Σελίδες

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

41. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἀγαπᾶ καί τόν ἀδελφό του, 28-7-2019, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτη

41. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἀγαπᾶ καί τόν ἀδελφό του (Α΄ Ἰωαν. 4, 20-21), Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου καί Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, 28-7-2019, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτη ζωντανή μετάδοση, Ἱ.Μ. Ἁγίας Τριάδος Ἐδέσσης, http://hristospanagia3.blogspot.gr, http://hristospanagia.gr καί τό νέο ἱστολόγιο http://agiapsychanalysi.blogspot.gr

Ὁσίου Γέροντος Σωφρονίου: «Ἀπ’ ὅλα τὰ πλησιάσματα πρὸς τὸν Θεὸ τὸ καλύτερο εἶναι ἡ προσευχὴ»


Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ,

 «Ἡ ζωή Του, ζωή μου»

Τὸ νὰ προσεύχεται κάποιος ἔτσι κάθε πρωὶ δὲν εἶναι εὔκολο. Ἀλλὰ ἐὰν προσευχόμαστε μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας καὶ μὲ μεγάλη προσοχή, ἡ μέρα μας σφραγίζεται μὲ τὴν προσευχὴ καὶ κάθε γεγονὸς παίρνει διαφορετικὸ χαρακτήρα. Ἡ εὐλογία ποὺ ζητήσαμε ἀπὸ τὸν ὕψιστο Θεό, θὰ φέρει μίαν ἀγάπη, εἰρήνη στὶς ψυχές μας, ἡ ὁποία θὰ ἐνεργήσει καὶ θαυμαστὰ στὸν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖον ἀντιλαμβανόμαστε καὶ ἑρμηνεύουμε τὸν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς βλέπει μὲ διαφορετικὸ φῶς τὸ περιβάλλον του. Ἡ φροντίδα ἐπιταχύνεται καὶ ἡ πραγματικὴ ἀξία τῆς ζωῆς ἐκτιμᾶται. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ προσευχὴ θὰ εἰσέλθει στὴ φύση μας, μέχρις ὅτου σιγὰ-σιγὰ ἕνας νέος ἄνθρωπος γεννηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ ἀληθινὰ στέλνει τὴν εὐλογία του σ’ ἐμᾶς, ἐλευθερώνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ ἐξωτερικὲς πιέσεις. Ἀναγκαῖο εἶναι νὰ διατηρήσουμε αὐτὸ τὸ σύνδεσμο ἀγάπης μὲ τὸν Θεό. Δὲν θὰ νοιαστοῦμε τί θὰ σκεφθεῖ ὁ κόσμος ἢ πῶς θὰ μᾶς μεταχειριστεῖ. Θὰ παύσουμε νὰ φοβόμαστε ὅτι θὰ χάσουμε τὴν εὔνοιά του. Θὰ ἀγαπᾶμε τοὺς συνανθρώπους μας χωρὶς νὰ ἀναρωτιόμαστε ἂν αὐτοὶ μᾶς ἀγαποῦν. Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τῶν ἄλλων γιὰ μᾶς δὲν πρέπει ν’ ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ τὴ σωτηρία μας. Στὴν πραγματικότητα μπορεῖ νὰ μὴ γίνουμε ἀρεστοὶ στοὺς ἄλλους ἐξαιτίας τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ πνεύματός μας. 

Εἶναι σημαντικὸ γιὰ τὶς μέρες μας νὰ μποροῦμε νὰ μὴν ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους σχετιζόμαστε, γιατί διαφορετικὰ κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε καὶ πίστη καὶ προσευχή. Ὁ κόσμος ἂς μᾶς κρίνει σὰν ἀνάξιους προσοχῆς, ἐμπιστοσύνης καὶ σεβασμοῦ. Αὐτὸ δὲν παίζει κανένα ρόλο, ἂν εἴμαστε ἀρεστοὶ στὸ Κύριο.

Ἡγούμενος Εὐθύμιος Ζωγραφίτης



Ἀπό τήν Ἀσκητική καί Ἡσυχαστική Ἁγιορείτικη Παράδοση

Ὁ Κα­θη­γού­με­νος τοῦ Ζω­γρά­φου Εὐ­θύ­μιος γεν­νή­θη­κε στίς 26–10–1926 στό χω­ριό Ἔν­τσεβ­τσι τῆς ἐ­παρ­χί­ας Βε­λί­κο Τίρνοβο τῆς Βουλ­γα­ρί­ας. Στήν βά­πτι­ση τοῦ δό­θη­κε τό ὄ­νο­μα Μπογ­κο­μίλ. Ἀ­πό μι­κρός δι­ε­κρί­νε­το γιά τήν ἐ­ξυ­πνά­δα καί τήν σε­μνό­τη­τά του. Τε­λεί­ω­σε ἀ­ρι­στοῦ­χος τό Γυ­μνά­σιο.

Ὁ πα­τέ­ρας του εἶ­χε σκο­πό νά τόν ἀ­φή­ση δι­ά­δο­χο στίς δου­λει­ές του, ἀλ­λά ὅ­ταν ὁ Μπογ­κο­μίλ τε­λε­ί­ω­σε τήν στρα­τι­ω­τι­κή του θη­τε­ί­α ἀ­να κο­ί­νω­σε στο­ύς γο­νεῖς του ὅ­τι θέ­λει νά γί­νη ἱ­ε­ρέ­ας στό χω­ριό του.

Γρά­φτη­κε στήν Ἱ­ε­ρα­τι­κή Σχο­λή πού τό­τε βρι­σκό­ταν στή Μο­νή Τσε­ρε­πίς. Τε­λε­ί­ω­σε σέ τρί­α χρό­νια μέ ἄ­ρι­στα καί ἐ­πέ­στρε­ψε στό χω­ριό του ὅ­που ὅλοι τόν πε­ρί­με­ναν νά χει­ρο­το­νη­θῆ. Ἦ­ταν ἀ­γα­πη­τός σέ ὅ­λους γιά τήν πρα­ό­τη­τά του, τήν σε­μνό­τη­τα, τόν ἥ­συ­χο καί ἀ­γα­θό χα­ρα­κτῆ­ρα του. Ἔ­πρε­πε ὅ­μως πρῶ­τα νά βρῆ πρε­σβυ­τέ­ρα. Ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἄ­πει­ρος ἀ­πό τέ­τοι­α, πα­ρε­κά­λε­σε γνω­στό του ἱ­ε­ρέ­α νά τοῦ βρῆ ἐ­κεῖ­νος πρε­σβυ­τέ­ρα. Αὐ­τή ὅμως πού τοῦ βρῆ­κε δέν ἦ­ταν κα­τάλ­λη­λη. Τό­τε ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό χω­ριό του καί γιά δέ­κα χρό­νια, ἀ­πό τό 1951 μέ­χρι τό 1961, ἐρ­γά­σθη­κε...
σέ οἰ­κο­δο­μι­κές ἐρ­γα­σί­ες. Τη­ροῦ­σε ὅ­μως τίς εὐ­λα­βι­κές ἀρ­χές του καί πα­ρέ­με­νε πι­στό τέ­κνο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἀρ­χές τοῦ 1962 πῆ­γε νά μο­νά­ση στήν Μο­νή τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως Πρε­ομ­πρα­ζέν­σκι κοντά στό Βε­λί­κο Τίρνοβο. Με­τά τήν κα­θι­ε­ρω­μέ­νη δο­κι­μα­σί­α ἔ­γι­νε μο­να­χός μέ τό ὄ­νο­μα Εὐ­θύ­μιος καί τό ἔ­τος 1963 χει­ρο­το­νή­θη­κε ἱ­ε­ρέ­ας. Ὅ­ταν ἄ­κου­γε τόν κα­νό­να τοῦ Ὄρ­θρου ἔ­κα­νε σταυ­ρό καί με­τά­νοι­α σέ κά­θε τρο­πά­ριο. Ὅ­ταν πή­γαι­ναν ἐ­κεῖ μα­θη­τές τῆς Ἱ­ε­ρα­τι­κῆς Σχο­λῆς καί ζη­τοῦ­σαν τήν εὐ­λο­γί­α του, τούς εὐ­λο­γοῦ­σε, ἀλ­λά φι­λοῦ­σε καί αὐ­τός τό χέ­ρι τους.

Τό 1964 τόν ἔ­στει­λαν γιά ἐ­φη­μέ­ριο στό κον­τι­νό γυ­ναι­κεῖ­ο Μο­να­στή­ρι Πέτρου καί Πα­ύ­λου. Τό Μο­να­στή­ρι εἶ­χε κα­ῆ καί ὁ πα­πα–Εὐ­θύ­μιος ἐρ­γα­ζό­ταν μέ τίς ἀ­δελ­φές γιά τήν ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση. Ἔ­κα­ναν βα­ρει­ές χει­ρω­να­κτι­κές ἐρ­γα­σί­ες. Μόνοι τους ἔ­κα­ναν πλι­θιά ἀ­πό χῶ­μα. Πα­ρά τήν κο­ύ­ρα­ση ὅ­μως πο­τέ δέν ξά­πλω­νε στό κρεβ­βά­τι, ἀλ­λά κοι­μό­ταν λί­γες ὧρες σέ μία κα­ρέ­κλα. Ἀ­πό τήν πο­λλή ὀρ­θο­στα­σί­α ἔ­σπα­σαν οἱ φλέ­βες στά πό­δια του καί τά τύ­λι­γε μέ γά­ζες. Φο­ροῦ­σε κα­τά­σαρ­κα ἁ­λυ­σί­δες πού τοῦ δη­μι­ο­ύρ­γη­σαν πλη­γές στήν πλά­τη.

Τό­τε, ἐ­πει­δή ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ζω­γρά­φου στό Ἅγιον Ὄ­ρος ἔ­πα­σχε ἀ­πό λει­ψαν­δρί­α, ἡ Ἱ­ε­ρά Σύνοδος τῆς Βουλ­γα­ρι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πε­φά­σι­σε νά στεί­λη με­ρι­κούς μο­να­χούς γιά νά τήν ἐ­παν­δρώ­σουν. Ὅ­ταν πρό­τει­ναν καί στόν πα­πα–Εὐ­θύ­μιο, τό δέ­χθη­κε μέ με­γά­λη χα­ρά καί στίς 21–10–1969 ἦρ­θε μέ τόν πα­πα–Ἰ­ω­άν­νη ἀ­πό τό ἴ­διο Μο­να­στή­ρι στό Ζω­γρά­φου.

Ἡ­γού­με­νος τό­τε ἦ­ταν ὁ Ρου­μᾶ­νος πα­πα–Δο­μέ­τιος, ἀ­πό τό Βα­το­πε­δι­νό Κελ­λί τοῦ Ἁγί­ου Ὑ­πα­τί­ου. Εἶ­χαν συμ­φω­νή­σει νά ἀ­να­λά­βη αὐ­τός Ἡ­γού­με­νος προ­σω­ρι­νός, χω­ρίς νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψη τό Κελ­λί του, καί ὅ­ταν βρε­θῆ κά­ποι­ος Βο­ύλ­γα­ρος, νά πα­ρα­δώ­ση σ᾿ αὐ­τόν τήν ἡ­γου­με­νί­α. Με­τά τήν ἔ­λευ­σή του ὁ πα­πα–Εὐ­θύ­μιος κέρ­δι­σε τήν ἐμ­πι­στο­σύ­νη τῶν πα­τέ­ρων. Τό 1971 τόν ἔ­κα­ναν Προ­ϊ­στά­με­νο καί στίς 3–11–1975 τόν ἐ­ξέ­λε­ξαν ὁ­μό­φω­να Ἡ­γού­με­νο γιά τήν ἀ­ρε­τή του. Αὐ­τός ὅ­μως ἀ­πό τα­πε­ί­νω­ση δέν ἤ­θε­λε μέ κα­νέ­να τρό­πο νά ἀ­να­λά­βη. Ἀρ­νιόταν στα­θε­ρά, ἀλ­λά καί οἱ πα­τέ­ρες ἐ­πέ­με­ναν. Τό­τε τοῦ ἐμ­φα­νί­στη­κε ἡ Πα­να­γί­α καί τοῦ εἶ­πε: «Πρέ­πει νά δε­χθῆς, δέν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος». Ἔ­τσι ἔ­γι­νε Ἡ­γού­με­νος μέ ἐν­το­λή τῆς Πα­να­γί­ας. Κρά­τη­σε ὅ­μως τήν ἁ­πλό­τη­τα καί τήν τα­πεί­νω­ση καί ὡς Ἡ­γού­με­νος γιά 25 χρό­νια.

Πο­τέ του δέν προ­έ­βαλ­λε τόν ἑ­αυ­τό του καί δέν φαι­νό­ταν σάν Ἡ­γού­με­νος, ἀλ­λά προσπαθοῦσε νά εἶ­ναι στήν ἀ­φά­νεια. Ἦ­ταν πρῶ­τος στά δι­α­κο­νή­μα­τα καί θυ­σιά­­στη­κε γιά τό Μο­να­στή­ρι του.

Ἐ­κτός ἀ­πό τά κα­θή­κον­τα τοῦ Ἡ­γου­μέ­νου ἐ­κτε­λοῦ­σε καί κα­θή­κον­τα γραμ­μα­τέ­α. Δι­ά­βα­ζε τά γράμ­μα­τα καί ἀ­παν­τοῦ­σε. Στήν Βουλ­γα­ρί­α εἶ­χε μά­θει λί­γα Ἑλ­λη­νι­κά, ἀλ­λά στό Μο­να­στή­ρι τά καλ­λι­έρ­γη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὥ­στε νά μπο­ρῆ νά δι­α­βά­ζη, νά γρά­φη στήν κα­θα­ρεύ­ου­σα καί νά συ­νεν­νο­ῆται μέ τούς Ἕλ­λη­νες προ­σκυ­νη­τές καί τούς κρα­τι­κούς ὑ­παλ­λή­λους.

Ὁ ἴ­διος ἔ­κα­νε καί τόν Οἰ­κο­νό­μο. Μό­νος του με­τέ­βαι­νε στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη νά ψω­νί­ση γιά τίς ἀ­νάγ­κες τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ. Πη­γαί­νον­τας στήν ἀ­γο­ρά μέ μία γα­λά­ζια πα­λαι­ά τσάν­τα πο­τέ δέν χρη­σι­μο­ποί­η­σε τα­ξί, ἀλ­λά κου­βα­λοῦ­σε μό­νος του στά χέ­ρια τά ψώ­νια στό Κο­νά­κι. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­νε, πή­γαι­νε πά­λι μέ τό λε­ω­φο­ρεῖ­ο στό πρα­κτο­ρεῖ­ο Χαλ­κι­δι­κῆς καί ἀ­πό κεῖ στό Μο­να­στή­ρι μέ ὅ­λα τά πράγ­μα­τά του.

Κα­τά τήν δι­α­μο­νή του στήν πό­λη περ­νοῦ­σε πο­λύ ἁ­πλά καί ἀ­σκη­τι­κά. Πο­τέ δέν πα­ρέ­λει­πε τίς ἀ­κο­λου­θί­ες. Τίς ἔ­κα­νε ὅ­λες μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι, τό Ψαλ­τή­ρι καί ἕ­να προ­σευ­χη­τά­ριο, για­τί δέν ὑ­πῆρ­χαν τά ἀ­πα­ραί­τη­τα βι­βλί­α. Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν ἡ ὥ­ρα τῆς ἀκο­λου­θί­ας, κλει­νό­ταν στό δω­μά­τιό του καί προ­σευ­χό­ταν. Ἔ­κα­νε μά­λι­στα πολ­λές με­τά­νοι­ες καί, ἄν κά­ποι­ος χτυ­ποῦ­σε τήν πόρ­τα, δέν ἄ­νοι­γε. Τήν πόρ­τα ὅ­μως δέν τήν κλεί­δω­νε καί, ἂν κά­ποι­ος ἔμ­παι­νε μέ­σα γιά νά τόν ρω­τή­ση κά­τι, ἔ­λε­γε τά ἀ­πα­ραί­τη­τα καί συ­νέ­χι­ζε.

Τό πρωΐ ἔ­κα­νε τόν Ὄρ­θρο καί κα­θυ­στε­ροῦ­σε. Πολ­λές φο­ρές ὁ Ἐ­πί­τρο­πος πού ἦ­ταν μα­ζί του ἔ­χα­νε τήν ὑ­πο­μο­νή του. Χτυ­ποῦ­σε τήν πόρ­τα, γιά νά τε­λει­ώ­ση ὁ Γέ­ρον­τας καί νά προ­λά­βουν τίς δου­λει­ές. Ἀλ­λά ὁ Γέ­ρον­τας δέν βι­α­ζό­ταν. Ἔ­πρε­πε πρῶ­τα νά τε­λει­ώ­ση ὅ­λα τά πνευ­μα­τι­κά του κα­θή­κον­τα καί τό­τε ξε­κι­νοῦ­σαν γιά τίς δου­λει­ές τους, χω­ρίς νά πά­ρουν πρω­ϊ­νό.

Ὅ­ταν τό ἀ­πό­γευ­μα ἐ­πέ­στρε­φαν κα­τά­κο­ποι στό κο­νά­κι, μέ­χρι νά μα­γει­ρέ­ψουν κα­νέ­να λά­χα­νο, ὁ Ἐπί­τρο­πος πει­νοῦ­σε καί ἔ­παιρ­νε λί­γο ψω­μί καί κα­νέ­να φροῦ­το. Ὁ Γέ­ρον­τας ὑ­πο­μο­νε­τι­κά ἑ­τοί­μα­ζε τό φα­γη­τό καί ἔ­τρω­γε μό­νο στήν τρά­πε­ζα. Ἐ­κτός τρα­πέ­ζης πο­τέ δέν ἔ­τρω­γε τί­πο­τε, οὔ­τε στό Μο­να­στή­ρι οὔ­τε ἐ­κτός.

Σέ Ἑ­στι­α­τό­ρια πο­τέ δέν πή­γαι­νε γιά φα­γη­τό. Ἔ­λε­γε ὅ­τι αὐ­τό δέν ἁρ­μό­ζει στόν μο­να­χό. Μόνο μία φορά πού ὁ Ἐ­πί­τρο­πος ἐ­πέ­με­νε πολύ, κά­νον­τας ὑ­πα­κο­ή πῆ­γαν νά φᾶ­νε σ᾿ ἕ­να Ἑ­στι­α­τό­ριο. Ἀλ­λά, ἐ­νῶ ἔ­τρω­γαν, φαι­νό­ταν ὅ­τι στε­νο­χω­ρι­έ­ται πο­λύ. Ὅ­ταν δέν εἶ­χαν φα­γη­τό στό κο­νά­κι, ἔ­σπα­ζε με­ρι­κά κα­ρύ­δια καί περ­νοῦ­σε τό βρά­δυ.

Κά­πο­τε πῆ­ρε ἀ­πό τήν Τρά­πε­ζα γιά τίς ἀ­νάγ­κες τῆς Μο­νῆς περίπου ἕνα ἑ­κα­τομ­μύ­ριο δραχ­μές. Γιά τήν ἐ­πο­χή ἐ­κε­ί­νη, τό 1986, ἦ­ταν ἀρ­κε­τά χρή­μα­τα. Φαί­νε­ται ὅ­τι κά­ποι­ος τόν πα­ρα­κο­λού­θη­σε καί μό­λις βγῆ­κε, ἅρ­πα­ξε τήν πα­λαι­ά τσαν­το­ύ­λα του μέ τά χρή­μα­τα καί ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε μέ με­γά­λη τα­χύ­τη­τα πά­νω σέ μη­χα­νή. Ὁ Γέ­ρον­τας πρό­λα­βε μό­νο νά φω­νά­ξη: «Πε­ρί­με­νε, για­τί τά παίρ­νεις; Αὐ­τά εἶ­ναι μο­να­στη­ρια­κά χρή­μα­τα».

Τό βρά­δυ ἀ­νέ­φε­ρε τό γε­γο­νός στόν Ἐ­πί­τρο­πο, ἀλ­λά τό ἔ­λε­γε ἥ­συ­χα, χω­ρίς κα­θό­λου νά εἶ­ναι στε­νο­χω­ρη­μέ­νος. Με­τά κοι­μή­θη­κε ἀ­μέ­σως σάν νά μήν εἶ­χε συμ­βῆ τί­πο­τε. Πι­θα­νῶς εἶ­χε κά­νει πο­λλή προσ­ευ­χή γιά τόν κλέ­φτη.

Ὅ­ταν ἦ­ταν στήν πό­λη, δέν με­τε­ω­ρι­ζό­ταν κοι­τά­ζον­τας τί συμ­βαί­νει γύ­ρω του. Ἦ­ταν προ­σε­κτι­κός. Γι᾿ αὐ­τό κα­τώρ­θω­νε νά δι­α­φυ­λάσ­ση τήν κα­λή του πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Καί ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­φε στό Μο­να­στή­ρι, ἀ­μέ­σως ἔ­παιρ­νε ἐ­φη­με­ρί­α, για­τί ἦ­ταν λί­γοι οἱ ἱ­ε­ρεῖς. Ἀ­πό τό τα­ξί­δι κου­ρα­σμέ­νος ὅ­πως ἦ­ταν, ἔ­βα­ζε τό πε­τρα­χή­λι καί ἄρ­χι­ζε τόν Ἑ­σπε­ρι­νό. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα στήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α δι­α­βά­ζον­τας τό Εὐ­αγ­γέ­λιο πρός τό τέ­λος ἡ φω­νή του ἄλ­λα­ζε ἀ­πό τήν κα­τά­νυ­ξη καί τά μά­τια του γέ­μι­ζαν δά­κρυ­α, ὅ­πως συ­χνά τοῦ συ­νέ­βαι­νε. Ἡ ἔ­ξο­δός του στόν κό­σμο δέν τόν ἀλ­λοί­ω­νε, για­τί εἶ­χε νή­ψη καί ἔ­βγαι­νε ἀ­πό ἀ­νάγ­κη. «Προ­ερ­χό­με­νος ὁ λό­γῳ, οὐ προ­ερ­χό­με­νος»[1].

Κα­τά­νυ­ξη αἰ­σθα­νό­ταν καί ὅ­ταν τήν Κυ­ρια­κή ἑσπέ­ρας δι­ά­βα­ζε τούς Χαι­ρε­τι­σμούς τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Ἦ­ταν ἄ­ρι­στος λει­τουρ­γός καί ἤ­ξε­ρε πολ­λές εὐ­χές ἀ­πό στή­θους. Λει­τουρ­γοῦ­σε ἁ­πλά, τα­πει­νά καί μέ συ­να­ί­σθη­ση. Ὅ­ταν δέν λει­τουρ­γοῦ­σε, κα­θό­ταν στόν χο­ρό καί τοῦ ἄ­ρε­σε πο­λύ νά δι­α­βά­ζη καί νά ψέλ­νη. Διά­­βα­ζε Ψαλ­τή­ρι, Κα­νό­νες, Ὧ­ρες, ἀρ­γά καί κα­θα­ρά, χω­ρίς νά βι­ά­ζε­ται. Ὅ­ταν στόν ἄλ­λο χο­ρό δέν ὑπῆρ­χε κα­νείς, τό­τε ἀ­γόγ­γυ­στα ἔ­λε­γε ὁ ἴ­διος καί τά τοῦ ἄλ­λου χο­ροῦ. Οὔ­τε πα­ρα­τη­ροῦ­σε τούς μο­να­χούς γιά τίς ἐλ­λεί­ψεις οὔ­τε κα­τέ­κρι­νε κά­ποι­ον, ἀλ­λά πάν­τα ἦ­ταν εἰ­ρη­νι­κός καί σι­ω­πη­λός.

Ἐ­πει­δή τό­τε οἱ πα­τέ­ρες τῆς Μο­νῆς προ­έρ­χον­ταν ἀ­πό δι­ά­φο­ρα μο­να­στή­ρια τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, δέν τη­ροῦ­σαν αὐ­στη­ρή κοι­νο­βια­κή τά­ξη. Ὁ Γέ­ρον­τας, ὅ­ταν δέν τοῦ τό ζη­τοῦ­σαν, δέν ἐ­πε­νέ­βαι­νε στήν προ­σω­πι­κή τους ζω­ή. Τούς φε­ρό­ταν μέ ἀ­γά­πη μη­τρι­κή, ἀλ­λά γιά δύ­ο πράγ­μα­τα ἦ­ταν ἀ­νέν­δο­τος. Δέν ἐ­πέ­τρε­πε συ­νο­μι­λί­ες στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί, ἂν δύ­ο πα­τέ­ρες ἦ­ταν μα­λω­μέ­νοι, ἐ­πέ­με­νε πρίν ἀ­πό τόν Ὄρ­θρο νά ἔ­χουν συμ­φι­λι­ω­θῆ.

Ἐ­πιζητοῦσε οἱ ἀ­κο­λου­θί­ες νά γί­νων­ται μέ τά­ξη καί εὐ­λά­βεια, χω­ρίς νά συν­το­μεύ­ων­ται. Κά­πο­τε ἀ­πό λά­θος τοῦ τυ­πι­κά­ρη δέν δι­ά­βα­σαν ἕ­ναν κα­νό­να στήν Θε­ο­τό­κο. Ὁ ἴ­διος ὁ Γέ­ρον­τας πῆ­ρε κά­ποι­ον μο­να­χό ὕ­στε­ρα καί τόν δι­ά­βα­σαν μό­νοι τους στό πα­ρεκ­κλήσι τῆς Πα­να­γί­ας. Ἂν καί νύ­στα­ζε, πο­λε­μοῦ­σε τόν ὕ­πνο καί δι­ά­βα­σαν τόν κα­νό­να.

Πῶς νά μή νυ­στά­ζη ὁ Γέ­ρον­τας πού συ­νε­χῶς ἔ­τρε­χε στά δι­α­κο­νή­μα­τα καί κοι­μό­ταν ἐ­λά­χι­στα ἤ καί κα­θό­λου ὁ­ρι­σμέ­νες νύ­χτες; Συ­χνά συ­νέ­βαι­νε τό ἑ­ξῆς: Ἐ­πέ­στρε­φε ἀ­πό τήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, ἔ­παιρ­νε ἐφη­με­ρί­α καί με­τά τόν Ἑ­σπε­ρι­νό πή­γαι­νε μέ­χρι ἀρ­γά τή νύ­χτα νά ζυ­μώ­ση καί νά κά­νη τά πρό­σφο­ρα. Ὕ­στε­ρα ἑ­τοι­μα­ζό­ταν γιά νά λει­τουρ­γή­ση καί πή­γαι­νε ἀ­μέ­σως στήν Ἐκ­κλη­σί­α, χω­ρίς νά κλεί­ση μά­τι. Φυ­σι­κό λοιπόν ἦταν νά νυ­στά­ζη μέ τό­ση κού­ρα­ση καί χω­ρίς ὕ­πνο.

Κά­πο­τε πού με­τέ­φε­ρε χόρ­τα μέ τό τρα­κτέρ τόν πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος πά­νω στό τι­μό­νι καί ἔπε­σε μέ τό τρα­κτέρ στό πο­τά­μι. Τότε, τοῦ ξα­ναεμ­φα­νί­σθη­κε ἡ Πα­να­γί­α. Τόν ἔ­σω­σε, χω­ρίς νά πά­θη τί­πο­τε, καί τοῦ εἶ­πε: «Δέν πρέ­πει νά κά­νης ὑ­περ­βο­λές. Ἄν δέν εἶ­χα ἔρ­θει, τί θά πά­θαι­νες!».

Ἄλ­λη φο­ρά με­τά τό Ἀ­πό­δει­πνο πῆ­γε στό Κελ­λί πού ὀ­νο­μά­ζε­ται «Πα­τη­τή­ρια», γιά νά βγά­λη τό ρα­κί. Εἶ­χε ρω­τή­σει μέ τα­πε­ί­νω­ση ὁ Ἡ­γού­με­νος τόν Ἐ­πί­τρο­πο, ἂν θά πάη κά­ποι­ος μο­να­χός μα­ζί τους, ἀλ­λά ὁ Ἐ­πί­τρο­πος ἔκρι­νε κα­λύ­τε­ρα νά μεί­νη ὁ Ἡ­γού­με­νος μέ τούς ἐρ­γά­τες, γιά νά μήν κά­νουν κα­τά­χρη­ση μέ τό ρα­κί. Ξε­νύ­χτη­σε μέ τούς ἐρ­γά­τες. Τό πρωΐ κα­τά τίς 3 ἔ­φε­ρε τό ρα­κί καί τό ἔ­βα­λε στό ὑπό­γει­ο. Ὕ­στε­ρα φό­ρε­σε τό ρά­σο καί τό κου­κού­λι καί πῆ­γε στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός τά εἶ­δε αὐ­τά ὅ­ταν πῆ­γε νά χτυ­πή­ση τό τά­λαν­το. Καί ὅ­ταν κά­ποι­ος ἀ­πό τούς πα­τέ­ρες τόν κα­τέ­κρι­νε για­τί νύ­στα­ζε στήν ἀ­κο­λου­θί­α, ὁ Ἡ­γού­με­νος πού ἄ­κου­σε δέν μί­λη­σε, ἀλ­λά μί­λη­σε ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός καί θαύ­μα­σαν τήν τα­πεί­νω­ση καί τήν αὐ­τα­πάρ­νη­ση τοῦ Γέ­ρον­τα.

Ἄλ­λη φο­ρά ἔ­ψα­χνε ὅ­λη τή νύ­χτα νά βρῆ κά­ποι­α ἔγ­γρα­φα στό Ἀρ­χεῖ­ο καί δέν κοι­μή­θη­κε κα­θό­λου. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα πῆ­γε στήν Σι­μω­νό­πε­τρα γιά νά φω­το­τυ­πή­ση τά ἔγ­γρα­φα. Τοῦ πρό­τει­ναν νά λει­τουρ­γή­ση καί προ­ε­τοι­μά­στη­κε, χω­ρίς πά­λι νά κοι­μη­θῆ.

Πρός ὅ­λους ἔ­δει­χνε ἀ­γά­πη, χω­ρίς νά δι­α­κρί­νη ἐθνι­κό­τη­τα, θέ­ση κοι­νω­νι­κή καί ἄλ­λα πα­ρό­μοι­α. Ὅσοι τόν γνώ­ρι­σαν ὁ­μο­λο­γοῦν τήν τα­πεί­νω­ση καί τήν ἀ­γά­πη του, ἀ­πό τούς Ἀ­στυ­νο­μι­κούς στό φυ­λά­κιο τῆς Μο­νῆς μέ­χρι Ἀ­ρε­ο­πα­γί­τες ἀ­πό τήν Ἀ­θή­να.

Ὁ κ. Κυ­ρι­ά­κος Κε­σκε­σι­ά­δης πού ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς Ἀστυ­νο­μι­κός στό Ζω­γρά­φου γιά πολ­λά χρό­νια, ἔ­λε­γε: «Ὁ Γέ­ρον­τας πο­τέ του δέν ἀρ­νή­θη­κε καμ­μία ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση στο­ύς Ἀ­στυ­νο­μι­κούς καί στο­ύς ἐρ­γά­τες. Εἴ­χα­με φι­λί­α καί πολ­λές φο­ρές πή­γαι­να στό Ἡ­γου­με­νεῖ­ο. Συ­χνά συ­νέ­βαι­νε, ὅ­ταν μι­λού­σα­με, νά νυ­στά­ζη ἀ­πό τήν κο­ύ­ρα­ση. Πή­γαι­νε καί ἔ­κα­νε ὅ­λες τίς δου­λει­ές. Δέν εἶ­χε βο­η­θούς. Πάν­τα ἦ­ταν μέ τό χα­μό­γε­λο καί πο­τέ δέν θύ­μω­νε.

»Μία φο­ρά συ­νέ­βη τό ἑ­ξῆς: Εἶ­χα βγῆ γιά κυ­νή­γι καί ἤ­μουν μέ­σα στό πο­τά­μι σέ κά­τι βά­τα. Ὅ­ταν νύ­χτω­σε, κά­ποι­α στιγ­μή ἄ­κου­σα νά πλη­σιά­ζη κά­τι κά­νον­τας θό­ρυ­βο καί σπά­ζον­τας τά κλα­διά. Δέν ἦταν γου­ρού­νι, για­τί θά μέ μύ­ρι­ζε. Ἔ­φε­ξα μέ τόν φα­κό, φώ­να­ξα καί ἄ­κου­σα ν᾿ ἀ­νε­βαί­νη πά­νω στόν δρό­μο. Σκέ­φτη­κα ὅ­τι μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι κά­ποι­ος κλέ­φτης καί ἔ­τρε­ξα πί­σω του. Τε­λι­κά εἶ­δα τόν Γέ­ρον­τα πού προ­σπα­θοῦ­σε νά μπῆ στό αὐ­το­κί­νη­το. Τόν ρώ­τη­σα:

–Για­τί δέν ἀ­πάν­τη­σες;

–Φο­βή­θη­κα, δέν ἤ­ξε­ρα ποι­ός εἶ­ναι.

–Τί ἔ­ψα­χνες ἐ­κεῖ κά­τω; Ρώ­τη­σα πά­λι.

–Ἕ­να χόρ­το γιά νά τό βάλω μέ­σα στά βα­ρέ­λια τοῦ κρα­σιοῦ καί ἐπειδή ἤ­ξε­ρα ὅ­τι ἐ­κεῖ φυ­τρώ­νει».

Ὁ κ. Γε­ώρ­γιος Σι­δη­ρό­που­λος, τε­λω­νεια­κός, ἀνα­φέ­ρει: «Στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὑ­πη­ρέ­τη­σα τό 1977 καί ἀ­πό τό 1987 ἕ­ως τό 1992 στό Ζω­γρά­φου. Πρίν πά­ω μό­νι­μα στό Ζω­γρά­φου, πή­γαι­να γιά προ­σκύ­νη­μα καί ἔ­βλε­πα τόν Γέ­ρον­τα. Τόν γνώ­ρι­σα σάν ἕ­ναν ἀ­λη­θι­νό μο­να­χό, ἄν­θρω­πο τῆς προ­σευ­χῆς. Ἦταν Ἡ­γού­με­νος, ἀλ­λά στήν ὄ­ψη ἦ­ταν σάν ἀ­σκη­τής, ἀ­να­χω­ρη­τής. Ἀ­γα­ποῦ­σε ὅ­λους, καί τούς πα­τέ­ρες καί τούς προ­σκυ­νη­τές καί τούς ἐρ­γά­τες, ἐ­νῶ πολ­λές φο­ρές τούς ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε μό­νος του στήν τρά­πε­ζα καί στό Ἀρ­χον­τα­ρί­κι. Πάν­το­τε φαι­νό­ταν κου­ρα­σμέ­νος, ἀλ­λά πο­τέ δέν ἀρ­νή­θη­κε νά δε­χθῆ κά­ποι­ον γιά ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση ἤ συ­ζή­τη­ση. Εἶ­χε πολ­λή ὑ­πο­μο­νή καί κα­λω­σύ­νη καί πο­τέ δέν πα­ρα­πο­νι­ό­ταν.

»Ὅ­ταν πῆ­γα νά ὑ­πη­ρε­τή­σω στό Ζω­γρά­φου, τό κτί­ριο ὅ­που στε­γα­ζό­ταν τό Τε­λω­νεῖ­ο ἦ­ταν σέ ἄσχη­μη κα­τά­στα­ση. Ὁ Γέ­ρον­τας ἐν­δι­α­φέρ­θη­κε καί μέ ἐν­θάρ­ρυ­νε νά κά­νω ὑ­πο­μο­νή, ἐνῶ συγ­χρό­νως ἔ­στει­λε ἐρ­γά­τες νά κά­νουν τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες δι­ορ­θώσε­ις.

»Τόν ἔ­βλε­πα νά δου­λεύ­η παν­τοῦ· στήν Ἐκ­κλησί­α, στό Ἀρ­χον­τα­ρί­κι, στήν τρά­πε­ζα, στόν κῆ­πο. Ὅ­ταν ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη ἔ­κα­νε καί τόν ὁ­δη­γό γιά νά με­τα­φέ­ρη προ­σκυ­νη­τές ἤ πα­τέ­ρες.

»Κά­πο­τε πλη­σί­α­ζε ἡ πα­νή­γυ­ρη τῆς Μο­νῆς καί συ­ζη­το­ύ­σα­με γιά τό πῶς θά οἰ­κο­νο­μή­σου­με τά ψά­ρια. Τοῦ πρό­τει­να νά πά­ω ἔ­ξω καί νά ἀ­γο­ρά­σω. Ὁ ἴ­διος ὅ­μως μοῦ πρό­τει­νε νά ρί­ξου­με δί­χτυ­α στήν θά­λασ­σα. Πι­ά­σα­με 80 κι­λά ψά­ρια πού ἔ­φτα­σαν γιά τήν πα­νή­γυ­ρη.

»Ἄλ­λη φο­ρά ἦ­ταν χει­μῶ­νας καί ἔρ­ρι­ξε πά­νω ἀπό ἕ­να μέ­τρο χι­ό­νι. Οἱ προ­σκυ­νη­τές εἶ­χαν ἀ­ποκλει­στῆ καί ἀ­νη­συ­χοῦ­σαν. Ὁ Γέ­ρον­τας εἶ­πε “θ᾿ ἀ­νοί­ξου­με τό μο­νο­πά­τι”, καί ξε­κί­νη­σε πρῶ­τος· τόν ἀ­κολού­θη­σαν καί ἄλ­λοι καί ἄ­νοι­ξαν τό μο­νο­πά­τι.

»Ὅ­ταν τόν ἐ­πι­σκε­πτό­μουν στό Ἡ­γου­με­νεῖ­ο, διεπίστωσα ὅ­τι, ὅ­ταν ἤ­θε­λε νά ξε­κου­ρα­στῆ, δέν ξά­πλω­νε, ἀλ­λά κα­θό­ταν σέ κα­ρέ­κλα. Τόν ρώ­τη­σα:

–Για­τί δέν ξα­πλώ­νεις;

–Ὁ μο­να­χός πρέ­πει πάν­τα νά εἶ­ναι ἕ­τοι­μος, σέ ἐγρή­γορ­ση, για­τί δέν ξέ­ρει πό­τε θά τόν κα­λέ­σει ὁ Κύ­ριος, εἴ­τε ἐ­δῶ νά τοῦ ἀ­να­θέ­ση κά­ποι­α δι­α­κο­νί­α εἴ­τε νά τόν πά­ρη κον­τά Του.

»Ὁ Γέ­ρον­τας μοῦ συ­νέ­στη­σε νά ξε­κου­ρά­ζω­μαι καί ἐ­γώ σέ κα­ρέ­κλα, καί προ­σπα­θοῦ­σα νά τόν μι­μοῦ­μαι. Ἐ­πί­σης ὁ Γέ­ρον­τας δέν ἀ­να­παυ­ό­ταν στήν πολ­λή ζέ­στη τόν χει­μῶ­να. Ἔ­λε­γε: “Ἡ ζέ­στη μᾶς κά­νει χα­λα­ρούς καί ἡ κα­λο­πέ­ρα­ση δέν ἁρ­μό­ζει σέ μο­να­χό”.

»Μέ βο­ή­θη­σε νά κα­τα­λά­βω τό νό­η­μα τῆς ζω­ῆς.

Μέ συμ­βού­λευ­ε: “Νά ἀ­γα­πᾶς τόν πλη­σί­ον ὅ­πως τόν ἑ­αυ­τό σου­”. Ἀ­πό τόν Γέ­ρον­τα δι­δά­χθη­κα νά προσ­πα­θῶ νά κά­νω τό κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό γιά τούς ἀν­θρώ­πους. Ἀπ᾿ αὐ­τόν ἔ­μα­θα τίς βα­σι­κές ἀ­ρε­τές, τήν ἀ­γά­πη πρός τόν Θε­όν καί τόν πλη­σί­ον.

»Αἰ­σθα­νό­μουν χα­ρά νά εἶ­μαι μα­ζί του. Κά­που-κά­που μοῦ ἔ­κα­νε τήν τι­μή νά ἔρ­χε­ται στό Τε­λω­νεῖ­ο καί νά συ­νο­μι­λῆ μα­ζί μου. Ἦ­ταν πο­λύ τα­πει­νός.

»Οἱ προ­σκυ­νη­τές, ὅ­ταν τόν ἔ­βλε­παν, μοῦ ἔ­λε­γαν: “Αὐ­τός ὁ μο­να­χός πρέ­πει νά εἶ­ναι πο­λύ εὐ­λα­βής καί ἐρ­γα­τι­κός”. Καί ὅ­ταν τούς ἔ­λε­γα ὅ­τι εἶ­ναι Ἡ­γού­με­νος, χαί­ρον­ταν ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο.

»Ὅ­ταν ἔ­πια­να λί­γα ψά­ρια, ἔ­δι­να καί στόν Γέ­ρον­τα, ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν νά μέ δῆ στό Τε­λω­νεῖ­ο. Δέν ἤθε­λε νά πά­ρη τί­πο­τε. Ἔ­παιρ­νε μό­νο μι­σό ψα­ρά­κι, γιά νά μήν στε­νο­χω­ρη­θῶ.

»Ὅ­ταν ἔ­με­να μό­νος μου στό Τε­λω­νεῖ­ο στόν Ἀρ­σα­νᾶ, δέν φο­βό­μουν για­τί ἔ­λε­γα: “Ἔ­χω τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο πού μέ φυ­λά­ει, καί τόν Γέ­ρον­τα πού προσ­εύ­χε­ται γιά μέ­να”. Μέ­χρι σή­με­ρα, ὅ­ταν τόν θυ­μοῦ­μαι, αἰ­σθά­νο­μαι με­γά­λη χα­ρά».

Κά­ποι­ος ἱ­ε­ρο­δι­ά­κο­νος Ἁ­γι­ο­ρεί­της ἐ­ξέ­φρα­σε τήν ἐ­πι­θυ­μί­α του νά μή βγῆ πο­τέ ἀ­πό τό Ὄ­ρος, καί προ­σευ­χό­ταν γι᾿ αὐ­τό στήν Πα­να­γί­α. Ὅ­ταν ὁ Γέ­ρον­τας τό ἔ­μα­θε, εἶ­πε: «Αὐ­τό εἶ­ναι τό πρῶ­το πρᾶγ­μα πού πρέ­πει νά ζη­τή­ση ὁ κα­λός μο­να­χός ἀ­πό τήν Πα­να­γί­α. Ὅ­σες φο­ρές ὁ μο­να­χός βγαί­νει ἔ­ξω στόν κό­σμο, χά­νει ἀ­πό τόν μι­σθό του».

Ὁ κα­τά σάρ­κα πα­τέ­ρας τοῦ π. Μάρ­κου ἀ­πό τήν Κων­στα­μο­νί­του ἦ­ταν πα­ρών κά­πο­τε στόν Ἀρ­σα­νᾶ ὅπου ἕ­νας λα­ϊ­κός ἀ­πό τήν Χαλ­κι­δι­κή γιά ἄγνω­στο λό­γο ἄρ­χι­σε νά βρί­ζη τόν Γέ­ρον­τα μέ ἄπρε­πα λό­για. Ὁ τα­πει­νός Γέ­ρον­τας κα­τέ­βα­σε τό κε­φά­λι του καί δέν εἶ­πε τί­πο­τε. Στήν θέ­ση πού στε­κό­ταν ὁ λα­ϊκός ὑ­πῆρ­χε μία πα­λαι­ά πέ­τρι­νη γέ­φυ­ρα. Με­τά ἀ­πό μία ἑ­βδο­μά­δα ὁ ἴ­διος λα­ϊ­κός βρι­σκό­ταν πά­λι σ᾿ αὐ­τή τήν θέ­ση κά­τω ἀ­πό τήν γέ­φυ­ρα. Ξαφ­νι­κά χω­ρίς καμ­μία φανερή αἰ­τί­α ἡ γέ­φυ­ρα σω­ρι­ά­στη­κε καί ὁ ἄν­θρω­πος πέ­θα­νε κά­τω ἀ­πό τίς πέ­τρες.

Μαρ­τυ­ρί­α Ἁ­γι­ο­ρε­ί­του:

«Ὁ γέ­ρον­τας Εὐ­θύ­μιος ἦ­ταν σε­μνός, σο­βα­ρός, καί ταυ­τό­χρο­να μει­λί­χιος, χα­ρού­με­νος, ἐρ­γα­τι­κός καί φι­λα­κό­λου­θος. Ἐμ­φο­ρεῖ­το ἀ­πό φό­βο Θε­οῦ καί ἀ­πό βα­θειά συ­να­ί­σθη­ση τῆς μο­να­χι­κῆς του ἰ­δι­ό­τη­τος καί τῆς δι­α­κο­νί­ας του στό Μο­να­στή­ρι.

»Παρ᾿ ὅ­λο πού ἦ­ταν προ­ση­νής καί ζοῦ­σε σάν ἁ­πλός μο­να­χός καί δέν ἀ­πο­λάμ­βα­νε τίς τι­μές τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τός του ὡς Ἡ­γού­με­νος, ἐν το­ύ­τοις δέν μπο­ροῦ­σες νά χά­σης τόν σε­βα­σμό καί τό ἀ­παρ­ρη­σί­α­στο, δι­ό­τι ἦ­ταν πνευ­μα­τι­κός μο­να­χός πού μέ­λη­μά του ἦ­ταν ἡ ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή. Ἔ­νι­ω­θες ὅ­τι βι­ώ­νει κα­τα­στά­σεις πνευ­μα­τι­κές.

»Πάν­τα ζοῦ­σε μέ τήν ἀ­γω­νί­α γιά τό Μο­να­στή­ρι του πού ἔ­πα­σχε ἀ­πό λει­ψαν­δρί­α καί εἶ­χε πολ­λά κτι­ρια­κά προ­βλή­μα­τα. Κα­τά­φε­ρε ὅ­μως πα­ρά τίς δυ­σκο­λί­ες νά κρα­τή­ση τό Μο­να­στή­ρι, δι­ό­τι εἶ­χε πί­στη στόν Θε­ό, ἀ­γά­πη στόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο καί φρόν­τι­ζε ὅ­σο μπο­ροῦ­σε γιά τά ὑ­λι­κά καί τά πνευ­μα­τι­κά».

Ὅ­σες φο­ρές κά­ποι­ος δύ­στρο­πος μο­να­χός τοῦ φε­ρό­ταν ὑ­βρι­στι­κά ἀ­πο­κα­λών­τας τον «ψο­φί­μι», ὁ Γέ­ρον­τας δέν μι­λοῦ­σε κα­θό­λου. Ἀρ­γό­τε­ρα αὐ­τός ὁ μο­να­χός εἶ­χε πολ­λούς πει­ρα­σμούς καί τε­λι­κά ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι. Ἦταν τα­μί­ας, καί ὅ­ταν πα­ρέ­δω­σε τό τα­μεῖ­ο, βρῆ­καν ἐλ­λεί­ψεις. Με­ρι­κοί πρό­τει­ναν νά τόν δι­κά­σουν, ἀλ­λά ὁ ἀ­νε­ξί­κα­κος Γέ­ρον­τας πῆ­ρε τό μέ­ρος του: «Δέν εἶ­ναι σω­στό, εἴ­μα­στε μο­να­χοί», εἶ­πε.

Ὁ Ἡ­γού­με­νος Εὐ­θύ­μιος ἦ­ταν ἄν­θρω­πος εὐ­λαβής, μέ ἐ­σω­τε­ρι­κή κρυ­φή ἐρ­γα­σί­α καί ἀ­γα­ποῦ­σε τήν προ­σευ­χή. Ἔ­λε­γε πάν­το­τε τήν εὐ­χή καί δι­ά­βα­ζε τά βι­βλί­α τῶν νη­πτι­κῶν πα­τέ­ρων, ἰ­δι­αι­τέ­ρως τοῦ Ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ τοῦ Σύ­ρου καί τόν Βίο καί τά ἔρ­γα τοῦ Ἁ­γί­ου Πα­ϊ­σί­ου Βε­λι­τσκόφ­σκυ. Ἔ­λε­γε σέ ὑ­πο­ψή­φιο μο­να­χό ὅ­τι τό βι­βλί­ο εἶ­ναι σάν κα­θρέ­φτης, για­τί μέ αὐ­τό βλέ­πεις τόν ἑ­αυ­τό σου, τήν κα­τά­στα­σή σου.

Δέν ἔ­λει­πε ἀ­πό τήν ἀ­κο­λου­θί­α καί πα­ρά τίς πολ­λές του ὑ­πο­χρε­ώ­σεις εὕ­ρι­σκε τόν χρό­νο νά κά­νη τά πνευ­μα­τι­κά του κα­θή­κον­τα.

Κά­πο­τε νο­ση­λευ­ό­ταν στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, για­τί ἔπε­σε ἀ­πό μία λω­τιά. Ἐ­κεῖ δέν ἄ­φη­νε τά πνευ­μα­τι­κά του καί προ­σπα­θοῦ­σε νά τά τε­λει­ώ­νη, πρίν ξυ­πνή­σουν οἱ ἄλ­λοι ἀ­σθε­νεῖς τοῦ θα­λά­μου του. Κα­θή­με­νος στό κρεβ­βά­τι ἔ­λε­γε κά­πως γρή­γο­ρα τήν εὐ­χή. Τό­τε τοῦ ἐμ­φα­νί­στη­κε γιά τρί­τη φο­ρά ἡ Πα­να­γί­α. Τήν εἶ­δε κα­θα­ρά, ἐ­νῶ ἀ­πό εὐ­λά­βεια καί συ­στο­λή δέν τόλ­μη­σε νά ση­κώ­ση τά μά­τια του γιά νά τήν ξα­να­κοι­τά­ξη. Ἄ­κου­σε νά τοῦ λέ­η νά μή βι­ά­ζε­ται ὅ­ταν προ­σεύ­χε­ται.

Αὐ­τό τό γε­γο­νός ἀ­ναγ­κά­στη­κε νά τό δι­η­γη­θῆ σέ κά­ποι­ον ἱ­ε­ρο­μό­να­χο πού τώ­ρα εἶ­ναι Μη­τρο­πο­λί­της στήν Βουλ­γα­ρί­α, για­τί κά­πο­τε ἔ­κα­ναν ἀ­κολου­θί­α στό Κο­νά­κι στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη καί ὁ τό­τε ἱ­ε­ρο­μό­να­χος δι­ά­βα­ζε γρή­γο­ρα γιά νά προ­λά­βουν τίς δου­λει­ές.

Ὁ γέ­ρον­τας Εὐ­θύ­μιος ἀ­γα­ποῦ­σε τίς ὁ­λο­νύ­κτι­ες ἀ­γρυ­πνί­ες καί συμ­με­τεῖ­χε μέ χα­ρά. Ἔ­ψελ­νε πο­λύ γλυ­κά καί μέ εὐ­λά­βεια, ἂν καί δέν ἤ­ξε­ρε πολ­λά μου­σι­κά. Συ­χνά, ὅ­ταν ἔ­ψελ­νε κά­ποι­ο τρο­πά­ριο, τόν ἔπνι­γε ἡ κα­τά­νυ­ξη καί ἀ­δυ­να­τοῦ­σε νά τό τε­λει­ώ­ση.

Ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κός ἡ­συ­χα­στής, ἂν καί ὅ­λη μέ­ρα δέν στα­μα­τοῦ­σε νά ἐρ­γά­ζε­ται παν­τοῦ. Κά­ποι­ος μο­να­χός τοῦ πρό­τει­νε ν᾿ ἀ­φή­σουν τό Μο­να­στή­ρι καί νά ἡ­συ­χά­σουν στόν Ἀρ­σα­νᾶ. Ὁ Γέ­ρον­τας πού ζοῦ­σε στήν καρ­διά του τήν ἡ­συ­χα­στι­κή ζω­ή, δέν δέ­χθη­κε, ἂν καί τό ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε: «Κα­λή εἶ­ναι ἡ ἡ­συ­χί­α, ἀλ­λά δέν μπο­ρῶ νά ἀ­φή­σω τό Μο­να­στή­ρι», εἶ­πε.

Ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κός Ἡ­γού­με­νος καί ἐ­φάρ­μο­σε πλή­ρως καί κα­τά γράμ­μα τό ρη­τό: «Καί ὁ ἡ­γού­με­νος ἔ­στω ὡς ὁ δι­α­κο­νῶν». Ἔ­κα­νε ὅ­λες τίς δου­λει­ές, σάν νά ἦ­ταν ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ἐρ­γά­της. Με­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α φο­ροῦ­σε ἕ­να πα­λαι­ό ζω­στι­κό κον­τό, καί πή­γαι­νε νά κα­θα­ρί­ση τόν δρό­μο πρός τίς μάν­νες τοῦ νε­ροῦ, ἤ ἔ­φτια­χνε τίς βλά­βες στόν ἀ­γω­γό τοῦ νε­ροῦ. Κά­πο­τε πού εἶ­χε μία σο­βα­ρή βλά­βη πῆ­γαν πολ­λοί, καί ἐ­πει­δή δέν τελείωνε ἡ δουλειά, οἱ ἄλ­λοι κου­ρά­στη­καν καί ἔ­φυ­γαν. Τε­λι­κά ἔ­με­ινε ὁ Γέ­ρον­τας μέ τόν Ἐ­πί­τρο­πο καί ἔ­σκα­ψαν γιά νά βροῦν τήν βλά­βη. Καί ἐ­νῶ εἶ­χε νυ­χτώ­σει, ὁ Γέ­ρον­τας συ­νέ­δε­σε μέ πολ­λή τέ­χνη τούς σω­λῆ­νες καί γύ­ρι­σε στό Μο­να­στή­ρι στή μία με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Ὁ ἀ­γω­γός δου­λεύ­ει μέ­χρι σή­με­ρα.

Ὁ ἴ­διος διόρθωνε τίς σκε­πές, μά­ζευ­ε τά κα­ρύ­δια καί τά ἄλ­λα φροῦ­τα καί ἀ­νέ­βαι­νε στά δέν­δρα ὥς τήν κοί­μη­σή του. Ἦ­ταν μάγ­κι­πας καί προ­σφο­ρά­ρης. Ἔ­κα­νε τό κρα­σί καί ἔ­βγα­ζε τό ρα­κί τίς νύ­χτες, μό­νος του ἤ μέ ἕ­ναν λα­ϊκό ἐρ­γά­τη· μέ τόν Μῆ­τσο τόν μάγειρα κου­βα­λοῦ­σε ζε­στό νε­ρό γιά νά μήν ἐ­νο­χλῆ ἄλ­λους.

Ὅ­ταν κά­ποι­ος μο­να­χός ἦρ­θε ἀ­πό τήν Βουλ­γα­ρί­α γιά νά μο­νά­ση στό Ζω­γρά­φου, ὁ Γέ­ρον­τας κα­τέ­βη­κε μέ τά μου­λά­ρια στόν Ἀρ­σα­νᾶ, γιά νά τόν πε­ρι­μέ­νη. Τόν δέ­χθη­κε μέ ἀ­γά­πη καί ἐγ­καρ­δι­ό­τη­τα, τοῦ φί­λη­σε τό χέ­ρι καί τόν ἀ­σπά­στη­κε. Μα­ζί πῆ­γαν στίς Κα­ρυ­ές γιά νά τα­κτο­ποι­ή­σουν τά χαρ­τιά, ἐ­νῶ στό Κο­νά­κι ὁ Γέ­ρον­τας μα­γεί­ρε­ψε φα­σό­λια καί τοῦ πα­ρέ­θε­σε τρά­πε­ζα.

Παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τά με­ρι­κοί τόν κα­τη­γο­ροῦ­σαν ὅ­τι δέν κά­νει ἔρ­γα στό Μο­να­στή­ρι. Ἀλ­λά τό­τε ἦ­ταν δύ­σκο­λη ἡ κα­τά­στα­ση. Ἄν καί ἤ­θε­λε, δέν μπο­ροῦ­σε νά κά­νη πολ­λά πράγ­μα­τα, δι­ό­τι ἔ­λει­παν τά χρή­μα­τα καί ἡ Μο­νή ἔ­πα­σχε ἀ­πό λει­ψαν­δρί­α.

Προ­σπα­θοῦ­σε νά βο­η­θή­ση τό Μο­να­στή­ρι, ἀλ­λά ἡ καρ­διά του δέν κολ­λοῦ­σε σέ τί­πο­τε ὑ­λι­κό. Εἶ­πε σέ νέ­ο μο­να­χό πού τοῦ πρό­τει­νε κά­ποι­α σχέ­δια γιά τήν ὑ­λι­κή ἄ­νο­δο τῆς Μο­νῆς: «Κα­λά εἶ­ναι αὐ­τά (οἱ οἰ­κο­δο­μές κ.λπ.), ἀλ­λά νά μήν κολ­λᾶ­με ἐ­κεῖ ὑ­περβολι­κά».

Ἦ­ταν ἀ­σκη­τι­κός. Ἐνῶ κου­ρα­ζό­ταν τό­σο πο­λύ, ἔ­τρω­γε λί­γο. Ἤ­θε­λε τό φα­γη­τό νά εἶ­ναι ἁ­πλά μα­γει­ρε­μέ­νο. Ὅ­ταν ὁ Ἐ­πί­τρο­πος πρό­τει­νε νά βά­λουν καί ἄλ­λα πράγ­μα­τα συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά, ὁ Γέ­ρον­τας ἔ­λε­γε: «Δέν εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη. Ἔ­χο­με στήν τρά­πε­ζα ἀρ­κε­τά πράγ­μα­τα. Εἴ­μα­στε μο­να­χοί. Πρέ­πει νά τρῶ­με πιό ἁ­πλά καί λί­γα πράγ­μα­τα». Ἀλ­λά ἐ­πέ­με­νε πά­ντο­τε νά ὑ­πάρ­χη ἀρ­κε­τό ψω­μί. Ἂν τοῦ πρό­τει­ναν νά φά­η κά­τι, ἔ­στω καί ἐ­λά­χι­στο, με­τά τό Ἀ­πό­δει­πνο, δέν δε­χό­ταν.

Πο­τέ του δέν κα­τέ­κρι­νε κα­νέ­ναν. Κα­κός λό­γος δέν ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τό στό­μα του. Εἶ­χε λε­πτό­τη­τα, ἀρ­χον­τιά, καί δέν μι­λοῦ­σε πε­ρι­φρο­νη­τι­κά γιά κα­νέ­ναν.

Ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες τῆς Μο­νῆς εἶ­χαν πά­ει τοὐ­λά­χι­στον μία φο­ρά στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ὁ Γέ­ρον­τας δέν πῆ­γε πο­τέ. Τόν τε­λευ­ταῖ­ο χρό­νο τῆς ζω­ῆς του εἶ­πε σέ κά­ποι­ον: «Κά­θε θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι σάν νά πᾶς στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα».

Ἀ­γα­ποῦ­σε ἐξ ἴ­σου ὅ­λους. Αὐ­τό τό ὁ­μο­λο­γοῦν Βο­ύλ­γα­ροι, Ἕλ­λη­νες, Ρῶσ­σοι καί ὅ­σοι τόν γνώ­ρι­σαν. Ἀ­γα­ποῦ­σε θερ­μά τήν Πα­τρί­δα του, ἀλ­λά μέ πνευ­μα­τι­κό τρό­πο, χω­ρίς ἐ­θνι­κι­σμό.

Τό­τε πού στήν Βουλ­γα­ρί­α ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἡ ἀ­θε­ΐ­α τῶν κομ­μου­νι­στῶν, ὁ Γέ­ρον­τας μέ πρω­το­βου­λί­α δι­κή του ἐ­ξέ­δω­σε πνευ­μα­τι­κά βι­βλί­α καί τά ἔ­στελ­νε στήν Βουλ­γα­ρί­α γιά νά στη­ρί­ξουν τούς πι­στο­ύς. Ἂν καί τό Μο­να­στή­ρι δέν εἶ­χε πολ­λά ἔ­σο­δα, δα­πά­νη­σε γι᾿ αὐ­τό τό σκο­πό τρι­άμι­σι ἑ­κα­τομ­μύ­ρια δραχ­μές.

Ὁ ἴ­διος ἦ­ταν τε­λεί­ως ἀ­κτή­μων. Γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα ἔ­στελ­ναν ἀ­πό τήν Σύνοδο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Βουλ­γα­ρί­ας μία χρη­μα­τι­κή βο­ή­θεια στόν κά­θε μο­να­χό. Ὁ Γέ­ρον­τας πο­τέ δέν ἄγ­γι­ξε αὐ­τά τά χρή­μα­τα. Τά ἔ­βα­ζε σέ μία γω­νιά καί με­τά ἔ­λε­γε στόν Ἐ­πί­τρο­πο νά τά πά­ρη καί νά τά βά­λη στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Πάν­το­τε φο­ροῦ­σε πα­λαι­ά. Κά­πο­τε ἀ­γό­ρα­σε ἕνα κον­τό ζε­στό γιά τόν χει­μῶ­να. Ἕ­νας μο­να­χός τόν ρώ­τη­σε για­τί δέν ἀ­γό­ρα­σε καί γι᾿ αὐ­τόν. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα τοῦ τό ἔ­δω­σε καί αὐ­τός ἔ­βα­λε πά­λι τό πα­λαι­ό κον­τό του. Ἔ­πλε­νε τά ροῦ­χα μό­νος του μέ τά χέ­ρια μέ κρύ­ο νε­ρό ἀ­κό­μη καί τόν χει­μῶ­να.

Ὑ­πε­ρα­γα­ποῦ­σε καί εὐ­λα­βεῖ­το πο­λύ τήν Πα­να­γί­α. Ἔ­λε­γε πολ­λές φο­ρές μέ κα­τά­νυ­ξη, πώς αὐ­τή μό­νη της ἀ­νέ­βη­κε τά σκα­λο­πά­τια τοῦ να­οῦ, ὅ­ταν ἦταν τρι­ῶν χρό­νων.

Ἂν καί εἶ­χε πολ­λά τά­λαν­τα καί πολ­λές γνώ­σεις, πο­τέ δέν καυ­χι­ό­ταν, ἀλ­λά ἀν­τι­θέ­τως, ὅ­ταν ἔ­κα­νε κά­ποι­α ἐρ­γα­σί­α, πάν­το­τε ρω­τοῦ­σε κά­ποι­ον ἄλ­λον πῶς νά τήν κά­νη, γιά νά μήν κά­νη τό θέ­λη­μά του. Στήν Γε­ρον­τι­κή Σύναξη ἔ­λε­γε τήν γνώ­μη του, ἀλ­λά δέν προ­σπα­θοῦ­σε νά τήν ἐ­πι­βά­λη. Σι­ω­πη­λά προ­σευ­χό­ταν καί με­τά ἀ­πό συ­ζη­τή­σεις γι­νό­ταν αὐ­τό πού ἤ­θε­λε ὁ Γέ­ρον­τας.

Γιά ἄ­σκη­ση, σπά­νια ἄ­να­βε σόμ­πα. Ὅ­ταν ἤ­θε­λε καμ­μία φο­ρά νά ζε­στα­θῆ καί ἡ ὥ­ρα ἦ­ταν προ­χω­ρη­μέ­νη, πή­γαι­νε στό μα­γει­ρεῖ­ο καί κα­θό­ταν δί­πλα στήν σόμ­πα. Ἀλ­λά ἐ­πει­δή πάν­τα τοῦ ἔ­λει­πε ὕ­πνος, ἀ­μέ­σως ἀ­πο­κοι­μό­ταν. Ὁ Μῆ­τσος ὁ λαϊκός μάγειρας ἀ­πό σε­βα­σμό στε­κό­ταν δί­πλα του, γιά νά τόν φυ­λά­η μήν πέ­ση ἀ­πό τήν κα­ρέ­κλα. Ἀλ­λά καί αὐ­τός νύ­στα­ζε καί κοι­μό­ταν ὄρ­θιος.

Πο­τέ του δέν ξά­πλω­σε σέ κρεβ­βά­τι γιά νά ἀ­να­παυ­θῆ. Κα­θόταν σέ μία κα­ρέ­κλα ἤ σ᾿ ἕ­ναν κα­να­πέ διότι ἤθε­λε σάν τόν στρα­τι­ώ­τη νά εἶ­ναι πάν­τα ἕ­τοι­μος. Ἔ­τσι τόν βρῆ­καν οἱ πα­τέ­ρες, κα­θι­σμέ­νον στόν κα­να­πέ, με­τά ἀ­πό τήν ἀ­γρυ­πνί­α τῶν Εἰ­σο­δί­ων, στίς 21–11–1994, ἐ­νῶ ἡ κα­θα­ρή ψυ­χή του εἶ­χε πε­τά­ξει στο­ύς οὐ­ρα­νούς κον­τά στόν Χρι­στό πού ἀγά­πη­σε ἀ­πό μι­κρός καί δι­η­κό­νη­σε ποι­κι­λο­τρό­πως σέ ὅ­λη του τήν ζω­ή.

Οἱ πα­τέ­ρες πα­ρα­τή­ρη­σαν πά­νω στό κρεβ­βά­τι του ἕ­να πα­χύ στρῶ­μα σκό­νης καί ἀ­ρά­χνες. 

Σ᾿ αὐ­τή τήν ζω­ή ὁ γέ­ρον­τας Εὐ­θύ­μιος δέν χόρ­τα­σε τόν ὕ­πνο, δέν ξε­κου­ρά­στη­κε σάν ἄν­θρω­πος, ἀλ­λά τώ­ρα ὁ Κύ­ριος, ὁ δί­και­ος Κρι­τής, ἂς τόν ἀ­ναπαύ­ση ἐν τῇ ἀ­γή­ρῳ μα­κα­ρι­ό­τη­τι.

Ὅ­σοι τόν γνώ­ρι­σαν, τόν θυ­μοῦν­ται μέ συγ­κί­νη­ση ὡς ἅ­γιο ἄν­θρω­πο.

Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με. Ἀ­μήν.

1. Κλῖμαξ ΚΖ’ (Α΄), δ’.

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2019/07/blog-post_98.html#more

Ἡ Ἁγία Ἄννα μετά τῆς Θεοτόκου-Ἡ θαυματουργή εἰκόνα ἀπό τήν Σμύρνη

Η εικόνα ίσως περιέχει: 2 άτομα, άτομα στέκονται

Αυτή η εικόνα της Αγίας Άννας με την δωδεκάχρονη Παναγία μας, έχει έρθει από την Σμύρνη. Σώθηκε μέσα από την φωτιά στην πλατεία, εκεί που καίγονταν όλες οι εικόνες της Μητρόπολης της Σμύρνης,της Αγίας Φωτεινής. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης οδηγούσε σε αυτήν την εικόνα τα άτεκνα ζευγάρια. Τους έβαζε να νηστεύουν σαράντα ημέρες με προσευχή και παράκληση στην Αγία, κι έπειτα να πηγαίνουν και να κοινωνούν. Και ήταν πολλά τα ζευγάρια που αποκτούσαν παιδί. Η εικόνα ήταν γεμάτη από τα τάματα αφού τελούσε πολλά θαύματα, ακόμη και στους μουσουλμάνους.

Βρίσκεται στην Ιερά Μονή Αναλήψεως στα Σκούρτα Βοιωτίας. Πολλά είναι τα ζευγάρια που προσέρχονται να επικαλεστούν την βοήθεια της Αγίας Άννας για να αποκτήσουν παιδάκι. Τα ονόματά τους γράφονται σε ιδιαίτερο δίπτυχο και μνημονεύονται στην αγία Πρόθεση μέχρι να συλλάβουν παιδί.

Η ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ

Η Γιασεμή είχε πάει στην Σμύρνη να πάρει τα κορίτσια της ξαδέλφης της για να φύγουν. Ήταν από τους τελευταίους Έλληνες της μαρτυρικής πόλης. Στο δρόμο της λοιπόν, και ενώ όλοι κοιτάζουν πώς να σωθούν από την κόλαση της ήδη φλεγόμενης πόλης, βλέπει έξω από την Αγία Φωτεινή να καίνε τις εικόνες. Είχε μαζί της κι έναν υπάλληλο Τούρκο, τον Αλί. Βγάζει από την τσέπη του φουστανιού της ότι χρήματα είχε πάνω της και του λέει:

«Βρε Αλί, πάρε αυτά, δώστα στον στρατιώτη να σε αφήσει να περάσεις και πήγαινε να πάρεις μια εικόνα. Θα μας κάψει ο Θεός να βλέπουμε να καίγεται η κληρονομιά μας.»

Πήγε ο Αλί, άρπαξε μια εικόνα και όταν την έφερε είδε η Γιασεμή ότι ήταν η εικόνα που είχε κάνει δώρο η μητέρα της στην Αγία Φωτεινή, από ευγνωμοσύνη στην Αγία Άννα, γιατί της χάρισε το πρώτο παιδί. Αυτή η εικόνα κοσμούσε τον Μητροπολιτικό ναό της Σμύρνης και θαυματουργούσε.

Ξαναβρέθηκε λοιπόν στα χέρια της Γιασεμής που την κρατούσε σαν θησαυρό και την έφερε στην Χίο και από εκεί, μετά από χρόνια ήρθε στην Ιερά Μονή.

πηγή

https://proskynitis.blogspot.com/2019/07/h.html

Πατὴρ Ἰωάννης Ῥωμανίδης: «Τὸ ἄκτιστο Φῶς, εἶναι τὸ ἴδιο τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως»


Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὴ Θεολογία», τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Σ. Ῥωμανίδου (†)

Ὅταν κάποιος δῆ τὸν Θεόν, ἡ πίστις καὶ ἡ ἐλπὶς καταργοῦνται καὶ μένει μόνον ἡ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ λέγει ξεκάθαρα ὁ ἀπόστολος Παύλος. Ἡ πίστις δηλαδὴ πρὸς τὸν Θεὸν μαζὶ μὲ ὅλα τὰ συναφῆ νοήματά της, καθὼς καὶ ἡ ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ συναφῆ νοήματά της καταργοῦνται, ὅταν κανεὶς βλέπη τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι ἡ Ἀγάπη. Τὰ νοήματα ἀντικαθίστανται τότε ἀπὸ τὴν ἴδια τήν θέα τοῦ ἀγαπωμένου. Τότε ὁ ἄνθρωπος δοξάζεται, δηλαδὴ βλέπει τὸν Χριστὸ ἐν δόξῃ, και μετέχει στήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὑφίσταται μέθεξι Θεοῦ.
Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἀντιμετωπίζουν τοὺς συνανθρώπους των μὲ βάση τὶς ἤδη διαμορφωμένες γι’ αὐτοὺς ἀντιλήψεις. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνος ποὺ ἀντικρύζει τὸν Χριστὸν κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, δηλαδὴ ἐκεῖνος στὸν ὁποῖον ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστὸς μὲ τὴν δεδοξασμένη Θεανθρώπινη Του φύσι, δὲν μπορεῖ νὰ κρατήση τότε στὸν νοῦ του κανένα ἀνθρώπινο νόημα ἢ προηγούμενη γνώμη, ποὺ ἐνδεχομένως εἶχε σχηματίσει γιὰ τὸν Χριστό, διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀπολύτως στὴν ὑλικὴ ἢ ἄϋλη δημιουργία, τίποτε τὸ κτιστὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ νὰ μοιάζη μὲ τὴν ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς δόξης τοῦ δεδοξασμένου Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον τώρα ἀντικρύζει. 

Ἁπλῶς δέχεται τὸν Χριστὸ ὅπως τὸν βλέπει. Οὔτε νὰ Τὸν περιγράψη μπορεῖ οὔτε νὰ μιλήση γι’ Αὐτὸν μὲ ἀντικειμενικότητα μπορεῖ. Διότι δὲν ὑπάρχουν ἀνθρώπινες λέξεις, ποὺ νὰ μποροῦν νὰ περιγράψουν τὴν ἄκτιστη πραγματικότητα τοῦ Χριστοῦ, τῆς θεϊκῆς φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.

Λόγος περί ὁμοφυλοφιλίας καί οἱ ἀναφορές στήν Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ

Σύμφωνα με σύγχρονους άγιους (Άγιος Πορφύριος ο Αγιορείτης, Γέροντας Αναστάσιος της ιεράς μονής Κουδουμά στην Κρήτη και άλλους) ο κάθε άνθρωπος ορίζεται σαν ψυχοσωματική οντότητα (30% σωματική και 70% ψυχική).Η σωματική ανθρώπινη διάσταση αφορά την γονιδιακή κληρονομικότητα των προγόνων μας (κυτταρική μνήμη, D.N.A.). Και η σύγχρονη Γενετική μοριακή βιολογία παραδέχεται αυτό που οι Ορθόδοξοι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν σωματικά αδιάβλητα (=ακατηγόρητα) πάθη, που κληρονομούνται από τους προγόνους στους απογόνους μέσω D.N.A.Η χαρτογράφηση του ανθρώπινου D.N.A. που ολοκληρώθηκε σχεδόν απόλυτα, από το 1995-2005 μ.Χ. κατέπληξε όλον τον κόσμο γιατί επιβεβαίωσε ότι τα 24.000 (περίπου) ανθρώπινα γονίδια, που κληρονομούμε άκοντες (=μη θέλοντες) από τις αλλεπάλληλές γενιές των φυσικών μας προγόνων ευθύνονται αμεσότατα για τις ροπές που έχουμε σε γήρας, θάνατο σωματικό, πάθη, διάφορες αρρώστιες (σχεδόν όλες τις αρρώστιες) όλων των σωματικών ανθρωπίνων συστημάτων: κυκλοφορικό, νευρικό, γενετικό κλπ). Μέσα σε αυτές τις κληρονομούμενες γενετικές ροπές, συμπεριλαμβάνονται και τάσεις για εγκληματική και αντικοινωνική παραβατικότητα (ροπή για έγκλημα, για βία, για αλκοολισμό, ναρκωτικά και σεξουαλική διαστροφή).Θυμάμαι χαρακτηριστικά, που γεννήθηκαν δυο δίδυμα ετεροζυγωτικά (διαφορετικό ωάριο και σπερματοζωάριο) αγοράκια στην γειτονιά μου –μέσα στην δεκαετία του 1960-1970. Το ένα αγοράκι έγινε υπέρ-γυναικάς και το άλλο το αδελφάκι του ασυναίσθητα ‘’ενστικτωδώς’’ έβαζε ‘’χέρι’’ σε άλλα αγοράκια και εξελίχθηκε σε μεγάλο ομοφυλόφιλο. Και οι δυο μάλιστα ζουν ακόμη και είναι και ευλαβέστατοι και ορθοδοξότατοι, δηλαδή αμαρτωλοί μεν αλλά ασυμβίβαστοι και αγωνιζόμενοι μετανοούντες δε.Κάθε ένας μας, σίγουρα, έχει παρόμοιες εμπειρίες στο οικογενειακό ή το οικείο περιβάλλον του! Στην τραγική περίπτωση των δυο ετεροζυγωτικών δίδυμων αγοριών υπήρχαν από ‘’γεννησιμιού’’ τους και ορμονικές διαφορές. Το ομοφυλόφιλο αγοράκι είχε ελάχιστη αδρεναλίνη και τεστοστερόνη και περισσότερα οιστρογόνα (γυναικείες ορμόνες). Εδώ, ολοφάνερα, έχουμε κληρονομημένη γενετική ανωμαλία που ο Χριστός επιτρέπει για λόγους που ξέρει Αυτός [1] . Επίσης, όπως μας έλεγε ο Άγιος Πορφύριος ο Αγιορείτης στο Μήλεσι, όλα τα αγοράκια και τα κοριτσάκια κάπου στην αρχή της εφηβείας τους (περίπου από 11-13 ετών) και για ένα εξάμηνο, περίπου, έχουν μια μικρή αύξηση των αντιθέτων του φύλου τους ορμονών για να ομορφαίνουν (τα αγοράκια μικρή αύξηση οιστρογόνων – τα κοριτσάκια μικρή αύξηση αδρεναλίνης και τεστοστερόνης).Σε εκείνη ακριβώς την προσωρινή σωματική ‘’φάση’’ τα ταγκαλάκια (οι δαίμονες) πολεμούν εντονότατα τους αθώους και απονήρευτους έφηβους με πονηρούς λογισμούς ομοφυλοφιλίας για να τους δώσουν μπερδεμένη δισεξουαλική κατεύθυνση.Αυτό το ξέρανε από παλιά στην Κρήτη γι’ αυτό, και σήμερα ακόμη, πολλοί γονείς αγοριών, κυρίως, στα πρώιμα εφηβικά τους στάδια τα οδηγούν –δυστυχώς- να πορνεύσουν για να τα σιγουρέψουν, να ΄΄αντρέψουν΄΄ γιατί φοβούνταν μη τους εξελιχθούν, τα αγόρια τους σε ‘’αδελφές’’. Ο αντίστοιχος μικρότερος φόβος για τα κορίτσια τους, οδηγούσε τους γονείς τους να τα προξενέψουν και να τα παντρέψουν νωρίς.Αυτές τις πρόωρες ανωμαλίες σεξουαλικής τάσης τις φοβόταν πολύ και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (345-407 μ.Χ.) και στους περίφημους λόγους του περί γάμου συνιστούσε στους γονείς της εποχής του να παντρέψουν το ταχύτερο δυνατό τα παιδιά τους.

Μαῦρες σελίδες στήν ἱστορία της γράφει ἡ Ἱ.Μ. Ξενοφῶντος.

Οι σχισματικοί της Ουκρανίας πανηγυρίζουν για άλλη μία νίκη επί του Αγίου Όρους. Το δημοσίευμα είναι στα Ουκρανικά από ιστοσελίδα των Ουκρανών σχισματικών γι’ αυτό θα περιοριστώ σε λίγα.
 Αναφέρει ότι την 9η Αυγούστου, ημέρα εορτής του Αγίου Παντελεήμονος (παλαιό ημερολόγιο), μία ομάδα προσκυνητών της «επισκοπής» Ρίβνε και Όστρο μαζί με «κληρικούς» συμμετείχαν στην Θεία Λειτουργία της Ι.Μ. Ξενοφώντος όπου χοροστάτησε ο Ηγούμενος της Μονής Αλέξιος. Μαζί με την αδελφότητα του Μοναστηριού συμμετείχε και «κληρικός» της «επισκοπής» Λβιβ.
Το δημοσίευμα αναφέρει ότι ο Ηγούμενος συγχάρηκε τους Ουκρανούς για τον «Τόμο Αυτοκεφαλίας» και τους διαβεβαίωσε ότι οι μοναχοί του Αγίου Όρους προσεύχονται για την Ουκρανία. Επίσης εξέφρασε τον σεβασμό και την ευλάβειά του στον «ευλογημένο προκαθήμενο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας Επιφάνιο».
Ο Ηγούμενος της Ι.Μ. Ξενοφώντος Αλέξιος έχει δείξει από την αρχή με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις θέσεις του στο Ουκρανικό. Συμμετείχε αυτοπροσώπως στην ενθρόνιση του σχισματικού Επιφάνιου.

Τήν ἐβάπτισεν ὁ Χριστός!!!


ΤΗΝ ΕΒΑΠΤΙΣΕΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ!!!

Εὑρισκόμενος -χάριτι Θεοῦ, γιά πολλοστήν φοράν- εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, εἶχα τήν μεγάλην εὐλογία νά συνομιλήσω καί πάλι, μεταξύ ἄλλων, μέ τόν πολυσέβαστον Ἀρχιμανδρίτην Παρθένιον, Γέροντα τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Ἁγίου Παύλου. Στά πλαίσια τῆς εὐλογημένης συζητήσεως, ὁ Γέροντας ἀναφέρθηκε καί στά μαρτύρια τῆς Ἁγίας Χριστίνης, ἑστιάζοντας στήν Βάπτισή της, ἀπό τόν Κύριον, στήν μέση τοῦ πελάγους!

16 Αὐγούστου. Ἡ ἐξ Ἐδέσσης ἀνακομιδή τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος, ἤ τοι τοῦ ἰεροῦ μανδηλίου. Ἁγιογραφικό ἀνάγνωσμα.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ. 16ης Αὐγ. (Α΄ Τιμ. γ΄ 13 - δ΄ 5).

Α Τιμ. 3,13         οἱ γὰρ καλῶς διακονήσαντες βαθμὸν ἑαυτοῖς καλὸν περιποιοῦνται καὶ πολλὴν παῤῥησίαν ἐν πίστει τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Α Τιμ. 3,13                Διότι εκείνοι, οι οποίοι με σύνεσιν και φόβον Θεού διηκόνησαν καλώς και διακονούν, αποκτούν καλόν βαθμόν, προάγονται δηλαδή στο αξίωμα του ιερέως και του αρχιερέως· επί πλέον δε αποκτούν τόλμην και θάρρος να ομολογούν και να κηρύττουν την πίστιν στον Ιησούν Χριστόν.