(Λουκ. 9, 37: 43)
«Ἐξεπλήσσοντο πάντες ἐπί τῇ μεγαλειότητι τοῦ Θεοῦ»[1]. Ὁ Θεός εἶναι θαυμαστός ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ, θαυμαστός καί ἐν τοῖς ἔργοις Αὐτοῦ, θαυμαστός καί ἐν τοῖς χαρίσμασι Αὐτοῦ. Ὁ Θεός εἶναι πού μᾶς χαρίζει τήν Θεία Του Χάρη, τήν Θεία Του ἐνέργεια, μᾶς χαρίζει τούς ἁγίους καί μᾶς χαρίζει τά θαυμαστά Του ἔργα∙ μᾶς χαρίζει τήν θαυμαστή θεία Του Πρόνοια, μᾶς χαρίζει τήν θεία Του σκέπη καί βοήθεια σέ κάθε στιγμή, διαμέσου τῆς Ἁγίας Του Ἐκκλησίας. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἀπό τόν Θεό διαμέσου τῶν Ἁγίων του, διαμέσου τῶν ἁγίων μυστηρίων, διαμέσου τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του.
Ἡ Χάρις, λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, πού εἶχε ἕνας Ἄγιος στήν ἐποχή του ἐκείνη στά Καυσοκαλύβια, μεταδόθηκε σέ μένα, ἀκτινοβόλησε καί στήν δική μου ψυχή. Αὐτός ὁ Ἅγιος ἦταν ὁ Γερο-Δημᾶς, ὁ ὁποῖος συναντήθηκε, μέ τόν μικρό τότε, Πορφύριο καί τοῦ ἀκτινοβόλησε τήν θεία του Χάρη, χωρίς ὁ ἴδιος βέβαια νά τό γνωρίζει. Λέει ὁ Ἅγιος: «στό Κυριακό πού πήγαινα γιά ἀγρυπνίες καί ἀκολουθίες ἐγνώρισα Ἁγίους ἀνθρώπους. Ἀκοῦστε νά σᾶς πῶ γιά ἕναν κρυφό Ἅγιο. Πάνω ἀπό τήν Καλύβα μας, πολύ ψηλά, ζοῦσε ἕνας Ρῶσος, ὁ Γερο-Δημᾶς. Ἦταν πολύ εὐλαβής. Ὁ Γερο-Δημᾶς ἔμεινε σχεδόν ἄγνωστος σέ ὅλη του τή ζωή. Κανείς δέν ἀναφέρει τό ὄνομα του ἤ γιά τό χάρισμά του. Νά φύγει ἀπό τή Ρωσία! Ποιός ξέρει πόσες ἡμέρες διαδρομή ἔκανε! Τά ἄφησε ὅλα γιά νά ἔρθει σέ μιά ἄκρη τοῦ κόσμου, στά Καυσοκαλύβια. Κι ἔζησε ὅλη του τή ζωή ἐκεῖ. Καί πέθανε ἄγνωστος. Δέν ἦταν κανείς ἐγωιστής. Ὄχι, ὄχι, ἀγωνιστής ἦταν. Καί νά μήν ἔχει κανένα δίπλα του νά τοῦ πεῖ: «Πεντακόσιες μετάνοιες ἔκανα σήμερα. Αὐτό αἰσθάνθηκα...». Ἦταν μυστικός ἀγωνιστής[2].
Θέλει νά πεῖ ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅτι δέν ἐπεδίωκε καθόλου τά μπράβο καί τήν δόξα καί τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Γιατί πολλές φορές μᾶς πιάνει ἡ λεγόμενη πνευματική κενοδοξία καί ἀνθρωπαρέσκεια καί προσπαθοῦμε μέσα ἀπό τά θεῖα χαρίσματα νά ἐκμαιεύσουμε, νά ἀντλήσουμε τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο καί τήν δόξα.
«Ναί, εἶναι ἕνα τέλειο πράγμα αὐτό», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Εἶναι δηλαδή ἡ ἀνιδιοτέλεια. «Ἀνιδιοτέλεια, λατρεία, ἁγιοσύνη, ἐνώπιος ἐνωπίῳ, χωρίς ἀνθρωπαρέσκεια. Ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος, νά τό κάνει καθαρά καί μόνο ἀπό τόν Θεό. Ὁ δοῦλος, τῷ δεσπότῃ. Οὔτε ἡγούμενος, οὔτε «μπράβο», οὔτε «γιατί αὐτό ἔτσι εἶναι». Εἶδα ἕναν ἅγιο ζωντανό. Ναί, ἕναν ἄγνωστο Ἅγιο. Ὁ καημένος περιφρονημένος. Ποιός ξέρει ὅταν πέθανε, ἔπειτα ἀπό πόσες μέρες θά τό μάθαμε κι ἴσως μῆνες, ἄν ἦταν καί χειμώνας. Ποῦ νά πήγαινε ἄνθρωπος ἐκεῖ ψηλά στή λίθινη καλύβα του! Δέν τόν ἔβλεπε κανείς. Πολλές φορές αὐτούς τούς ἐρημίτες τούς βρίσκανε ἔπειτα ἀπό ἕναν-δύο μῆνες μετά τήν κοίμησή τους»[3]. Ὅπως συνέβη καί μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο.
«Τό ἐκχείλισμα τῆς χάριτος», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἦλθε σ' ἐμένανε τόν ταπεινό, ὅταν εἶδα αὐτόν, τόν Γερο-Δημᾶ στό Κυριακό νά κάνει τίς μετάνοιές του καί ν' ἀναλύεται σέ λυγμούς στήν προσευχή του. Μέ τίς μετάνοιες αὐτουνοῦ, τόσο πολύ τόν ἐπεσκίασε ἡ Χάρις, ὥστε ἀκτινοβόλησε καί σ' ἐμένα. Τότε ξέσπασε καί σέ μένα ὁ πλοῦτος τῆς χάριτος. Δηλαδή ὑπῆρχε καί πρίν, μέ τήν ἀγάπη πού εἶχα στόν Γέροντά μου, ἀλλά τότε αἰσθάνθηκα κι ἐγώ τήν Χάρη πάρα πολύ ἔντονα. Νά σᾶς πῶ πῶς μοῦ συνέβηκε.