ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ[:Ιω. 7,37-52 και 8,12]
YΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος (: Κατά την τελευταία και επισημότερη από τις άλλες ημέρες της εορτής[της Σκηνοπηγίας] στάθηκε όρθιος ο Ιησούς και με δυνατή φωνή είπε: ‘’Εάν κανείς αισθάνεται πόθο και δίψα, όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για πνευματικά και αιώνια, για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έλθει κοντά Μου μέσω της πίστεως και ας πίνει την αλήθεια που προσφέρω, για να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον μύχιοι και ευγενείς πόθοι του. Εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, σύμφωνα με τους λόγους της Γραφής, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά και τα βάθη της ψυχής του θα αναβλύζουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό, για να ξεδιψά όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και όλοι όσοι έρχονται σε επικοινωνία με αυτόν’’)»[:Ιω.7 ,37-38].
Εκείνοι οι οποίοι προσέρχονται για να ακούσουν το θείο κήρυγμα και είναι προσεκτικοί στα θέματα της πίστης, πρέπει να επιδεικνύουν τον έντονο πόθο όσων διψούν για να ξεδιψάσουν και ανάλογη επιθυμία να ανάπτουν μέσα τους, διότι έτσι θα μπορέσουν να συγκρατήσουν με ασφάλεια όσα λέγονται. Άλλωστε και οι διψασμένοι, όταν πάρουν στα χέρια τους ένα ποτήρι με νερό, το πίνουν με μεγάλη προθυμία και τότε πια σβήνουν τη δίψα τους και ησυχάζουν.
Κατά όμοιο, λοιπόν, τρόπο και οι ακροατές των θείων λόγων, εάν τους ακούνε και τους δέχονται με πραγματική δίψα, δεν θα κουραστούν ποτέ , μέχρις ότου μάθουν τα πάντα. Για το ότι πρέπει συνεχώς να διψάμε και να πεινάμε για τα πνευματικά λέγει ο Κύριος: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται(:Μακάριοι είναι εκείνοι οι οποίοι με σφοδρό εσωτερικό πόθο σαν πεινασμένοι και διψασμένοι επιθυμούν τη δικαιοσύνη και την τελειότητα, διότι αυτοί θα χορτάσουν καθώς θα ικανοποιηθούν πλήρως οι πόθοι τους)»[Ματθ.5,6]. Και εδώ λέγει ο Χριστός: «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Οι λόγοι αυτοί έχουν την ακόλουθη σημασία: «Κανέναν δεν προσελκύω αναγκαστικά και με τη βία, αλλά εάν κανείς έχει μεγάλη προθυμία, εάν φλέγεται από τον πόθο για τα αιώνια αγαθά, αυτόν προσκαλώ Εγώ».
Και για ποιον λόγο επεσήμανε ο Ευαγγελιστής ότι αυτό συνέβη «κατά την τελευταία ημέρα τη μεγάλη της εορτής»; Διότι η πρώτη και η τελευταία μέρα της εορτής αυτής της Σκηνοπηγίας θεωρούνταν μεγαλύτερες σε σημασία και επισημότερες, ενώ τις ενδιάμεσες περισσότερο τις κατανάλωναν σε διασκέδαση και τρυφή.
Και γιατί ο Κύριος ομιλεί «κατά την τελευταία» ημέρα; Διότι κατ’ αυτήν ήσαν όλοι συγκεντρωμένοι. Βέβαια την πρώτη ημέρα δεν είχε παρευρεθεί ο Ιησούς στην εορτή [της Σκηνοπηγίας] και είχε πει στους αδελφούς Του την αιτία [πρβ. Ιω.7,1-9.: «Καὶ μετὰ ταῦτα περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν͵ ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι. Ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ͵ Μετάβηθι ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν͵ ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσουσιν [σοῦ] τὰ ἔργα ἃ ποιεῖς· οὐδεὶς γάρ τι ἐν κρυπτῷ ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρρησίᾳ εἶναι. Εἰ ταῦτα ποιεῖς͵ φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. Λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς͵ Ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν͵ ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος. Οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς͵ ἐμὲ δὲ μισεῖ͵ ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν. Ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τὴν ἑορτήν· ἐγὼ οὐκ ἀναβαίνω εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην͵ ὅτι ὁ ἐμὸς καιρὸς οὔπω πεπλήρωται. Ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτὸς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ (:Και ύστερα από τα γεγονότα αυτά περιόδευε ο Ιησούς στη Γαλιλαία· διότι δεν ήθελε να περιέρχεται για να κηρύττει στην Ιουδαία, επειδή ζητούσαν οι Ιουδαίοι να Τον θανατώσουν. Πλησίαζε λοιπόν τότε η εορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία, κατά την οποία οι Ιουδαίοι για επτά ημέρες παρέμεναν στις σκηνές, σε ανάμνηση της ζωής την οποία ως σκηνίτες πέρασαν οι πρόγονοί τους στην έρημο. Είπαν λοιπόν προς Αυτόν οι θεωρούμενοι από τους άλλους ανθρώπους ως αδελφοί Του-τα τέκνα δηλαδή του Ιωσήφ και της γυναίκας που είχε, προτού αρραβωνιαστεί με τη Μαρία: ’’Φύγε από εδώ και πήγαινε στην Ιουδαία, ώστε να δουν τα θαύματα τα οποία κάνεις και οι εκεί μαθητές σου· διότι κανείς δεν κάνει τίποτε στα κρυφά και μάλιστα όταν ζητεί να γίνει φανερά γνωστός και να αναγνωριστεί η αξία του από όλους. Αφού τέτοια έργα κάνεις, φανέρωσε τον εαυτό Σου στον πολυπληθή κόσμο, που θα μαζευτεί στην Ιερουσαλήμ κατά την εορτή’’. Και Του φέρονταν έτσι οι αδελφοί Του, διότι ούτε αυτοί δεν Τον πίστευαν ως Μεσσία. Λέγει λοιπόν σε αυτούς ο Ιησούς: “Ο δικός μου καιρός, για να φανερωθώ στους Ιουδαίους ως Μεσσίας οπότε και θα σταυρωθώ, δεν ήλθε ακόμη· ο καιρός όμως ο δικός σας κατά τον οποίο πρέπει να ανεβείτε ως προσκυνητές στα Ιεροσόλυμα είναι πάντοτε έτοιμος. Εσάς δεν μπορεί και δεν έχει κανένα λόγο να σας μισεί ο κόσμος, εμένα όμως με μισεί, διότι εγώ μαρτυρώ και φανερώνω ότι τα έργα του είναι πονηρά. Εσείς να ανεβείτε στα Ιεροσόλυμα για την εορτή αυτή· εγώ δεν ανεβαίνω ακόμη φανερά και επίσημα στην εορτή αυτή, διότι δεν έχει συμπληρωθεί ακόμη ο κατάλληλος καιρός. Δεν έφτασε ακόμη η ώρα της μεγάλης θυσίας”. Αυτά λοιπόν αφού τους είπε, έμεινε στη Γαλιλαία)»].