Ένας μοναχὸς διηγήθηκε τὴν ἑξῆς ἱστορία σὲ προσκυνητὲς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης Σινᾶ:
«Εἶχα τὸ διακόνημα νὰ καθαρίζω τὸ διάδρομο τῶν πατέρων, μέχρι τὴν ἐκκλησία, ἔξω ἀπὸ τὰ κελλιὰ τοῦ Μοναστηριοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκκλησίας, ποὺ ἦταν κουραστικό, γιὰ μία τόσο μεγάλη ἐκκλησία.
Ὡστόσο, παρατήρησα ἀρκετὲς φορὲς ὅτι κάθε Παρασκευή, πρὶν ἀρχίσω τὸ διακόνημά μου, ὁ διάδρομος ἦταν καθαρός. Ἀναρωτήθηκα, ποιὸς νὰ ἦταν αὐτὸς ποὺ τὸν καθάριζε καὶ σκέφτηκα ὅτι θὰ ἦταν κάποιος πατέρας ποὺ μὲ λυπόταν, ἐπειδὴ ἦταν κουραστικό.
Μετὰ ἀπὸ μία ἀγρυπνία σηκώθηκα τὸ πρωὶ – ἦταν ἡμέρα Παρασκευὴ- γιὰ νὰ κάνω τὸ διακόνημά μου.
Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ κελλί μου, εἶδα ἕνα Βεδουίνο, τὸ ὄνομα τοῦ Σαλέμ, νὰ σκουπίζη τὸν διάδρομο.
Ὁ Σαλὲμ ἦταν ὁ πορτάρης τοῦ Μοναστηριοῦ κάθε Παρασκευή. Ἦταν πολὺ καλός, τόσο ποὺ ὁ π. Παῦλος, ὁ Δικαῖος τοῦ Μοναστηριοῦ, τὸν εἶχε σὲ μεγάλη ἐκτίμηση καὶ τοῦ ἔλεγε: «γειά σου Σαλέμ. Πετάει ὁ Σαλέμ;» Καὶ αὐτὸς ἀπαντοῦσε: «πετάει, πετάει».
Τὸν ρώτησα γιατί σκούπιζε ἐκεῖ καὶ ἂν εἶχε πάρει εὐλογία νὰ τὸ κάνη αὐτό.
Μοῦ ἀπάντησε ὅτι δὲν εἶχε εὐλογία καὶ νὰ μὴ τὸν μαλώσω.
Μοῦ εἶπε ὅτι τὸν ἔστελναν οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ του, νὰ μαζεύη τὴ σκόνη ἀπὸ τὰ παπούτσια τῶν πατέρων!
Ὅταν τὰ παιδιά τους ἀρρώσταιναν, ἔβαζαν τὸ βράδυ τὴν σκόνη αὐτὴ κάτω ἀπὸ τὰ στρωσίδια τους καὶ τὸ πρωὶ τὰ παιδιὰ γίνονταν καλά(!)
Τοῦ εἶπα τότε νὰ συνεχίση νὰ κάνη, ὅπως νομίζει.