Ἕνας Γέροντας ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει κανεὶς νὰ μεριμνᾷ γιὰ τίποτε παρὰ μόνο γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρόσθετε:
«Κι ἂν ἀναγκασθῶ νὰ φροντίσω γιὰ γήινη ἀνάγκη, ποτὲ δὲν τὴν σκέφτομαι πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα της».
Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι ὅπως ἡ φωτιὰ καίει τὰ ξύλα, ἔτσι καὶ τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ ὀφείλει νὰ καίει τὰ πάθη.
Γιὰ κάποιο Γέροντα ποὺ κατοικοῦσε σὲ κοινόβιο ἔλεγαν οἱ ἀδελφοὶ τῆς ἴδιας μονῆς ὅτι αὐτὰ τὰ τρία πλεονεκτήματα ἀπέκτησε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μοναχὸ αὐτῆς τῆς γενιᾶς: τὸ νὰ νηστεύει πολύ, τὸ νὰ ἀγρυπνεῖ πολὺ καὶ τὸ νὰ ἐργάζεται πολύ.
14. Ὁ ἅγιος Γέροντας Θεόδωρος ποὺ καταγόταν ἀπ᾿ τὰ Ἄδανα, μᾶς διηγήθηκε ὅτι ὅταν ζοῦσε στὰ μέρη τῆς Ἁγίας Πόλεως, στὸ κοινόβιο τοῦ Πενθουκλᾶ, κοντὰ στὸν ἅγιο ποταμὸ Ἰορδάνη, ἦρθε κάποιος ἀπ᾿ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας θέλοντας νὰ γίνει μοναχὸς στὸ μοναστῆρι αὐτό. Καὶ ὁ ἡγούμενος τὸν δέχτηκε.
Ἔμεινε κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ ἐπειδὴ ὠφελήθηκε πνευματικὰ ἀπ᾿ τὴν καλὴ κατάσταση τοῦ μοναστηριοῦ, μιὰ ποὺ εἶχε ἀρκετὸ χρυσάφι τὸ φέρνει καὶ τὸ δίνει στὸν ἀββᾶ, λέγοντάς του:
«Ἀββᾶ, ἐπειδὴ ὠφελήθηκα ἀπ᾿ τὴν ζωὴ στὸ κοινόβιο καὶ θέλω ἐὰν καὶ ὁ Θεὸς συγκατανεύει, νὰ κάνεις τὴν κουρά μου καὶ νὰ μοῦ δώσεις τὸ ἅγιο σχῆμα, πᾶρε αὐτὴν τὴν εὐλογία καὶ διαχειρίσου την ὅπως νομίζεις», καὶ τοῦ δείχνει τὸ χρυσάφι.
Ὁ ἡγούμενος ὅμως ποὺ ἦταν ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ εἶχε φόβο Θεοῦ, δὲν ἔσπευσε νὰ πάρει τὸ χρυσάφι, ἀλλὰ τοῦ λέει:
«Αὐτά, παιδί μου, ἐδῶ δὲν τὰ χρειαζόμαστε. Ὅπως γνωρίζεις δὲν εἴμαστε πολυέξοδοι στὶς ἀνάγκες μας, ἀλλ᾿ ὅπως τύχει μὲ φτηνὰ πράγματα περνοῦμε, καθὼς ζοῦμε ἐδῶ στὴν ἔρημο. Ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, πήγαινε καὶ δώσ᾿ τα στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς». Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε νὰ παρακαλεῖ καὶ νὰ λέει:
«Τὸ ἔταξα, πάτερ, ὅπου ἐγκαταβιώσω, ἐκεῖ νὰ τὰ προσφέρω».
Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: