοι, δεν επιτιμήσατε Αυτόν, όταν έλεγε: « τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;(:Ποιος από εσάς είναι δυνατόν να με ελέγξει έστω και για την παραμικρότερη αμαρτία;)»[Ιω.8,46]. Και από πού επίσης γνωρίζετε ότι είναι αμαρτωλός;
Όταν λοιπόν είπαν αυτοί στον τυφλό να δώσει δόξα στον Θεό και εκείνος δεν είπε τίποτε, ο Χριστός όταν τον συνάντησε, τον επαίνεσε και δεν τον κατηγόρησε, ούτε είπε: «Γιατί δεν έδωσες δόξα στον Θεό;», αλλά του είπε: «πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;(:πιστεύεις στον Υιό του Θεού;)[Ιω.9,35], για να μάθεις ότι το να δοξάζεις τον Θεό αυτό είναι.
Εάν όμως ο Ιησούς δεν ήταν ισότιμος με τον Πατέρα, αυτή η ομολογία πίστης στον Υιό δεν θα ήταν δυνατόν να είναι δόξα. Αλλά επειδή εκείνος, ο οποίος τιμά τον Υιό, ο ίδιος είναι εκείνος ο οποίος τιμά και τον Πατέρα, δικαίως δεν επιτιμάται ο τυφλός. Όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι ανέμεναν τους γονείς του να αρνηθούν, τίποτε δεν έλεγαν σε αυτόν, επειδή όμως είδαν ότι δεν συναπεκόμισαν κανένα κέρδος από αυτό, πάλι επανέρχονται στον πρώην τυφλό, λέγοντάς του ότι «ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν». Αποκρίθηκε τότε εκείνος και είπε: «εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω(:Εάν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω· ένα μόνο ξέρω καλά· ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω)»[Ιω.9,25].
Μήπως άραγε φοβήθηκε ο τυφλός; Μη γένοιτο να σας σχηματιστεί τέτοια γνώμη! Και πώς εκείνος ο οποίος είπε προηγουμένως ότι ο Ιησούς είναι προφήτης, τώρα λέει: «Εάν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω»; Λέει αυτό όχι διότι έχει τέτοια διάθεση προς τούτο, ούτε επειδή έχει πειστεί για αυτό, αλλά επειδή θέλει με τη μαρτυρία του ίδιου του γεγονότος της αποκατάστασης της όρασής του και όχι με τα λόγια του να απαλλάξει Εκείνον από την κατηγορία και να παρουσιάσει αξιόπιστη την απολογία υπέρ Εκείνου, εφόσον η μαρτυρία που θα προερχόταν από την ευεργεσία, θα καταδίκαζε αυτούς· διότι εάν, όταν, κατόπιν περισσότερων λόγων, είπε αυτός ότι «εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν(:εάν Αυτός δεν ήταν σταλμένος από τον Θεό, δε θα μπορούσε να κάνει το παραμικρό θαύμα)»[Ιω.9,33],τόσο αγανακτούσαν ώστε να πουν: «ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς;(:Εκ γενετής εσύ είσαι ζυμωμένος ολόκληρος με τις αμαρτίες και εσύ τολμάς να διδάσκεις εμάς;)»[Ιω.9,34]· εάν έλεγε ο τυφλός τα λόγια αυτά εξαρχής, τι δε θα έπρατταν, τι δε θα έλεγαν;
«Εάν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω». Λέγει αυτό σαν να έλεγε: «Τίποτε τώρα δε λέω σχετικά με Αυτόν, ούτε εκφράζω γνώμη εξαρχής, εκείνο όμως γνωρίζω καλά και μπορώ να το βεβαιώσω με πεποίθηση, ότι δηλαδή εάν ήταν αμαρτωλός, δε θα επιτελούσε τέτοια θαυμαστά έργα». Για τον λόγο αυτό και κατέστησε τον εαυτό του ελεύθερο πάσης υποψίας, και τη μαρτυρία του επίσης αμερόληπτη, διότι δεν προσπαθούσε να φανεί ευχάριστος προς αυτούς με όσα θα έλεγε, αλλά μαρτυρούσε στηριζόμενος σε αυτό ακριβώς το γεγονός.
Επειδή λοιπόν δεν μπόρεσαν ούτε να ανατρέψουν ούτε να εξαλείψουν το γεγονός αυτό, πάλι επανέρχονται στα προηγούμενα λόγια, ασχολούμενοι με τον τρόπο της θεραπείας του τυφλού, όπως ακριβώς μερικοί, οι οποίοι ανιχνεύουν παντού για ένα βέβαιο θήραμα και τρέχουν άλλοτε προς ένα, άλλοτε προς άλλο μέρος. Και επανέρχονται στα προηγούμενα λόγια, για να εξασθενήσουν πάλι αυτούς με τις συνεχείς ερωτήσεις, και λένε: «τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;(:Τι σου έκανε; Πώς σου θεράπευσε τα μάτια;)»[Ιω.9,26].Τι κάνει λοιπόν εκείνος; Αφού νίκησε και αποστόμωσε αυτούς, στη συνέχεια δε συζητεί πλέον συνεσταλμένα και συγκρατημένα· διότι, εφόσον το πράγμα είχε ανάγκη εξετάσεως και αποδείξεων, παρείχε την απόδειξη μιλώντας με κάποια συστολή, όταν όμως τους αποστόμωσε και κατάφερε λαμπρή νίκη απέναντί τους, λαμβάνοντας θάρρος στο εξής, επωφελείται της ευκαιρίας και στέκεται με παρρησία ενώπιόν τους.
Και τι λέγει; «εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν;(:προ ολίγου σας είπα και δεν το προσέξατε· γιατί θέλετε πάλι να ακούσετε τα ίδια;)»[Ιω.9,27].Είδες παρρησία επαίτου απέναντι σε άντρες γραμματείς και Φαρισαίους; (Τόσο ισχυρή είναι η αλήθεια, τόσο ασθενές το ψεύδος· διότι εκείνη μεν, και αν ακόμη στηρίζεται σε απλούς και τυχαίους ανθρώπους, ενδόξους τους αναδεικνύει, το ψεύδος όμως, αν και παρουσιάζεται με το μέρος των ισχυρών, τους αποδεικνύει ασθενείς). Εκείνο δε το οποίο λέγει, σημαίνει το εξής περίπου: «Δεν προσέχετε στα λεγόμενά μου· για τον λόγο αυτό δε θα μιλήσω πλέον, ούτε συνεχώς θα απαντώ σε εσάς, εφόσον ρωτάτε ασκόπως, και θέλετε να ακούσετε όχι για να μάθετε, αλλά για να διαβάλλετε και να κατηγορήσετε αυτά που λέγονται».
«Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;(: Μήπως και εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές Του;)»[Ιω.9,27].Εν πρώτοις κατέταξε τον εαυτό του στη χορεία των μαθητών· διότι το «μήπως και εσείς» είναι φράση ανθρώπου που δείχνει τον εαυτό του ότι είναι μαθητής Εκείνου. Έπειτα διακωμώδησε αυτούς και τους ταπείνωσε σε μεγάλο βαθμό. Διότι, επειδή γνώριζε ότι τούτο πολύ έθιγε αυτούς, θέλοντας να τους προκαλέσει καθ’ υπερβολήν, είπε τα λόγια αυτά· πράγμα το οποίο ήταν χαρακτηριστικό μιας ψυχής, η οποία ήταν θαρραλέα και είχε αναπτερωθεί και περιφρονούσε τη μανία τους και έδειχνε ότι ήταν μέγα το αξίωμα Αυτού, στον Οποίο στήριζε το μεγάλο θάρρος του και η οποία ψυχή αποδείκνυε ότι εκείνον ακριβώς τον εαυτό του, αν και ήταν αξιοθαύμαστος, τον ύβριζαν και τον περιφρονούσαν, ενώ ο ίδιος δεν περιφρονούνταν, αλλά εκείνο το οποίο του κατάφεραν ως ύβρη και ένδειξη της περιφρόνησής τους, εκείνο ως τιμή απέβη γι’αυτόν. « Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον·σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί(:Τον ύβρισαν τότε και με περιφρόνηση του είπαν: ’’Εσύ είσαι μαθητής Εκείνου· εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή’’)»[Ιω.9,28].Αλλά αυτό δε δύναται να σταθεί λογικώς. Διότι εσείς ούτε του Μωυσή είστε μαθητές, ούτε Εκείνου· διότι εάν είστε μαθητές του Μωυσή, θα γινόσασταν μαθητές και Εκείνου. Για τον λόγο αυτό εξαρχής έλεγε σε αυτούς ο Χριστός: «εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν(:Διότι εάν πιστεύατε στον Μωυσή, θα πιστεύατε και σε μένα· επειδή εκείνος πολλά έγραψε και προεικόνισε και προδιετύπωσε για μένα)»[Ιω. 5,46], επειδή πάντοτε εκείνοι στα λόγια αυτά κατέφευγαν.
« Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός(:Εμείς, οι μορφωμένοι και άρχοντες του λαού, ξέρουμε ότι στον Μωυσή ομίλησε ο Θεός)»[Ιω.9,29].Ποιος το είπε και ποιος σας το ανήγγειλε αυτό; «Οι πρόγονοί μας», λένε. «Και από τους προγόνους μας», είναι δυνατόν να πει κανείς, «δεν είναι πιο αξιόπιστος Εκείνος ο οποίος, δια των σημείων επιβεβαιώνει αυτό, ότι δηλαδή και από τον Θεό ήλθε και τα λόγια που προέρχονται από τον Θεό λέγει;».
Και δεν είπαν «Εμείς ακούσαμε ότι έχει πει στον Μωυσή», αλλά ότι «οἴδαμεν (:γνωρίζουμε)». Εσείς, ω Ιουδαίοι, αυτά που ακούσατε, ισχυρίζεστε μετά πεποιθήσεως ότι τα γνωρίζετε, αυτά που βλέπετε όμως, τα θεωρείτε κατώτερα από αυτά που ακούσατε; Και όμως εκείνα μεν δεν τα είδατε, αλλά τα ακούσατε, αυτά όμως δεν τα ακούσατε, αλλά τα είδατε.
Τι λέγει λοιπόν ο τυφλός; «ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς(: εδώ είναι το παράδοξο· ότι εσείς δεν ξέρετε από πού είναι Αυτός, εάν είναι από τον Θεό ή όχι, και όμως μου άνοιξε τα μάτια να βλέπω)»[Ιω.9,30] και επιτελεί τέτοια θαύματα, ότι ενώ δεν είναι άνθρωπος ούτε εκ των επισήμων του περιβάλλοντός σας, ούτε εκ των επιφανών, ούτε εκ των ενδόξων, έχει τη δύναμη να επιτελεί τέτοια θαύματα, ώστε από όλα να είναι φανερό ότι είναι Θεός, ο οποίος δεν έχει ανάγκη καμιάς ανθρώπινης βοήθειας.
«Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ᾿ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει (:ξέρουμε επίσης όλοι πολύ καλά, ότι ο Θεός αμαρτωλούς δεν ακούει, αλλά αν κανείς είναι θεοσεβής και το θέλημα του Θεού πράττει, αυτόν ο Θεός ακούει)»[Ιω.9,31].Διότι επειδή εκείνοι προηγουμένως έλεγαν: «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός, τέτοια σημεία να επιτελεί;», στη συνέχεια ο τυφλός επιστρατεύει την ίδια την κρίση που εκείνοι διατύπωσαν, υπενθυμίζοντάς τους τα ίδια τους τα λόγια. «Η γνώμη αυτή», λέγει, «είναι και δική μου και δική σας· μείνετε σταθεροί σε αυτήν».
Και παρατήρησε τη σύνεση του ανθρώπου που θεραπεύτηκε. Πάντοτε επαναλαμβάνει σχετικά με το θαύμα τα όσα έγιναν, επειδή αυτό δεν μπορούσαν να το διαψεύσουν εφόσον αποτελούσε μια πραγματικότητα, και εκ τούτου εξάγει τα συμπεράσματα. Βλέπεις ότι και εκείνο, το οποίο έλεγε εξαρχής, ότι δηλαδή «εάν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω», το έλεγε όχι επειδή αμφέβαλλε(μακάρι να μη σχηματιστεί ποτέ σε σας τέτοια γνώμη), αλλά το έλεγε, ενώ γνώριζε ότι ο Ιησούς δεν είναι αμαρτωλός;Τώρα λοιπόν, όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, βλέπε πώς απολογείται: «Γνωρίζουμε ότι ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά εάν κάποιος είναι θεοσεβής και κάνει το θέλημα Αυτού, τότε τον ακούει»· «διότι δεν αρκεί αυτό», λέγει, δηλαδή το να γνωρίζεις το θέλημα του Θεού, αλλά να εκτελείς το θέλημα του Θεού». Κατόπιν εξαίρει το γεγονός λέγοντας: «ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου(:Από τότε δε που υπάρχει ο κόσμος έως σήμερα δεν έχει ακουστεί ποτέ ότι θεράπευσε κάποιος άνθρωπος τους οφθαλμούς τυφλού εκ γενετής)»[Ιω.9,32] .Εάν λοιπόν ομολογείτε ότι αμαρτωλούς δεν ακούει ο Θεός, Αυτός όμως θαύμα επιτέλεσε, και θαύμα τέτοιο μάλιστα, είναι φανερό ότι τα πάντα νίκησε με την αρετή και η δύναμή Του είναι μεγαλύτερη από την ανθρώπινη.
Τι απαντούν λοιπόν εκείνοι; «ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς;(:εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος στην αμαρτία, όπως αποδεικνύεται από την τύφλωση, που από την κοιλία της μητρός σου είχες. Και εσύ ο άθλιος και αμαρτωλός διδάσκεις εμάς, που είμαστε οι περισσότερο σπουδασμένοι όλου του έθνους;)»[Ιω.9,34]. Εφόσον μεν ήλπιζαν να αρνηθεί, νόμιζαν ότι είναι και αξιόπιστος καλώντας τον για πρώτη και για δεύτερη φορά· «εάν δε θεωρείτε αυτόν τον πρώην εκ γενετής τυφλό αξιόπιστο», θα έλεγα προς αυτούς, «για ποιο λόγο καλέσατε αυτόν και τον ρωτήσατε για δεύτερη φορά;».
Επειδή λοιπόν είπε την αλήθεια, χωρίς καθόλου να ντραπεί, οπότε γι’ αυτό κυρίως έπρεπε να τον θαυμάσουν οι Ιουδαίοι, τότε τον καταδικάζουν. Τι λοιπόν σημαίνει: «Γεννήθηκες ολόκληρος μέσα σε αμαρτίες;». Εδώ ψέγουν και την τύφλωσή του με δριμύτητα· σαν να έλεγαν: «Από την πρώτη σου ηλικία εσύ βρίσκεσαι μέσα σε αμαρτίες», υπαινισσόμενοι ότι για αυτόν τον λόγο κατέστη τυφλός, πράγμα το οποίο δεν έχει λογικό στήριγμα. Σε αυτό παρηγορώντας Τον ο Ιησούς λέγει: «εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται (:εγώ ήλθα στον κόσμο αυτόν, για να γίνει κρίση και διάκριση μεταξύ των ανθρώπων, να ξεχωρίσουν οι αγαθοί από τους κακούς. Και έτσι αυτοί που θεωρούνται από τους γραμματείς και Φαρισαίους ότι είναι βυθισμένοι στο σκοτάδι της αγνοίας, ότι είναι τυφλοί και δεν βλέπουν, θα δουν το φως της αληθείας. Και εκείνοι που θεωρούν τον εαυτό τους φωτισμένο,θα καταντήσουν ένεκα της υψηλοφροσύνης τους τυφλοί πνευματικώς.”)»[Ιω.9,39]. «ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς;».Δηλαδή τι είπε ο άνθρωπος; Μήπως διατύπωσε δική του γνώμη; Δε διατύπωσε μία κοινής αποδοχής κρίση, όταν έλεγε: «Γνωρίζουμε ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει», δεν αποκάλυψε όλα εκείνα, τα οποία ειπώθηκαν εκ μέρους σας;
« καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;(: Και τον έβγαλαν έξω από τον τόπο της συνεδριάσεώς τους. Άκουσε ο Ιησούς ότι τον έβγαλαν έξω και όταν τον βρήκε, του είπε: ’’εσύ, παρ’ όλα όσα λένε οι άρχοντες των Εβραίων, πιστεύεις στον Υιό του Θεού;’’. Απάντησε εκείνος και είπε: ‘’Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σε Αυτόν;)»[Ιω.9,34-36].
Εκείνοι οι οποίοι για την αλήθεια και την ομολογία του Χριστού πάσχουν κάτι κακό και υβρίζονται, αυτοί κυρίως είναι εκείνοι, οι οποίοι τιμώνται· διότι όπως εκείνος, ο οποίος χάνει τα χρήματά του για Αυτόν, αυτός κυρίως είναι ο οποίος βρίσκει αυτά[δηλαδή λαμβάνει από τον Θεό την πρέπουσα αμοιβή] και εκείνος ο οποίος δεν αγαπά την ψυχή του[δηλαδή δε φροντίζει να σώσει την επίγεια ζωή του, για να κερδίσει την επουράνια], εκείνος κυρίως είναι ο οποίος Τον αγαπά , έτσι και εκείνος ο οποίος υβρίζεται και περιφρονείται από τους άλλους, εκείνος κυρίως είναι ο οποίος τιμάται· αυτό ακριβώς συνέβη και στον τυφλό. Εκδίωξαν λοιπόν αυτόν από το ιερό οι Ιουδαίοι και βρήκε αυτόν ο Δεσπότης του ιερού. Απομακρύνθηκε από το νοσηρό συνέδριο και συνάντησε τη σωτήρια πηγή· προσβλήθηκε από εκείνους, οι οποίοι προσέβαλαν τον Χριστό, και τιμήθηκε από τον Δεσπότη των αγγέλων (τέτοια είναι τα έπαθλα της αλήθειας)· έτσι και εμείς αν αφήσουμε εδώ τα χρήματα, εκεί θα έχουμε το θάρρος να απολογηθούμε· αν εδώ δώσουμε ηθική και οικονομική ενίσχυση στους θλιβόμενους, θα αναπαυθούμε στους ουρανούς· αν υβρισθούμε για τον Θεό, θα τιμώμαστε και εδώ και εκεί.
Όταν λοιπόν έδιωξαν αυτόν από το ιερό, τον βρήκε ο Ιησούς. Δείχνει ο Ευαγγελιστής ότι προς τον σκοπό αυτόν ήλθε, ώστε να συναντήσει αυτόν. Και πρόσεξε με τι τον αμείβει, δηλαδή με το κυριότερο από τα αγαθά· διότι και τον Εαυτό Του γνώρισε σε αυτόν, ο οποίος προηγουμένως Τον αγνοούσε, και στη χορεία των μαθητών τον κατέταξε. Εσύ επίσης παρατήρησε πώς δείχνει ο Ευαγγελιστής την επιμέλεια του τυφλού για την ακρίβεια· δηλαδή όταν είπε Εκείνος: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;», ο τυφλός λέγει: «Κύριε, και ποιος είναι;». Διότι ουδέποτε μέχρι τότε δεν Τον γνώριζε, αν και είχε θεραπευθεί· διότι ήταν τυφλός, πριν έλθει προς τον ευεργέτη και μετά την ίαση συρόταν από εκείνους τους κύνες.
Όπως ακριβώς κάποιος αγωνοθέτης λοιπόν, έτσι και Εκείνος δέχεται έναν αθλητή, ο οποίος πολύ κοπίασε και στεφανώθηκε. Και τι λέγει; «Πιστεύεις στον Υιό του Θεού;». Για ποιο λόγο; Μετά από τόση αντιλογία, την οποία αντέταξε ο τυφλός προς τους Ιουδαίους, μετά από τόσα λόγια που με παρρησία υπερασπίστηκε τον Ευεργέτη του ενώπιόν τους, ρωτά ο Ιησούς: «Εάν πιστεύεις», όχι επειδή αγνοεί, αλλά επειδή θέλει, να φανερώσει στον θεραπευμένο ποιος είναι Εκείνος που τον θεράπευσε, και για να δείξει ότι εκτιμά πολύ την πίστη του σε Αυτόν. « Με ύβρισε τόσο πλήθος, αλλά εγώ δε σκέπτομαι εκείνους· ένα πράγμα με ενδιαφέρει, να πιστέψεις εσύ»[πρβλ. Σοφ. Σειράχ,16,3:«κρείσσων γὰρ εἷς ποιών το θέλημα Κυρίου ἢ μύριοι παράνομοι(:καλύτερος είναι ένας που κάνει το θέλημα του Κυρίου παρά δέκα χιλιάδες παράνομοι)»].
«Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;».Σαν να ήταν παρών κατά την εξέταση του τυφλού από τους Φαρισαίους και να άκουγε τους υβριστικούς τους λόγους, έτσι τον ρωτά, αφού προηγουμένως έκανε τον τυφλό να Τον ποθήσει· διότι δεν είπε: «Αμέσως πίστεψε», αλλά ρώτησε. Τι λέει λοιπόν εκείνος; «καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;(:και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σε Αυτόν;)»[Ιω. 9,38].Αυτός ο λόγος είναι μιας ψυχής, η οποία κατέχεται από πόθο και σφοδρή επιθυμία. Αγνοεί ποιος είναι Αυτός, υπέρ του οποίου συζήτησε με τους Φαρισαίους, για να μάθεις την αγάπη του προς την αλήθεια· διότι ακόμη δεν είχε δει Αυτόν.
«Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν(:Του είπε δε ο Ιησούς· ’’και Τον έχεις δει κιόλας αυτή τη στιγμή με τα μάτια σου και Αυτός που ομιλεί αυτή τη στιγμή μαζί σου Εκείνος είναι ο Υιός του Θεού’’)» Δεν είπε «Εγώ είμαι», αλλά έμμεσα και συγκεκαλυμμένα· «Και Τον έχεις δει με τα μάτια σου». Αυτό ακόμη δεν ήταν ευκρινές· για τον λόγο αυτό πρόσθεσε το σαφέστερο: «Αυτός που ομιλεί μαζί σου, Εκείνος είναι». Και απαντά ο τυφλός: «πιστεύω, Κύριε·καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ (:’’Πιστεύω με όλη μου την ψυχή, Κύριε’’· και προσκύνησε Αυτόν ως Υιό του Θεού και Κύριο)»[Ιω.9,39].Και δεν είπε «εγώ είμαι αυτός που σε έχει θεραπεύσει, αυτός που σου είπε: ‘’πήγαινε και νίψου στον Σιλωάμ’’», αλλά αφού παρασιώπησε όλα εκείνα, λέγει: «Πιστεύεις στον Υιό του Θεού;»
Κατόπιν, δείχνοντας αυτός που θεραπεύτηκε την πολλή καλή διάθεσή του για Εκείνον, Τον προσκύνησε αμέσως(πράγμα το οποίο λίγοι από όσους θεραπεύτηκαν έπραξαν, όπως οι λεπροί και μερικοί άλλοι), δείχνοντας με την πράξη αυτή τη θεϊκής προελεύσεως δύναμή του Ιησού. Διότι, για να μη νομίσει κανείς, ότι αυτό που ειπώθηκε από αυτόν είναι μόνο λόγος, πρόσθεσε και την πράξη και προσκύνησε τον Ιησού.
Είδες τον κήρυκα της αλήθειας και πώς η πτωχεία του δεν αποτέλεσε εμπόδιο για την εγκαρτέρησή του; Βλέπεις πόσα άκουσε εξαρχής και πόσα έπαθε; Και βλέπεις πώς με λόγια και με έργα έδωσε τη μαρτυρία του για τον Ιησού; Αυτά λοιπόν έχουν γραφεί για να μιμούμαστε και εμείς το παράδειγμα εκείνου· διότι εάν ο επαίτης, ο τυφλός, ο οποίος ούτε είχε δει αυτόν, τόσο θάρρος αμέσως έδειξε πριν ακόμη ενθαρρυνθεί από τον Χριστό, αφού στάθηκε ενώπιον όλου του πλήθους εκείνου του αιμοδιψούς και δαιμονισμένου και μαινόμενου και που ήθελε με τα λόγια και τη μαρτυρία εκείνου να καταδικάσει τον Χριστό και δεν υποτάχτηκε και δεν υποχώρησε, αλλά με όλο το θάρρος αποστόμωσε αυτούς, πόσο μάλλον εμείς, οι οποίοι τόσο χρόνο ζήσαμε με πίστη, οι οποίοι άπειρα θαύματα έχουμε δει δια της πίστεως, οι οποίοι περισσότερο από τον τυφλό έχουμε ευεργετηθεί και οι οποίοι έχουμε αναβλέψει ως προς τους οφθαλμούς της ψυχής, και οι οποίοι έχουμε δει τα ανέκφραστα μυστήρια και έχουμε κληθεί σε τόσο μεγάλη τιμή, πρέπει να δείξουμε όλο το θάρρος υπέρ Αυτού απέναντι σε εκείνους, οι οποίοι επιχειρούν να διατυπώσουν κατηγορία και να λένε κάτι ενάντια στους Χριστιανούς και να τους αποστομώνουμε και όχι αλογίστως να τους ανεχόμαστε.
Θα μπορέσουμε να το επιτύχουμε αυτό και να το κάνουμε, εάν και θάρρος έχουμε και στις θείες Γραφές προσέχουμε, και δεν ακούμε αυτές με επιπόλαιο τρόπο· διότι εάν κανείς εδώ εισέρχεται τακτικώς, και αν ακόμη δε διαβάζει στην οικία του τις Γραφές, αλλά προσέχει τα λεγόμενα εδώ, αρκεί και ένα έτος για να αποκτήσει αυτός μεγάλη εμπειρία· διότι δε διαβάζουμε σήμερα μεν αυτές και αύριο άλλες Γραφές, αλλά πάντοτε διαβάζουμε τις ίδιες· αλλά όμως τόσο άθλια διάθεση έχουν οι περισσότεροι, ώστε μετά από τόση ανάγνωση ούτε τα ονόματα των βιβλίων να μη γνωρίζουν και δεν ντρέπονται ούτε φρίττουν, τόσο επιπόλαια και αδιάφορα να εισέρχονται σε θείο ακροατήριο.
[…]Ας δείχνουμε λοιπόν πίστη σε όσα λέγονται ώστε να επιτύχουμε τα αγαθά και της εδώ ζωής και της εκεί με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μετά του οποίου στον Πατέρα ανήκει η δόξα, συγχρόνως και στο Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, επιλεγμένα αποσπάσματα από ομιλίες ΝΗ΄και ΝΘ’,Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2011, τόμος 14, σελίδες 64-83 και 91-95.
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 74, σελ. 90-102 και 108-111 (ή: 52-53 του PDF) .
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLRjBhYVFMMTJuekU/view
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΠΗΓΗ:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου