«Ἔφαγον παντες καὶ ἐχορτάσθησαν»[1]. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ Ἄρτος ὁ ζών, ὁ Ὁποῖος χορταίνει τήν ψυχή ἀλλά καί τό σῶμα. Ὁ Κύριος διά τῆς Ἁγίας Του Ἐκκλησίας μᾶς θεραπεύει καί μᾶς ἀνοίγει τούς πνευματικούς θησαυρούς καί τήν αἰώνια ζωή καί μακαριότητα, ἐφόσον πιστέψουμε εἰς Αὐτόν, ἐφόσον θά ἀφεθοῦμε σέ Αὐτόν μέ ἐμπιστοσύνη, ἐφόσον θά προσευχηθοῦμε μέ καθαρά καρδία καί θά φροντίσουμε νά καταστήσουμε ὅλον τόν ἑαυτό μας, ψυχή καί σῶμα, καθαρό ἀπό κάθε μολυσμό, ἔτσι ὥστε νά ἑνωθεῖ μαζί μας, ὁ παντέλειος Θεός.
«Τό κλειδί γιά τήν πνευματική ζωή», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶναι ἡ εὐχή»[2], δηλαδή ἡ νοερά ἀδιάλειπτη προσευχή. Γι' αὐτό καί ἡ ἱερά αὐτή πρᾶξις, ἡ ὁποία εἶναι ἀπό τήν Ἁγία Γραφή διδαγμένη σέ μᾶς, ἀπό τόν Κύριό μας, αὐτή ἡ πρᾶξις εἶναι πού καθαρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά πάθη καί τόν ἁγιάζει καί τοῦ ἀνοίγει τούς πνευματικούς θησαυρούς.
«Νά προσεύχεστε στόν Θεό», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «μέ ἀνοικτά τά χέρια. Αὐτό εἶναι τό μυστικό τῶν Ἁγίων. Μόλις ἄνοιγαν τά χέρια τους, τούς ἐπεσκέπτοντο ἡ Θεία Χάρις. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιοῦν ὡς πιό ἀποτελεσματική τήν μονολόγιστη εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Τό κλειδί γιά τήν πνευματική ζωή εἶναι ἡ εὐχή. Τήν εὐχή δέν μπορεῖ κανείς νά τήν διδάξει, οὔτε τά βιβλία, οὔτε ὁ γέροντας, οὔτε κανείς. Ὁ μόνος διδάσκαλος εἶναι ἡ Θεία Χάρις»[3]. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, μᾶς λέει ὁ Ἅγιος, διδάσκει τόν ἄνθρωπο πῶς νά προσεύχεται μέ τήν ἐπίκληση αὐτή, τήν μονολόγιστη εὐχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
«Ἄν σᾶς πῶ ὅτι τό μέλι εἶναι γλυκό, εἶναι ρευστό, εἶναι ἔτσι κι ἔτσι», λέει ὁ Ἅγιος, «δέν θά καταλάβετε, ἄν δέν τό γευτεῖτε. Τό ἴδιο καί στήν προσευχή, ἄν σᾶς πῶ εἶναι ἔτσι, νιώθεις ἔτσι κ.λπ., δέν θά καταλάβετε, οὔτε θά προσευχηθεῖτε, «εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ»[4]»[5]. Μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τήν ἀληθινή προσευχή.
«Μόνο τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, μόνο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἐμπνεύσει τήν ψυχή. Δέν εἶναι δύσκολο νά πεῖτε τήν εὐχή, ἀλλά δέν μπορεῖτε νά τήν πεῖτε σωστά γιατί κλωτσάει ὁ παλαιός ἑαυτός σας», δηλαδή τά πάθη ἀντιδροῦν. «Ἄν δέν μπεῖτε στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Χάριτος, δέν θά μπορέσετε νά κάνετε τήν εὐχή. Μόλις ἀκούσετε λόγο προσβλητικό λυπᾶστε καί μόλις σᾶς ποῦν καλό λόγο χαίρεστε καί λάμπετε; Μέ αὐτό δείχνετε ὅτι δέν εἶστε ἕτοιμοι, δέν ἔχετε τίς προϋποθέσεις»[6]. Δηλαδή ἀκόμα ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δουλεύει στά πάθη του καί μάλιστα στό πάθος τῆς κενοδοξίας, δέν μπορεῖ ἔτσι νά πεῖ σωστά τήν νοερά προσευχή. «Γιά νά ἔλθει ἡ Θεία Χάρις, πρέπει νά ἀποκτήσετε τίς προϋποθέσεις, τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση, διαφορετικά δημιουργεῖται ἀντίδραση.