Σελίδες

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ νυμφη τῶν πιστῶν, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου


Μελέτες στήν Φιλοκαλία


Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Συμεών τό Νέο Θεολόγο ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ νύμφη τῶν πιστῶν. «Ὅπως ἡ νύμφη πρίν ἀπό τό γάμο», διδάσκει ὁ ὅσιος Συμεών, «παίρνει μονάχα τόν ἀρραβώνα ἀπό τόν νυμφίο, τή συμφωνημένη ὅμως προίκα καί τά ὑποσχεμένα δῶρα περιμένει νά τά πάρει μετά τό γάμο, ἔτσι καί ἡ νύμφη τῶν πιστῶν Ἐκκλησία καί ἡ ψυχή τοῦ καθενός μας, πρῶτα παίρνει ἀπό τό Νυμφίο Χριστό μόνο τόν ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος. Τά αἰώνια ὅμως ἀγαθά καί τήν οὐράνια βασιλεία, περιμένει νά τά λάβει μετά τήν ἀναχώρηση ἀπ' αὐτόν τόν κόσμο, ὅπως βεβαιώνεται ἀπό τόν ἀρραβώνα, ὁ ὁποῖος τῆς δείχνει σάν μέσα σέ καθρέφτη τά αἰώνια ἀγαθά καί τή βεβαιώνει γιά τά συμφωνημένα μέ τόν Κύριο καί Θεό της»[1]. 
Ἡ Ἐκκλησία ὅπως καί κάθε ψυχή εἶναι νύμφη Χριστοῦ, ἀλλά καί νύμφη τῶν πιστῶν. Σύμφωνα τόν ἅγιο Συμεών τό Νέο Θεολόγο ὑπάρχει ἡ ἴδια σχέση, ἡ σχέση Νυμφίου- νύμφης τόσο μεταξύ Χριστοῦ-Ἐκκλησίας ὅσο καί μεταξύ Χριστοῦ-ψυχῆς καί Ἐκκλησίας-ψυχῆς. Ἐδῶ ὑποδηλώνεται σαφέστατα ἡ ἄρρηκτη σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Χριστό ὡς σχέση ταυτότητας. 
«Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἡ Ἐκκλησία»[2], γράφει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς. «Ἡ ἰδία ἡ Ὑπόστασις τοῦ Θεοῦ Λόγου», ἐπισημαίνει πάλιν, «δι’ ἄπειρον φιλανθρωπίαν ἔγινε ἡ αἰωνία Ὑπόστασις τῆς Ἐκκλησίας»[3]. 
Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησία συνδέεται ἄρρηκτα μέ τό ἀνερμήνευτον μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. «Ἡ Ἐκκλησία περικλείει ὅλον τό μυστήριον τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας»[4]. Γιαυτό συχνά καί σέ πολλά μέρη «Χριστός ἡ Ἐκκλησία παρά τοῦ Παύλου κατονομάζεται»[5]. 
«Ἡ Ἐκκλησία», διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, «εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός παρατεινόμενος εἰς ὅλους τούς αἰῶνας καί εἰς ὅλην τήν αἰωνιότητα»[6]. 
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὅπου εἶναι ὁ Χριστός ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία. Ἡ σχέση κάθε ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία ἔχει ὡς πρότυπο τήν σχέση Ἐκκλησίας καί Χριστοῦ. Ὅπως ἡ Ἐκκλησία ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί εἶναι ἀφοσιωμένη σ’ Αὐτόν, ἑνωμένη ἄρρηκτα μαζί Του, ἔτσι ὀφείλει καί κάθε ψυχή νά ἀγαπᾶ καί νά εἶναι ἑνωμένη ἄρρηκτα μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Ὀφείλει νά εἶναι ἕτοιμη νά θυσιαστεῖ γιά χάρη Του καί γιά χάρη Της . 
Ἐπίσης ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀλλά καί ἡ κάθε ψυχή εἶναι εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής στήν Μυσταγωγία καί μάλιστα στό Δ΄ κεφάλαιο, πού φέρει τόν τίτλο: «Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο γίνεται ἡ συμβολικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ εἰκονισμὸς τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀνθρώπου ἀπ' αὐτὸν». 
Ἡ κάθε ψυχή εἶναι τό ἅγιο Βῆμα καί ὁ νοῦς ἡ ἁγία Τράπεζα τοῦ ἔμψυχου ναοῦ, πού εἶναι ὁ κάθε πιστός. «Ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ», διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος, «εἶναι ὁ ἂνθρωπος· σὰν ψυχὴ ἔχει τὸ ἱερὸ βῆμα, νοῦ της τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, σῶμα τὸ ναό. Γιατί εἶναι εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου, γινωμένου κατὰ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μὲ τὸ ναό, ὅπως μὲ σῶμα, προβάλλει τὴν ἠθικὴ φιλοσοφία· μὲ τὸ ἱερὸ βῆμα, ὅπως μὲ ψυχή, ἀναπτύσσει πνευματικὰ τὴ φυσικὴ θεωρία· μὲ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ὅπως μὲ νοῦ, φανερώνει τὴ μυστικὴ θεολογία... 
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι, Ἐκκλησία μυστική, ποὺ μὲ τὸ σῶμα του, ὅπως μὲ ναό, λαμπρύνει τὴν πρακτικὴ ἱκανότητα τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἐνάρετη ἄσκηση τῶν ἐντολῶν σύμφωνα μὲ τὴν ἠθικὴ φιλοσοφία· μὲ τὴν ψυχή του, ὅπως μὲ ἱερὸ βῆμα, προσφέρει μὲ τὸ λόγο στὸ Θεό τοὺς ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις προερχόμενους λόγους κατὰ τὴ διενέργεια τῆς φυσικῆς θεωρίας, ἀφοῦ δεχθοῦν τὴν καθαρὴ πνευματικὴ περιτομὴ τῆς ὕλης· καὶ μὲ τὸ νοῦ, ὅπως μὲ θυσιαστήριο, μὲ ἄλλη πολύλογη καὶ πολύφθογγη σιγή, προσκαλεῖ τὴν πολυύμνητη μέσα στὰ ἄδυτα τῆς σκοτεινῆς κι ἀκατανόητης μεγαλοφωνίας σιγὴ τῆς θεότητας. Καὶ ποὺ τὴν οἰκειώνεται, ὅσο γίνεται στοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴ μυστικὴ θεολογία καὶ γίνεται ὅπως πρέπει νὰ εἶναι αὐτός, ποὺ ἔγινε ἄξιος νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεὸς καὶ ποὺ σφραγίστηκε μὲ τὶς ὁλόφωτες λάμψεις Του»[7]. 

Ἀρχιμ. Σάββας Ἁγιορείτης 


[1] Ἁγ. Συμεών Ν. Θεολόγου, 154 Πρακτικά καί θεολογικά κεφάλαια, Κεφ. 79, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Δ΄, σελ. 27-28. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Γ΄, Κεφάλαια πρακτικά καί θεολογικά, σελ. 251. 
[2] Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία, Μετάφρασις Ἱερομ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς καί Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, σελ. 18. 
[3] Ὅ. π. σελ. 19. 
[4] Ἰ.Ν. Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, σελ. 8-9. Στό: Ν. Π. Βασιλειάδη, Ἡ Ὀρθοδοξία ἐλπίς τοῦ κόσμου, Α΄ Σῶμα Χριστοῦ, ἐκδ. Σωτήρ, σελ. 30. 
[5] Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Θεωρία εἰς τόν Μωϋσέως βίον, PG 44, 385 A. Στό: Ν. Π. Βασιλειάδη, Ἡ Ὀρθοδοξία ἐλπίς τοῦ κόσμου, Α΄ Σῶμα Χριστοῦ, ἐκδ. Σωτήρ, σελ. 30. 
[6] Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία, Μετάφρασις Ἱερομ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς καί Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, σελ. 24. 
[7] Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, Κεφάλαιο Δ΄, ΕΠΕ, τόμος 14, σελ. 67. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου