Γράφει ὁ Ἡρακλῆς Ρεράκης, Καθηγητὴς ΑΠΘ,
Πρόεδρος τῆς Πανελλήνιας Ἑνώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)
Σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι, ἐπηρεαζόμενοι ἀπὸ ἐπιστημονικὰ κριτήρια ἢ ἀπὸ ἰδεοληψίες ἢ ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἀδιαφορία, ἀποδέχονται τὸν ἄνθρωπο, ἀποκλειστικά, ὡς σῶμα.
Ὁ ὑλισμός, γενικά, ὡς τρόπος σκέψης καὶ ζωῆς, ἐπιδιώκει νὰ ἀποβάλει τὴν ψυχὴ ἢ τὸ πνεῦμα ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ἐξαφανίσει ὅ,τι περιλαμβάνει ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὕπαρξης τῆς ψυχῆς στὴν ὀντολογικὴ λειτουργία του.
Τί πρεσβεύουν, συνεπῶς, οἱ ὑλιστές; Περιορίζουν ὅλες τὶς δραστηριότητες τοῦ ἀνθρώπου στὸ πλαίσιο τῆς οἰκονομίας, τῆς βιολογικῆς ἐπιβίωσης τοῦ σώματος, στὴν εὐμάρεια, στὴν εὐημερία καὶ σὲ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὴ σωματικὴ διαβίωση ἢ ἐπιβίωση.
Οὐσιαστικά, μιὰ κοινωνία κοσμικὴ καὶ ὑλιστικὴ ἀρνεῖται τὴν πίστη στὸν Θεὸ καί, ταυτόχρονα, τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ θεωρεῖ τὴν πνευματικὴ... δράση τοῦ ἀνθρώπου ὡς μιὰ δράση φονταμενταλιστικὴ καὶ ἀπαρχαιωμένη καὶ ἡ ἄρνηση αὐτή, πιστεύοντας πὼς ἀποτελεῖ μιὰ ἔκφραση μοντερνισμοῦ καὶ προοδευτισμοῦ τόσο στὸν χῶρο τῆς πολιτικῆς, ὅσο καὶ στὸν χῶρο τῶν ΜΜΕ καὶ τοῦ διαδικτύου.
Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἀποξηλώνεται ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ μένει μόνον ὡς μιὰ χοϊκή - ὑλικὴ ὕπαρξη, μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ σημαίνει αὐτὸ γιὰ τὶς πολιτικὲς κοινωνικῆς μέριμνας καὶ ἀντιμετώπισης.
Ἔκτοτε, στὸ πλαίσιο αὐτῶν τῶν ἐπιλογῶν καὶ ὅσον ἀφορᾶ στὰ καθ' ἡμᾶς, ψηφίζονται νόμοι, ποὺ ἀποτελοῦν, κυρίως, αἰτήματα νεωτεριστικῶν καὶ ριζοσπαστικῶν τάσεων, ποὺ καταρρακώνουν τὸ διαχρονικὸ ἦθος τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἑτοιμάζουν ἕναν ἄνθρωπο ἄψυχο, πονηρό, γεμᾶτο πάθη καὶ κακίες, μὲ προσανατολισμὸ τὸν βιολογισμὸ καὶ τὴ σκοπιμότητα τοῦ «φάγωμεν πίωμεν αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Ὡστόσο, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ βλέπει τὰ πάντα ποσοτικὰ καὶ ὑλιστικά, χωρὶς νόημα καὶ λόγο ὕπαρξης, χωρὶς ἀγάπη στὸν Θεό, στὸν συνάνθρωπο καὶ στὴν κτίση, ἕνας ἄνθρωπος ἄτομο (ἀτομικιστής), ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ εἰσέλθει σὲ μιὰ «κοινωνία» ἀκοινώνητη, ἀπροσανατόλιστη, ἄπιστη, ταραγμένη, ἀναστατωμένη, συγκρουσιακή, βίαιη, ἐπιθετική, θανατερή, μὲ πεῖνα, δυστυχία, μῖσος, αὐτοκτονίες, χρήση οὐσιῶν, μῖσος, ἄγχος, ἀνηθικότητα γίνεται καὶ ὁ ἴδιος ἐπικίνδυνος τόσο γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅσο καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἔτσι, κτίζεται μιὰ κοινωνία ἀδιεξόδων, χωρὶς μέτρο καὶ ὅρια, χωρὶς συνδετικοὺς δεσμούς, ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὸν Θεό, τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ὅπως, ὅμως, μαρτυρεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος, «ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ ζωή, τόσο πλησιάζει στὸ θάνατο. Γιατί ζωὴ εἶν' ὁ Θεὸς καὶ ἡ στέρηση τῆς ζωῆς εἶναι θάνατος». Πῶς ἀντιμετωπίζει τὴν κατάσταση ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Διωκόμενη διαρκῶς, ἐπιμένει νὰ διακονεῖ τὸν πληγωμένο ἄνθρωπο καὶ νὰ ἀγωνίζεται νὰ κάνει τὸν κόσμο Ἐκκλησία καὶ τὸν πλανεμένο ὑλιστὴ ἄνθρωπο νὰ τὸν καλέσει νὰ ἀποδεχθεῖ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του, ὡς ψυχοσωματικὴ ὕπαρξη «κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ» καὶ νὰ γίνει κατὰ χάριν θεάνθρωπος, ὅπως ἐξ' ἀρχῆς τὸν προώρισε ὁ Θεός. Ἡ Ἐκκλησία, συνεπῶς, συνεχίζει τὸ σωτηριακὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ Λυτρωτῆ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ὀς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α' Τιμ. 2, 4).
Γι' αὐτό, ἀφ' ἑνός, ἀπορρίπτει, θεολογικά, τὶς θεωρίες καὶ τὴ ζωὴ τῶν ὑλιστῶν καὶ τῶν ἀθέων, ποὺ ἐκκινοῦν ἀπὸ τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνον σῶμα καὶ δέχεται τὴν ἑνιαία φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς μία ψυχοσωματικὴ ὁλότητα, ἔτσι ὅπως διδάσκεται στὸ Βιβλίο τῆς Γενέσεως: «Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἀνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν (Γέν. 2, 7). Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης διδάσκει ὅτι μία καὶ μοναδικὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς συστάσεώς μας ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος, δεχόμενος τὴ διπλή κατασκευὴ τῆς φύσεώς μας, τὴν κατ' εἰκόνα Θεοῦ «ὁμοιωμένη». Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἐπίσης, διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος «ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος αἰσθητοῦ γνωρίζεται», ὅτι δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὅν, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μόνον ὡς σῶμα ἢ μόνον ὡς πνεῦμα, ἀλλὰ ὡς μία ὀντότητα, ἐκ σώματος καὶ πνεύματος. Τὸ μὲν σῶμα εἶναι αἰσθητὸ καὶ ὁρατό, τὸ δὲ πνεῦμα ἢ ψυχὴ εἶναι ἀόρατο.
Ἡ ψυχή, κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, εἶναι ἡ αἰτία τῆς ζωῆς. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπάρχουν πολλὰ χωρία, ὅπου ἐκφράζεται ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ἐκ σώματος καὶ πνεύματος σύσταση τοῦ ἀνθρώπου καὶ χρησιμοποιοῦνται ἐναλλακτικά, οἱ λέξεις ψυχὴ ἢ πνεῦμα καὶ σὰρξ ἢ σῶμα. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Χριστὸς συμβούλευε τοὺς μαθητές του «ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε... Τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενὴς» (Μάρκ. 14, 38). Τοὺς τόνιζε, ἐπίσης: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων νὰ ἀποκτείνωσι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα νὰ ἀπολέση ἐν τῇ γεένῃ» (Ματθ, 10, 28).
Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ἐπίσης σημειώνει: «Αὐτὸς ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καὶ ὁλόκληρον ὑμῶν τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἀμέμπτως, ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη» (Α' Θεσσ. 5, 23). Ἐπίσης τονίζει: «Ἂς καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐκπληροῦντες ἁγιωσύνην ἐν Θεοῦ». (Β' Κορ. 7, 1). Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ἀκόμη, ὁμιλεῖ γιὰ ἐκείνους ποὺ ὑπηρετοῦν εἴτε τὴ σάρκα καὶ τὰ πάθη, ποὺ γεννοῦν τὴ φθορὰ εἴτε τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα, ποὺ γεννᾶ τὴν αἰωνιότητα: «Ὁ σπείρων εἰς τὴν σάρκα ἑαυτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς θερίσει φθοράν, ὁ δὲ σπείρων εἰς τὸ πνεῦμα, ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωὴν αἰώνιον» (Γαλ. 6, 8). Εἶναι σαφὲς ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀπορρίπτουν τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς, ἀπορρίπτουν καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ καλοῦ στὴ ζωή τους.
Ἡ ἀπόρριψη τοῦ πνεύματος ἢ τῆς ψυχῆς στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ὁ Νύσης, χαρακτηρίζεται ὡς «ἀνοησία» καὶ «ἀπατηλὴ φιλοσοφία», ποὺ ἐπινοεῖ καὶ εἰσάγει στὴ ζωή μας «ὁ ἐφευρέτης τοῦ ψεύδους (διάβολος), γιὰ νὰ προσβάλλει τὴν ἀλήθεια. Μιὰ τέτοια ἄποψη γιὰ τὴν ψυχή, δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο παρὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ προσκόλληση στὴν ἡδονὴ τοῦ παρόντος· σημαίνει ἀπόρριψη τῆς ἐλπίδας γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, στὴν ὁποία κυριαρχεῖ μόνον ἡ ἀρετή. Διότι, ἐὰν δὲν κυριαρχήσει μέσα μας, χωρὶς ἀμφιβολία, ἡ πίστη γι' αὐτὸ (αἰωνιότητα ψυχῆς), τότε ὁ βίος τῶν ἀνθρώπων χάνει τὸ καλύτερό του στὴ ζωή, τὴν ἀρετή. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἀρετὴ ἐκεῖ, ποὺ ἡ ὕπαρξη περιορίζεται μόνον στὴν παροῦσα ζωή, καὶ μετὰ ἀπ' αὐτὴν δὲν ἐλπίζουμε σὲ τίποτε; Ἂς θέσουμε κριτήριο τοῦ λόγου μας τὴ θεόπνευστη Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ἀποφαίνεται ὅτι δὲν ὑπάρχει καμία ἐξαιρετικὴ ἰδιότητα τῆς ψυχῆς, ποὺ νὰ μὴν εἶναι καὶ ἰδιότητα τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος, μάλιστα, ποὺ εἶπε ὅτι ἡ ψυχὴ ἀποτελεῖ ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ, διακήρυξε ἐπίσης ὅτι, αὐτὸ ποὺ εἶναι ξένο πρὸς τὸν Θεό, αὐτὸ βρίσκεται καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ψυχή. Αὐτοὶ ποὺ ζοῦν ἀκόμη τὴ σαρκικὴ ζωὴ εἶναι ἀνάγκη, μὲ τὴν ἐνάρετη βιωτή τους, ν' ἀπομακρύνονται κάπως καὶ νὰ ξεφεύγουν ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὴ σάρκα, ἔτσι ὥστε νὰ σπάσουν τὰ δεσμὰ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ τῆς γίνει εὔκολος καὶ ἄνετος ὁ δρόμος πρὸς τὸ ἀγαθὸ καὶ κανένα σωματικὸ βάρος νὰ μὴν τὴν ἀποσπᾶ. Ὅποιος γίνει ἐντελῶς σαρκικὸς στὴ σκέψη καὶ τὴ ζωή του καὶ ἀφιερώνει κάθε κίνηση καὶ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς στὰ θελήματα τῆς σάρκας, αὐτός, κι ὅταν ἀκόμη βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὴ σάρκα του, δὲν ἀποχωρίζεται τὰ πάθη της. Ἐάν, λοιπόν, εἴτε μὲ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς παρούσης ζωῆς εἴτε μὲ τὴν κάθαρση μετὰ ἀπ' αὐτήν, ἐλευθερωθεῖ ἡ ψυχή, ἀπὸ τὴν ἐξάρτησή της ἀπὸ τὰ ἄλογα πάθη, τότε, τίποτε δὲν τὴν ἀποκλείει ἀπὸ τὴ θεωρία τοῦ καλοῦ. Καὶ καλό, στὴ φύση του, εἶναι τὸ Θεῖο, στὸ ὁποῖο ἡ ψυχὴ θὰ προσδένεται μὲ τὴν καθαρότητά της, ὅπως συνδέεται μὲ συγγενῆ της.
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2023/11/blog-post_549.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου