Απόσπασμα από το βιβλίο, Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, «Πνευματικός αγώνας», Λόγοι γ’, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Για να σταματήση ο άνθρωπος να κάνη μια αμαρτία, πρέπει να προσπαθήση να αποφύγη κάθε ερέθισμα που προκαλεί αυτήν την αμαρτία. Ο μέθυσος λόγου χάριν, αν θέλη να βοηθηθή και να μην ξαναπιή, δεν πρέπει ούτε έξω από ταβέρνα να περάση.
Μικρή προσπάθεια χρειάζεται και καλή διάθεση, και ο Καλός Θεός θα μας βοηθήση να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες.
Έχει, ας πούμε, κάποιος ένα πάθος. Το αναγνωρίζει, αγωνίζεται να το κόψη, μετανοεί, ταπεινώνεται. Η διάθεση που έχει να κόψη το πάθος του πληροφορεί τον Θεό και τον βοηθάει. Αλλά, αν δεν καταβάλλη προσπάθεια, για να αλλάξη, και συνεχίζη να αμαρτάνη, πώς ο Θεός να δώση την Χάρη Του;
Η Χάρις του Θεού δεν έρχεται σε λανθασμένη κατάσταση, γιατί αυτό δεν βοηθάει τον άνθρωπο. Αν ήταν έτσι, θα έστελνε ο Θεός την Χάρη Του και στον διάβολο.
Ο άνθρωπος που δεν παραμένει στην πτώση του, στις αμαρτωλές σκέψεις του, αλλά μετανοεί για τα σφάλματα του και αγωνίζεται να μην αμαρτάνη, δέχεται την Χάρη του Θεού και βοηθιέται. Όταν όμως δεν υπάρχη μετάνοια και η αμαρτία θεωρήται μόδα, αυτό είναι δαιμονική κατάσταση.
Γέροντα, ο ένας από τους δύο ληστές που είχαν σταυρωθή με τον Χριστό πως
σώθηκε;
– Εκείνος ανέβηκε από τον τοίχο και μπήκε στον Παράδεισο! Η του ληστού μετάνοια τον
Παράδεισον εσύλησεν*. Έκλεψε δηλαδή με την μεγάλη του μετάνοια και τον Παράδεισο.
Γέροντα, αν κάποιος έχη αλλάξει ζωή και δεν παραμένη στις παλιές του αμαρτωλές συνήθειες, αλλά μερικές φορές πέφτη σε κάποιο από τα παλιά του αμαρτήματα, σημαίνει ότι δεν έχει μετάνοια;
– Εάν κάνη την προσπάθεια που χρειάζεται και πέφτη, έχει κάποια ελαφρυντικά. Στην αρχή δεν είναι εύκολο. Αλλά, όταν κανείς καταλάβη πραγματικά πόσο βαρύ ήταν αυτό που έκανε, δεν ξαναπέφτει. Παλιά υπήρχε μετάνοια ειλικρινής. Όταν κάποιος μετανοούσε, δεν γύριζε πίσω.
Θυμάμαι μια γυναίκα, πόσο με είχε βοηθήσει με την αληθινή της μετάνοια. Είχε πολλή συστολή, ούτε μιλούσε. Είχε βάλει τα μαύρα – σαν καλόγρια ήταν – και φρόντιζε ένα εκκλησάκι, άναβε τα κανδήλια… Και μόνον που την έβλεπες, βοηθιόσουν πολύ.
Τώρα βλέπω, μερικοί, μόλις αλλάζουν ζωή, αρχίζουν να κάνουν τον δάσκαλο στους άλλους, ενώ μέσα τους υπάρχει ακόμη ο παλαιός εαυτός τους. Να μετανοήση βέβαια κανείς, να σταματήση την άσωτη ζωή που ζούσε και να αρχίση να ζη πνευματικά, αυτό είναι θετική βοήθεια και για τους άλλους. Αλλά από εκείνη την κατάσταση στην όποια βρισκόταν, να παρουσιάζεται αμέσως ως πνευματικός άνθρωπος και να κηρύττη, ε, αυτό είναι πλάνη.