Ὁ Σάϊ Μπάμπα, ὁ τάδε, ὁ τάδε... ὅλοι εἶναι καλοί. Κι ὁ Μωάμεθ καλός καί ἐτοῦτος καλός κι ἐκεῖνος καλός. Κατάλαβες; Μά θά πεῖς θά τούς μαχώμαστε; «Μά ποιός τούς μάχεται, βρέ; Ἡ θρησκεία μας, κανέναν δέν μάχεται. Δέν βλέπεις, πού ἐμεῖς τόσο πολύ, ἔτσι, οὔτε πᾶμε νά ψηφίσουμε, οὔτε ἔχουμε κόμματα. Προσευχόμαστε γιά ὅλους. Γιατί νά μήν πλησιάσετε στήν Ἐκκλησία; Μήν βλέπεις ἐκεῖ πέρα. Πῆρε καί κάποια κυρία καί διάβαζε τό ψαλτῆρι πού λέει: «Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, πρόσθες αὐτοῖς κακά τοῖς ἐνδόξοις τῆς γῆς». Μοῦ λέει: «τί εἶναι αὐτά; Μπορεῖ νά τά πεῖ ὁ Θεός», Τῆς λέω... Αὐτό τό ψαλτῆρι ἔχει γραφτεῖ σέ ἄλλη γλῶσσα καί ἡ νοοτροπία πού αὐτοί τήν μετέφρασαν εἶναι, «κάν’ τους ὅλους καλούς, διαπαιδαγώγησέ τους. Φέρτ’ τους στόν δρόμο σου». Μόνο τό Εὐαγγέλιο εἶναι τόσο καθαρό καί ὡραῖο. Τά ἄλλα εἶναι ἔτσι δύσκολα. Πρέπει νά ἔχεις πνεῦμα Θεοῦ γιά νά τά ἐξηγήσεις.
Ἡ νίκη κατά τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου
Τά πῆρε αὐτή, τά παίρνεις ἐσύ, σοῦ λέει: «Κόλαση, διάβολος, αὐτά ὅλα... Τί λές μωρέ, πού θά πιστέψω ἐγώ στόν διάβολο; Τί εἶναι αὐτά τά πράγματα; Αὐτά εἶναι γελοῖα». Κι ὅμως! Ρωτᾶς ἐμένα καί σοῦ λέω «Ὑπάρχει διάβολος». Μά θά πεῖς:
«Τώρα μᾶς εἶπες ὅτι δέν ὑπάρχει». Μά πρέπει ἐμεῖς νά πᾶμε ἐκεῖ, σέ αὐτό τό σημεῖο, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, [νά πλουτίσουμε πνευματικά σέ τέτοιο σημεῖο] πού θά καταργηθεῖ γιά μᾶς ὁ διάβολος καί ὁ θάνατος καί ἡ κόλαση. Καί μποροῦμε νά ζοῦμε μετά μέσα στήν χαρά τοῦ Θεοῦ. Καί ποτέ νά μήν σκεπτόμαστε τόν θάνατο. Καί νά ἔρθεις στό τέλος τῆς ζωῆς σου καί νά εἶναι τό πόδι σου μέσα στό λάκκο, ἐσύ μπορεῖ νά φυτεύεις συκιές, καρυδιές, κυπαρίσσια, νά φτιάχνεις περιβόλια γιά τούς συνανθρώπους σου, νά φτιάχνεις ἐκκλησίες καί νά ἔχεις καί τό ἕνα ποδάρι μέσα στό λάκκο. Γιατί τά κάνεις αὐτά; Ἀπό τήν ἀγάπη. Πιστεύεις ὅτι δέν ὑπάρχει θάνατος. Καί θέλεις καί οἱ συνάνθρωποί σου, πού θά ἔρθουν πάλι ἐδῶ, νά βροῦν κάτι, νά γίνουν καλοί, νά μήν γίνουν κλέφτες καί κλέβει ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Γι’ αὐτό φυτεύεις καί τά φροῦτα καί τά καρύδια καί τά σύκα. Γι’ αὐτό φτιάχνεις καί ἐκκλησία καί ὅλα. Ἀπό ἀγάπη.
«Τώρα μᾶς εἶπες ὅτι δέν ὑπάρχει». Μά πρέπει ἐμεῖς νά πᾶμε ἐκεῖ, σέ αὐτό τό σημεῖο, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, [νά πλουτίσουμε πνευματικά σέ τέτοιο σημεῖο] πού θά καταργηθεῖ γιά μᾶς ὁ διάβολος καί ὁ θάνατος καί ἡ κόλαση. Καί μποροῦμε νά ζοῦμε μετά μέσα στήν χαρά τοῦ Θεοῦ. Καί ποτέ νά μήν σκεπτόμαστε τόν θάνατο. Καί νά ἔρθεις στό τέλος τῆς ζωῆς σου καί νά εἶναι τό πόδι σου μέσα στό λάκκο, ἐσύ μπορεῖ νά φυτεύεις συκιές, καρυδιές, κυπαρίσσια, νά φτιάχνεις περιβόλια γιά τούς συνανθρώπους σου, νά φτιάχνεις ἐκκλησίες καί νά ἔχεις καί τό ἕνα ποδάρι μέσα στό λάκκο. Γιατί τά κάνεις αὐτά; Ἀπό τήν ἀγάπη. Πιστεύεις ὅτι δέν ὑπάρχει θάνατος. Καί θέλεις καί οἱ συνάνθρωποί σου, πού θά ἔρθουν πάλι ἐδῶ, νά βροῦν κάτι, νά γίνουν καλοί, νά μήν γίνουν κλέφτες καί κλέβει ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Γι’ αὐτό φυτεύεις καί τά φροῦτα καί τά καρύδια καί τά σύκα. Γι’ αὐτό φτιάχνεις καί ἐκκλησία καί ὅλα. Ἀπό ἀγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου