Σελίδες

Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Ἐκκλησία καί ὑπακοή. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Φιλοκαλικές μελέτες

Ἡ ὑπακοή στίς θεῖες ἐντολές ἐξασφαλίζει τήν παραμονή τοῦ πιστοῦ στήν Ἐκκλησία. Ὁ ἑωσφόρος καί οἱ ἀκόλουθοί του ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφανείας καί οἰήσεως τους παρήκουσαν τά θεῖα προστάγματα καί ἐξέπεσαν τῆς κοινωνίας πού εἶχαν μέ τόν Θεό στήν «ἀρχέγονη» Ἐκκλησία, τήν Ἐκκλησία πού ἀποτελοῦσαν ἡ Ἁγία Τριάς καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. 
Οἱ Πρωτόπλαστοι ἀκολουθώντας τήν διαβολική συμβουλή, παρήκουσαν καί αὐτοί τό θεῖο πρόσταγμα καί ἔχασαν τήν μετά τοῦ Θεοῦ κοινωνία. Ἐξέπεσαν ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῶν ἁγίων Ἀγγέλων. 
«Θά μπορέσομε», παρατηροῦν οἱ ἅγιοι Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, «νά μάθομε καί νά διακρίνομε μέ τήν πείρα, ἄν βέβαια κοιτάξομε πρός τά ἄνω καί ἐξετάσομε, ποιό εἶναι τό αἴτιο τῆς συντριβῆς καί τῆς θνητότητάς μας, ἐνῶ δέ δημιουργηθήκαμε ἔτσι ἐξαρχῆς· καί ποιό εἶναι πάλι τό αἴτιο τῆς ἀνακαινίσεώς μας καί τῆς ἀθανασίας. Βλέπομε, λοιπόν, ὅτι τό πρῶτο, δηλαδή τή φθορά, τήν προξένησε ἡ πίστη τοῦ πρώτου Ἀδάμ στόν ἑαυτό του, ἡ ἰδιορρυθμία του, ἡ ἀνυπακοή του, ἀπό τά ὁποῖα προῆλθε ἡ ἀθέτηση καί ἡ παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς. Τό δεύτερο (δηλαδή τήν ἀνακαίνισή μας καί ἀθανασία) τό πέτυχε γιά μᾶς ἡ κοινή βούληση καί ὑποταγή πρός τόν Πατέρα Του, τοῦ δεύτερου Ἀδάμ, τοῦ Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπό τά ὁποῖα προῆλθε ἡ τήρηση τῆς πατρικῆς ἐντολῆς. Γιατί, ὅπως εἶπε ὁ Σωτήρας: «Ἐγώ δέν δίδαξα ἀπό μόνος μου, ἀλλά ὁ Πατέρας πού μέ ἔστειλε, ἐκεῖνος μοῦ ἔδωσε ἐντολή τί νά πῶ καί τί νά κηρύξω. Καί ξέρω πώς ἡ ἐντολή Του ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή. Ὅ,τι λοιπόν κηρύττω, τό κηρύττω ὅπως μοῦ τό ἔχει πεῖ ὁ Πατέρας»[1] »[2]. 
Ἡ ὑπακοή, πού συμβαδίζει μέ τήν ἀποβολή τῆς οἴησης, τῆς ὑπερηφάνειας καί τῆς ἰδιορρυθμίας ἐξασφαλίζει τήν παραμονή τοῦ πιστοῦ στήν Ἐκκλησία. Ἀντίθετα ἡ παρακοή μέ τήν συνοδεύουσα αὐτή ἔπαρση, αὐτοπεποίθηση καί αὐθάδεια προκαλεῖ τήν ἀποκοπή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Ἐκκλησία.
«Ὅπως, λοιπόν, στόν προπάτορα Ἀδάμ», ἐπισημαίνουν οἱ ἅγιοι καθηγηταί τοῦ ἡσυχασμοῦ Καλλιστος καί Ἰγνάτιος, «καί σέ ὅσους τοῦ μοιάζουν, ρίζα καί μητέρα ὅλων τῶν λυπηρῶν εἶναι ἡ οἴηση, ἔτσι καί στόν καινούργιο Ἀδάμ, τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό καί σ' ἐκείνους, πού ἐπιθυμοῦν νά ζοῦν σύμφωνα μέ Αὐτόν, ἀρχή καί πηγή καί θεμέλιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν εἶναι ἡ ταπείνωση. Αὐτή τήν τάξη καί τή στάση βλέπομε νά κρατᾶ καί ἡ ὑπέρτατη καί πάνω ἀπό μᾶς ἱερή παράταξη ὅλων τῶν θεόμορφων Ἀγγέλων, ὅπως ἐπίσης καί ἡ ἐπίγεια Ἐκκλησία μας. Κι ἔχομε διδαχθεῖ καί πιστεύομε πώς ὅσοι μέ κάποιο τρόπο ξεφεύγουν ἀπό αὐτή τή θεσμοθεσία καί θέλουν νά ζοῦν μέ σκολιότητα, γιά νά μήν πῶ μέ αὐθάδεια, ἀποκόπτονται ἀπό τό Θεό καί τή φωτεινή καί οὐράνια κληρουχία καί ἀπό τήν καθολική Ἐκκλησία, καί ἐξοστρακίζονται καί ἐξαποστέλλονται στό σκότος καί τή φωτιά τῆς γέεννας»[3]. 
Ἔχομε ἐδῶ μία σαφέστατη ἐκκλησιολογική ἀναφορά τῶν ἁγίων φιλοκαλικῶν Πατέρων, πού συνδέει τήν ἀρετή τῆς ὑπακοῆς-ταπείνωσης μέ τήν παραμονή στήν Ἐκκλησία, καθώς καί τήν παρακοή-ὑπερηφάνεια μέ τήν ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία. Διαλάμπει καί ἐδῶ ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν φιλοκαλικῶν ἁγίων καί τῶν κειμένων τους. Δέν εἶναι ἠθικιστές, ἀλλά γνήσια ἐκκλησιαστικοποιημένοι μαθητές τοῦ Σωτῆρος, πού στοχεύουν ὀρθοδοξότατα στήν σωτηρία ὅλων ἐν τῇ Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας. 
Ἡ παρακοή, πού εἶναι τό χαρακτηριστικό τῶν δαιμόνων καί τῶν αἱρετικῶν, ὁδηγεῖ στήν ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία καί στήν αἰώνια κόλαση. «Αὐτό τό ἔχουν πάθει οἱ πονηροί ἐργάτες τοῦ κακοῦ», παρατηροῦν οἱ ἅγιοι Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος, «πού συνοδεύουν τόν ἑωσφόρο καί οἱ διάφοροι κατά καιρούς λογοπλάνοι κακόδοξοι αἱρετικοί, ὅπως παρουσιάζουν τά θεόγραφα λόγια. Αὐτοί, ἐξαιτίας τῆς αὐταρέσκειας καί τῆς ὑπερηφάνειάς τους, ἀποδιώχθηκαν ἐλεεινά ἀπό τή θεία δόξα καί τρυφή, καί ἀπό τόν ἱερό σύλλογο τῶν χριστιανῶν»[4]. 
Ἡ ὑπακοή στίς θεῖες ἐντολές, διά τῆς ὑπακοῆς σέ διακριτικό Πνευματικό Πατέρα καθαίρει, φωτίζει καί θεώνει τόν πιστό, καθιστώντας τον ἀληθινό μέλος τῆς Ἐκκλησίας. 
Ὁ Κύριος ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ»[5]. Ἔκανε τέλεια ὑπακοή στόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα Του καί Πατέρα μας. Μᾶς καλεῖ στήν μίμησή Του, γιά νά μᾶς σώσει καί θεώσει διά τῆς ἀληθινῆς ἐκκλησιαστικοποίησής μας. 
Θεωρίες τοῦ τύπου: «Ἡ ὑπακοή εἶναι γιά τούς μοναχούς. Μήν ψάχνεις γιά ὑπακοές στούς λαϊκούς», εἶναι ἀντιεκκλησιαστικές καί ἑπομένως ἀντορθόδοξες. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἀπαραίτητη καί ἀναγκαία γιά τή σωτηρία-ἐκκλησιαστικοποίησή μας, ἀφοῦ εἶναι μίμηση Χριστοῦ καί ἀπόδειξη ὅτι Τόν ἀγαπᾶμε. 
«Ἐκεῖνος εἶναι πού μέ ἀγαπάει», εἶπε ὁ Κύριος, «αὐτός, πού ἔχει τίς ἐντολές μου καί τίς τηρεῖ»[6] διά τῆς «ἐλεύθερης καί χαρούμενης», ὅπως δίδασκε ὁ ἅγιος Πορφύριος, «ὑπακοῆς»[7]. 
Ἡ ὑπακοή βέβαια ἔχει ὡς τελικό ἀποδέκτη τόν Χριστό. Γίνεται στόν Χριστό καί ὄχι σέ ἕναν ἄνθρωπο, τόν Γέροντα ἤ τόν Πνευματικό Πατέρα. Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ Γέροντας –Πνευματικός πατέρας παραβαίνει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί ζητᾶ αὐτό καί ἀπό τόν ὑποτακτικό του, τότε ὁ ὑποτασσόμενος ὀφείλει νά μήν ὑπακούσει. 
Ἡ ὑπακοή σέ διακριτικό Πνευματικό Πατέρα εἶναι ἀναγκαία γιά ὅλους, Μοναχούς καί λαϊκούς χριστιανούς. 
Εἰδικότερα στόν Μοναχισμό ὁ κανόνας εἶναι: Πρίν κάποιος ἀναχωρήσει γιά τήν ἔρημο, μέ σκοπό νά ἀσκήσει τήν ἡσυχαστική ζωή, θά πρέπει προηγουμένως γιά ἱκανό χρονικό διάστημα νά «ζήσει μέ ὑπακοή σέ Γέροντα», σέ κάποιο μικρό ἤ μεγάλο κοινόβιο. Ἡ ἀναχώρησή του βέβαια στήν ἡσυχία θά πρέπει νά γίνεται μέ τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ του πατρός. 
Σέ δύο μόνο περιπτώσεις, σύμφωνα μέ τούς ἁγίους Πατέρας ἐπιτρέπεται-ἐπιβάλλεται ἡ ἀποχώρηση τοῦ ὑποτακτικοῦ ἀπό τόν Γέροντα του χωρίς εὐλογία: α) ὅταν ὁ Γέροντας εἶναι ἀνήθικος μέ τήν στενή ἔννοια τοῦ ὅρου καί β) ὅταν πέσει σέ αἵρεση[8]. 
Ἀκόμη καί ἄν κάποιοι διακεκριμένοι ἡσυχασταί δέν «πέρασαν ἀπό μοναχική ὑπακοή σέ Γέροντα», αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει κανόνας στήν Ἐκκλησία, οὔτε βέβαια αὐτό δικαιώνει ἤ δικαιολογεῖ ποτέ τήν παρακοή στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. 
Ἐφ’ ὅσον «αἰτία ὅλων τῶν θλιβερῶν, εἶναι ἡ ἀνυπακοή καί ἡ ἀλαζονεία», ἐπισημαίνουν οἱ ἅγιοι Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι, «ἐνῶ τῶν εὐχαρίστων, ἡ ὑποταγή καί ἡ συντριβή, πρέπει ἐξάπαντος ἐκεῖνος πού ἐπιθυμεῖ νά ζεῖ ἀκατηγόρητα, νά ζεῖ μέ ὑποταγή σέ πατέρα δοκιμασμένο καί ἀπλανή, πού νά ἀντλεῖ τή δύναμή του ἀπό τήν ἐμπειρία πολλῶν χρόνων καί τήν ἐπιστήμη τῶν θείων καί πού ἡ ζωή του νά καταστολίζεται ἀπό τό στέφανο τῶν ἀρετῶν. Καί τή διαταγή καί τή συμβουλή τοῦ πατέρα αὐτοῦ νά τή θεωρεῖ φωνή καί θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅπως λέει, «ἡ σωτηρία βρίσκεται στήν ἄφθονη συμβουλή»[9], καί «ἄνθρωπος ἀσύμβουλος, ἐχθρός του ἑαυτοῦ του». Ἄν τώρα σέ μερικούς ἀπό τούς ἔνδοξους Πατέρες συνέβη καί χωρίς αὐτή τήν ἄσκηση στήν ὑποταγή, νά ἐπιτύχουν τή θεοποιό ἡσυχία καί τήν κατά Θεόν τελειότητα, αὐτό ἔγινε μέ θεία ἀποκάλυψη καί σπάνια. Καί ἔχει γραφεῖ ὅτι τό σπάνιο δέ γίνεται νόμος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἕνα χελιδόνι δέν κάνει τήν ἄνοιξη. Ἀλλά ἐσύ, πιστεύοντας ὡς προκαταρκτική ἐπιστήμη τῆς ὡραιότατης ἡσυχίας τήν ἀληθινή ὑποταγή, ἄφησε αὐτά πού ἔγιναν μιά φορά καί κατ' οἰκονομίαν καί ἀκολούθησε ὅσα ἀπό κοινοῦ καθόρισαν οἱ σεβάσμιοι Πατέρες»[10]. 
Ἀπό τά ἀνωτέρω ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ ἅγιοι φιλοκαλικοί Πατέρες δέν αὐθαιρετοῦν στό θέμα τῆς ὑπακοῆς, ἀλλά ἀκολουθοῦν τήν ὀρθόδοξη βιβλική -ἐκκλησιαστική διδασκαλία καί συνδέουν τήν ὑπακοή μέ τόν Χριστό, τήν Ἐκκλησία καί τήν σωτηρία. Ἡ διδασκαλία τους περί ὑπακοῆς ἔχει στέρεη Χριστολογική-ἐκκλησιολογική βάση. 

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ! 

Ἀρχιμ. Σάββας Ἁγιορείτης 



[1] Ἰω. 12, 49-50. 

[2] Ἅγ. Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, Μέθοδος καί κανόνας ἀκριβής, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 33. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Δ΄, σελ. 209-210. 

[3] Ἅγ. Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, Μέθοδος καί κανόνας ἀκριβής, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 33. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Δ΄, σελ. 210. 

[4] Ἅγ. Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, Μέθοδος καί κανόνας ἀκριβής, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 33-34. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Δ΄, σελ. 210. 

[5] Φιλιπ. 2, 8. 

[6] Ἰωάν. 14, 21. 

[7] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί λόγοι, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Ζ΄ ἔκδοση, Χανιά 2006, σελ. 73-74. 

[8]Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, σελ. 341, ὑποσημείωση 1. 

[9] Παροιμ. 11, 14. 


[10] Ἅγ. Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι, Μέθοδος καί κανόνας ἀκριβής, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 34. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Δ΄, σελ. 210. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου