ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ: Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Η λέξη Ησυχασμός παράγεται από το ρήμα ησυχάζω που σημαίνει βρίσκομαι σε κατάσταση σιγής, ηρεμίας και αυτογνωσίας. Ο ησυχαστής μοναχός, αλλά και λαϊκός, πλημμυρισμένος από θείο έρωτα, προσπαθεί να αποβάλλει κάθε κοσμική ενασχόληση και σκέψη, αποζητά την ησυχία και επικεντρώνεται στη μνήμη του Θεού, λέγοντας αδιάλειπτα την νοερά προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό».
Η άσκηση αυτή καθαρίζει την καρδιά από κάθε πάθος και το νου από τους ακάθαρτους λογισμούς, τους οποίους υπαγορεύουν οι δαίμονες. Ο ησυχαστής έτσι αποκτά «νουν Χριστού», όπως είπε ο απόστολος Παύλος. Το μυαλό του, η καρδιά του, οι αισθήσεις του και γενικά ολόκληρη η ψυχοσωματική του υπόσταση γεμίζει από την άκτιστη χάρη και την παρουσία του Θεού, τον καθαρίζει από τους ρύπους της αμαρτίας, τον αγιάζει, τον καθιστά μέτοχο των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Με την συνεχή άσκηση ο ησυχαστής αισθάνεται με τις σωματικές του αισθήσεις, βλέπει με τα σωματικά μάτια του το άκτιστο θείο φως, αυτό το φως που είδαν οι άγιοι απόστολοι στο όρος Θαβώρ.
Το ησυχαστικό κίνημα, υπήρχε από της ιδρύσεως της Εκκλησίας. Μεγάλοι Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας άσκησαν τον ησυχασμό, όπως ο Μ. Βασίλειος και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, οι οποίοι απομονώθηκαν στον Ήρι ποταμό στον Πόντο, όπου ασκήθηκαν στην ησυχία, την προσευχή, την μελέτη των Αγίων Γραφών, στο θείο στοχασμό και έφτασαν σε θαυμαστές θείες εμπειρίες και στη θεοπτία. Αλλά το ησυχαστικό κίνημα αναπτύχθηκε και μεσουράνησε τον 13ο και 14ο μ. Χ. αιώνα, με επίκεντρο το Άγιον Όρος. Πρώτος κομιστής και δάσκαλος υπήρξε ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης. Συνεχιστής του ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1356), ο οποίος λάμπρυνε τον αγιορείτικο μοναχισμό.
Όμως το ησυχαστικό κίνημα πολεμήθηκε με σφοδρότητα από τον δυτικό παρεφθαρμένο χριστιανισμό και την σχολιαστική θεολογία. Το 1335 ο μοναχός, θεολόγος και φιλόσοφος Βαρλαάμ τον Καλαβρός, ήρθε από την Ιταλία στην ορθόδοξη ανατολή για να αντικρούσει το κίνημα του ησυχασμού. Βαθύτατα επηρεασμένος από αριστοτελισμό, τη λατινική θεολογία και τον σχολαστικισμό, δίδασκε πως ο άνθρωπος είναι αδύνατον να γνωρίσει, να προσεγγίσει και να ενωθεί με το Θεό. Επίσης δίδασκε πως ο Θεός είναι «κλεισμένος στον εαυτό του» και δε μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Αντίθετα οι ορθόδοξοι Πατέρες, κάνοντας τη διευκρίνιση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού, δίδασκαν πως η γνώση της ουσίας του Θεού είναι μεν αδύνατος, όχι όμως οι άκτιστες θείες ενέργειες, οι οποίες δίνονται ως ύψιστες δωρεές στους ανθρώπους και γίνονται φανερές σε όσους κατορθώνουν να καθαρθούν από τα πάθη τους.