Ο ἐνάρετος Ἡγούμενος τοῦ Γρηγορίου Ἀθανάσιος εἶχε δεῖ στόν ὕπνο του ἕναν ἱερομόναχο κεκοιμημένο καί τόν ρώτησε:
–Τί κάνεις, παιδί μου; Πῶς πέρασες στήν ἐξέταση;
–Γέροντα, ἀπάντησε ἐκεῖνος, ὡς πρός τά καλογερικά καθήκοντα πῆγα καλά. Ὁ Δεσπότης Χριστός ἦταν ἐπιεικής μαζί μου. Ὡς πρός τά τῆς ἱερωσύνης δυσκολεύτηκα πολύ, διότι ὁ Δεσπότης Χριστός μοῦ ἔκανε λεπτομερῆ καί ἀσυγκατάβατη ἐξέταση.
Κάποια φορά ἄκουσαν δυνατές φωνές. Βγῆκαν ἔξω καί εἶδαν στόν κάτω ὄροφο κάποιον μοναχό νά φωνάζη καί νά διαμαρτύρεται, ἐπειδή ὁ Γέροντας εἶχε κρεμάσει λίγα ροῦχα πλυμένα καί ἔσταζαν στόν ὄροφό του. Ὁ Ἡγούμενος δέν μίλησε μόνο εἶπε σιγανά στόν ἑαυτό του: «Θά σέ κανονίσω», καί ἔκοψε τό σχοινί πού εἶχε ἁπλωμένα τά ροῦχα του, γιά νά μήν ἁπλώση ἄλλη φορά τά ροῦχα του ἐκεῖ. Κανόνισε, τιμώρησε, δηλαδή τόν ἑαυτό του.
Ὁ γερω–Ἐφραίμ πήγαινε τακτικά στό κελλί τοῦ Ἡγουμένου καί ἐξωμολογεῖτο καθαρά τούς λογισμούς του. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ εἶπε κάποτε: «Ἐσύ θά σωθῆς, ἐπειδή ἐξομολογεῖσαι τακτικά».
Συμβούλευε: «Νά κάνετε τόν κανόνα σας γιά νά μήν τόν κάνετε στό κρεββάτι ἄρρωστοι». Ὁ ἴδιος ὅταν ἦταν νέος ἔκανε διπλό κανόνα, γιά νά τόν ἔχη ὅταν λόγῳ γήρατος δέν θά μποροῦσε νά τόν κάνη.
Ὁ π. Διονύσιος Σιωνίδης, γιατρός ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, εἶχε ἐπισκεφθῆ τήν Μονή Γρηγορίου ὡς σπουδαστής καί παρεκάλεσε τόν παπα–Ἀθανάσιο νά τοῦ πῆ λόγους πνευματικούς, διότι ἴσως νά μήν τόν ἔβλεπε ἄλλη φορά. Καί ὁ Ἡγούμενος τοῦ ἀπάντησε: «Παιδί μου, εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἄλλη φορά δέν θά μέ ξαναδῆς. Τώρα ὅμως εἴμαστε κουρασμένοι μετά ἀπό τήν ἀγρυπνία. Θά σοῦ πῶ μόνο δύο λόγια. Κάνε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ· ἄν τίς κάνης θά εἴμαστε μαζί στόν Παράδεισο καί θά τά λέμε ξεκούραστα. Καί νά ἔρχεσαι τακτικά στό Ἅγιον Ὄρος». Τόν ἄλλο χρόνο πού ἦρθε πάλι ὁ π. Διονύσιος, δέν βρῆκε τόν Ἡγούμενο, διότι εἶχε κοιμηθῆ.
Εἶχε ὁσιακό τέλος. Τά Χριστούγεννα τοῦ 1953 προγνώρισε τήν κοίμησή του καί εἶπε στούς πατέρες «σέ τρεῖς μέρες θά φύγω». Πέρασαν ὅλοι οἱ πατέρες, ζήτησαν συγχώρεση, ζήτησε καί ὁ ἴδιος ἀπό αὐτούς καί τήν τρίτη ἡμέρα, τήν ὥρα πού ἔλεγαν τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, παρέδωσε τήν ἁγιασμένη ψυχή του εἰς χεῖρας Θεοῦ, στίς 28–12–1953, σέ ἡλικία 80 ἐτῶν.