(Ματθ. η΄28, θ΄1)
Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστὴν ὁμιλία κη΄ α΄. Ὁ Λουκᾶς χωρὶς νὰ φροντίζη γιὰ τὴ σειρὰ τοῦ χρόνου γράφει· Ἔτυχε μιὰ μέρα καὶ μπῆκε σ’ ἕνα πλοῖο αὐτὸς κι οἱ μαθητές του. Ὅμοια κι ὁ Μᾶρκος. Δὲν κάνει τὸ ἴδιο ὁ Ματθαῖος ἀλλὰ κρατεῖ ἐδῶ τὴ σειρά. Δὲν ἔγραφαν ὅλοι ἴδια. Μίλησα γι’ αὐτὸ καὶ πρωτύτερα γιὰ νὰ μὴ νομίζη κανεὶς μὲ τὴν παράλειψη ὅτι ὑπάρχει κάποια διαφωνία. Τὸν κόσμο τὸν ἔστειλε στὰ σπίτια τους, πῆρε ὅμως μαζί του τοὺς μαθητές. Αὐτὸ βέβαια τὸ λένε καὶ οἱ ἄλλοι. Δὲν τοὺς πῆρε ἄδικα, οὔτε τυχαῖα ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς κάνη θεατὲς τοῦ θαύματος ποὺ θὰ γινόταν. Σὰν κάποιος ἐξαίρετος γυμναστὴς τοὺς ἀσκοῦσε καὶ στὰ δύο, καὶ νὰ μένουν ἀτρόμητοι στὰ δεινὰ καὶ νὰ μετριοφρονοῦν στὶς τιμές. Γιὰ νὰ μὴ σχηματίσουν μεγάλη ἰδέα ποὺ ἔδιωξε τοὺς ἄλλους κι αὐτοὺς τοὺς κράτησε, τοὺς ἀφήνει νὰ ὑποστοῦν τὴν τρικυμία καὶ ἐκτὸς ποὺ πέτυχε τὸ σκοπό του, τοὺς γυμνάζει νὰ ὑπομένουν γενναῖα τοὺς πειρασμούς. Καὶ τὰ παλαιότερα θαύματα ἦταν μεγάλα, τοῦτο ὅμως εἶχε καὶ κάποια ὄχι μικρὴ ἄσκηση καὶ ἦταν σημεῖο παράλληλο μὲ τὸ παλαιό. Γι αὐτὸ μόνο τοὺς μαθητὰς παίρνει μαζί του. Ὅπου ἤθελε νὰ δείξη τὰ θαύματά του, ἐκεῖ ἀφήνει καὶ τὸ λαὸ νὰ εἶναι κοντά· ὅπου ὅμως ὑπάρχει ἔνταση πειρασμῶν καὶ φόβων παίρνει μόνο μαζί τους τοὺς ἀθλητὰς τῆς οἰκουμένης ποὺ ἤθελε νὰ τοὺς ἀσκήση. Καὶ ὁ Ματθαῖος εἶπε μόνο ὅτι κοιμόταν, ὁ Λουκᾶς ὅτι κοιμόταν σὲ προσκέφαλο, δείχνοντας τὴ μετριοφροσύνη του καὶ ἀσκῶντας μας σὲ ὑψηλὴ πνευματικὴ ζωή. Εἶχε ἀρχίσει λοιπὸν ἡ τρικυμία κι ἡ θάλασσα μάνιαζε ὅταν τὸν ξυπνοῦν λέγοντάς του· Σῶσε μας, Κύριε, χανόμαστε. Τοὺς μάλλωσε, πρὶν ἐπιπλήξει τὴ θάλασσα. Δικαιολογοῦντα ὅλ’ αὐτὰ, ἀφοῦ γίνονται γιὰ ἄσκηση καὶ ἦσαν τύπος τῶν πειρασμῶν ποὺ θὰ τοὺς εὕρισκαν. Βέβαια κι ἔπειτ’ ἀπ’ αὐτὰ πολλὲς φορὲς τοὺς ἄφησε νὰ πέσουν σὲ βαρύτερες τρικυμίες τῆς ζωῆς καὶ ἔδειξε μακροθυμία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε· Δὲ θέλω, ἀδελφοὶ μου, ν’ ἀγνοῆτε ὅτι ὑπερβολικὸ βάρος δεχτήκαμε πάνω ἀπὸ τὴ δύναμή μας, ὥστε φτάσαμε σ’ ἀμηχανία γιὰ τὴν ἴδια τὴ ζωή. Κι ἔπειτα πάλι, αὐτὸς μᾶς ἔσωσε ἀπὸ τόσες περιπτώσεις θανάτου. Δείχνοντας λοιπόν ἀπὸ δῶ ὅτι πρέπει νἄχωμε θάρρος κι ἄν ὑψώνωνται τὰ κύματα σὰν βουνά, κι ὅτι ὅλα τὰ οἰκονομεῖ πρὸς τὸ συμφέρον μας, ἐπιτιμᾶ πρῶτα αὐτούς. Κι αὐτὴ ἡ ἀνησυχία τους ἔχει τὴν ὠφέλειά της, ὥστε νὰ φανῆ μεγαλύτερο τὸ θαῦμα καὶ νὰ μείνη παντοτινὰ ἡ θύμησή του. Ὅταν εἶναι νὰ γίνη κάτι παράδοξο, δημιουργεῖ ἀπὸ πιὸ μπροστὰ γεγονότα ποὺ συντελοῦν στὴ θύμηση, γιὰ νὰ μὴν ἔρθη ἡ λήθη, ὅταν τὸ θαῦμα συντελεσθῆ. Ἔτσι ὁ Μωυσῆς πρῶτα φοβᾶται τὸ φίδι (καὶ δὲ φοβᾶται ἁπλὰ ἀλλὰ μὲ πολλὴ ἀγωνία) καὶ τότε βλέπει νὰ γίνεται τὸ παράδοξο ἐκεῖνο. Ἔτσι κι αὐτοὶ πίστεψαν πρῶτα ὅτι θὰ χάνονταν καὶ τότε σώθηκαν. Γιὰ νὰ μάθουν τὸ μέγεθος τοῦ θαύματος, ἀφοῦ παραδεχθοῦν τὸν κίνδυνο. Γι’ αὐτὸ κοιμᾶται.