Σελίδες

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

90 ΧΡΟΝΙΑ ἀπὸ τὴ Συνοδικὴ καταδίκη ἑνὸς Ἁγίου … (17 Μαρτίου 1931)


Πρωτοπρεσβύτερος Ἀναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν

Πάτρα 17 . 3 . 2021

Σκέψεις περὶ «ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος» μὲ ἀφορμὴ μία ἐπέτειο

90 ΧΡΟΝΙΑ

ἀπὸ τὴ Συνοδικὴ καταδίκη ἑνὸς Ἁγίου …

(17 Μαρτίου 1931)[1]

Σύμφωνα μέ τόν Ἀπ. Παῦλο στούς Χριστιανούς «ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλ. 1, 7). Αὐτή εἶναι ἡ μοῖρα καὶ ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ δόξα τοῦ διὰ Χριστὸν ὀνειδισμοῦ καὶ διωγμοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγουν οἱ Ἃγιοι. Θὰ τολμούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸς ὁ ὀνειδισμὸς καὶ ἡ δίωξη γιὰ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς ἐγκυρότερες μαρτυρίες ὅτι ὁ ἄνθρωπος πορεύεται κατὰ Χριστόν.

Αὐτῆς τῆς δόξας μετέσχε καί ὁ κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας Ἅγιος Γέροντας τῶν Πατρῶν, ὁ ἀείμνηστος π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος (1877-1964).

Ἄνθρωπος ἐγνωσμένης ἀρετῆς καὶ ἀποστολικοῦ ζήλου στὴ διακονία τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν ἑλκύσει ἐπάνω του τὴν κακία καὶ τὸν φθόνο τοῦ πονηροῦ καὶ τῶν ὀργάνων του.

Καθόλου παράξενο, μᾶλλον δὲ ἀναμενόμενο… Ἄλλωστε ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καὶ πνευματικὸς ἀπόγονος τῶν Κολλυβάδων Πατέρων Ἁγ. Ἀθανασίου Παρίου, Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ποὺ καὶ αὐτοὶ ἔτυχαν τῆς ἴδιας τιμῆς καὶ δόξας νὰ συκοφαντηθοῦν, νὰ διωχθοῦν, νὰ ἐκδιωχθοῦν καὶ νὰ καταδικαστοῦν ἀκόμα καὶ μὲ Πατριαρχικὲς καὶ Συνοδικὲς καταδίκες, ἐπειδὴ δὲν θέλησαν νὰ συμβιβαστοῦν μὲ τὸν κόσμο ἀλλὰ νὰ ἀγωνιστοῦν ὑπὲρ τῆς Ἀληθείας.

Ἂς δοῦμε πολὺ συνοπτικὰ τὸ ἔνδοξο ἀγώνισμα τοῦ Γέροντος καὶ συγχρόνου Ἁγίου τῶν Πατρῶν π. Γερβασίου[2].

Σύντομη βιογραφία.

Ὁ π. Γερβάσιος ἀποτελεῖ τὸ σύγχρονο καύχημα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατρῶν, διότι ἐπὶ μισὸ καὶ πλέον αἰῶνα ὑπῆρξε οὐσιαστικὰ ὁ πνευματικὸς ἀναμορφωτὴς της.

Ὁ π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος γεννήθηκε στὴ Νυμφασία τῆς Γορτυνίας τὴν 1.1.1877. Τὸ κοσμικὸ του ὄνομα ἦταν Γεώργιος. Σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ μητέρα καὶ ἀντιμετώπισε τὴν ἄσχημη συμπεριφορὰ τῆς μητριᾶς του. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστὸ τὸν ὁδήγησε σὲ ἡλικία 13 ἐτῶν νὰ ἐγγραφεῖ ὡς δόκιμος μοναχὸς στὴν πλησίον τοῦ χωριοῦ του Ἱ. Μ. Κερνίτσης ἐνῶ ὁ ζῆλος του νὰ σπουδάσει τὸν ἀνάγκασε σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν νὰ πεζοπορήσει μέχρι τὴν Ἱ. Μ. Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων, ὅπου λειτουργοῦσε Σχολαρχεῖο. Δὲν βρῆκε ὅμως τὸ κατάλληλο πνευματικὸ περιβάλλον καὶ ἐνδιαφέρον καὶ ἔτσι ἒφυγε πάλι πεζὸς γιὰ τὴν Ἱ. Μ. Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας.

Στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. στὴν Πάτρα δέσποζε ἡ μορφὴ τοῦ συμπατριώτη του Ἀρχιεπισκόπου Πατρῶν καί Ἠλείας Ἰεροθέου (Μητροπούλου), ὁ ὁποῖος περιβαλλόταν ἀπὸ πλῆθος ἐμπνευσμένων ἀνδρῶν (Εὐσέβιος Ματθόπουλος, Ἠλίας Βλαχόπουλος, Πανάρετος Λουληγέρης, Γαβριήλ Φραγκούλης, κ.ἂ.). Ἡ πνευματικὴ ἀκτινοβολία τοῦ Πατρῶν Ἰεροθέου τὸν ἐπηρέασε βαθύτατα καὶ τὸν ὁδήγησε νὰ παραμείνει πλέον στὴν ἀχαϊκὴ γῆ.

Ἔτσι, τὸ 1897 ἔφτασε στὴν Πάτρα καὶ ἐγκαταβίωσε στὴν Ἱ. Μ. Παναγίας Γηροκομητίσσης. Τὸ 1903 ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Γερβάσιος. Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ Σχολαρχείου ἐγράφη στὴ Ριζάρειο Ἐκκλησιαστικὴ Σχολή, στὴν ὁποία ἦταν Διευθυντὴς ὁ Ἃγ. Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος τὸν ἐκτιμοῦσε καὶ ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα διαβλέποντας σὲ αὐτὸν -ὅπως εἶχε πεῖ - "τὸν αὐριανὸ πνευματικὸ ἡγέτη τῆς Ἐκκλησίας" καὶ στὴ συνέχεια σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν ἀπὸ ὅπου ἀποφοίτησε τὸ 1914. Τὸ 1910 σὲ ἡλικία 33 ἐτῶν χειροτονήθηκε ἱερέας. Τὸ 1912 λόγῳ τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων διέκοψε τὶς σπουδὲς του καὶ ἐπιστρατεύτηκε ὡς στρατιωτικὸς ἱερέας στὸ Α΄ Εὐζωνικὸ Σύνταγμα.

Ἐπιστρέφοντας στὴν Πάτρα ἐξελέγη τὸ 1919 ἡγούμενος τῆς ἱστορικῆς Μονῆς Γηροκομείου Πατρῶν. Ἡ θεοφιλὴς προσπάθειά του νὰ ἀναμορφώσει τὴν Ἱ. Μονὴ μετατρέποντάς την ἀπὸ ἰδιόρρυθμη σὲ κοινοβιακὴ βρῆκε σφοδρὴ ἀντίδραση ἀπὸ μερίδα τῶν μοναχῶν της. Παράλληλα διορίστηκε ὡς τακτικὸς ἐφημέριος στὸν ἐνοριακὸ Ἱ. Ν. Ἁγ. Δημητρίου Πατρῶν, ὅπου ἐκδήλωσε τὰ ἰδιαίτερα ποιμαντικὰ χαρίσματά του στὴ διακονία τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ ὁλόκληρης τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν.

Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ στὶς 30 Ἰουνίου 1964, ἑορτὴ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, διότι ἦταν πραγματικὰ ἀποστολικοῦ ζήλου πεπληρωμένος καὶ ἐτάφη πίσω ἀπὸ τὴν κόγχη τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς στὴν Κατασκήνωση τῆς Ἀναπλαστικῆς Σχολῆς Πατρῶν στὰ Συχαινά Πατρῶν. Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν Λειψάνων του ἔγινε ὑπὸ τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν Χρυσοστόμου στὶς 29 Ἰουνίου 2014. Ἐπίσης, διὰ τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὑπεβλήθη στὶς 26.8.2019 αἴτημα στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὴν ἀναγραφὴ τοῦ ὀνόματός του στὶς δέλτους τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἡ κατηχητικὴ καὶ λειτουργικὴ διακονία τοῦ π. Γερβασίου.

Ὑπερβαίνει τὶς δυνατότητες τοῦ συντάκτου τοῦ παρόντος, ἀλλὰ καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν στὰ πλαίσια ἑνὸς ἄρθρου νὰ μπορέσουμε νὰ σκιαγραφήσουμε ἔστω καὶ σὲ ἁδρὲς γραμμὲς τὴν ἱερατικὴ διακονία καὶ τὸ ποιμαντικὸ ἔργο τοῦ π. Γερβασίου καθὼς καὶ τὴ συνεισφορὰ του στὴν πνευματικὴ ἀνόρθωση τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν.

Ἂς προσπαθήσουμε ἀκροθιγῶς νὰ δώσουμε κάποιες ἐλάχιστες νύξεις ἀπὸ τὸ πολυσχιδὲς ποιμαντικὸ ἔργο τοῦ Παπούλη, ὅπως τὸν ἀποκαλοῦμε στὴν Πάτρα. 

Κέντρο τῆς ποιμαντικῆς διακονίας τοῦ π. Γερβασίου ἦταν ἡ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Γέροντας λειτουργοῦσε 4-5 φορὲς τὴν ἑβδομάδα σὲ πολὺ πρωινὲς Θ. Λειτουργίες (3:00-6:00 πμ) στὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Δημητρίου καὶ στὸ Ἱ. Ν. Ἁγ. Αἰκατερίνης (παρεκκλήσιο τῆς ἐνορίας), ὥστε νὰ προλαβαίνουν οἱ ἐργαζόμενοι νὰ λειτουργοῦνται πρὶν μεταβοῦν στή δουλειά τους. Ὁ Ναὸς γέμιζε ἀσφυκτικά, ἐνῶ οἱ μαρτυρίες τῶν ἐκκλησιαζομένων γιὰ τὴ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι συγκλονιστικές. Ὁ π. Γερβάσιος ἦταν ὡς λειτουργὸς πραγματικὸς μύστης καὶ μυσταγωγός[3]. 

Ταυτόχρονα μὲ τὴν λειτουργικὴ διακονία ὑπηρέτησε μὲ ἀποστολικὸ ζῆλο τὸ κήρυγμα. Κήρυττε κάθε Κυριακὴ, Τετάρτη καί Παρασκευὴ ἀπόγευμα, ἀνελλιπῶς ὅλο τὸ χρόνο, χωρὶς διακοπὴ λόγῳ διακοπῶν, διότι, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε, «ὁ διάβολος δὲν κάνει διακοπές, πὼς θὰ κάνω ἐγὼ καὶ νὰ σταματήσω τὸ κήρυγμα;»! Τὰ κηρύγματά του ἦταν συστηματικὴ κατήχηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ παρακολουθοῦνταν ἀπὸ ἑκατοντάδες πιστούς, ποὺ γέμιζαν ἀσφυκτικὰ τοὺς Ναούς. Ἐκτὸς τῶν προφορικῶν κηρυγμάτων ἀρθρογραφοῦσε πολὺ τακτικὰ στὸν τοπικὸ τύπο καθὼς καὶ σὲ ἐκκλησιαστικὰ περιοδικὰ τῶν Ἀθηνῶν.

Τὸ κήρυγμά του ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο ἦταν πάντοτε ἁγιογραφικό καὶ ἁγιοπατερικό, ὡς πρὸς τὸ ὕφος γνήσια προφητικό, μακριὰ ἀπὸ συμβιβασμοὺς καὶ ὡραιοποιήσεις, δὲν κολάκευε τὸ λαὸ, ἀλλὰ ἔλεγχε τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀποστασία ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, κηρύσσοντας μετάνοια καὶ ἐπιστροφή. Τὸ πάθος μὲ τὸ ὁποῖο κήρυττε καθήλωνε τὸ λαὸ ὁ ὁποῖος τὸν ἄκουγε μὲ ἱερὸ σεβασμὸ καὶ δέος καὶ τοῦ δημιουργοῦσε τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις γιὰ μετάνοια. Συνέχεια καὶ καρπὸς τοῦ κηρύγματος ἦταν τὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, στὸ ὁποῖο ἀναδείχθηκε ἀνυπέρβλητος διάκονος, πραγματικὸς πατέρας καὶ ἰατρὸς τῶν πονεμένων ψυχῶν.
Γιὰ τὸν π. Γερβάσιο τὸ ποιμαντικὸ ἔργο δὲν περιοριζόταν στὴ λειτουργικὴ καὶ κατηχητικὴ διακονία. Ἔτσι μετά τὸ 1923 ἀνήγειρε στὴ φτωχογειτονιὰ τῶν Προσφυγικῶν Πατρῶν τὸ “στρατηγεῖο” του. Δὲν ἦταν τυχαία ἡ ἐπιλογὴ τῆς περιοχῆς. Δυστυχῶς οἱ 7.000 πρόσφυγες ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Πάτρα μετὰ τὸ 1922 δὲν ἔτυχαν καὶ τῆς καλύτερης ὑποδοχῆς ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν κοινωνία τῶν Πατρῶν. Γράφει ὁ π. Γερβάσιος ἐπ’ αὐτοῦ: «ἀπομονώνονται εἰς ἕνα γκέτο ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Πατραϊκή κοινωνία καὶ γιὰ κάθε ἀναταραχή, πολιτικὴ ἢ κοινωνική, τοὺς θεωροῦν ὕποπτους καὶ ὑπεύθυνους, μὲ συνέπεια συλλήψεις, ἐξορίες, φυλακίσεις». Μέσα σὲ αὐτὴ τὴ δύσκολη κατάσταση ὁ Γέροντας Γερβάσιος στάθηκε δίπλα στοὺς πρόσφυγες καὶ ἐκεῖ ἀνάμεσά τους, στὴν ὁδὸ Ἰωνίας 47, μὲ κέντρο τὸν Ἱ. Ναὸ τῆς Ἁγ. Ταβιθᾶς τῆς Ἐλεήμονος, ἐγκατέστησε τό κέντρο τῆς διακονίας του ἱδρύοντας τὴ Σχολὴ Βιοτεχνίας καὶ Χειροτεχνίας (1931), τὸ νηπιαγωγεῖο (1932), καὶ τὸ 1934 τὴ Νυκτερινή Σχολὴ ἀναλφαβήτων. Παράλληλα δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖται ἡ μεγάλη του φιλανθρωπικὴ προσπάθεια πρὸς ἐνίσχυση τῶν φτωχῶν Πατρινῶν.

Τὸ 1934 πίσω ἀπὸ τὸ παρεκκλήσιο τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ (μετέπειτα Ἱ. Μονὴ Πρ. Ἠλιοῦ) ὀργάνωσε ἐκκλησιαστικὴ κατασκήνωση, ἡ ὁποία τὸ 1950 μεταφέρθηκε σὲ νέες ἐγκαταστάσεις στὰ Συχαινά Πατρῶν (Ἱ. Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς), ὅπου λειτουργεῖ ἀνελλιπῶς μέχρι σήμερα.

Ὁ π. Γερβάσιος ἔτυχε καὶ θεοσημείου μὲ τὸ ὁποῖο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θέλησε νὰ ἐπιβραβεύσει τὴν ποιμαντική του διακονία λίγα χρόνια πρὸ τῆς κοιμήσεώς του: στὸ χῶρο τῆς πρώτης κατασκήνωσης στὸν Ἱ. Ν. Προφ. Ἠλιοῦ στὶς 20.7.1960 κατὰ τὴ κοπὴ τῶν πεύκων, βρέθηκε ἀχειροποίητος Σταυρὸς ἐγγεγραμμένος σὲ κορμὸ πεύκου. Τὰ πεῦκα αὐτὰ εἶχαν φυτευτεῖ στὶς 17.2.1929 στὸ πλαίσιο δεντροφύτευσης ἀπὸ παιδιὰ τῶν Κατηχητικῶν κατόπιν εὐχῆς ποὺ ἀνέπεμψε ὁ π. Γερβάσιος.

Ὁ διωγμὸς τοῦ ἐργάτου τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἦταν ἀναμενόμενο μία τέτοια πνευματικὴ προσπάθεια ἀναγεννήσεως μιᾶς ὁλόκληρης μεγαλούπολης νὰ ἑλκύσει τὸ φθόνο καὶ τὴν κακία τῶν δαιμόνων, ποὺ ἀναζητούσαν κάποιον νὰ διεκπεραιώσει τὶς ἐπιθυμίες τους. Τὸ τραγικὸ ὅμως ἦταν ὅτι ἐκτελεστὴς τῶν δαιμονικῶν σχεδίων ἀναδείχθηκε αὐτὸς ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν ὁ προστάτης καὶ ὑπερασπιστὴς τοῦ ζηλωτοῦ κληρικοῦ, αὐτὸς ποὺ ἐκ τῆς θέσεως καὶ ἀποστολῆς του ὢφειλε νὰ ἐπισκοπεῖ γιὰ νὰ προλαβαίνει τὶς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ. Δυστυχῶς ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μᾶς ἔχει δώσει πολλὲς τέτοιες περιπτώσεις.

Ἔτσι, λοιπόν, ἐνῶ τὰ κηρύγματα τοῦ π. Γερβασίου εἶχαν ἀρχίσει ἀπὸ τὶς 4.8.1919 στὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Δημητρίου, ὅπου εἶχε διορισθεῖ ὡς ἐφημέριος, ἕντεκα χρόνια ἀργότερα, στὶς 25.9.1930, ὁ Μητροπολίτης Πατρῶν Ἀντώνιος (Παράσχης) ἐξέδωσε τὴν ὑπ’ ἀριθμ. 2111/25.9.1930 ἐγκύκλιο μὲ τὴν ὁποία θέλησε μὲ ἔμμεσο τρόπο νὰ σταματήσει τὴν κηρυκτική καὶ κατηχητικὴ διακονία τοῦ Γέροντος καὶ νὰ διαλύσει τὴν πνευματικὴ καὶ ποιμαντικὴ του προσπάθεια! Πιὸ συγκεκριμένα ἡ “ποιμαντορικὴ” ἐγκύκλιος ἀνέφερε: «Πληροφορηθέντες μετὰ λύπης ὅτι ἐντισι ἱεροῖς Ναοῖς κατὰ τὰ ἑσπερινὰ κηρύγματα συμβαίνουσιν ἀτοπήματα τινα, ἅπερ ἀντιβαίνουσιν τὴν ἱερότητα καὶ ἁγιότητα τοῦ τόπου, ἀπαγορεύομεν τοῦ λοιποῦ ἑσπερινὰ κηρύγματα καὶ ὁρίζομεν ὥραν κηρύγματος τὴν 4ην μ.μ. διὰ τὴν χειμερινὴν περίοδον, τὴν δὲ 6ην μ.μ. διὰ τὴν θερινή, μετὰ δὲ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου πάντες οἱ Ναοὶ πρέπει νὰ ὦσι κεκλεισμένοι. Πρὸς τούτοις ἀπαγορεύομεν τὰς νυκτολειτουργίας καὶ ὁρίζομεν διὰ τοὺς ἱεροὺς ναοὺς ἐν οἷς τελοῦνται κατὰ τὰς Κυριακὰς δύο λειτουργίαι, ὅπως ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου ἄρχεται τὴν 5ην πρωινήν, καὶ αἱ κωδωνοκρουσίαι κατὰ τὰς νυκτερινάς ὥρας ὦσιν μικρᾶς διαρκείας»!

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἐγκύκλιος φωτογράφιζε τὸν π. Γερβάσιο, διότι ἦταν ὁ μοναδικὸς ἐν Πάτραις ποὺ ἱερουργοῦσε καὶ κήρυττε τὶς “ἀπαγορευμένες” αὐτὲς ὧρες! Ὅμως τὸ σοβαρότερο ζήτημα ἦταν ὅτι οἱ νέες ὧρες ἔναρξης τοῦ κηρύγματος (4η ἢ 6η μμ) καὶ τῶν πρωινῶν Θ. Λειτουργιῶν (5 πμ) ποὺ ὅριζε ἡ ἐγκύκλιος στόχευαν στὴν οὐσιαστικὴ κατάργηση τῶν κηρυγμάτων, διότι ποιὸς μποροῦσε τὶς καθημερινὲς στὶς 4:00 ἢ στὶς 6:00 μμ (χειμῶνα ἢ καλοκαίρι) νὰ ἀφήσει τὴν ἐργασία του γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὸ κήρυγμα; Ἢ ποιὸς ἐργαζόμενος θὰ μποροῦσε νὰ λειτουργηθεῖ τὶς καθημερινὲς ὅταν ἡ ἀκολουθία ἄρχιζε στὶς 5:00 πμ καὶ τελείωνε στὶς 8:00 πμ ὅπως διέταζε ὁ Μητροπολίτης; 

Ὁ πιστὸς λαὸς τῆς πόλεως κατάλαβε ὅτι μοναδικὸς στόχος τῆς “ποιμαντορικῆς” ἐγκυκλίου ἦταν τὸ πρόσωπο καὶ τὸ πνευματικὸ ἔργο τοῦ π. Γερβασίου στὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Δημητρίου Πατρῶν, διότι, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, σὲ κανένα ἄλλο Ναὸ τῆς πόλεως δὲν γίνονταν ἀπογευματινὰ κηρύγματα οὔτε “νυκτολειτουργίαι”! Ὁ Μητροπολίτης, δυστυχῶς, θέλησε νὰ διαλύσει τὸ πνευματικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Γέροντος! Ὅμως ἡ προκλητικὴ καὶ συκοφαντικὴ ἐγκύκλιος ἔφερε τὰ ἀντίθετα ἀποτελέσματα ἔτσι ὥστε ὁ πιστὸς λαὸς ἔτι πλέον σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας ἀλλὰ καὶ συμπαραστάσεως νὰ κατακλύζει τὸ Ναὸ τοῦ Ἁγ. Δημητρίου στὰ κηρύγματα τοῦ Παπούλη.

Ὁ λαὸς τῶν Πατρῶν ξεσηκώθηκε καὶ ἐπιτροπὴ ἐπισκέφθηκε (30.9.30) τὸν Μητροπολίτη. «Ὁ Δεσπότης ὅμως νευριασθείς ἀπήντησε: «Πηγαίνετε, πηγαίνετε. Σᾶς ἐπαναλαμβάνω ὅτι αἱ ἐκκλησίαι πρέπει νὰ μείνωσιν κλεισταὶ»!

Στὶς 5.10.30 ἀπευθύνθηκε ὑπόμνημα πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδο ποὺ συνοδευόταν ἀπὸ 400 ὑπογραφὲς Πατρινῶν ποὺ παρακολουθοῦσαν τὰ κηρύγματα τοῦ Παπούλη, ἐνῶ τὴν ἑπομένη 6.10.30 ἐπιτροπὲς ἀπὸ τὴν ἐνορία Ἁγ. Δημητρίου καὶ τοὺς προσφυγικοὺς συνοικισμοὺς ἐπισκέφθηκαν τὸν Νομάρχη Ἀχαΐας καὶ διαμαρτυρήθηκαν. 

Ὁ Μητροπολίτης ὅμως ἀντὶ νὰ ἔλθει εἰς ἑαυτὸν στίς 6.10.1930 ἀπευθύνθηκε ἐγγράφως στὸν Εἰσαγγελέα καὶ κατήγγειλε τὸν π. Γερβάσιο καὶ τοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς Ἐπιτρόπους τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Δημητρίου διότι «ἐξακολουθοῦσιν ὁ μὲν πρῶτος νὰ κηρύσσῃ, ὁ αὐτὸς δὲ καὶ οἱ λοιποὶ ἐπίτροποι νὰ ἒχωσι τὸν ναὸν ἀνοικτὸν καὶ μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου» καὶ κατέληγε μὲ αἴτημα πρὸς τὸν Εἰσαγγελέα: «παρακαλοῦμεν ὅπως διατάξητε ὅ,τι δεῖ πρὸς ἐκτέλεσιν τῶν ἐν τῇ ὡς ἄνω ἐγκυκλίῳ ἡμῶν διαλαμβανομένων»!

Ἡ κατακραυγὴ ὅμως τοῦ λαοῦ μεγάλωνε καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Μητροπολίτης στὶς 8.10.1930 παραχώρησε συνέντευξη στὴν ἐφημερίδα τῶν Πατρῶν «Νεολόγος» στὴν ὁποία προσπάθησε νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀπαγόρευσή του λέγοντας ὅτι δὲν καταργεῖ τὸ κήρυγμα, ἀλλὰ τὸ μεταθέτει νωρὶς τὸ ἀπόγευμα. Μάλιστα, ὅταν τοῦ ζητήθηκε ἀπὸ τὸ δημοσιογράφο νὰ διευκρινίσει τί ἐννοεῖ μὲ τὴ φράση στὴν ἐγκύκλιο ὅτι «κατὰ τὰ ἑσπερινὰ κηρύγματα συμβαίνουσιν ἀτοπήματα τινα» ὄξυνε τὴν κατάσταση λέγοντας: «Μετεχειρίσθην τὴν λέξιν αὐτήν, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ μεταχειριστῶ ἄλλην βαρυτέραν. Εἰς γνῶσιν μου περιῆλθον πολλὰ τοιαῦτα ἀτοπήματα, προστατευόμενα ὑπὸ τοῦ σκιόφωτος τῆς ἑσπέρας… Οἱ ναοὶ τὸ ἑσπέρας μετεβάλλοντο εἰς κέντρα συνεντεύξεων, ἐνῶ ἄλλος εἶναι ὁ προορισμὸς των»!

Ἐπίσης, τόνισε μὲ ἔμφαση γιὰ τὸν π. Γερβάσιο ὅτι μεταδίδει «φανατισμὸν» στοὺς πιστοὺς καὶ τελικὰ «τὸ σύστημα τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ἐν γένει τακτικῆς ἀντὶ νὰ ὠφελήσῃ, ὄχι μόνο ἔβλαψεν, ἀλλ’ ἐπέφερε καὶ καταστρεπτικὰ ἀποτελέσματα»! Δυστυχῶς, αὐτή ἦταν ἡ ἀξιολόγηση τοῦ ἀρμοδίου Μητροπολίτου γιά τό πνευματικό ἒργο τοῦ π. Γερβασίου…

Ἀξιοπρόσεκτα εἶναι τὰ ὅσα ἀναφέρει ὁ Μητροπολίτης ἐνδεικτικὰ καὶ ἀποκαλυπτικὰ σατραπικῆς νοοτροπίας μᾶλλον ἢ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους: «ἀντὶ ὁ ἀρχιμανδρίτης Γερβάσιος νὰ ἔλθῃ νὰ ζητήσῃ πληροφορίας ἢ νὰ φέρῃ τὰς ἀντιρρήσεις του, τοὐναντίον προέβη εἰς τὴν ἔκδοσιν ἀνακοινωθέντος διὰ τοῦ ὁποίου πειρᾶται νὰ ἀπειθήσῃ πρὸς τὰς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Καὶ ἐρωτῶ ἤδη: Ἔχω ἢ δὲν ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ ρυθμίζω τὰ τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν περιφέρειάν μου ὅπως ἐγὼ νομίζω καλύτερον; Διατὶ λοιπὸν οἱ ἀντιφρονοῦντες ἐξανέστησαν; Ποῦ εὑρίσκουν ὅτι ἒπταισα; … Καταλήγων ὁ Σεβ. Μητροπολίτης ἐτόνισεν ὅτι θὰ λάβῃ αὐστηρὰ μέτρα τόσον διὰ τὰ ἀτοπήματα ὅσον καὶ διὰ τὴν ἀπαρέγκλιτον τήρησιν τῆς ἀποφάσεώς του».

Ἡ συνέντευξη τοῦ Μητροπολίτου, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀντὶ νὰ κατευνάσει ὄξυνε τὰ πνεύματα στὴν πόλη. Ὁ π. Γερβάσιος μὲ ἀφορμὴ τὶς καταγγελίες τοῦ Μητροπολίτου ἀπευθύνθηκε στὸν Εἰσαγγελέα (7.10.30) καὶ ζήτησε νὰ ἐνεργήσει «τακτικὰς καὶ ἐνόρκους ἀνακρίσεις πρὸς διακρίβωσιν τῆς ἀληθείας» ἤτοι γιὰ τὴν διαπίστωση τῶν σοβαρῶν καταγγελιῶν τοῦ Σεβασμιωτάτου.

Οἱ ἐπιστολὲς καὶ τὰ ὑπομνήματα διαμαρτυρίας κατὰ τῶν συκοφαντικῶν ἰσχυρισμῶν καὶ τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ Μητροπολίτου ἦταν πολλά. Μεταξὺ ἄλλων δημοσίευσαν διαμαρτυρίες στὸν τοπικὸ τύπο (12.10.30) περισσότεροι ἀπὸ 90 γονεῖς μαθητῶν τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων (10.11.30), ἡ Ἐπιτροπὴ Προσφύγων (10.11.30), ἡ εἰκοσιτετραμελής «Ἐφορεία Κατηχητικῶν Σχολείων» τῶν Πατρῶν, ἐνῶ 50 Κατηχήτριες καὶ στελέχη τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων Θηλέων ἀπηύθυναν ἔντονη διαμαρτυρία πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδο γιὰ «τὸν ἠθικὸν στιγματισμὸν» ἐκ μέρους τοῦ Μητροπολίτου (21.11.30)[4]!

Ὁ λαὸς τῶν Πατρῶν ἐξέφρασε τὴ συμπαράστασή του στὸν συκοφαντούμενο Γέροντα μὲ τὴν ἀθρόα παρουσία του στὸ κήρυγμα. Ὅπως ἀναφέρει ὁ τύπος τῆς ἐποχῆς, στὶς 12.10.31 «ὁ ναὸς ἦτο ἀσφυκτικῶς πεπληρωμένος μέχρι τῶν προπυλαίων αὐτοῦ … ἄπειρον πλῆθος πάσης τάξεως καὶ ἡλικίας» (Τηλέγραφος, 13.10.31) καὶ «οὐδέποτε ὑπῆρξεν τόσον ἀσφυκτικῶς πεπληρωμένος ὑπὸ τοῦ κόσμου ὁ ναὸς, τῶν συρρευσάντων συνωστιζομένων καὶ εἰς τὰ προπύλαια» (Ἀπογευματινὴ φ. 66/13.10.31)

Ὁ Μητροπολίτης βλέποντας τὴν συνεχῶς αὐξανόμενη δυσαρέσκεια τοῦ λαοῦ πρὸς τὸ πρόσωπό του ζήτησε τὴν παρέμβαση τοῦ Εἰσαγγελέα, τῆς Ἀστυνομίας καὶ τοῦ Νομάρχη Ἀχαΐας παρακαλώντας τον «ὅπως ληφθοῦν παρ’ αὐτοῦ ὡς ἀντιπροσώπου τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας, τὰ ἐνδεικνυόμενα μέτρα πρὸς ἐφαρμογὴν τῆς ἐγκυκλίου του» ἐνῶ κατήγγειλε τὸν π. Γερβάσιο στὴν Ἱ. Σύνοδο γιὰ «ἀπείθειαν, φατρίαν καὶ καταφρόνησιν τῆς προϊσταμένης του ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς»!

Γράφει ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Ὕδρας Ἱερόθεος (Τσαντίλης): «Τὰ ἀστυνομικά ὄργανα, ἐκτελοῦντα διαταγὰς τῶν προϊσταμένων των, ἐπεχείρησαν νὰ κλείσουν τὸν ναὸν ἢ νὰ καταβιβάσουν τὸν ὁμιλητὴν ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος, ἀλλ’ ἠμποδίζοντο ὑπὸ τοῦ λαοῦ»!

Συμπαραστάτης τοῦ Μητροπολίτου στὴν κατὰ τοῦ π. Γερβασίου πολεμικὴ του ἀναδείχθηκε ὁ ἐκ Δωδεκάνησου Νομάρχης Ἀχαΐας Μιχ. Καλογερόπουλος ὁ ὁποῖος δήλωσε στὸν ἀθηναϊκὸ τύπο: «ὁ ἐν λόγῳ ἀρχιμανδρίτης ἐκήρυσσεν ἐντέχνως καὶ ἀνυπακοὴν εἰς τὰς πολιτικὰς καὶ θρησκευτικὰς ἀρχάς. Ἔπειτα εἶχεν ἀναστατώσει τὴν πατραϊκήν κοινωνίαν μὲ τὰς θεωρίας του. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἤθελε ὅλες οἱ γυναῖκες νὰ εἶναι ντυμένες μέχρι τοῦ λαιμοῦ καὶ τοῦ ἀστραγάλου, τὶς ἔβαζε νὰ κάνουν νηστεῖες ἂπειρες… Γενικῶς παρουσιάζει ἡ ὑπόθεσις ἐπιλήψιμον ὄψιν… Πρέπει νὰ ληφθοῦν μέτρα… Ἐὰν χρειαστεῖ θὰ ἐπέμβωμεν…»! Ἐπίσης, σὲ ἐμπιστευτικὸ τηλεγράφημα πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν ὁ Νομάρχης χαρακτηρίζει τὸν π. Γερβάσιο ὡς «ΓΝΩΣΤΟΝ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΗΝ… [ὅστις] οὐ μόνον ἠρνήθη συμμορφωθῇ ἐγκύκλιον Μητροπολίτου, ἀλλὰ καὶ ΕΞΥΒΡΙΖΕΙ τοῦτον δημοσίως» καὶ ἐπαναλαμβάνει τὶς δεσποτικὲς συκοφαντίες ὅτι στά κηρύγματα «συμβαίνουσι ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΚΑΝΔΑΛΑ ἀπάδοντα ἱερότητα ναοῦ καὶ ἠθικήν… Κήρυγμα Γερβασίου ἀναχρονιστικὸν καὶ ἀσυμβίβαστον ἀληθῆ Χριστιανικὴν Θρησκείαν, ἀποβλέπει φανατίσῃ ἀμαθὲς πλῆθος διὰ λόγους προσωπικῆς ἐκμεταλλεύσεως… ὑποκινεῖ ὀπαδοὺς του εἰς ἀνταρσίαν… Φρονῶ ἀνάγκη ἐπιβληθῇ κράτος νόμου, διότι ἄλλως ἐξευτελίζεται γόητρον κρατικῶν ὑπηρεσιῶν. Ἀστυνομία δέον προβῇ προληπτικῶς κλείσιμο ναοῦ κατὰ νυκτερινάς ὥρας. Ἀνοχὴ ἀρχῶν ἀποθρασύνει Γερβάσιον καὶ ὀπαδοὺς του δημιουργῶσι βραδύτερον ζητήματα σοβαρᾶς διαταράξεως τάξεως ἐὰν τυχοδιώκτης μοναχὸς δὲν παταχθῇ ἐγκαίρως»!

Πολὺ σύντομα τὸ ζήτημα ξέφυγε ἀπὸ τὰ ὅρια τῶν Πατρῶν καὶ ἀσχολήθηκε μὲ αὐτὸ καὶ ὁ ἀθηναϊκὸς τύπος μὲ μακροσκελῆ ὁλοσέλιδα ἄρθρα ἐνῶ ἐνδιαφέρον ἐκδήλωσαν καὶ κυβερνητικοὶ παράγοντες στήν Ἀθήνα!

Ὁ π. Γερβάσιος ἀπάντησε στὴ συνέντευξη τοῦ Σεβασμιωτάτου σὲ σειρὰ 12 ἄρθρων ποὺ δημοσιεύθηκαν στὴν ἐφημερίδα τῶν Πατρῶν «Ἀπογευματινὴ» ἀπὸ 11.10.1930 ἕως 21.10.1930. Στὰ ἄρθρα του ὁ Παπούλης μὲ τὴ διακρίνουσα αὐτὸν παρρησία, εὐστροφία καθὼς καὶ γνώση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, τῆς πατερικῆς θεολογίας καὶ τοῦ κανονικοῦ δικαίου ἀλλὰ καὶ μὲ σεβασμὸ στὸν Ἀρχιερέα ἐπιχειρηματολόγησε κονιορτοποιώντας τὶς συκοφαντίες καὶ τοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ Μητροπολίτου. Ἀσφαλῶς, δὲν εἶναι τοῦ παρόντος ἡ ἀναλυτικὴ ἀναφορὰ στὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Παπούλη. Ὁ ἐνδιαφερόμενος μπορεῖ νὰ τὴν μελετήσει στὸ συνημμένο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ ἀειμνήστου Παν. Ἀντ. Λόη, Ἀρχιμανδρίτης Γερβάσιος Παρασκευόπουλος (1878-1964), Ὁ ἄγνωστος Ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας καὶ Φάρος τῶν Πατρῶν, τ. Α΄, Πάτραι 1998 σ. 596-618.

Στὶς 14.11.30 ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀποφάσισε τὴ διενέργεια ἀνακρίσεων σὲ βάρος τοῦ π. Γερβασίου! Τὸ πόρισμα ποὺ συνέταξε ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος, σημειωθήτω, ἦταν ταυτόχρονα καὶ ὁ καταγγέλλων -κατὰ περιφρόνηση κάθε στοιχειώδους ἠθικῆς καὶ κανόνα δικαίου- μετὰ τὸ πέρας τῶν ἀνακρίσεων ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων ὅτι ὁ π. Γερβάσιος κατηγορεῖται «ἐπ’ ἀπειθείᾳ, φατρίᾳ καὶ καταφρονήσει τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου», διότι «περιεφρόνησε τὴν ἐγκύκλιον τοῦ ἀρχιερέως καὶ συνωμόσας μετὰ τινῶν θρησκολήπτων ὀπαδῶν του ἤγειρε θόρυβον ἄνευ οὐδενὸς λόγου κατὰ τοῦ ποιμενάρχου του. Ἀλλὰ τί ἒπραξεν ὁ ἀρχιερεὺς διὰ νὰ ἐγείρῃ τὴν μῆνιν τοῦ κατηγορουμένου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ; Ἀπέλυσεν μίαν ἐγκύκλιον, δι’ ἧς ὥρισεν ὥρας κηρύγματος… Καί εἰς τοῦτο προέβη διότι εἶχε θετικὰς πληροφορίας ὅτι οἱ Ναοὶ μετεβάλλοντο εἰς κέντρα ἐρωτικῶν συνεντεύξεων… ἡ κατὰ τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου ἀπείθεια, φατρία καὶ καταφρόνησις τοῦ κατηγορουμένου ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν μαρτυρικῶν καταθέσεων, ἐξ ὧν καὶ πλεῖστα ἄλλα θὰ διακριβωθῶσιν κηρυσσόμενα ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἄμβωνος, ἀπάδοντα εἰς τὴν ἱερότητα τοῦ τόπου, γνωρίζομεν ὅμως ὅτι ἡμεῖς πολλάκις συνεβουλεύσαμεν τὸν κατηγορούμενον, ἀλλ’ εἰς τὰς συμβουλὰς καὶ νουθεσίας μας οὐδέποτε ὑπήκουσε καὶ ἠκολούθησε πάντοτε τὴν χαραχθεῖσαν ὑπ’ αὐτοῦ ὁδόν».

Τὰ ἁγιογραφικῶς καὶ ἱεροκανονικῶς τεκμηριωμένα ὑπομνήματα τοῦ κατηγορουμένου, οἱ μαρτυρικὲς καταθέσεις τῶν συνεργατῶν του οὔτε κἂν ἀναφέρονται στὸ παραπεμπτικὸ πόρισμα ποὺ συνέταξε ὁ κατήγορός του Μητροπολίτης!

Ἡ Συνοδικὴ καταδίκη.

Ἔτσι μὲ αὐτὸ τὸ φοβερὸ γιὰ κληρικὸ κατηγορητήριο βρέθηκε ὁ ἀποστολικοῦ ζήλου πεπληρωμένος π. Γερβάσιος ὑπόδικος ἐνώπιον τῆς Ἱ. Συνόδου μὲ ἐπικρεμάμενη τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως λόγω τῆς μεγάλης σοβαρότητας τῶν κανονικῶν ἐγκλημάτων γιὰ τὰ ὁποῖα κατηγορεῖτο!

Ἡ κρίσιμη, λοιπόν, ἡμέρα ἔφτασε! Ὁ ἀκάματος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ἀναμορφωτὴς τῶν ψυχῶν βρίσκεται ὑπόδικος ἐνώπιον τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου ἀκολουθώντας ἀποστολικοῖς ἲχνεσι.

Στὶς 17 Μαρτίου 1931, πρὶν ἀπὸ 90 χρόνια ἀκριβῶς, «βάπτεται κάλαμος ἀποφάσεως παρὰ κριτῶν ἀδίκων» καὶ ἐκδίδεται ἡ μὲ ἀρ. 114/17.3.31 Συνοδικὴ καταδικαστικὴ ἀπόφαση μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἱ. Σύνοδος καταδικάζει τόν π. Γερβάσιο ὡς «ἔνοχο ἀπειθείας κατὰ τοῦ οἰκείου Ἱεράρχου καὶ ἐπιβάλλει αὐτῷ τὴν ποινὴ τῆς ἑξαμήνου ἀργίας ἀπὸ πάσης ἱεροπραξίας ἄνευ στερήσεως τῶν ἐκ τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ δικαιωμάτων, καὶ ἰσοχρόνου σωματικοῦ περιορισμοῦ ἐν τῇ ἐν Πάτραις Ἱερᾷ Μονῇ Γηροκομείου, καὶ καταδικάζει αὐτὸν εἰς τὰ ἔξοδα καὶ τέλη τῆς σημάνσεως».

Ὁ μειοψηφήσας στήν καταδικαστική ἀπόφαση Μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος δήλωσε στὸν Παν. Τρεμπέλα, ὅπως διασώζει ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς: «Ἐζαλίσθηκα. Ἐζήτησα νὰ πάρω ἀέρα. Καὶ ὅταν βγῆκα ἀπὸ τὸ Συνοδικὸν Μέγαρον κατηυθύνθην εἰς τὸ Ζάππειον. Δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἠσυχάσω… προσετέθη εἰς εἰσέτι δεδιωγμένος ἕνεκεν δικαιοσύνης»! Ὁ Μητρ. Φλωρίνης Αὐγουστῖνος σχολιάζοντας τὴ συνοδικὴ ἀπόφαση ἀποτυπώνει τὴν ἐντύπωση ποὺ προκάλεσε στὴν Πάτρα: «Ὁ συνάδελφος ἐπίσκοπος ἔπρεπε νὰ καλυφθῇ. Ὁ ἐλέγχων εὐθαρσῶς τὰς πράξεις ἱεροκήρυξ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθῇ. Τὸ ἅγιον δικαστήριον, παρὰ τὴν θαυμασίαν ἀπολογίαν τοῦ π. Γερβασίου, τὸν ἐτιμώρησε διὰ τὴν ἀνυπακοὴν του (!) μὲ ἑξάμηνον ἀργίαν καὶ περιορισμὸν εἰς τὴν Ἱ. Μονὴν Γηροκομείου. Ἀλλ’ ἡ εἴδησις αὕτη γνωσθεῖσα εἰς τὴν πόλιν προεκάλεσε κῦμα ἀγανακτήσεως ἐναντίον τῶν διωκτῶν τοῦ ζηλωτοῦ ἱεροκήρυκος. Χιλιάδες λαοῦ συγκεντρώθησαν εἰς τὸν Σταθμὸν διὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν ἥρωα, τὸν π. Γερβάσιον. Ἦτο ἀπάντησις τοῦ λαοῦ εἰς ἐκείνους τοὺς ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ κρατοῦν εἰς τὰς χεῖρας των τὴν σφραγῖδα τῆς ἐξουσίας, νομίζουν, ὅτι δι’ αὐτῆς δύνανται νὰ διοικοῦν, νὰ κάμνουν ὅ,τι θέλουν νὰ σκεπάζουν ἐγκλήματα συναδέλφων καὶ νὰ κόπτουν κεφαλὰς τιμίων ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου».

Ὁ Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων σημείωσε: «Ἀγαπητὲ μου Γερβάσιε, παρακολουθῶ μὲ μεγάλην συγκίνησιν τὰ ἀποτελέσματα τῆς ὡραίας σου ἐργασίας καὶ τὰς συγκινήσεις τῆς περιπετείας σου. Ὅταν κατὰ Ν/βριον συνεδρίαζεν ἡ Ἱεραρχία ἔφερα τὸ ζήτημά σου καὶ ἐφώναξα μὲ ὅλην τὴν δύναμην τῆς ψυχῆς μου ὅτι δὲν θὰ εὕρωμεν ἔλεος ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐὰν ἀντὶ νὰ ἐμψυχώνομεν καὶ νὰ ὑποστηρίζωμεν κληρικοὺς ἐνθουσιώδεις ὡς ὁ Γερβάσιος προσπαθοῦμεν νὰ φράξωμεν τὸν δρόμον των», ἐνῶ ὁ Παροναξίας Ἱερόθεος τοῦ ἒγραψε: «Ἀγαπητὲ μοι Γερβάσιε, εἶσαι κληρικός. Λοιπὸν πρέπει νὰ ἔχῃς πάντοτε ὑπ’ ὄψιν σου καὶ ποτὲ νὰ μὴ λησμονήσῃς τό τοῦ Μ. Χρυσοστόμου “οὐδὲν δέδοικα πλὴν Ἐπισκόπων”… Οὔτε ἡ δικὴ Σου καταδίκη, οὔτε τοῦ Λούβαρη ἡ ἀθωότης μὲ ἐξέπληξαν. Σχεδὸν τ’ ἀνέμενον. Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον δὲν μὲ ἀφῆκεν ἀσυγκίνητον εἶναι ἡ στάσις τῶν παιδιῶν Σου. Εὖγε τους! Μετέβαλον τὴν καταδίκην εἰς θρίαμβον! Μὴ ἀπογοητεύεσαι ὁ Θεὸς εἶναι Μεγάλος. Συγχώρει τοὺς ἐχθροὺς Σου καὶ εὒχου ὑπὲρ αὐτῶν»!


Ἡ συνοδικὴ καταδικαστικὴ ἀπόφαση κοινοποιήθηκε στὸν π. Γερβάσιο στὶς 2 Ἰουνίου 1931 ἡμέρα ἀπὸ τὴν ὁποία ἄρχισε καὶ ἡ ἔκτιση τῆς 6μήνου ἀργίας καὶ ἐγκλεισμοῦ του στὴν Ἱ. Μονὴ Γηροκομείου. Ἡ ἱστορικὴ Μονὴ τῶν Πατρῶν τοὺς ἑπόμενους μῆνες ἔζησε μέρες δόξας, ἔγινε ὁ ἄμβωνας τῶν Πατρῶν. Ἑκατοντάδες λαοῦ ἀνέβαιναν καθημερινὰ γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχὴ τοῦ Παπούλη. Ἐνδεικτικὴ τοῦ ἤθους τοῦ π. Γερβασίου εἶναι ἡ ἐπιστολὴ του πρὸς τὴν Ἐνοριακὴ Ἐπιτροπὴ Ἱ. Ν. Ἁγ. Δημητρίου (8.7.31) μὲ τὴν ὁποία παραιτήθηκε «ἀμετακλήτως παντὸς δικαιώματός μου ἐπὶ τοῦ μηνιαίου μισθοῦ μου… καθόσον δὲν ἐπιθυμῶ νὰ γίνω πρόξενος σκανδάλου τινός», διότι ἡ Ἁγ. Γραφὴ λέει «ὅτι ὁ μὴ ἐργαζόμενος ἐν τινι δὲν δικαιοῦται λαμβάνειν ἢ ἀπαιτεῖν μισθὸν τινα»! Σημειώνεται ὅτι ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφαση δὲν προέβλεπε στέρηση μισθοῦ…

Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀδικίας.

Δυστυχῶς οἱ ἔντονες διαμαρτυρίες τῶν παιδιῶν τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων καὶ τοῦ Πατραϊκοῦ λαοῦ δὲν εἰσακούστηκαν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς οἰκονομεῖ τὶς ὑποθέσεις τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου μὲ παράξενους τρόπους. Ἔτσι, ὅταν ὁ Μητροπολίτης Πατρῶν Ἀντώνιος χοροστατοῦσε στὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς Α΄ Κοιμητηρίου ἀκούστηκε μιὰ δαιμονισμένη νὰ τοῦ λέει: «Ἐγὼ ρὲ Ἀντώνιε σὲ ἔκανα νὰ τιμωρήσεις τὸν Γερβάσιο γιατὶ μὲ καίει καὶ μὲ τυραννάει»! Ὁ Μητροπολίτης εἰς ἑαυτὸν ἐλθὼν ἀντιλήφθηκε τὸ ἀτόπημά του καὶ «προσπάθησε νὰ τοῦ ὑποδείξῃ νὰ ἐπανέλθῃ καὶ νὰ συνεχίσῃ ἱερουργῶν καὶ διδάσκων, ἀλλὰ μὲ διάκρισιν, διότι ὅπως ἒλεγεν ὁ ἴδιος διέκρινε καὶ ἀνεγνώριζε τὸ σφάλμα του. Πλὴν ὁ γέροντας ἐπέμενεν ἀνένδοτος νὰ συνεχίσῃ ἐκτίων τὴν ποινὴν του, μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας». Μόνο ὅταν στὶς 24.9.1931 ὁ Μητροπολίτης ἐξέδωσε διαταγὴ μὲ τὴν ὁποία τὸν διέτασσε «ἵνα κατέλθῃ εἰς τὴν ἐνορίαν του καὶ ἐπαναλάβῃ τὰ ἐφημεριακὰ του καθήκοντα» διέκοψε τὴν ποινὴ του καὶ ἐπανῆλθε στὴν ἐνοριακὴ διακονία του!

Πλέον ὁ π. Γερβάσιος συνέχισε ἐλεύθερα τὸ ποιμαντικὸ του ἔργο. Ἐπιπλέον δέ, ἄρχισε σιγά-σιγά νὰ ἀπολαμβάνει τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ πρώην διώκτου του Μητροπολίτου, ὁ ὁποῖος τὸν διόρισε Ἀρχιερατικὸ Ἐπίτροπο (1933-1937) καὶ πρότεινε στὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας (1937) τὴν ἐγγραφὴ του στὸν κατάλογο τῶν πρὸς ἀρχιερατεία ὡς «ἐπὶ μακρὰν σειρὰν ἐτῶν ἄριστον ἱεροκήρυκα καὶ κατηχητήν, λίαν ὠφελίμως ἀσκοῦντα τὸ λειτούργημα τοῦ πνευματικοῦ πατρός». Ἡ πρόταση τοῦ Μητροπολίτου δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία… Τὸ 1938 διορίστηκε Πρωτοσύγκελλος τῆς Μητροπόλεως Πατρῶν ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸ διορισμὸ του ὡς Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Χρύσανθο (1939), ἀπ’ ὅπου παραιτήθηκε ὅταν ἀνέλαβε ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ὁ Δαμασκηνὸς (1941).

Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ του ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἐλεύθερος καὶ τῶν ἐφημεριακῶν καθηκόντων του ἀφοσιώθηκε ὁριστικὰ μέχρι τὴν κοίμησή του (30 Ἰουνίου 1964) στὸ λειτουργικὸ καὶ κατηχητικὸ του ἔργο μὲ τὸ ὁποῖο ἀναμόρφωσε πνευματικὰ τὴν πόλη τῶν Πατρῶν.

Ὁ π. Γερβάσιος καὶ τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.

Πολλὲς φορὲς ἀκοῦμε τὴ φράση «ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα», τὴν ὁποία ὁρισμένοι ὁριοθετοῦν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο εἲτε ὡς τυφλὴ καὶ ἀδιάκριτη συμμόρφωση στὶς ἐπιταγὲς θεσμικῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων εἲτε ὡς συνεχεῖς ἐπαίνους μέχρι κολακείας πρός τούς τά πρῶτα φέροντες. Θεωροῦν ὅτι ἡ μοναδικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ὑποχρέωση ὑπακοῆς καὶ συμμόρφωσης εἶναι ἡ σχετικὴ ἐντολὴ νὰ προέρχεται ἀπὸ κάποιον θεσμικά-ἱεραρχικά ἀνώτερο. Δὲν ἐξετάζουν οὔτε στὸ ἐλάχιστο ἢ μᾶλλον δὲν ἐνδιαφέρονται κἂν, ἂν ἡ ἐντολὴ εἶναι σύμφωνη μὲ εὐαγγελικές, πατερικὲς ἢ ἱεροκανονικές ἐπιταγές, ἂν εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μας παράδοση.

Ἐπὶ πλέον δέ, οἱ ἴδιοι τὶς περισσότερες φορὲς δὲν προβληματίζονται γιὰ τὰ κίνητρα τῶν ἐπαίνων ἢ τῆς «ὑπακοῆς», ἂν δηλαδὴ προέρχονται ἀπὸ ἐλεύθερη καὶ ἐγκάρδια ἀποδοχὴ καὶ γνήσια ταπεινὸ πνεῦμα, ποὺ τότε εἶναι ἄκρως ἐπαινετὴ καὶ ἀξιοζήλευτη ἢ ἂν τὴν ἐπιβάλλει ἡ ἀνθρωπαρέσκεια, ἡ ὑστεροβουλία, ἡ συναλλαγὴ ἢ ἀκόμα χειρότερα ὁ φόβος, ἡ δουλοπρέπεια καὶ ‒στὴν ἔσχατη κατάπτωση‒ ἡ ἐθελοδουλία[5]. Δὲν τοὺς νοιάζει ‒ἀκριβέστερα δὲν θέλουν νὰ μάθουν– τὸ πραγματικὸ ἐσωτερικὸ φρόνημα ἀλλὰ εὐχαριστοῦνται ἁπλὰ καὶ μόνο μὲ τὴν ἐξωτερικὴ συμμόρφωση, τήν ὑποταγὴ καὶ τήν κολακεία ἀνεξάρτητα μὲ τὸ ποιὰ εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ πνευματικὴ κατάσταση τοῦ πιστοῦ. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἔτσι ἱκανοποιοῦνται ἀλλὰ καὶ συνάμα καλλιεργοῦνται διάφορες συμπλεγματικὲς καταστάσεις καὶ τὸ πιὸ θλιβερὸ παρατείνεται μία ἀρρωστημένη πνευματικὴ σχέση ποὺ δηλητηριάζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή: ἀναπαράγονται ἀξιολύπητοι ὑπήκοοι καὶ ὄχι ἐν ἐλευθερίᾳ κληθέντες συνειδητοποιημένοι πιστοί (Γαλ. 5, 13). Ἴσως κάποιος ἀντιτάξει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε τὰ κίνητρα, διότι μόνο ὁ Θεὸς εἶναι ὁ «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψαλμ. 7, 10).

Σωστό, ἀλλά, τί παράξενο! Ὅταν πρόκειται νὰ ἀναφερθοῦν σὲ αὐτὸν ποὺ δὲν συμμορφώνεται στὶς ὑποδείξεις ἢ τολμᾶ νά ἀσκήσει τεκμηριωμένη κριτική τότε εἶναι ἀπολύτως βέβαιοι γιὰ τo ἐμπαθὲς τῶν κινήτρων του! Τότε λησμονοῦν ὅτι ὁ «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς» εἶναι μόνο ὁ Θεός! Αὐτοὶ γνωρίζουν πολὺ καλὰ καὶ διαλαλοῦν χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἐπιφύλαξη ὅτι ὅλα αὐτὰ «τά κάνει ἀπὸ ἐγωισμὸ»[6] καὶ προπαντὸς «δὲν ἔχει ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα»!

Δυστυχῶς ξεχνοῦν, ὀρθότερα δὲν θέλουν νὰ θυμοῦνται, ὅτι στὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων καὶ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φιλόθεη ὑπακοὴ ἔχουμε καὶ τὴν «ἁγία ἀνυπακοὴ» διότι οἱ Ἅγιοί μας δὲν θέλησαν ποτὲ νὰ κάνουν «κακὴ ὑπακοὴ»[7]!

Μία τέτοια πατερικὴ μορφὴ μὲ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἦθος ἦταν ἀναμφισβήτητα ὁ π. Γερβάσιος. Ὁ Γέροντας τῶν Πατρῶν ὡς γνήσιος ἀποστολικὸς ἄνδρας σεβόταν τήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία καί τάξη, ἀλλά ποτὲ δὲν συμβιβάστηκε, οὔτε θέλησε νὰ φανεῖ ἀρεστὸς οὔτε φοβήθηκε νὰ θυσιάσει τὴν ἄνεση, τὴν ἡσυχία, τὸ ἔργο, τὴν ἐξέλιξή του σὲ βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἔθεσε πάνω ἀπὸ ὅλα τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀλήθειά του. Προτεραιότητά του ἦταν ἡ διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Στὰ αὐτιὰ του ἠχοῦσε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ στὸν προφήτη Ἰεζεκιήλ «Υἱὲ ἀνθρώπου, σκοπὸν τέθεικά σε τῷ οἴκῳ Ἰσραὴλ καὶ τῷ οἴκῳ Ἰούδα· εἰ μὴ διαστείλῃ, μηδὲ λαλήσῃς ἀποθανεῖται ὁ ἄνομος ἐν τῇ ἀνομίᾳ αὐτοῦ καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρὸς σου ἐκζητήσω» (Ἰεζ. 3, 15).

Ὁ Γέροντας ἀποστολικοῦ ζήλου πεπληρωμένος στὴ διακονία τοῦ κηρύγματος καὶ ἀποστολικοῦ φρονήματος καὶ ἤθους κεκοσμημένος ὡς αὐστηρὸς μιμητὴς τῶν Ἀποστόλων ἒργοις καὶ λόγοις, ἀξιώθηκε νὰ βρεθεῖ σὲ παρόμοιες συνθῆκες μὲ αὐτὲς ποὺ βρέθηκαν οἱ Ἀπόστολοι: κατηγορούμενοι ἐπειδὴ κήρυτταν στὸ λαὸ τὸ Εὐαγγέλιο Ἰησοῦ Χριστοῦ (Πραξ. 5, 17-41). Τότε, στὶς ἀρχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, «ὁ ἀρχιερέας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ» παρατρεχάμενοι ὁδήγησαν τοὺς Ἀποστόλους ὑπόδικους γιὰ παρακοὴ πρὸς τὴ θρησκευτικὴ ἐξουσία ἐνώπιον τοῦ «Συνεδρίου καὶ πάσης τῆς γερουσίας τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ» (δηλαδὴ τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ, θά λέγαμε μέ τή δική μας ὁρολογία!). Τὸ Συνέδριο τοὺς ζήτησε νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὴν ἀπαγόρευση καὶ ὁ Πρωτοκορυφαῖος ἐκ μέρους τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων ἀπάντησε μὲ τὸ περίφημο «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις»! Γιὰ τοὺς Ἀποστόλους τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ τὰ λοιπὰ μέλη τοῦ Συνεδρίου εἶχαν τὴν θεσμικά καθορισθεῖσα ἀπὸ τὸ θεῖο Νόμο τῆς Π.Δ., ὑπερέχουσα θέση δὲν τοὺς καθιστοῦσε καὶ αὐτόματα φορεῖς τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, ὅταν, μάλιστα, οἱ ἀπόψεις καὶ οἱ ἐνέργειές τους προδήλως δὲν ἦταν σύμφωνες μὲ τὸ θεῖο θέλημα.

Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, διακήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν ὀφείλει καμία ὑπακοὴ σὲ «ἐντάλματα ἀνθρώπων» (Μάρκ. 7, 7) ἀλλὰ ὑποχρεοῦται σὲ συμμόρφωση μέ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀσφαλῶς οἱ Ἀπόστολοι ὑπέστησαν τὶς συνέπειες τῆς ἐπιλογῆς τους: Οἱ ἀρχιερεῖς «προσκαλεσάμενοι τοὺς ἀποστόλους δείραντες παρήγγειλαν μὴ λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ». Ἀλλὰ ‒τί θαυμαστό!‒ οἱ Ἀπόστολοι «ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι»! Οἱ Ἀπόστολοι δὲν προτίμησαν τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἡσυχία τους εἰς βάρος τῆς ἐλευθερίας νὰ κηρύττουν τὴν ἐμπειρία τους.

Ἀλήθεια, ὅποιος διαβάζει τὴ σχετικὴ περικοπὴ τῶν Πράξεων δὲν διακρίνει, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, παρόμοιες συνθῆκες μὲ αὐτὲς τῆς περιπέτειας τοῦ π. Γερβασίου;

Ὁ π. Γερβάσιος, ὅπως καὶ οἱ Ἀπόστολοι, δὲν ἦταν κόλακας τῶν ἐν ὑπεροχῇ, δὲν ἦταν ἀπό τούς ἀνθρώπους πού «τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ὠφελείας χάριν» (Ἰουδ. 16). Ἐπίσης, σεβόταν ἰδιαιτέρως τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα ἐπειδὴ γνώριζε καὶ δὲν τὸ ταύτιζε μὲ τὶς ὅποιες ἀδυναμίες καί ἐμπάθειες τοῦ φορέως του. Γιὰ τὸν π. Γερβάσιο ἡ συμμόρφωση σὲ ἐμπαθεῖς καὶ ἀντιευαγγελικές ἐντολὲς τοῦ φορέα τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος δὲν ἐπιτρέπεται νὰ χρεωθοῦν στὸ ἴδιο τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα. Αὐτὸ σημαίνει οὐσιαστικὸς σεβασμὸς στὴν ἀρχιερωσύνη καὶ ὄχι ἡ δουλικὴ συμμόρφωση καί κολακεία σέ ἀντιευαγγελικές ἐντολὲς στὸ ὄνομα, δῆθεν, τῆς ἀρχιερατικῆς τιμῆς. Αὐτὸ ἀποτελεῖ σοβαρὴ προσβολὴ στὴν ἀρχιερωσύνη καὶ ἐκ μέρους τοῦ φορέα της πού ἀπαιτεῖ τέτοια ὑπακοή ἀλλὰ καὶ ἐκ μέρους αὐτοῦ ποὺ ὑπακούει ἢ κολακεύει λόγῳ φόβου ἢ ἀνθρωπαρέσκειας ἢ «ὠφελείας χάριν» (Ἰουδ. 16).

Γιὰ τὸν Γέροντα τῶν Πατρῶν ἀνώτατη ἐξουσία στὴν Ἐκκλησία εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅπως ἐκφράζεται στοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση («τὰ ἀνέκαθεν κρατοῦντα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», ὅπως ἔγραψε) καὶ ἀμέσως μετὰ οἱ ποιμαντικὲς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὸ ὀφείλουμε τὴν ἀπόλυτη ὑπακοὴ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τούς πατριάρχες μέχρι τὸν τελευταῖο πιστὸ.

Ὁ Μητροπολίτης Πατρῶν Ἀντώνιος στὴν ἄρνηση τοῦ π. Γερβασίου νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὴν ἀντιευαγγελική του ἐντολὴ ἔθεσε ἕνα ἐρώτημα στὴ συνέντευξή του: «Καὶ ἐρωτῶ ἤδη: Ἔχω ἢ δὲν ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ ρυθμίζω τὰ τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν περιφέρειάν μου ὅπως ἐγὼ νομίζω καλύτερον; Διατὶ λοιπὸν οἱ ἀντιφρονοῦντες ἐξανέστησαν; Ποῦ εὑρίσκουν ὅτι ἒπταισα;». Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ π. Γερβασίου στὸ ἐπισκοπικὸ ἐρώτημα: «Ὁ Σεβασμιώτατος ἔχει βεβαίως τὸ δικαίωμα νὰ κυβερνᾷ καὶ διοικῇ τὴν ἐπισκοπὴ του, ἀλλὰ συμφώνως πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας καὶ τὰ ἀνέκαθεν κρατοῦντα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, διότι ἂν ὁ Σος εἶχεν ἀπόλυτον δικαίωμα νὰ ρυθμίζῃ τὰ τῆς ἐκκλησίας του, ὅπως αὐτὸς νομίζει καλύτερον -ὡς λέγει- τότε ἐρωτῶ καὶ ἐγώ:… Δύναται νὰ διατάξῃ τί τὸ ὁποῖον δὲν ἐξυπηρετεῖ τὸ ποίμνιό του; … Ὁ Σεβασμιώτατος βεβαίως ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κανονίζῃ τὰς ὥρας τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν κατὰ τὰ καθιερωμένα, ἀλλ’ ὄχι τὸ ἀπογευματινὸν κήρυγμα, τοῦ ὁποίου αἱ ἀνάγκαι ποικίλουν κατὰ τρόπον καὶ ἐργασίαν τῶν χριστιανῶν… Δύναμαι ἐγὼ νὰ ἀναλάβω τὴν εὐθύνην κατόπιν τῆς ἐντολῆς ταύτης τοῦ θείου Παύλου νὰ κηρύττω μόνον μέχρι τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, μετὰ δὲ τὴν δύσιν νὰ ἡσυχάζω μὲ τὴν γνώμην ὅτι ἐξετέλεσα τὸ καθῆκον μου; … Συμπέρασμα ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τοῦτον κατὰ τὴν πίστιν τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχομεν: Οἱ ναοὶ ὑπάρχουν διὰ τὸ θεῖον κήρυγμα. Θείου κηρύγματος μὴ ὑπάρχοντος ἢ ξένου πρὸς τὴν ἐκκλησίαν χαρακτηριζομένου, ἡ ἐκκλησία, ὁ ναὸς ἀποβαίνει γράμμα νεκρὸν».

Γιὰ τὸν π. Γερβάσιο ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἀσφαλῶς ὁ κυβερνήτης τῆς ἐπισκοπῆς του, καὶ «ἔχει βεβαίως τὸ δικαίωμα νὰ κυβερνᾷ καὶ διοικῇ τὴν ἐπισκοπὴν του, ἀλλὰ συμφώνως πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας καὶ τὰ ἀνέκαθεν κρατοῦντα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ»! Ἡ θεσμικὴ θέση ποὺ ἀδιαμφισβήτητα ἔχει ὁ ἐπίσκοπος, λειτουργεῖ ὑποχρεωτικὰ μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης καὶ ὄχι ἔξω ἢ ὑπὲρ ἄνω αὐτῆς. Τότε ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλουν ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὰ κελεύσματά του, ἐν ἐναντίᾳ δὲ περιπτώσει εἶναι ὑποχρεωμένα νὰ προτάξουν τὴν «ἁγία ἀνυπακοή», νὰ ἐνεργήσουν μὲ βάση τὸ ἀποστολικὸ «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῶ μᾶλλον ἢ ανθρώποις», ἀναλαμβάνοντας, ἀσφαλῶς, τὶς συνέπειες.

Ποιὸς μπορεῖ νὰ μὴν ὁμολογήσει τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα τοῦ Γέροντος; Ποιὸς μπορεῖ νὰ μὴν ὑποκλιθεῖ μπροστὰ στὴν ἀποστολικὴ του παρρησία;

Πόσο ἐπίκαιρα ἀκούγονται τὰ λόγια του ἰδιαιτέρως σήμερα στὴν ἐξόχως πειρασμική ἐποχὴ τῆς πανδημίας μέ τίς ἀνεπανόρθωτες, φοβᾶμαι, συνέπειες[8] στήν ἐκκλησιαστική ζωή στή χώρα μας; Γιὰ τὸν π. Γερβάσιο δὲ νοεῖται στὴν Ἐκκλησία ἀπροϋπόθετη ἐξουσία ἐπὶ τοῦ λαοῦ ἀλλὰ θυσιαστική διακονία χάρη τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ λαὸς δὲν εἶναι τὸ ἀντικείμενο πάνω στὸ ὁποῖο ἐπιβάλλεται ἡ ἐξουσία τοῦ ὅποιου κληρικοῦ (ἐπισκόπου ἢ πρεσβυτέρου), ἀλλὰ εἶναι τό ὑποκείμενο ποὺ θὰ καθορίσει τὸ πῶς οἱ διάκονοί του (κληρικοὶ) θὰ πολιτεύονται, ὥστε νὰ τὸν διακονοῦν καλύτερα!

Εἰλικρινά, δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ τὸν π. Γερβάσιο νὰ συμμορφώνεται μὲ τὴν κρατικὴ ἐντολὴ ἀπόλυτης ἀπαγόρευσης τέλεσης Θ. Λειτουργίας (πέρσι τέτοιες μέρες, ἀπὸ 17.3.-11.4.20) ἢ στὴ συνέχεια, νὰ τελεῖ τή Θ. Λειτουργία μὲ ἀμπαρωμένες τὶς πόρτες τοῦ Ναοῦ καί μὲ τὸ Λαὸ τοῦ Θεοῦ νὰ βρίσκει κλειστὴ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Θεοῦ! Αὐτὸς ποὺ ἀρνήθηκε νὰ συμμορφωθεῖ στὴν ἀντιευαγγελική ἐπισκοπικὴ ἐντολὴ νὰ κλείσει τὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Δημητρίου μετὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου, δὲν εἶναι δυνατόν νὰ συμμορφώνεται στὴν κυβερνητικὴ αὐθαιρεσία καὶ νὰ ἔχει στὴ Θ. Λειτουργία κλειστὲς τὶς πόρτες τοῦ Ναοῦ! Δὲν μπορῶ κἄν νὰ φανταστῶ τὸν π. Γερβάσιο ὡς πατέρα νὰ ἀπολαμβάνει πλούσιο Κυριακάτικο τραπέζι («Δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης») μέσα στὸ σπίτι («οἶκο Θεοῦ») μὲ κάποιους λίγους “κολλητούς” του ἔχοντας κλείσει ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τὰ ὑπόλοιπα, πολλά παιδιὰ του ‒γιὰ τὸ καλὸ τους! Ποτὲ ὁ π. Γερβάσιος δὲν μετέτρεψε τὴν θ. Λατρεία σὲ ἐξυπηρέτηση τῆς θρησκευτικότητας τῆς “παρεούλας” του… Καὶ μόνο ποὺ τὸ διανοοῦμαι αἰσθάνομαι ὅτι τὸν προσβάλλω…

Συμπερασματικά, γιὰ τὸν π. Γερβάσιο «ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα» σημαίνει ἀπόλυτη συμμόρφωση μέ τήν ἐκκλησιαστική παράδοση. Ἐκκλησιαστικό φρόνημα ἔχει τὸ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας ποὺ παρὰ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη του ἀγωνίζεται νὰ τηρεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅπως αὐτὸ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ ἐμπειρία.

Ὅταν τὸ κριτήριο τῆς ζωῆς καὶ τῆς πολιτείας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας Ἡγεσίας δὲν εἶναι τὸ αὐθαίρετο θέλημά της (βλ. τό τοῦ Μητροπολίτου Ἀντωνίου «ἔχω τὸ δικαίωμα… ὅπως ἐγὼ νομίζω») ἀλλὰ ἡ ὑπακοὴ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία καὶ παράδοση τότε δὲν ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἐκπέσουμε σὲ παπισμό.

Ὅταν τὸ κριτήριο τῆς ζωῆς καὶ τῆς πολιτείας τῶν ἁπλῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τὸ αὐθαίρετο θέλημα ἑνός ἑκάστου μέλους ἀλλὰ ἡ ὑπακοὴ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία καὶ παράδοση τότε δὲν ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἐκπέσουμε οὒτε καί σὲ προτεσταντισμό.

Τὸ ἀποστολικὸ «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε» (Ἑβρ. 13,17)[9] ἔχει ὡς στοιχειώδη προϋπόθεση ὅτι οἱ «ἡγουμένοι» εἶναι φορεῖς καὶ ἐκφραστὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως καὶ ἐμπειρίας. Τότε στὴν ἔκφραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου καί στήν ἐκκλησιαστική πράξη ὑπάρχει ταύτιση τοῦ θεσμικοῦ καὶ τοῦ χαρισματικοῦ στοιχείου τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔτσι αὐτὴ πορεύεται ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμονοίᾳ. Ὅταν ὅμως ἐκδηλώνεται διάσταση θεσμοῦ καὶ χαρίσματος στὸν ἐκκλησιαστικὸ λόγο καί στήν πράξη τότε ὁ κάθε πιστὸς δὲν ἔχει ἁπλῶς τὸ δικαίωμα ἀλλὰ τὴν ὑποχρέωση νὰ ἐνεργοποιήσει καὶ νὰ ἀξιοποιήσει τὸ χάρισμά του καὶ νὰ ἐνεργεῖ ὡς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀναλόγως τῆς θέσεως καὶ τῶν δυνατοτήτων του.

Ἒτσι ἔκαναν οἱ Ἃγιοι!

Ἒτσι ἔκανε ὁ π. Γερβάσιος!

Αὐτό σημαίνει ἐκκλησιαστικό φρόνημα! 

Ἀσφαλῶς ἡ στάση αὐτὴ ἔχει ἰδιαίτερα αὐξημένο πνευματικὸ ρίσκο καί κινδύνους ἐκτροπῆς διότι ὁ πιστὸς σχοινοβατεῖ καὶ γι’ αὐτὸ ἀπαιτεῖται πολύ μεγάλη πνευματικὴ προσπάθεια καί ἐγρήγορση νὰ μὴν προσβληθεῖ ὁ πιστὸς ἀπὸ τούς ἐκ δεξιῶν πειρασμούς καί περιπέσει σέ πλάνη. Θεμελιώδης προϋπόθεση εἶναι ἡ ταπείνωση ποὺ ἑλκύει τὴ Θ. Χάρη, ἡ ὁποία θεραπεύει τὶς ἐλλείψεις, τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς ἐπὶ μέρους ἀστοχίες καί, τελικά, προφυλάσσει ἀπὸ πτώσεις.

Ὑπὸ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, παρὰ τὸν πρόσκαιρο κατατρεγμό καὶ ὀνειδισμό, ποὺ σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι ἐξαιρετικὰ ὠφέλιμος γιὰ τὴν πνευματικὴ μας πρόοδο, στὸ τέλος λάμπει ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ δίκαιο. Αὐτὸ συμβαίνει πάντοτε μέ τούς Ἁγίους. Αὐτὸ συνέβη πανηγυρικὰ καὶ μὲ τὸν Γέροντα τῶν Πατρῶν, τὸν ὅσιο Γερβάσιο Παρασκευόπουλο.

Αὐτοῦ ταῖς ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεὸς, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς!

Καλή Σαρακοστή!




[1] Τὸ παρὸν ἄρθρο ἀφιεροῦται στὸν σεβαστὸ πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ὁμότιμο Καθηγητὴ Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ, ὁ ὁποῖος ἀκολουθώντας τοῖς ἲχνεσι τῶν ὁμολογητῶν Ἁγίων βρίσκεται κατηγορούμενος λόγῳ τῆς πιστότητός του στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Εἶναι θλιβερὸ ὅμως γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοσύνη ἐν Ἑλλάδι (καὶ συνακόλουθα γιὰ σύνολη τὴν τοπικὴ μας Ἐκκλησία) τὸ μὲν ἁρμόδιο Ἐπισκοπικὸ Δικαστήριο νὰ κρίνει ἑαυτὸ ἀναρμόδιο νὰ τὸν δικάσει καὶ νὰ παραπέμπει πρὸς κρίσιν τὴν ὑπόθεση σὲ Συνοδικὸ Δικαστήριο, ἐν τούτοις ὅμως νὰ παραμένει ἐπὶ τετραετία ἡ ἀνώτατη ποινὴ ποὺ μπορεῖ νὰ θέσει ὁ ἐπίσκοπος! Στὴν κοσμικὴ ποινικὴ δικονομία ἀκόμα καὶ τά βαρύτερα τῶν ἐγκλημάτων ἔχουν ἀνώτατο ὅριο προφυλάκισης (ποινὴ πρὶν ἀπὸ τὴ δίκη) τοὺς 18 μῆνες… Στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει ὑπερβεῖ τοὺς 48 μῆνες μὲ ἄδηλο τὸ μέλλον…


[2] Στοιχεῖα γιὰ τὴ σύνταξη τοῦ παρόντος ἄρθρου ἀντλήσαμε ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ ἀειμνήστου Παν. Ἀντ. Λόη, Ἀρχιμανδρίτης Γερβάσιος Παρασκευόπουλος (1878-1964), Ὁ ἄγνωστος Ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας καὶ Φάρος τῶν Πατρῶν, τ. Α΄, Πάτραι 1998 (ἰδιαιτέρως τὸ κεφάλαιο Η΄, σελ. 579-734). Δυστυχῶς, ἡ ἐπανέκδοση τοῦ ἔργου μὲ τίτλο Ὁ Ἅγιος Γερβάσιος τῶν Πατρῶν, τ. Α΄ κεφ. Α-Ζ, Πάτρα 2005, δὲν περιλαμβάνει τὸ Η΄ κεφάλαιο ποὺ διαπραγματεύεται τὸ θέμα αὐτό. Ἐπισυνάπτουμε στό παρόν ἂρθρο ὁλόκληρο τὸ κεφάλαιο Η΄ (σ. 579-734) ἀπὸ τὴν ἐξαντληθεῖσα πρώτη ἒκδοση τῆς ἐργασίας γιὰ λόγους σεβασμοῦ στὸν ἀείμνηστο συγγραφέα της καθὼς καὶ παροχῆς δυνατότητας στοὺς ἀναγνῶστες νὰ μελετήσουν ἀναλυτικὰ τὴν ἔνδοξη αὐτὴ σελίδα τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Γέροντος, ποὺ δικαίως τὸν κατατάσσει μεταξὺ τῶν ἀποστολικῶν ἀνδρῶν μὲ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. 


[3] Ἰ. Φουντούλη, «Ὁ πατὴρ Γερβάσιος Παρασκευόπουλος (1877-1964). Μύστης καὶ Μυσταγωγός», σὲ: Ἀρχιμ. Γ. Χ. Παρασκευοπούλου, Ἑρμηνευτικὴ Ἐπιστασία ἐπί τῆς Θείας Λειτουργίας, Πάτραι 20052, σ. 13-25.


[4] Μὲ ἰδιαίτερη συγκίνηση διαπίστωσα ὅτι τὴ διαμαρτυρία πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδο συνυπογράφει ἡ ἀείμνηστη ἀνάδοχός μου Ἑλένη Σ. Παπαναστασοπούλου καὶ ἡ ἀδελφὴ της Εὐρυδίκη. Αἰωνία ἡ μνήμη τους!


[5] Ἐνδιαφέρουσες ἀπόψεις γιά τήν ἐθελοδουλία βλ. Μ. Κελαντωνάκη, Πώς οδηγούνται οι άνθρωποι στην εθελοδουλεία και γιατί παραμένουν σε αυτήν την κατάσταση; Hannah Arendt, Étienne de La Boétie και Baruch Spinoza, Αθήνα 2018, στο https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/2 779210/theFile


[6] Ὡς λύση γιὰ τὴν πάταξη τοῦ ἐγωισμοῦ στήν περίπτωση αὐτή ὁρισμένοι προτείνουν τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἄκριτη ἀποδοχὴ ἀκόμα καὶ ἀντιευαγγελικῶν πρακτικῶν. Ὅμως εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ τὴν πιὸ ἱερὴ καὶ πνευματικὴ μας προσπάθεια ὁ ἀντίδικος θέλει νὰ τὴν μολύνει καὶ νὰ τὴν ἀκυρώσει. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τρόπους εἶναι νὰ τὴ δηλητηριάσει μὲ τὶς πολλὲς καὶ ὕπουλες ἐκφάνσεις τοῦ ἐγωισμοῦ. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε τὴν προσευχὴ τοῦ Φαρισαίου! Ἀσφαλῶς ἡ λύση δὲν εἶναι νὰ παραιτηθοῦμε τῆς ἱερῆς καὶ πνευματικῆς μας προσπάθειας, διότι τότε κάνουμε τὸ χατίρι τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ὀργάνων του, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε τὴν πνευματικὴ ἐγρήγορση ὥστε νὰ μὴν πέσουμε στὴν παγίδα του. Ἡ λύση γιὰ τὴ φαρισαϊκὴ συμπεριφορὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς δὲν ἦταν νὰ μὴν προσεύχεται…


[7] Ἐξαιρετικὴ τεκμηρίωση περὶ τῆς κακῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἁγίας ἀνυπακοῆς στὴ ζωὴ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, βλ. πρωτ. Θεοδ. Ζήση, Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοὴ, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2006.


[8] Στὴ συνείδηση τῆς κοινωνίας περιθωριοποιήθηκε ἐντελῶς ἡ Ἐκκλησία ὡς ἀναποτελεσματικὴ καὶ ἀνίκανη νὰ προσφέρει τὴ μαρτυρία καὶ συνδρομὴ βάσει τῆς δικῆς της παράδοσης καί ἐμπειρίας. ἀξιοποιήθηκε, ἢ μᾶλλον κακοποιήθηκε, ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες μόνο ὡς θεραπαινὶς τῶν προβληματικῶν ἐπιλογῶν καὶ μέτρων πού ἐπέβαλαν στό λαό μέ ἀποκορύφωση (γιά τήν ὣρα…) τήν live ἐργαλειοποίηση τῆς ἀρχιερωσύνης γιὰ τὴν προώθηση τoῦ μαζικοῦ ἐμβολιασμοῦ... Νομιμοποιήθηκε ἡ πολιτική ἐξουσία νά ἐπεμβαίνει στόν ἐσώτατο πυρήνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἀναγνωρίστηκε στήν ἀστυνομία τό δικαίωμα νὰ ἀποκλείει τοὺς Ἱ. Ναοὺς. Διχάστηκε ὁ πιστὸς λαός. κλονίστηκε ἡ ἐμπιστοσύνη του πρὸς τὴν Ἱεραρχία καὶ τοὺς ἱερεῖς. Ἱερεῖς προπηλακίστηκαν λεκτικά, κατηγορήθηκαν καί καταδικάστηκαν ἀπό τήν προϊσταμένη τους Ἀρχή ἢ τήν κρατική καί παρακρατική καταστολή (ἀστυνομία καί δημοσιογραφία) χωρίς τήν στοιχειώδη συμπαράσταση ἀπό τήν Ἱεραρχία. Ἀλλοιώθηκε τὸ λειτουργικὸ ἦθος τοῦ λαοῦ μὲ τὴν καθιέρωση Θ. Λειτουργίας χωρίς πιστούς καί τή φορτική πρόσκληση ὄχι σὲ συμμετοχὴ ἀλλὰ σέ τηλε-λατρεία. καθιερώθηκαν ἀπογευματινὲς Θ. Λειτουργίες. προσεβλήθη ἡ Θ. Κοινωνία (πρόσκληση σέ take away ἄνευ συμμετοχῆς στὴ Θ. Λειτουργία, ἀτομικὰ κουταλάκια, ἀπολύμανση ἱ. Λαβίδος κλπ). ἀποϊεροποιήθηκε ὁ Ναὸς (ἀπαγόρευση προσκύνησης εἰκόνων, ἀντίδωρο σέ σακουλάκια, μάσκες). Παγιώθηκε πλέον ἡ πεποίθηση ‒μέ τήν ἐντελῶς ἀδικαιολόγητη σύμπραξη ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων‒ ὅτι ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ εἶναι ἑστία ὑπερμολύνσεως καὶ συνεπῶς ἐπιβάλλεται ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴ θ. Λατρεία γιὰ τὸ καλὸ μας! Ὡς ἐν συνελόντι εἰπεῖν, ἐκπροτεσταντίστηκε ἡ ἐκκλησιαστική ζωὴ μὲ τὴν ἀπώθηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παράδοσης καί ἐμπειρίας στὴν ἀντιμετώπιση τῆς κρίσης καὶ μὲ τὴ μεταφορὰ τοῦ κεντρικοῦ ἄξονά της ἀπὸ τὴν συμμετοχή στήν κοινὴ λατρεία στὴν ἀτομικὴ σχέση μὲ τὸ Θεὸ (ἀτομική λατρεία, τηλε-λατρεία, Θ. Κοινωνία-take away)! Καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴν σύμπραξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας Ἡγεσίας. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήσει…


[9] Δ. Τσελεγγίδης, «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις», στό https://www.impantokratoros.gr/tselegidis-poithesthetois -hgoumenois.el.aspx



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου