Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Δοξολογία
«Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…». Μ᾿ αὐτὴ τὴ δοξολογία ἀρχίζει ὁ ἱερέας τὴ Λειτουργία. Γιατὶ καὶ οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι τὸ ἴδιο κάνουν ὅταν παρουσιάζονται στὸν κύριό τους. Πρῶτα-πρῶτα δηλαδὴ τὸν ἐγκωμιάζουν, κι ἔπειτα τὸν παρακαλοῦν γιὰ τὶς δικές τους ὑποθέσεις.
Εἰρηνικά
Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη αἴτηση τοῦ ἱερέα; «Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Λέγοντας εἰρήνη, δὲν ἐννοεῖ μόνο τὴ μεταξύ μας εἰρήνη, ὅταν δηλαδὴ δὲν μνησικακοῦμε ἐναντίον κανενός, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰρήνη πρὸς τοὺς ἑαυτούς μας, ὅταν δηλαδὴ ἡ καρδιά μας δὲν μᾶς κατηγορεῖ γιὰ τίποτα. Τὴν ἀρετὴ τῆς εἰρήνης, βέβαια, τὴν ἔχουμε πάντοτε ἀνάγκη, μὰ ἰδιαίτερα τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, γιατὶ χωρὶς αὐτὴν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ προσευχηθεῖ σωστὰ καὶ νὰ ἀπολαύσει κάποιο καλὸ ἀπὸ τὴν προσευχή του.
Στὴ συνέχεια παρακαλοῦμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ κράτος καὶ τοὺς ἄρχοντες, γιὰ ὅσους βρίσκονται σὲ κινδύνους, γιὰ ὅλους γενικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ δὲν προσευχόμαστε μόνο γιὰ ὅ,τι ἐνδιαφέρει τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἀναγκαῖα ὑλικὰ ἀγαθὰ - «ὑπὲρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς…». Γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ὁ αἴτιος καὶ χορηγὸς ὅλων, καὶ σ᾿ Αὐτὸν μόνο πρέπει νὰ ἔχουμε στραμμένα τὰ βλέμματά μας.
Σὲ ὅλες τὶς αἰτήσεις οἱ πιστοὶ ἐπαναλαμβάνουν μία μόνο φράση, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Τὸ νὰ ζητᾶμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ ζητᾶμε τὴ βασιλεία Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ ἀρκοῦνται σ᾿ αὐτὴ τὴ δέηση, γιατὶ αὐτὴ τὰ περιλαμβάνει ὅλα.
Ἀντίφωνα
Ἔπειτα ἀρχίζουν οἱ ψαλμῳδίες ποὺ περιέχουν θεόπνευστα λόγια ἀπὸ τοὺς Προφῆτες. Τὰ ἀντίφωνα -ἔτσι λέγονται- μᾶς ἁγιάζουν καὶ μᾶς προπαρασκευάζουν γιὰ τὸ μυστήριο. Ταυτόχρονα ὅμως μᾶς θυμίζουν τὰ πρῶτα χρόνια της παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ, τότε ποὺ Ἐκεῖνος δὲν φαινόταν ἀκόμα στὸν πολὺ κόσμο, καὶ γιὰ αὐτὸ ἦταν ἀπαραίτητα τὰ προφητικὰ λόγια. Ὅταν ἀργότερα ἐμφανίστηκε ὁ Ἴδιος, δὲν ὑπῆρχε πλέον ἀνάγκη τῶν προφητῶν, ἀφοῦ Τὸν ἔδειχνε παρόντα ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης.
Μικρὴ εἴσοδος
Τὴν ὥρα ποὺ ψάλλεται τὸ τρίτο ἀντίφωνο, γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὴ συνοδεία λαμπάδων. Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ κρατάει ὁ διάκονος ἤ, ἂν δὲν ὑπάρχει διάκονος, ὁ ἱερέας. Ἐνῷ λοιπὸν αὐτὸς πρόκειται νὰ εἰσέλθει στὸ Ἱερό, στέκεται σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τὸν συνοδεύσουν ἅγιοι ἄγγελοι, γιὰ νὰ γίνουν συμμέτοχοί του στὴν ἱερουργία καὶ τὴ δοξολογία. Στὴ συνέχεια σηκώνει ψηλὰ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ δείχνει στοὺς πιστοὺς καί, ἀφοῦ εἰσέλθει στὸ Θυσιαστήριο, τὸ ἀποθέτει στὴν ἁγία Τράπεζα.
Ἡ ὕψωση τοῦ Εὐαγγελίου συμβολίζει τὴν ἀνάδειξη τοῦ Κυρίου ὅταν ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται στὰ πλήθη. Γιατὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο δηλώνεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τώρα λοιπὸν ποὺ φανερώνεται ὁ Χριστός, κανεὶς δὲν προσέχει τὰ λόγια τῶν Προφητῶν, γι᾿ αὐτό, μετὰ τὴ μικρὴ Εἴσοδο, ψάλλουμε ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὴν καινούργια ζωὴ ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός. Ὑμνοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ γιὰ ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς. Ἐγκωμιάζουμε ἐπίσης τὴν Παναγία ἢ ἄλλους Ἁγίους, ἀνάλογα μὲ τὴν ἑορτὴ ἢ τὸν Ἅγιο ποὺ τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία κάθε φορά.
Τρισάγιος ὕμνος
Ἀνυμνοῦμε τέλος τὸν ἴδιο τὸν Τριαδικὸ Θεό, ψάλλοντας: «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς». Τὸ «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος…» ἀποτελεῖ τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων (Ἡσ. 6:3). Καὶ τὰ «Θεός», «ἰσχυρός» καὶ «ἀθάνατος» εἶναι λόγια τοῦ προφήτη Δαβίδ: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. 41:3).
Ψάλλουμε τὸν Τρισάγιο Ὕμνο μετὰ τὴν εἴσοδο τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ διακηρύξουμε πὼς μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι ἑνώθηκαν καὶ ἀποτελοῦν πλέον μία Ἐκκλησία.
Ἀναγνώσματα
Ἀμέσως μετὰ ὁ ἱερέας παραγγέλλει σὲ ὅλους νὰ μὴ στέκονται μὲ ὀκνηρία, ἀλλὰ νὰ ἔχουν προσηλωμένο τὸ νοῦ τους σὲ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «Πρόσχωμεν». Καὶ μὲ τὸ «Σοφία» ὑπενθυμίζει στοὺς πιστοὺς τὴ σοφία μὲ τὴν ὁποία πρέπει νὰ συμμετέχουν στὴ Λειτουργία. Αὐτὴ εἶναι οἱ καλοὶ λογισμοὶ ποὺ ἔχουν ὅσοι εἶναι πλούσιοι σὲ πίστη καὶ ξένοι ἀπὸ καθετὶ ἀνθρώπινο. Εἶναι πράγματι ἀνάγκη νὰ παρακολουθοῦμε τὴ Λειτουργία μὲ τοὺς πρέποντες λογισμούς, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ μὴν χάνουμε ἄδικα τὸν καιρό μας. Ἐπειδὴ ὅμως κάτι τέτοιο δὲν εἶναι εὔκολο, χρειάζεται καὶ ἡ δική μας προσοχὴ καὶ ἡ ἐξωτερικὴ ὑπενθύμιση, ὥστε νὰ ξανασυγκεντρώνουμε τὸ νοῦ μας, ποὺ συνεχῶς ξεχνιέται καὶ παρασύρεται σὲ μάταιες φροντίδες.
Ἐπίσης καὶ ἡ ἐκφώνηση «Ὀρθοί» περιέχει παραίνεση. Θέλει μπροστὰ στὸ Θεὸ νὰ στεκόμαστε πρόθυμοι, μὲ εὐλάβεια καὶ ζῆλο πολύ. Καὶ πρῶτο σημάδι αὐτοῦ τοῦ ζήλου εἶναι ἡ ὄρθια στάση τοῦ σώματός μας. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐκφωνήσεις, διαβάζονται τὸ Ἀποστολικὸ καὶ τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Αὐτὰ δηλώνουν τὴ φανέρωση τοῦ Κυρίου, ὅπως γινόταν σιγὰ-σιγὰ μετὰ τὴν πρώτη Του ἐμφάνιση στοὺς ἀνθρώπους. Στὴ μικρὴ Εἴσοδο τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν κλειστὸ καὶ συμβόλιζε τὸ διάστημα τῶν τριάντα πρώτων ἐτῶν τοῦ Κυρίου, τότε ποὺ ὁ Ἴδιος ἀκόμα σιωποῦσε. Τώρα ὅμως ποὺ διαβάζονται τὰ ἀναγνώσματα, ἔχουμε τὴν πληρέστερη ἀποκάλυψή Του, μὲ ὅσα ὁ Ἴδιος δίδασκε δημόσια κι μὲ ὅσα πρόσταζε τοὺς Ἀποστόλους νὰ κηρύσσουν.
Μεγάλη Εἴσοδος
Σὲ λίγο ὁ λειτουργὸς θὰ προχωρήσει πλέον στὴ θυσία, καὶ πρέπει τὰ δῶρα ποὺ πρόκειται νὰ θυσιαστοῦν, νὰ τοποθετηθοῦν στὴν ἁγία Τράπεζα. Γιὰ αὐτὸ ἔρχεται τώρα στὴν Πρόθεση, παίρνει τὰ τίμια δῶρα, τὰ κρατάει στὸ ὕψος τοῦ κεφαλιοῦ του καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ Ἱερό. Προχωρώντας μὲ πολλὴ κοσμιότητα καὶ μὲ βῆμα ἀργό, τὰ περιφέρει στὸ ναό, ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, συνοδευόμενος ἀπὸ λαμπάδες καὶ θυμιάματα. Τελικὰ εἰσέρχεται στὸ θυσιαστήριο καὶ τὰ ἀποθέτει στὴν ἁγία Τράπεζα.
Στὸ πέρασμα τοῦ ἱερέα οἱ πιστοὶ ψάλλουν καὶ προσκυνοῦν μὲ κάθε σεβασμὸ παρακαλώντας νὰ τοὺς μνημονεύει τὴν ὥρα ποὺ θὰ προσφέρει στὸ Θεὸ τὰ τίμια δῶρα. Γιατὶ ξέρουν πὼς δὲν ὑπάρχει ἀποτελεσματικότερη ἱκεσία ἀπὸ τούτη τὴ φρικτὴ θυσία, ποὺ καθάρισε δωρεὰν ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου (Χαρακτηριστικὸ λειτουργικὸ στοιχεῖο τῆς Μεγάλης Εἰσόδου εἶναι ὁ Χερουβικὸς Ὕμνος, ποὺ ψάλλεται σὲ ἀργὸ μέλος ἀπὸ τὸ χορό: «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες καὶ τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τὸν τρισάγιον ὕμνον προσᾴδοντες, πᾶσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν, ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα». Δηλαδή: «Ἐμεῖς ποὺ μυστικὰ εἰκονίζουμε τὰ Χερουβεὶμ καὶ ψάλλουμε στὴ ζωοποιὸ Τριάδα τὸν τρισάγιο ὕμνο, ἂς ἀφήσουμε κάθε βιοτικὴ μέριμνα, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Βασιλιὰ τῶν ὅλων, ποὺ ἀόρατα συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα. Ἀλληλούϊα»).
Ἡ μεγάλη Εἴσοδος συμβολίζει τὴν πορεία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἔπρεπε νὰ θυσιαστεῖ. Καθισμένος τότε πάνω σὲ ζῷο, ἔμπαινε στὴν Ἁγία Πόλη, συνοδευόμενος καὶ ὑμνούμενος ἀπὸ τὰ πλήθη.
Σύμβολο τῆς πίστεως
Ὁ ἱερέας καλεῖ τώρα τοὺς πιστοὺς νὰ προσευχηθοῦν «ὑπὲρ τῶν προτεθέντων τιμίων δώρων»: «Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ ἁγιαστοῦν τὰ τίμια δῶρα ποὺ εἶναι μπροστά μας, ὥστε νὰ ἐκπληρωθεῖ ἔτσι ὁ ἀρχικός μας σκοπός».
Ὕστερα, ἀφοῦ προσθέσει καὶ ἄλλες αἰτήσεις, παρακινεῖ ὅλους νὰ ἔχουν μεταξὺ τοὺς εἰρήνη «Εἰρήνη πᾶσι» καὶ ἀγάπη «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους…». Κι ἐπειδὴ τὴ μεταξύ μας ἀγάπη ἀκολουθεῖ ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ ἡ τέλεια καὶ ζωντανή μας πίστη σ᾿ Αὐτόν, γι᾿ αὐτό, ἀμέσως μετὰ ὁμολογοῦμε τὸν ἀληθινὸ Θεό: «Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον».
«Τὰς θύρας, τὰς θύρας· ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν», συμπληρώνει ὁ λειτουργός. Μ᾿ αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ: «Ἀνοῖξτε διάπλατα ὅλες τὶς πόρτες, δηλαδὴ τὰ στόματα καὶ τὰ αὐτιά σας, στὴν ἀληθινὴ σοφία, δηλαδὴ σὲ ὅσα ὑψηλὰ μάθατε καὶ πιστεύετε γιὰ τὸ Θεό. Αὐτὰ συνεχῶς νὰ λέτε καὶ νὰ ἀκοῦτε, καὶ μάλιστα μὲ ζῆλο καὶ προσοχή».
Τότε οἱ πιστοὶ ἀπαγγέλλουν δυνατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως «Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν…».
Ἁγία ἀναφορά
«Στῶμεν καλώς· στῶμεν μετὰ φόβου. Πρόσχωμεν τὴν ἁγίαν ἀναφορὰν ἐν εἰρήνῃ προσφέρειν», προτρέπει πάλι ὁ ἱερέας. Δηλαδή: «Ἂς σταθοῦμε γερὰ σὲ ὅσα ὁμολογήσαμε μὲ τὸ «Πιστεύω…», χωρὶς νὰ κλονιζόμαστε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ἂς σταθοῦμε μὲ φόβο, γιατὶ εἶναι μεγάλος ὁ κίνδυνος νὰ πλανηθοῦμε. Ὅταν ἔτσι σταθεροὶ παραμένουμε στὴν πίστη, τότε ἂς προσφέρουμε τὰ δῶρα μας στὸ Θεὸ μὲ εἰρήνη».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ ἔχουν στὸ νοῦ τους καὶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἂν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ θυμηθεῖς ὅτι κάποιος κάτι ἔχει ἐναντίον σου, συμφιλιώσου πρῶτα μαζί του, καὶ μετὰ ἔλα νὰ προσφέρεις τὸ δῶρο σου» (Ματθ. 5:23 -24).
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἱερέας ἀνυψώσει τὶς ψυχὲς καὶ τὰ φρονήματα τῶν πιστῶν ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πρὸς τὰ οὐράνια, ἀρχίζει τὴν εὐχαριστήρια προσευχή. Μιμεῖται ἔτσι τὸν πρῶτο Ἱερέα, τὸν Χριστό, ποὺ εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ Πατέρα προτοῦ παραδώσει τὸ μυστήριό της θείας Εὐχαριστίας.
Τὸν δοξολογεῖ τώρα κι αὐτὸς καὶ Τὸν ὑμνεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Τὸν εὐγνωμονεῖ γιὰ ὅλες τὶς εὐχαριστίες ποὺ μᾶς ἔκανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας. Τὸν εὐχαριστεῖ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ στὸν κόσμο καὶ γιὰ τὴν παράδοση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Διηγεῖται μάλιστα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Λάβετε, φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26:26–27).
Ὁ ἱερέας, ἀφοῦ πεῖ, «Ἔχοντας λοιπὸν στὸ νοῦ μας αὐτὴ τὴ σωτήρια ἐντολὴ καὶ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει γιὰ μᾶς, δηλαδὴ τὴ σταύρωση, τὴν ταφή, τὴν τριήμερη ἀνάσταση, τὴν ἀνάληψη στοὺς οὐρανούς, τὴν ἐνθρόνιση στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, τὴ δεύτερη καὶ ἔνδοξη πάλι παρουσία», καταλήγει μὲ τὴν ἐκφώνηση: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέροντες κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα, σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν». Μὲ τοῦτα τὰ λόγια εἶναι σὰν νὰ λέει στὸν οὐράνιο Πατέρα: «Σοῦ προσφέρουμε τὴν ἴδια ἐκείνη προσφορὰ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Μονογενής Σου Υἱὸς πρόσφερε σ᾿ Ἐσένα, τὸ Θεὸ καὶ Πατέρα. Καὶ προσφέροντας τήν, Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ κι Ἐκεῖνος προσφέροντας τὴν Σ᾿ εὐχαριστοῦσε. Τίποτα δικό μας δὲν προσθέτουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν προσφορὰ τῶν δώρων. Γιατὶ δὲν εἶναι δικά μας ἔργα τοῦτα τὰ δῶρα, ἀλλὰ δικά Σου δημιουργήματα. Οὔτε καὶ δική μας ἐπινόηση εἶναι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς λατρείας, ἀλλὰ Ἐσὺ μᾶς τὸν δίδαξες κι Ἐσὺ μᾶς παρακίνησες νὰ Σὲ λατρεύουμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Γι᾿ αὐτό, ὅσα Σοῦ προσφέρουμε, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου δικά Σου...».
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ ἱερέας προσπίπτει καὶ ἱκετεύει θερμὰ τὸ Θεό. Παρακαλεῖ γιὰ τὰ δῶρα ποὺ ἔχει μπροστά του, ὥστε νὰ δεχθοῦν τὸ πανάγιο καὶ παντοδύναμο Πνεῦμα Του καὶ νὰ μεταβληθοῦν ὁ μὲν ἄρτος στὸ ἴδιο τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ οἶνος στὸ ἴδιο τὸ ἄχραντο αἷμα Του.
Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς εὐχές, ἡ θεία ἱερουργία ὁλοκληρώθηκε! Τὰ δῶρα ἁγιάστηκαν! Ἡ θυσία πραγματοποιήθηκε! Τὸ μεγάλο θῦμα καὶ σφάγιο, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ χάρη τοῦ κόσμου, βρίσκεται μπροστὰ στὰ μάτια μας, πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα! Γιατὶ ὁ ἄρτος δὲν εἶναι πλέον τύπος τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Κυρίου ποὺ δέχτηκε ὅλες ἐκεῖνες τὶς προσβολές, τὰ ῥαπίσματα, τὰ φτυσίματα, τὶς πληγές, τὴ χολή, τὴ σταύρωση. Καὶ ὁ οἶνος εἶναι τὸ ἴδιο τὸ αἷμα ποὺ ξεπήδησε ὅταν σφαζόταν τὸ σῶμα. Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα, αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα ποὺ ἔλαβε σύσταση ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Παρθένο Μαρία, ποὺ θάφτηκε, ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα, ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθησε στὰ δεξιά του Πατέρα.
Καὶ πιστεύουμε πῶς ἔτσι εἶναι, γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε:
«Τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου… τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷμα μου» (Μαρκ. 14:22, 24). Καὶ γιατὶ ὁ Ἴδιος παρήγγειλε στοὺς Ἀποστόλους καὶ σ᾿ ὅλη τὴν Ἐκκλησία: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. 22:19). Δὲν θὰ πρόσταζε νὰ ἐπαναλαμβάνουν αὐτὸ τὸ μυστήριο, ἂν δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ τοὺς δώσει δύναμη νὰ τὸ ἐπιτελοῦν. Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ δύναμη; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ εἶναι ποὺ μὲ τὸ χέρι καὶ τὴ γλῶσσα τῶν ἱερέων τελεσιουργεῖ τὰ μυστήρια. Ὁ λειτουργὸς εἶναι ὑπηρέτης τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς νὰ προσφέρει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία ἂν τύχει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος γεμάτος ἁμαρτίες. Κάτι τέτοιο δὲν νοθεύει τὴν προσφορὰ τῶν δώρων, τὰ ὁποῖα εἶναι πάντοτε εὐάρεστα στὸ Θεό. Ὅπως κι ἕνα φάρμακο ποὺ κατασκευάστηκε ἀπὸ ἄνθρωπο ἄσχετό με τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, δὲν χάνει τὴ θεραπευτική του δράση, ἀρκεῖ μόνο νὰ κατασκευάστηκε σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ γιατροῦ.
Ἀφοῦ λοιπὸν συμπληρωθεῖ ἡ θυσία, ὁ ἱερέας, βλέποντας μπροστά του τὸ ἐνέχυρο τῆς θείας φιλανθρωπίας, τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, εὐχαριστεῖ καὶ ἱκετεύει. Εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ γιὰ ὅλους τοὺς ἁγίους, γιατὶ στὸ πρόσωπό τους ἡ Ἐκκλησία βρῆκε ἐκεῖνο ποὺ ζητάει, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἰδιαίτερα -«ἐξαιρέτως»- εὐχαριστεῖ γιὰ τὴν ὑπερευλογημένη Θεοτόκο καὶ ἀειπάρθενο Μαρία, γιατὶ αὐτὴ ὑπερβαίνει κάθε ἁγιοσύνη. Καὶ ἱκετεύει ὁ ἱερέας γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς -τοὺς κεκοιμημένους καὶ τοὺς ζῶντες- γιατὶ αὐτοὶ δὲν ἔφτασαν στὴν τελειότητα ἀκόμα κι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ προσευχή.
Θεία Κοινωνία
Σὲ λίγο ὁ λειτουργὸς θὰ κοινωνήσει ὁ ἴδιος καὶ θὰ προσκαλέσει καὶ τοὺς πιστοὺς στὰ θεῖα Μυστήρια. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ὅλους ἀνεξαίρετα ἡ θεία Μετάληψη, ὁ ἱερέας, ὑψώνοντας τὸν ζωοποιὸ Ἄρτο καὶ δείχνοντάς Τον, ἐκφωνεῖ: «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις». Εἶναι σὰν νὰ λέει: «Νὰ ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς! Τὸν βλέπετε. Λοιπόν, τρέξτε νὰ τὸν μεταλάβετε. Ὄχι ὅμως ὅλοι, ἀλλὰ ὅποιος εἶναι ἅγιος. Γιατὶ τὰ ἅγια ἐπιτρέπονται μόνο στοὺς ἁγίους».
Ἁγίους ἐδῶ ἐννοεῖ ὄχι μόνο ἐκείνους ποὺ ἔφτασαν στὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ κι ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται νὰ φτάσουν σ᾿ αὐτήν, ἔστω κι ἂν ἀκόμα ὑστεροῦν. Γιὰ αὐτὸ οἱ χριστιανοί, ἂν δὲν πέφτουν σὲ θανάσιμα ἁμαρτήματα ποὺ τοὺς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς νεκρώνουν πνευματικά, δὲν ἔχουν κανένα ἐμπόδιο νὰ κοινωνοῦν [Ἄλλωστε ἡ θεία Λειτουργία γίνεται γιὰ νὰ κοινωνοῦν οἱ πιστοί. Ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «τὸ νὰ κοινωνεῖ κανεὶς καὶ νὰ μεταλαμβάνει κάθε μέρα τὸ ἅγιο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καλὸ καὶ ὠφέλιμο». Ἡ συχνὴ θεία Κοινωνία, ὅμως, προϋποθέτει τὸν συνεχῆ πνευματικὸ ἀγῶνα καὶ τὴν κατάλληλη προετοιμασία (νήψη-προσευχή, μετάνοια-ἐξομολόγηση κ.λπ.)].
Στὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα, «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», οἱ πιστοὶ ἀποκρίνονται δυνατά: «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Γιατὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὴν ἁγιότητα ἀπὸ μόνος του, οὔτε εἶναι καὶ κατόρθωμα τῆς ἀνθρώπινης ἀρετῆς, ἀλλά, ὅλοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν ἀντλοῦν. Καὶ ὅπως, ἂν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοποθετηθοῦν πολλοὶ καθρέφτες, ὅλοι ἀκτινοβολοῦν, καὶ νομίζεις ὅτι βλέπεις πολλοὺς ἥλιους, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα ἕνας εἶναι ὁ ἥλιος ποὺ ἀστράφτει σὲ ὅλους τοὺς καθρέφτες, ἔτσι καὶ ὁ μόνος Ἅγιος, ὁ Χριστός, καθὼς διαχέεται μὲ τὴ μετάληψη μέσα στοὺς πιστούς, φαίνεται σὲ πολλὲς ψυχὲς καὶ παρουσιάζει πολλοὺς ὡς ἁγίους. Αὐτὸς ὅμως εἶναι ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Ἅγιος.
Ἀφοῦ λοιπὸν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο συγκαλέσει ὁ λειτουργὸς τοὺς πιστοὺς στὸ ἱερὸ δεῖπνο, μεταλαμβάνει πρῶτα ὁ ἴδιος καὶ οἱ ἄλλοι κληρικοὶ ποὺ βρίσκονται στὸ ἅγιο Βῆμα. Προηγουμένως ὅμως χύνει θερμὸ νερὸ μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο, πρᾶγμα ποὺ ὑποδηλώνει τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία. Γιατὶ αὐτὸ τὸ ζεστὸ νερό, ἐπειδὴ καὶ νερὸ εἶναι ἀλλὰ καὶ φωτιὰ ἔχει μέσα του λόγω τοῦ βρασμοῦ, φανερώνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο μὲ «ὕδωρ ζῶν» (Ἰω. 7:38) τὸ παρομοίασε ὁ Κύριος, καὶ μὲ τὴ μορφὴ τῆς φωτιᾶς κατέβηκε στοὺς Ἀποστόλους τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Στὴ συνέχεια ὁ ἱερέας στρέφεται πρὸς τὸ ἐκκλησίασμα καί, δείχνοντας τὰ Ἅγια, προσκαλεῖ ὅσους θέλουν νὰ κοινωνήσουν, νὰ προσέλθουν «μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πίστεως». Νὰ μὴν καταφρονήσουν δηλαδὴ τὴν ταπεινὴ ἐμφάνιση ποὺ ἔχουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ νὰ πλησιάσουν ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἀξίας τῶν μυστηρίων καὶ πιστεύοντας ὅτι αὐτὰ προξενοῦν τὴν αἰώνια ζωὴ σ᾿ ἐκείνους ποὺ μεταλαμβάνουν.
Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀληθινὴ τροφὴ καὶ ἀληθινὸ ποτό. Καὶ ὅταν τὰ μεταλαμβάνει κανείς, δὲν μετατρέπονται αὐτὰ σὲ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως γίνεται μὲ τὶς συνηθισμένες τροφές, ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα μεταβάλλεται σὲ ἐκεῖνα. Ὅπως καὶ τὸ σίδερο, ὅταν ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά, γίνεται κι αὐτὸ φωτιά· δὲν κάνει τὴ φωτιὰ σίδερο.
Τὴ θεία Κοινωνία τὴ δεχόμαστε βέβαια μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ αὐτὴ εἰσέρχεται πρῶτα στὴν ψυχὴ κι ἐκεῖ πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸ Χριστό, ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐκεῖνος ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸν Κύριο, γίνεται ἕνα πνεῦμα μὲ Αὐτόν» (Α´ Κορ. 6:17). Χωρὶς τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ Χριστό, ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ μόνος του, εἶναι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τὸ Θεό.
Ποιὰ ὅμως εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσει μὲ τὰ θεία μυστήρια; Εἶναι ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη στὸ Θεό, ὁ διακαὴς πόθος καὶ ἡ λαχτάρα μας γιὰ τὴ θεία Κοινωνία. Αὐτὰ ἑλκύουν τὸν ἁγιασμό, κι ἔτσι πρέπει νὰ κοινωνοῦμε. Γιατὶ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ προσέρχονται στὰ μυστήρια, καὶ ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦνται καθόλου, ἀλλὰ φεύγουν χρεωμένοι μὲ ἀμέτρητες ἁμαρτίες.
Ἀπόλυση
Ἀφοῦ κοινωνήσουν οἱ πιστοί, εὔχονται νὰ παραμείνει μέσα τους ὁ ἁγιασμὸς ποὺ ἔλαβαν, καὶ νὰ μὴν προδώσουν τὴ χάρη οὔτε νὰ χάσουν τὴ δωρεά.
Ὁ ἱερέας τοὺς καλεῖ τώρα νὰ εὐχαριστήσουν μὲ ζῆλο τὸ Θεὸ γιὰ τὴ θεία Μετάληψη. Γι᾿ αὐτὸ λέει: «Ὀρθοί... ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». Ὄχι δηλαδὴ ξαπλωμένοι οὔτε καθισμένοι, ἀλλὰ ὑψώνοντας τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα πρὸς Αὐτόν. Καὶ οἱ πιστοὶ μὲ λόγια της Γραφῆς δοξολογοῦν τὸ Θεό, ποὺ εἶναι αἴτιος καὶ χορηγὸς ὅλων τῶν ἀγαθῶν: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος» (Ψαλμ. 112:2). Ἀφοῦ ψάλλουν τρεῖς φορὲς αὐτὸν τὸν ὕμνο, ὁ ἱερέας βγαίνει ἀπὸ τὸ Θυσιαστήριο, στέκεται μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἀπευθύνει τὴν τελευταία εὐχή: «Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν...». Ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μᾶς σώσει μὲ τὸ ἔλεός Του, γιατὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας δὲν ἔχουμε νὰ ἐπιδείξουμε τίποτε ἄξιο σωτηρίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὡς πρεσβευτὲς μνημονεύει πολλοὺς ἁγίους καὶ ἰδιαίτερα τὴν παναγία Του Μητέρα.
Τέλος, ὁ λειτουργὸς μοιράζει τὸ ἀντίδωρο. Αὐτὸ ἔχει ἁγιαστεῖ, καθὼς προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀρχικὸ ἄρτο, ποὺ προσφέραμε στὸ Θεὸ γιὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Οἱ πιστοὶ παίρνουν μὲ εὐλάβεια τὸ ἀντίδωρο, φιλώντας τὸ δεξὶ χέρι τοῦ ἱερέα. Γιατὶ αὐτὸ τὸ χέρι, μόλις πρίν, ἄγγιξε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δέχτηκε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὸν μεταδίδει τώρα σὲ ὅσους τὸ ἀσπάζονται.
Ἐδῶ ἡ θεία Λειτουργία φτάνει στὸ τέλος της καὶ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁλοκληρώνεται. Γιατὶ καὶ τὰ δῶρα, ποὺ προσφέραμε στὸ Θεό, ἁγιάστηκαν καὶ τὸν ἱερέα ἁγίασαν καὶ στὸ ὑπόλοιπο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μετέδωσαν τὸν ἁγιασμό.
Γιὰ ὅλα αὐτά, λοιπόν, στὸ Χριστό, στὸν ἀληθινὸ Θεό μας, πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ πανάγιο Πνεῦμα Του, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στὴν ἀτέλειωτη αἰωνιότητα. Ἀμήν.
«Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.
https://wra9.blogspot.com/2022/06/blog-post_23.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου