ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ
Σελίδες
▼
Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019
4. Τό μεγαλεῖο τῆς Παρθενίας Δ΄, 1-8-2019, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου
4. Τό μεγαλεῖο τῆς Παρθενίας Δ΄, Γυναικεῖος Ὁρθόδοξος Μοναχισμός (Ι.Μ. Παντοκράτορος Κερκυρας), 1-8-2019, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου
ζωντανή μετάδοση, Ἱ.Μ. Ἁγίας Τριάδος Ἐδέσσης, http://hristospanagia3.blogspot.gr, http://hristospanagia.gr καί τό νέο ἱστολόγιο http://agiapsychanalysi.blogspot.gr
Ἐν τῷ φωτί σου τὰς ὁδοὺς ἡμῶν εὔθυνον, , 6-8-2019, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου
Ἐν τῷ φωτί σου τὰς ὁδοὺς ἡμῶν εὔθυνον, Α΄ κανών Μεταμορφώσεως, Ἁγ. Νικοδήμου, 6-8-2019, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου
ζωντανή μετάδοση, Ἱ.Μ. Ἁγίας Τριάδος Ἐδέσσης, http://hristospanagia3.blogspot.gr, http://hristospanagia.gr καί τό νέο ἱστολόγιο http://agiapsychanalysi.blogspot.gr
Ἕνας ἱερεύς ζηλωτής, μέ πλούσια δράση, εἶδε κάποτε ἕνα ὄνειρο…
Ο π. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος μας αφηγείται ένα ασυνήθιστο περιστατικό στο οποίο ο καθένας ίσως θα μπορούσε να δει μια εικόνα του εαυτού του.
Σ’ ένα άρθρο από το περιοδικό «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» (1-11-1956), το οποίο είχε φυλάξει στο αρχείο του ο αείμνηστος Γέροντας, πατήρ Αρσένιος Κομπούγιας, του ησυχαστηρίου «Παναγία η Γοργοεπήκοος» στη Ναύπακτο, γράφει το εξής σημαντικό γεγονός:
Ένας ιερεύς ζηλωτής, με πλούσια δράση, είδε κάποτε ένα όνειρο. Ο ίδιος μας το έχει περιγράψει ως εξής:
«Καθόμουνα στην πολυθρόνα μου, κουρασμένος κι εξαντλημένος από την εργασία. Το σώμα μου πονούσε απ’ τη μεγάλη κόπωση.
Πολλοί στην ενορία μου ζητούσαν τον πολύτιμο «Μαργαρίτη». Καί πολλοί τον είχαν βρεί. Η ενορία μου προόδευε από κάθε άποψη. Η ψυχή μου πλημμύριζε από χαρά, ελπίδα και θάρρος. Τα κηρύγματά μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Πολλοί προσήρχοντο στην Εξομολόγηση. Η εκκλησία μου ήταν πάντοτε ασφυκτικά γεμάτη. Είχα κατορθώσει να κινητοποιήσω ολόκληρη την ενορία.
Ικανοποιημένος απ’ όλα, εργαζόμουνα κάθε μέρα μέχρις εξαντλήσεως. Ενώ σκεπτόμουνα όλα αυτά, χωρίς να το καταλάβω, με πήρε ο ύπνος. Τότε συνέβη το εξής, που θα σας περιγράψω:
Ένας ξένος μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Το πρόσωπό του ήταν γλυκό κι είχε μεγάλη πνευματικότητα. Ήταν καλά ντυμένος και κρατούσε στο χέρι του μερικά όργανα χημικού εργαστηρίου. Η όλη του εμφάνιση προκαλούσε παράξενη εντύπωση. Ο ξένος με πλησίασε. Κι ενώ μου άπλωνε το χέρι του για να με χαιρετήσει, με ρώτησε:
Ο ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΈΝΟΣ.
Ένας δαιμονισμένος, παιδεύοταν πολλά χρόνια από το δαιμόνιο. Οι Πατέρες ενός κοινοβίου, τον είχαν πάει σε πολλούς γέροντες για να τον θεραπεύσουν, αλλά κανείς δεν κατόρθωσε να βγάλει το δαιμόνιο. Τελικά τον πήγαν και σε έναν διακριτικό γέροντα, που ήταν μεγάλος νηστευτής. Ο γέροντας τους είπε:
- Αδερφοί και Πατέρες, δεν έχω το χάρισμα να εκβάλλω δαιμόνιο. Έχω όμως την αγάπη και παρακαλώ το δαιμόνιο, να φύγει από αυτόν τον άνθρωπο και να έρθει σε μένα, για να ξεκουραστεί λίγο και αυτός ο αδερφός!
Πράγματι, βγαίνει το δαιμόνιο και μπαίνει σε αυτόν τον γέροντα, ενώ ο δαιμονισμένος έγινε καλά.
Ο γέροντας για πολλά χρόνια ήταν δαιμονισμένος, αλλά μια μέρα βγαίνει ο διάβολος, σαν ένας μαύρος γάτος, από τον γέροντα. Ο γέροντας βλέποντας να βγαίνει το δαιμόνιο, του λέει:
Ἀπό ποιούς πρέπει νά παίρνουμε μαθήματα ὀρθοδόξου ἤθους; (Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς)
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 11η Ιουλίου 2019
ΑΠΟ ΠΟΙΟΥΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΘΟΥΣ;
Στους έσχατους και αποκαλυπτικούς καιρούς μας, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, από οικουμενιστικούς κύκλους, μια γιγαντιαία προσπάθεια να αποχαρακτηρισθούν οι σύγχρονοι αιρετικοί, ως αιρετικοί και να προβληθούν ως έχοντας δήθεν μια διαφορετική παράδοση.
Η αίρεση και η κακοδοξία «βαπτίστηκε» ως «νόμιμη διαφορετικότητα», όπως την χαρακτήρισε πρόσφατα, ο αιρεσιάρχης του Βατικανού, ορθά – κοφτά, στην ορθόδοξη αντιπροσωπία, κατά την «θρονική εορτή» της «εκκλησίας της Ρώμης». Αυτό διδάσκει, περί των συγχρόνων αιρέσεων, ο Παπισμός, αυτό δυστυχώς δέχονται και διδάσκουν και οι δικοί μας ορθόδοξοι θιασώτες της λεγομένης «Οικουμενικής Κινήσεως». Μάλιστα πολλοί έχουν φτάσει στο σημείο να αρνούνται την ύπαρξη αιρέσεων, με την στενή σημασία της, στην εποχή μας, και να την περιορίζουν στην αρχαία Εκκλησία! Πρόκειται για την καλλιέργεια του λεγομένου «λαϊκού οικουμενισμού», ώστε μέσω του οποίου, λίγο κατ’ ολίγο, να «εξοικειωθεί» το ορθόδοξο πλήρωμα με τις αιρέσεις και να μην αντιδρά στα«ανοίγματα» προς αυτές, μέσω του λεγομένου «επανακαθορισμού» ή αμνηστεύσεως των αιρέσεων.
Εφόσον δεν «βλέπουν» κακοδοξίες και αιρέσεις στον, εκτός της Ορθοδοξίας, κατακερματισμένο χριστιανικό κόσμο, συμπεριφέρονται στους αιρεσιάρχες ως να είναι ορθόδοξοι, ως να είναι εκκλησιαστικά πρόσωπα, να τους αποδίδουν εκκλησιαστικές τιμές, ως να έχουν ιεροσύνη, ως αρχηγούς αληθινών «εκκλησιών». Κι ακόμα δεν παραλείπουν να τους εγκωμιάζουν υπερβαλλόντως για κάποιες πράξεις τους και τα λεγόμενά τους, προβάλλοντάς τους ως πρότυπα εκκλησιαστικού ήθους και ποιμαντικής για τους ορθοδόξους!
Αφορμή για το παρόν σχόλιό μας πήραμε από πρόσφατο άρθρο, δημοσιευμένο στο ιστολόγιο «ΡΟΜΦΑΙΑ» (9-7-2019), του κ. Αλεξάνδρου Ντελόπουλου, με θέμα:«ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΘΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ». Δεν γνωρίζουμε το αρθρογράφο, ούτε αν έχει επαρκείς θεολογικές γνώσεις. Διαβάζοντας όμως το άρθρο του διαπιστώνουμε δυστυχώς, πόσο στρεβλή εικόνα έχει για τις πραγματικές διαστάσεις της αίρεσης στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας και τις ολέθριες συνέπειες στη ζωή των πιστών. Προφανώς αγνοεί ότι η αίρεση δεν είναι ένα απλό ιδεολόγημα, μια απλή επιλογή ορισμένων θρησκευτικών αρχών και δοξασιών, αλλά δημιουργεί τεράστιες οντολογικές αλλοιώσεις στον πλανεμένο άνθρωπο. Αλλοιώνει βαθύτατα και το ήθος του, διότι ο αιρετικός στερημένος της θείας χάριτος, γίνεται αποδέκτης καταιγισμού της δαιμονικής ενέργειας, η οποία τον αλλοτριώνει και τον εμποδίζει να έρθει «εις εαυτόν» και να επιστρέψει στην αλήθεια για να σωθεί. Κύριο γνώρισμα των αιρετικών και ιδίως των αιρεσιαρχών, είναι η υπερηφάνεια, η οποία τους κλείνει κάθε χαραμάδα συνειδητοποίησης τη πλάνης τους.
Ὅταν ἔχεις τήν συνείδησή σου καθαρή, μή φοβᾶσαι ποτέ ἀπό τίποτε
ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΜΠΟΚΑ
Ή φωνή τής συνειδήσεως είναι μία σιωπηλή κραυγή, μία μυστική φωνή, τήν όποία τήν άκοϋς καί τήν καταλαβαίνεις ότι έρχεται άπό μέσα σου, άλλ’ όμως έρχεται έξω άπό σένα, άπό τόν Θεό.
Ή ϊδια ή λέξις συνείδησις σημαίνει νά ξέρης μαζί, τό ϊδιο. Κι αύτοί πού ξέρουν μαζί τό ϊδιο πράγμα είναι ό Θεός καί ό άνθρωπος. Επομένως, ό λογισμός ή ή συνείδησις είναι οφθαλμός μέ τόν όποιο βλέπει ό Θεός τόν άνθρωπο καί ό ‘ίδιος οφθαλμός είναι μέ τόν όποϊο βλέπει ό άνθρωπος τόν Θεό. Όπως Τόν βλέπω έτσι μέ βλέπει -έτσι αισθάνομαι ότι μέ βλέπει- όρασις ταυτόχρονη καί άπό τά δύο μέρη.
* * *
Ή διεστραμμένη θέλησις καί γενικά όλα τά πάθη, ιδιαίτερα ή περιφρόνησις αύτής τής φωνής, επισωρεύουν μερικά λέπια έπάνω στά αύτιά, τά όποια καλύπτουν τήν φωνή, ώστε νά μήν άκούγεται πλέον. Τότε καί ό Θεός σβήνεται άπό τόν οφθαλμό μας, ώστε νά μάς φαίνεται ότι δέν υπάρχει πλέον. Διά τών άμαρτιών μας, ή συνείδησίς μας έξησθένησε. «Ετσι καταλαβαίνουμε πώς είναι τόσο δυνατό σκοτάδι ό Θεός στά μάτια τών άμαρτωλών, ώστε νά φθάνουν άπό τήν καλή πίστι στήν πλάνη τής άπιστίας, ή όποία καί τούς κυριεύει καί νομίζουν ότι μόλις τότε έφθασαν στήν «άλήθεια».
* * *
Ή φωνή τής συνειδήσεώς μας δέν θά ήμπορή νά είναι στό ϊδιο έπίπεδο όλη τήν περίοδο τής έπί γής ζωής μας. Κάπου – κάπου άρχιζε ι νά κραυγάζει, διαπερνώντας τά λέπια τής άκοής μας καί καταγγέλοντάς μας ενώπιον τού Θεοϋ καί ενώπιον μας γιά όλες τίς άνομίες πού έπράξαμε καί, έάν δεν συμφιλιωθούμε μ’ αύτόν τόν κατήγορο μας, όσο καιρό είμεθα οδοιπόροι στήν παρούσα αύτή ζωή (Ματ. 5, 25), θά έχουμε τότε τόν Λόγο τοϋ Θεοϋ, διότι Αύτός θ’ άκούση τήν καταγγελία καί θ’ άποδώση δικαιοσύνη καί θά μάς ρίξη στά βάσανα τής κολάσεως.
Ἡ βασκανία στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Γεωργίου Ζαραβέλα Θεολόγου ΜΑ Ιστορικής Θεολογίας - Λειτουργικής ΕΚΠΑ
Ο όρος "βασκανία" ορίζει το φθόνο, τη συκοφαντία, την κακολογία, αλλά και τη διά του βλέμματος επίδραση κάποιου σε άλλο πρόσωπο, κοινά ονομαζόμενη και ως μάτιασμα. Η λέξη προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό όρο βάσκανος και το ρήμα βασκαίνω, με την ίδια σημασία. Η περί βασκανίας πεποίθηση απαντάται τόσο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, όσο και σε άλλες κοινωνίες, λαούς και εποχές.
Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και άλλες επιφανείς προσωπικότητες , ιδίως οι: Δημόκριτος, Πλούταρχος, Αριστοτέλης, Ηλιόδωρος, επιχείρησαν να εξετάσουν τη βασκανία από τη σκοπιά της ψυχολογίας. Ο ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος αναφέρει περιστατικό βασκανίας σε βοσκό. Οι Ρωμαίοι λάτρευαν μεταξύ των θεοτήτων τους και τη Cumina, η οποία είχε ως αποκλειστικό έργο την αποτροπή της βασκανίας. Ψήγματα των δοξασιών αυτών υπάρχουν και στη σύγχρονη εποχή, άλλοτε έκδηλα και άλλοτε καλυμμένα κάτω από το πρόσχημα της λαϊκής ευσέβειας.
Η Εκκλησία, σαφώς, δεν αποδέχεται τη βασκανία – μάτιασμα υπό τις ανωτέρω εκδοχές, αφού δεν αποτελεί έργο χριστιανικό, αλλά δαιμονική επιβουλή κατά του ανθρώπου και της δημιουργίας. Η βασκανία συνιστά δεισιδαιμονία, η οποία αποστρέφει τον άνθρωπο από την πίστη στην πρόνοια του Θεού και τον αιχμαλωτίζει σε έναν κυκεώνα μυστικιστικών πρακτικών. Οι πρακτικές αυτές, συμπεριλαμβανόμενες υπό τον γενικό τίτλο «ξεμάτιασμα», φαίνονται στα μάτια των καλόπιστων ως ευεργετικές, αλλά συνιστούν και εκείνες πλάνη, χειρότερη από την αρχική περί βασκανίας κακοδοξία.
Τα αγιογραφικά κείμενα σπάνια μιλούν για τη βασκανία. Οι παλαιοδιαθηκικές αναφορές είναι ελάχιστες και συνδέονται με την έννοια του φθόνου (Παροιμ. κγ’, 6, κη’ 22, Σοφ. Σειρ. ιδ’, 3). Η μοναδική περί βασκανίας αναφορά της Καινής
Διαθήκης απαντάται στην προς Γαλάτας παύλεια επιστολή, όπου ο Απόστολος των Εθνών διερωτάται ποιος φθόνησε την Εκκλησία της Γαλατίας για την πρόοδό των μελών της στην πίστη (Γαλ. γ’, 1).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς ασχολούνται με το ζήτημα της βασκανίας και της γοητείας, χωρίς να την αποδέχονται, αλλά τη θεωρούν ως δαιμονική πλάνη, η οποία επιβουλεύεται τη σωτηρία του ανθρώπου, και ως αποτέλεσμα του φθόνου. Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας χρησιμοποιεί στα έργα του τον όρο, υπό την έννοια του φθόνου, ενώ ο Μέγας Βασίλειος συνέγραψε λόγο «Περί φθόνου», στον οποίο αναφέρεται και στη βασκανία.
Στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας συντέθηκαν κατά καιρούς διάφορες ευχές κατά της βασκανίας, οι οποίες συν τω χρόνω εντάχθηκαν στα Ευχολόγια. Η επίσημη τελετουργική θέση της Εκκλησίας δεν προβάλλει την καταστολή της βασκανίας με ειδικές τελετές, όπως απαντάται σε άλλα θρησκεύματα και πολιτισμούς, αλλά με την υπέρ υγείας ευχή και προσευχή του πάσχοντος πιστού. Η προφύλαξη των πιστών από τη βασκανία επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την ενεργό συμμετοχή τους στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Η θέση αυτή εκφράζεται με την ειλικρινή μετοχή του χριστιανού στις εκκλησιαστικές ακολουθίες και κυρίως το μυστήριο της μετάνοιας – εξομολόγησης, τη Θεία Ευχαριστία, την αδιάλειπτη προσευχή, τη νηστεία και την άσκηση στην αρετή.
Η ύπαρξη διαφόρων λαϊκών ευχών, οι οποίες συντέθηκαν συγκριτικά με βάση αναφορές από τα λειτουργικά κείμενα, εξωεκκλησιαστικές πεποιθήσεις και λαϊκές δοξασίες, είναι απορριπτέες από την Εκκλησία. Οι ευχές αυτές, που συνήθως συνοδεύονται από μικρό τελετουργικό, όπως η ρίψη σταγόνων ελαίου ή κόκκων άλατος σε ποτήρι με νερό, η κυκλική μετακίνηση του πάσχοντα κ.α., είναι απλά εξωχριστιανικά κατάλοιπα, τα οποία ικανοποιούν το λαϊκό αίσθημα αποδίωξης του κακού, αλλά δεν ωφελούν πραγματικά τον πιστό.
Οι πρακτικές του εμπτυσμού ή της μούντζας είναι σίγουρα απαράδεκτες. Οι κινήσεις αυτές είναι άσχετες προς το σεβασμό του ανθρωπίνου προσώπου, απαξιωτικές προς το κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένο τέλειο κτίσμα Του και δηλώνουν ασέβεια προς τον Θεό, ο οποίος γίνεται αισθητός στον άνθρωπο μέσα από την παρουσία του συνανθρώπου. Η θεώρηση του εμπτυσμού ως μεθόδου που αποτρέπει τη βασκανία βασίζεται στην πεποίθηση ότι προκαλείται αλλοίωση της τέλειας όψης του ανθρώπου, η οποία θα αποδιώξει τα ‘’κακά βλέμματα’’ και θα τον σώσει από τα αρνητικά αποτελέσματα του φθόνου και της κακολογίας. Ο εμπτυσμός, άλλωστε, συνδέεται τελετουργικά με την αποδίωξη των δαιμονικών δυνάμεων, την οποία δηλώνει ο προς το βάπτισμα προσερχόμενος ή ο ανάδοχός του, εφόσον ο πρώτος είναι βρέφος ή νήπιο.
Τα λειτουργικά Ευχολόγια περιλαμβάνουν σχετική ευχή, η οποία αναγιγνώσκεται αποκλειστικά από τον ιερέα. Η ευχή αυτή δέεται υπέρ της σωτηρίας και ανακούφισης του ανθρώπου από τη δαιμονική επήρεια, η οποία προκλήθηκε από το φθόνο και τη ζήλεια των συνανθρώπων του. Το έργο της ανάπεμψης αυτή της ευχής, όπως και όλων των άλλων ευχών του Μεγάλου Ευχολογίου, οφείλει να παραμένει στον κλήρο και να μην οικειοποιείται από λαϊκά μέλη της Εκκλησίας, αφού μόνο ο επίσκοπος και δι’ εκείνου ο πρεσβύτερος έχουν το δικαίωμα να ιεροπρακτούν. Η ανάθεση σε λαϊκό να αναπέμψει ευχές κατά της βασκανίας δηλώνει, επίσης, έμμεσο, συνήθως ακούσιο, παραγκωνισμό του κλήρου και του υψηλού υπουργήματός του.
Η συνέργεια των λαϊκών στη περί βασκανίας προβληματική πρέπει να περιορίζεται στην προσευχή υπέρ του πάσχοντα αδελφού. Η προσευχή αυτή μπορεί να συνοδεύεται με την απαγγελία τροπαρίων αγίων ή και το κοινό σταύρωμα με συνημμένα τα τρία δάκτυλα της δεξιάς χείρας, ακριβώς όπως σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Κάθε άλλη πρακτική δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή, αφού δεν έχει εκκλησιαστικό έρεισμα, αντιβαίνει στην περί ιερωσύνης διδασκαλία της Εκκλησίας και δεν υπολογίζει ότι η σωτηρία του ανθρώπου επιτυγχάνεται μέσα από τη μυστηριακή ζωή του Σώματος του Χριστού.
Η ευχή περί βασκανίας δεν επέχει θέση «αντιβασκανικού εμβολίου», σύμφωνα με τον Ιω. Φουντούλη,ούτε είναι μαγική τελετουργία, η οποία αυτόματα θα θεραπεύσει τον πάσχοντα. Ο λειτουργός πρέπει να είναι επιφυλακτικός σχετικά με ποιες περιπτώσεις πιστών πρέπει να αναγνωστεί η ευχή, αφού πρώτα συζητήσει μαζί τους και διαγνώσει ως ποιμένας ότι υπάρχει ζήτημα. Η άκριτη διασπορά της ευχής της βασκανίας, όπως και άλλων ευχών και αγιαστικών τελετών, τις καθιστά αναλώσιμο φάρμακο ταχείας και εύκαιρης δραστικότητας, διασύροντας και βεβηλώνοντας τα αγιαστικά μέσα της Εκκλησίας, εξισώνοντάς τα με πράξεις μαγείας και δεισιδαιμονίας.
Καταλληλότερη θα ήταν η εποικοδομητική ενημέρωση των πιστών και η πνευματική καθοδήγησή τους στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, με τρόπο πατρικό και ποιμαντικό.
Βιβλιογραφία:
Αρχιμανδρίτη Γ., Θεία Λατρεία και λαϊκά έθιμα, Διπλωματική Εργασία, Θεσσαλονίκη 2013.
Βασιλείου του Μεγάλου, Ομιλία ΙΑ’ «Περί φθόνου», Migne PG 31, στ. 372B-385C.
Μπαμπινιώτη Γεω. Δ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Κέντρου Λεξικολογίας, Αθήνα 1998.
Μωραΐτη Δημ. Ν., «Βασκανία», ΘΗΕ, 3 (1963), στ. 734-735.
Φουντούλη Ιω. Μ., Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τ. Β’, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2006.
ΠΗΓΗ
https://proskynitis.blogspot.com/2019/08/blog-post_3.html#more
Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και άλλες επιφανείς προσωπικότητες , ιδίως οι: Δημόκριτος, Πλούταρχος, Αριστοτέλης, Ηλιόδωρος, επιχείρησαν να εξετάσουν τη βασκανία από τη σκοπιά της ψυχολογίας. Ο ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος αναφέρει περιστατικό βασκανίας σε βοσκό. Οι Ρωμαίοι λάτρευαν μεταξύ των θεοτήτων τους και τη Cumina, η οποία είχε ως αποκλειστικό έργο την αποτροπή της βασκανίας. Ψήγματα των δοξασιών αυτών υπάρχουν και στη σύγχρονη εποχή, άλλοτε έκδηλα και άλλοτε καλυμμένα κάτω από το πρόσχημα της λαϊκής ευσέβειας.
Η Εκκλησία, σαφώς, δεν αποδέχεται τη βασκανία – μάτιασμα υπό τις ανωτέρω εκδοχές, αφού δεν αποτελεί έργο χριστιανικό, αλλά δαιμονική επιβουλή κατά του ανθρώπου και της δημιουργίας. Η βασκανία συνιστά δεισιδαιμονία, η οποία αποστρέφει τον άνθρωπο από την πίστη στην πρόνοια του Θεού και τον αιχμαλωτίζει σε έναν κυκεώνα μυστικιστικών πρακτικών. Οι πρακτικές αυτές, συμπεριλαμβανόμενες υπό τον γενικό τίτλο «ξεμάτιασμα», φαίνονται στα μάτια των καλόπιστων ως ευεργετικές, αλλά συνιστούν και εκείνες πλάνη, χειρότερη από την αρχική περί βασκανίας κακοδοξία.
Τα αγιογραφικά κείμενα σπάνια μιλούν για τη βασκανία. Οι παλαιοδιαθηκικές αναφορές είναι ελάχιστες και συνδέονται με την έννοια του φθόνου (Παροιμ. κγ’, 6, κη’ 22, Σοφ. Σειρ. ιδ’, 3). Η μοναδική περί βασκανίας αναφορά της Καινής
Διαθήκης απαντάται στην προς Γαλάτας παύλεια επιστολή, όπου ο Απόστολος των Εθνών διερωτάται ποιος φθόνησε την Εκκλησία της Γαλατίας για την πρόοδό των μελών της στην πίστη (Γαλ. γ’, 1).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς ασχολούνται με το ζήτημα της βασκανίας και της γοητείας, χωρίς να την αποδέχονται, αλλά τη θεωρούν ως δαιμονική πλάνη, η οποία επιβουλεύεται τη σωτηρία του ανθρώπου, και ως αποτέλεσμα του φθόνου. Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας χρησιμοποιεί στα έργα του τον όρο, υπό την έννοια του φθόνου, ενώ ο Μέγας Βασίλειος συνέγραψε λόγο «Περί φθόνου», στον οποίο αναφέρεται και στη βασκανία.
Στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας συντέθηκαν κατά καιρούς διάφορες ευχές κατά της βασκανίας, οι οποίες συν τω χρόνω εντάχθηκαν στα Ευχολόγια. Η επίσημη τελετουργική θέση της Εκκλησίας δεν προβάλλει την καταστολή της βασκανίας με ειδικές τελετές, όπως απαντάται σε άλλα θρησκεύματα και πολιτισμούς, αλλά με την υπέρ υγείας ευχή και προσευχή του πάσχοντος πιστού. Η προφύλαξη των πιστών από τη βασκανία επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την ενεργό συμμετοχή τους στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Η θέση αυτή εκφράζεται με την ειλικρινή μετοχή του χριστιανού στις εκκλησιαστικές ακολουθίες και κυρίως το μυστήριο της μετάνοιας – εξομολόγησης, τη Θεία Ευχαριστία, την αδιάλειπτη προσευχή, τη νηστεία και την άσκηση στην αρετή.
Η ύπαρξη διαφόρων λαϊκών ευχών, οι οποίες συντέθηκαν συγκριτικά με βάση αναφορές από τα λειτουργικά κείμενα, εξωεκκλησιαστικές πεποιθήσεις και λαϊκές δοξασίες, είναι απορριπτέες από την Εκκλησία. Οι ευχές αυτές, που συνήθως συνοδεύονται από μικρό τελετουργικό, όπως η ρίψη σταγόνων ελαίου ή κόκκων άλατος σε ποτήρι με νερό, η κυκλική μετακίνηση του πάσχοντα κ.α., είναι απλά εξωχριστιανικά κατάλοιπα, τα οποία ικανοποιούν το λαϊκό αίσθημα αποδίωξης του κακού, αλλά δεν ωφελούν πραγματικά τον πιστό.
Οι πρακτικές του εμπτυσμού ή της μούντζας είναι σίγουρα απαράδεκτες. Οι κινήσεις αυτές είναι άσχετες προς το σεβασμό του ανθρωπίνου προσώπου, απαξιωτικές προς το κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένο τέλειο κτίσμα Του και δηλώνουν ασέβεια προς τον Θεό, ο οποίος γίνεται αισθητός στον άνθρωπο μέσα από την παρουσία του συνανθρώπου. Η θεώρηση του εμπτυσμού ως μεθόδου που αποτρέπει τη βασκανία βασίζεται στην πεποίθηση ότι προκαλείται αλλοίωση της τέλειας όψης του ανθρώπου, η οποία θα αποδιώξει τα ‘’κακά βλέμματα’’ και θα τον σώσει από τα αρνητικά αποτελέσματα του φθόνου και της κακολογίας. Ο εμπτυσμός, άλλωστε, συνδέεται τελετουργικά με την αποδίωξη των δαιμονικών δυνάμεων, την οποία δηλώνει ο προς το βάπτισμα προσερχόμενος ή ο ανάδοχός του, εφόσον ο πρώτος είναι βρέφος ή νήπιο.
Τα λειτουργικά Ευχολόγια περιλαμβάνουν σχετική ευχή, η οποία αναγιγνώσκεται αποκλειστικά από τον ιερέα. Η ευχή αυτή δέεται υπέρ της σωτηρίας και ανακούφισης του ανθρώπου από τη δαιμονική επήρεια, η οποία προκλήθηκε από το φθόνο και τη ζήλεια των συνανθρώπων του. Το έργο της ανάπεμψης αυτή της ευχής, όπως και όλων των άλλων ευχών του Μεγάλου Ευχολογίου, οφείλει να παραμένει στον κλήρο και να μην οικειοποιείται από λαϊκά μέλη της Εκκλησίας, αφού μόνο ο επίσκοπος και δι’ εκείνου ο πρεσβύτερος έχουν το δικαίωμα να ιεροπρακτούν. Η ανάθεση σε λαϊκό να αναπέμψει ευχές κατά της βασκανίας δηλώνει, επίσης, έμμεσο, συνήθως ακούσιο, παραγκωνισμό του κλήρου και του υψηλού υπουργήματός του.
Η συνέργεια των λαϊκών στη περί βασκανίας προβληματική πρέπει να περιορίζεται στην προσευχή υπέρ του πάσχοντα αδελφού. Η προσευχή αυτή μπορεί να συνοδεύεται με την απαγγελία τροπαρίων αγίων ή και το κοινό σταύρωμα με συνημμένα τα τρία δάκτυλα της δεξιάς χείρας, ακριβώς όπως σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Κάθε άλλη πρακτική δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή, αφού δεν έχει εκκλησιαστικό έρεισμα, αντιβαίνει στην περί ιερωσύνης διδασκαλία της Εκκλησίας και δεν υπολογίζει ότι η σωτηρία του ανθρώπου επιτυγχάνεται μέσα από τη μυστηριακή ζωή του Σώματος του Χριστού.
Η ευχή περί βασκανίας δεν επέχει θέση «αντιβασκανικού εμβολίου», σύμφωνα με τον Ιω. Φουντούλη,ούτε είναι μαγική τελετουργία, η οποία αυτόματα θα θεραπεύσει τον πάσχοντα. Ο λειτουργός πρέπει να είναι επιφυλακτικός σχετικά με ποιες περιπτώσεις πιστών πρέπει να αναγνωστεί η ευχή, αφού πρώτα συζητήσει μαζί τους και διαγνώσει ως ποιμένας ότι υπάρχει ζήτημα. Η άκριτη διασπορά της ευχής της βασκανίας, όπως και άλλων ευχών και αγιαστικών τελετών, τις καθιστά αναλώσιμο φάρμακο ταχείας και εύκαιρης δραστικότητας, διασύροντας και βεβηλώνοντας τα αγιαστικά μέσα της Εκκλησίας, εξισώνοντάς τα με πράξεις μαγείας και δεισιδαιμονίας.
Καταλληλότερη θα ήταν η εποικοδομητική ενημέρωση των πιστών και η πνευματική καθοδήγησή τους στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, με τρόπο πατρικό και ποιμαντικό.
Βιβλιογραφία:
Αρχιμανδρίτη Γ., Θεία Λατρεία και λαϊκά έθιμα, Διπλωματική Εργασία, Θεσσαλονίκη 2013.
Βασιλείου του Μεγάλου, Ομιλία ΙΑ’ «Περί φθόνου», Migne PG 31, στ. 372B-385C.
Μπαμπινιώτη Γεω. Δ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Κέντρου Λεξικολογίας, Αθήνα 1998.
Μωραΐτη Δημ. Ν., «Βασκανία», ΘΗΕ, 3 (1963), στ. 734-735.
Φουντούλη Ιω. Μ., Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τ. Β’, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2006.
ΠΗΓΗ
https://proskynitis.blogspot.com/2019/08/blog-post_3.html#more
Ἄν κάποιος βγεῖ ἀπό τή φυλακή μέ τά σημάδια τοῦ πόνου καί μέ τήν τάση νά ἐκδικηθεῖ γιά ὅσα πέρασε...
ΕΙΠΕ Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΤ
Πιστεύω πως, αν κάποιος βγει από τη φυλακή με τα σημάδια του πόνου και με την τάση να εκδικηθεί για όσα πέρασε, γεμάτος πίκρα και μίσος, σ’ αυτό τον άνθρωπο τα βάσανα και η φυλακή δεν πρόσφεραν απολύτως τίποτα.
21 Αὐγούστου. Θαδδαίου ἀποστόλου. Ἁγιογραφικό ἀνάγνωσμα.
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ. Ἡμέρας. Τετ. ι΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Α΄ Κορ. ις΄ 4 - 12).
Α Κορ. 16,4 ἐὰν δὲ ᾖ
ἄξιον τοῦ κἀμὲ πορεύεσθαι, σὺν ἐμοὶ
πορεύσονται.
Α Κορ. 16,4 Εάν μάλιστα είναι μεγάλο το πόσον και αξίζη να μεταβώ
και εγώ εις την Ιερουσαλήμ, τότε μαζή μ' εμένα θα πάνε και οι ιδικοί σας.