Σελίδες

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς (Ἰω.ζ 37-52 καί η 12), Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Μέρος Δεύτερο

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ: (Ιω.ζ΄37-52 και η΄12)
Eπιλεγμένα αποσπάσματα από τον υπομνηματισμό του αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής της Πεντηκοστής(ομιλία ΝΒ΄από το υπόμνημα του αγίου στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο)

Μέρος Δεύτερο: υπομνηματισμός των χωρίων Ιω. ζ΄44-52 και η΄19

«Ἦλθον ον ο πηρέται πρς τος ρχιερες κα Φαρισαίους, κα επον ατος κενοι· διατί οκ γάγετε ατόν; πεκρίθησαν ο πηρέται· οδέποτε οτως λάλησεν νθρωπος, ς οτος νθρωπος(:Επέστρεψαν λοιπόν οι υπηρέτες στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστό και εκείνοι τους είπαν: ‘’γιατί δεν Τον φέρατε εδώ;’’ Αποκρίθηκαν οι υπηρέτες: ‘’Ποτέ μέχρι σήμερα άλλος άνθρωπος δεν δίδαξε με τόση σοφία, δύναμη και χάρη, με όση διδάσκει αυτός ο άνθρωπος’’)»[Ιω. ζ΄45-46].
Τίποτε καθαρότερο δεν υπάρχει από την αλήθεια, τίποτε απλούστερο, εάν εμείς δεν φερόμαστε με κακή διάθεση· όπως βεβαίως τίποτε δυσκολότερο δεν υπάρχει από το να επιδεικνύουμε δυσμενή διάθεση. Διότι ιδού: οι μεν Φαρισαίοι και οι Γραμματείς, οι οποίοι φαίνονταν δήθεν ότι είναι σοφότεροι, συναναστρέφονταν πάντοτε τον Χριστό, έχοντας όμως ως σκοπό τους να Τον επιβουλεύονται, και ενώ έβλεπαν θαύματα και διάβαζαν τις Γραφές, ουδεμία ωφέλεια συναπεκόμισαν, αλλά απεναντίας έπαθαν μεγάλη ζημία· οι δε υπηρέτες, ενώ δεν ήσαν σε θέση τίποτε να πουν από αυτά, από μία και μόνο δημόσια ομιλία Του σαγηνεύτηκαν, και ενώ έφυγαν και πήγαν εκεί που ήταν ο Ιησούς, με σκοπό να Τον δέσουν και να Τον συλλάβουν, επέστρεψαν δέσμιοι του θαυμασμού για Αυτόν.
Δεν πρέπει λοιπόν μόνο τη σύνεσή τους να θαυμάσουμε, δεδομένου ότι δεν χρειάστηκαν θαύματα, αλλά από μόνη τη διδασκαλία Του αιχμαλωτίστηκαν( διότι δεν είπαν ότι ‘’Ουδέποτε θαυματούργησε άνθρωπος με τέτοιο τρόπο’’· αλλά τι είπαν; «οδέποτε οτως λάλησεν νθρωπος, ς οτος νθρωπος(:Ουδέποτε μίλησε άνθρωπος με τέτοιο τρόπο»)[Ιω.ζ΄46]· δεν πρέπει λοιπόν την σύνεσή τους μόνο να θαυμάσουμε, αλλά και το θάρρος, διότι τους λόγους αυτούς τους έλεγαν προς εκείνους, οι οποίοι είχαν τους αποστείλει για να συλλάβουν τον Ιησού, δηλαδή προς τους Φαρισαίους, προς εκείνους, οι οποίοι πολεμούσαν Αυτόν και τα πάντα έκαναν για τον σκοπό αυτό. Διότι λέγει ο Ευαγγελιστής: «λθον ον ο πηρέται πρς τος ρχιερες κα Φαρισαίους, κα επον ατος κενοι· διατί οκ γάγετε ατόν; (:Επέστρεψαν λοιπόν οι υπηρέτες στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστό και τους είπαν εκείνοι: ‘’γιατί δεν Τον φέρατε εδώ;’’)»[Ιω. ζ΄45].

Το ότι επέστρεψαν ήταν πολύ σπουδαιότερο από το να έμεναν. Διότι εάν παρέμεναν κοντά στον Χριστό, θα απαλλάσσονταν βέβαια από την ενόχληση των Φαρισαίων, όμως τώρα που επέστρεψαν σε εκείνους που τους είχαν αποστείλει για να Τον συλλάβουν, γίνονται κήρυκες της σοφίας του Χριστού και σε μεγαλύτερο βαθμό δείχνουν το θάρρος τους· και δεν λένε: «Δεν μπορέσαμε να Τον συλλάβουμε εξαιτίας του όχλου», δεδομένου ότι ο κόσμος πρόσεχε εκείνη τη στιγμή τη διδασκαλία Του, όπως σε προφήτη, αλλά τι λένε: «Ποτέ μέχρι τώρα δεν μίλησε κανένας όπως αυτός ο άνθρωπος».
Αν και μπορούσαν βέβαια να δώσουν εκείνη την απάντηση για να δικαιολογηθούν, ότι τάχα δηλαδή δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν την αποστολή τους εξαιτίας του κόσμου που παρακολουθούσε με προσοχή τότε τα λόγια του Ιησού, εντούτοις αποκαλύπτουν τη δική τους ορθή γνώμη. Διότι η απάντηση αυτή, η οποία δόθηκε, είναι ανθρώπων, οι οποίοι όχι μόνο θαυμάζουν Εκείνον, αλλά και κατηγορούν τους Φαρισαίους ότι τους έστειλαν για να δέσουν και να συλλάβουν Αυτόν, τον οποίο έπρεπε να ακούνε· και όμως δεν άκουσαν βέβαια κάποια μακρά ομιλία, αλλά μία σύντομη σε διάρκεια· διότι όταν η σκέψη είναι αμερόληπτη, δεν υπάρχει ανάγκη για πολλά λόγια και μεγάλης διάρκειας ομιλίες· τέτοια είναι η δύναμη της αλήθειας.
Τι κάνουν λοιπόν οι Φαρισαίοι; Ενώ έπρεπε να έρθουν σε συναίσθηση και να κατασυντριβούν από τα λεγόμενα, κάνουν το αντίθετο, δηλαδή ανταποδίδουν κατηγορία προς τους υπηρέτες, λέγοντας: «μ κα μες πεπλάνησθε;(:’’μήπως και εσείς έχετε παρασυρθεί από αυτόν στην πλάνη;’’)»[Ιω.7,47]. Επιπλέον τους κολακεύουν και δε μιλούν με απότομο ύφος και βαριές εκφράσεις, φοβούμενοι μήπως τελείως αποσχισθούν από αυτούς, αλλά εκδηλώνουν την οργή τους και ομιλούν με προσεκτική χρήση εκφράσεων, διότι ενώ έπρεπε να ρωτήσουν τι είπε και να θαυμάσουν όσα ειπώθηκαν από τον Ιησού, ούτε αυτό κάνουν(διότι γνώριζαν ότι θα ήταν δυνατόν να σαγηνευθούν και εκείνοι από τα λόγια Του) αλλά και από μια απόδειξη λίαν ανόητη ορμώμενοι διατυπώνουν προς τους υπηρέτες τον παρακάτω συλλογισμό: δηλαδή λένε «μή τις κ τν ρχόντων πίστευσεν ες ατν κ τν Φαρισαίων;(: Μήπως πίστεψε σε Αυτόν κάποιος από τους άρχοντες, μόνους αρμόδιους να κρίνουν επί θρησκευτικών ζητημάτων ή από τους Φαρισαίους, οι οποίοι είναι άγρυπνοι φύλακες των παραδόσεων και της ορθής πίστεως; Κανένας δεν πίστεψε, διότι αυτοί μόνο γνωρίζουν την αλήθεια και έχουν ορθή κρίση)»[Ιω.7,48· ερμηνευτική απόδοση Παν. Τρεμπέλα].Πες μου, την κατηγορία αυτή την στρέφεις κατά του Χριστού και όχι κατά όσων δεν πίστεψαν;
« λλ᾿ χλος οτος μ γινώσκων τν νόμον πικατάρατοί εσι!(:αλλά πίστεψε στον Ιησού αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμο και γι' αυτό είναι καταραμένοι!)»[Ιω.7,49].Αυτή βέβαια είναι η σπουδαιότερη κατηγορία σε βάρος σας, ότι ο μεν όχλος πίστεψε, ενώ εσείς δεν πιστέψατε. Και όμως εκείνοι επιτελούσαν τα καθήκοντα όσων γνωρίζουν τον νόμο, πώς λοιπόν είναι επικατάρατοι; Εσείς βεβαίως είστε επικατάρατοι, οι οποίοι δεν τηρείτε τον νόμο· όχι εκείνοι οι οποίοι υπακούουν στον νόμο. Δεν έπρεπε λοιπόν από αυτούς που δεν πίστευαν να κατηγορείται Εκείνος, στον οποίο δεν πίστευαν· διότι δεν είναι σωστός αυτός ο τρόπος. Επειδή και εσείς δεν πιστέψατε στον Θεό, όπως λέγει ο Παύλος: «τί γρ ε πίστησάν τινες; μ πιστία ατν τν πίστιν το Θεο καταργήσει;(:Τι σημασία έχει εάν μερικοί από τους Ιουδαίους φάνηκαν άπιστοι; Μήπως η απιστία τους είναι δυνατόν ποτέ να καταργήσει την αξιοπιστία και την φιλαλήθεια του Θεού;)»[Ρωμ.3,3]. Διότι και οι προφήτες τούς κατηγορούσαν πάντοτε λέγοντας: «κούσατε λόγον Κυρίου, ρχοντες Σοδόμων(:Ακούστε λοιπόν, τα λόγια του Κυρίου εσείς, οι άρχοντες, οι οποίοι για τις δικές σας αμαρτίες και τις αμαρτίες του λαού σας αξίζει να ονομάζεστε άρχοντες Σοδόμων)»[Ησ. 1,10] και «ο ρχοντές σου πειθοσι(:οι άρχοντές σου είναι απειθείς απέναντι του Θεού)»[Ησ. 1,23]. Και πάλι: «οχ μν στι το γνναι τ κρίμα;(:Καθήκον σας δεν είναι να γνωρίζετε, να αποδίδετε και να εφαρμόζετε το δίκαιο;[Μιχ.3,1] και παντού με βαριές εκφράσεις τούς επιτιμούν. Τι λοιπόν; Μήπως κανείς θα κατηγορήσει γι' αυτό ακόμη και τον Θεό; Απομάκρυνε μια τέτοια σκέψη από τον νου σου. Διότι εκείνους βαρύνει η κατηγορία. Διότι ποιο άλλο σημείο θα θεωρούσε κανείς του ότι δε γνωρίζετε εσείς τον νόμο, παρά το ότι δεν υπακούετε;
Επειδή λοιπόν οι Φαρισαίοι ισχυρίστηκαν ότι δεν πίστεψε στον Ιησού κανένας από τους άρχοντες παρά μόνο αυτοί που «δε γνώριζαν τον νόμο», στη συνέχεια τους ελέγχει ο Νικόδημος λέγοντας τα εξής: «μ νόμος μν κρίνει τν νθρωπον, ἐὰν μ κούσ παρ᾿ ατο πρότερον κα γν τί ποιε;(:μήπως ο νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπο, εάν ο δικαστής, ο οποίος εκπροσωπεί τον Νόμο, δεν ακούσει πρώτα από αυτόν την απολογία του και μάθει τι αξιοκατάκριτο και αξιόποινο έχει κάνει;)»[Ιω.7,51].Δηλαδή δείχνει ότι αυτοί ούτε γνωρίζουν τον νόμο, ούτε εφαρμόζουν τον νόμο· διότι εάν εκείνος μεν διατάσσει να μη θανατώσουν κανένα άνθρωπο, πριν να τον ακούσουν προηγουμένως να απολογείται, αυτοί όμως, πριν ακούσουν τον Ιησού, έσπευσαν για να Τον θανατώσουν, είναι παραβάτες του νόμου.
Και επειδή είπαν ότι κανένας από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε Αυτόν, για τον λόγο αυτό σημειώνει επιπροσθέτως ο Ευαγγελιστής ότι ήταν ο Νικόδημος «ες ν ξ ατν(:που ήταν ένας από αυτούς, διότι ήταν και αυτός μέλος του συνεδρίου[Ιω.7,50], αποδεικνύοντας ότι και άρχοντες πίστεψαν σε Αυτόν· δεν έδειχναν βέβαια το απαιτούμενο θάρρος, γίνονταν όμως οπαδοί του Χριστού.
Πρόσεξε επίσης πώς και με πόση επιφυλακτικότητα και προσοχή στις εκφράσεις του κάνει τον έλεγχό του προς αυτούς ο Νικόδημος· διότι δεν είπε: «Εσείς θέλετε να θανατώσετε Αυτόν, και απλώς χωρίς καμία δίκη Τον καταδικάζετε ως πλάνο και απατεώνα», αλλά μίλησε με ηπιότερο τρόπο, θέλοντας να ανακόψει την απερίγραπτη ορμή τους, όπως επίσης και την απερισκεψία τους και την επιθυμία τους για φόνο. Για τον λόγο αυτό, στρέφει τον λόγο του σύμφωνα με τον νόμο, λέγοντας: «ἐὰν μ κούσ παρ᾿ ατο πρότερον κα γν τί ποιε(:εάν ο δικαστής δεν ακούσει πρώτα από Αυτόν την απολογία Του και μάθει τι έχει κάνει)»[Ιω.7,51].Ώστε υφίσταται ανάγκη όχι απλής ακροάσεως, αλλά προσεκτικής ακροάσεως και ακριβούς εξετάσεως του προς εκδίκαση θέματος. Διότι αυτό σημαίνει η φράση «κα γν τί ποιεῖ(:και να μάθει από την απολογία Του τι αξιοκατάκριτο και αξιόποινο έκανε)», τι θέλει και γιατί και για ποιο σκοπό και μήπως απέβλεπε στην ανατροπή της πολιτείας ως κάποιος εχθρός. Επειδή λοιπόν βρέθηκαν σε αμηχανία, καθώς είχαν πει ότι κανένας από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε Αυτόν, ούτε με οξύτητα ούτε με ηπιότητα δεν φέρθηκαν απέναντι στον Νικόδημο.
Πες μου λοιπόν, ποια λογική σχέση έχει, όταν εκείνος είπε ότι ο νόμος τους δεν κρίνει κανένα χωρίς πρώτα να απολογηθεί, η απάντησή τους: «μ κα σ κ τς Γαλιλαίας ε;(:Μήπως και εσύ είσαι από τη Γαλιλαία;)»[Ιω.7,52]. Διότι, ενώ έπρεπε να αποδείξουν ότι έστειλαν υπηρέτες προς Αυτόν να Τον καλέσουν όχι χωρίς λόγο, ή ότι δεν πρέπει να δοθεί σε Αυτόν το δικαίωμα να ομιλήσει, με περισσότερο αγροίκο και περισσότερο οργίλο τρόπο διατυπώνουν την αντίρρηση: «ρεύνησον κα δε τι προφήτης κ τς Γαλιλαίας οκ γήγερται (:ερεύνησε και μάθε ότι προφήτης δεν έχει βγει ως τώρα από τη Γαλιλαία)»[Ιω.7,52].Διότι τι είπε ο άνθρωπος; Είπε ότι ο Χριστός είναι προφήτης; Είπε ότι δεν πρέπει να θανατωθεί χωρίς να δικαστεί. Αυτοί όμως κατά τρόπο προσβλητικό, απηύθυναν αυτούς τους λόγους προς αυτόν, σαν να μην είχε καμία γνώση περί των Γραφών· σαν να έλεγε δηλαδή κανείς στον Νικόδημο: «Πήγαινε και μάθε». Διότι αυτό σημαίνει η φράση «ρεύνησον κα δε».
Τι πράττει λοιπόν ο Χριστός; Επειδή πάντοτε ανέφεραν την Γαλιλαία και τον προφήτη, θέλοντας να απαλλάξει όλους από αυτήν την ανάρμοστη υποψία και να αποδείξει ότι δεν είναι ένας από τους προφήτες, αλλά του κόσμου Δεσπότης, λέγει: «γώ εμι τ φς το κόσμου(: εγώ είμαι το φως ολόκληρου του κόσμου)»[Ιω.8,12]· όχι μόνο της Γαλιλαίας, όχι μόνο της Παλαιστίνης, ούτε μόνο της Ιουδαίας. Τι λένε λοιπόν οι Ιουδαίοι; «σ περ σεαυτο μαρτυρες· ἡ μαρτυρία σου οκ στιν ληθής(:Εσύ δίνεις μόνος σου τη μαρτυρία για τον εαυτό σου. Η μαρτυρία σου όμως αυτή δεν είναι αληθινή, εφόσον κανένας άλλος δεν την επιβεβαιώνει)»[Ιω.8,13]. Πόση ανοησία! Τους παρέπεμπε συνεχώς στις Γραφές και στην αδιάψευστη μαρτυρία τους και αυτοί λένε «σ περ σεαυτο μαρτυρες». Ποια μαρτυρία έδωσε λοιπόν για τον Εαυτό Του; «γώ εμι τ φς το κόσμου(: εγώ είμαι το φως ολόκληρου του κόσμου)»[Ιω.8,12]. Μέγας είναι ο λόγος αυτός, αληθώς μέγας· αλλά δεν τους τάραξε πολύ, εφόσον ούτε εξισώνει τώρα τον εαυτό Του με τον Πατέρα, ούτε είπε ότι είναι Υιός Εκείνου, ούτε ότι είναι Θεός, αλλά είπε τότε ότι είναι Φως. Ήθελαν μεν και αυτόν τον λόγο να ανατρέψουν· και αυτός βεβαίως ο λόγος είναι πολύ σπουδαιότερος από τον λόγο: « κολουθν μο ο μ περιπατήσ ν τ σκοτί, λλ᾿ ξει τ φς τς ζως(:εκείνος που με ακολουθεί με πλήρη εμπιστοσύνη και ελπίδα και με πρόθυμη υπακοή στα λόγια μου, δε θα περιπατήσει ούτε θα βρεθεί ποτέ στο σκοτάδι της πλάνης και της αμαρτίας, αλλά θα έχει μέσα του το ζωηφόρο και πνευματικό φως, που ακτινοβολείται από τον Θεό, την αληθινή πηγή της ζωής)»[Ιω.8,12], λέγει ο Ιησούς εννοώντας το φως και το σκοτάδι από νοητής απόψεως· δηλαδή λέγοντας αυτά εννοεί ότι ο άνθρωπος που Τον ακολουθεί, δεν παραμένει στην πλάνη.
Εδώ και τον Νικόδημο προσελκύει και παρορμά, διότι έδειξε μέγα θάρρος και τους υπηρέτες επαινεί, για αυτό που είχαν κάνει. Διότι το να φωνάξει δυνατά[βλ. Ιω.7,37: «ν δ τ σχάτ μέρ τ μεγάλ τς ορτς εστήκει ησος κα κραξε λέγων· ‘’άν τις διψ, ρχέσθω πρός με κα πινέτω’’.»] είναι γνώρισμα ανθρώπου ο οποίος θέλει με αυτόν τον τρόπο να τους προετοιμάσει ώστε να ακούσουν τα λόγια του· συγχρόνως επίσης υπαινίσσεται και αυτούς οι οποίοι εξυφαίνουν δόλια σχέδια στα κρυφά και στο σκοτάδι και στην πλάνη· αλλά δε θα υπερισχύσουν του φωτός.
Και στον Νικόδημο υπενθυμίζει τους λόγους εκείνους, τους οποίους προηγουμένως έλεγε: «πς γρ φαλα πράσσων μισε τ φς κα οκ ρχεται πρς τ φς, να μ λεγχθ τ ργα ατο(: διότι καθένας που αμετανόητα πράττει έργα πονηρά και διεστραμμένα, αντιπαθεί και αποστρέφεται το φως και δεν έρχεται στο φως, για να μη φανερωθούν η ασχήμια και η φαυλότητα των έργων του και προκληθεί έτσι η αποδοκιμασία του και η εξέγερση της συνειδήσεώς του)»[Ιω.3,20]. Διότι επειδή έλεγαν ότι κανένας από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε Αυτόν, για τον λόγο αυτό λέγει: «πς γρ φαλα πράσσων μισε τ φς κα οκ ρχεται πρς τ φς», αποδεικνύοντας ότι η μη προσέλευσή τους κοντά στον Ιησού δεν οφειλόταν στην αδυναμία του φωτός, αλλά στη διεστραμμένη γνώμη τη δική τους[…].
ΠΗΓΕΣ:
  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλία ΝΒ΄, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 13α, σελίδες 444-453 .
  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 74, σελ. 11-19 (ή: 2-6 του PDF) .
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLRjBhYVFMMTJuekU/view
  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
ΠΗΓΕΣ:
Επε:-453
Πδφ:-5(-17)

πηγή:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου