Βίος Οσίου Παχωμίου του Μεγάλου
O Παχώμιος λεπτύνων σαρκός πάχος,
Ψυχή συνήγε πριν μεταστήναι στέαρ.
Πέμπτη και δεκάτη Παχώμιον ένθεν άειραν.
Ο όσιος πατήρ ημών Παχώμιος γεννήθηκε περί το 292 στην Άνω Θηβάιδα από γονέις εθνικούς, αλλά από παιδί ακόμη ένιωθε έντονη αποστροφή για την ειδωλολατρία και επέδειξε έμφυτη κλίση προς το αγαθό. Στρατολογήθηκε διά της βιας κατά την εκστρατεία του Μαξιμίνου Δάια εαντίον του Λικινίου (312) όπου συγκινήθηκε βαθιά από την αγάπη που έδεξαν οι χριστιανοι των Θηβών απέναντι στους νεοσυλλέκτους που τους έσερναν με σκληρότητα προς τα στρατόπεδά τους σαν να ήταν αιχμάλωτοι. Σύντομα απολύθηκε ο Παχώμιος και βαπτίσθηκε στο χωριό Χηνοβοσκίων, όπου την επόμενη νύχτα είδε δρόσο να κατέρχεται από τον ουρανό και να καλύπτει την κεφαλή του, εν συνεχεία δε συγκεντρώθηκεστό δεξί του χέρι, συμπυκνώθηκε και έγινε μέλι που έτρεχε στην γη. Άρχισε παρευθύς να διάγει βίο ασκητικό με οδηγό την συνείδησή του και να υπηρετεί τους ανθρώπους του τόπου, ιδιαίτερα όταν ενέσκηψε επιδημία πανούκλας. Μετά τρία έτη, στενοχωρούμενος από τον συγχρωτισμό με κοσμικούς και κινούμενος από σφοδρή αγάπη για τον Θεό μόνο, έγινε μαθητής ενός άγιου γέροντα, του Παλάμωνος, που ήταν τραχύς και αυστηρός και ζούσε στην ερημία έξω από την πόλη [12 Αυγ.].
Αφού τον δοκίμασε σκληρά, ο Γέροντας τον ενέδυσε το μοναχικό Σχήμα και του δίδαξε να αγρυπνεί, όπως ο ίδιος, την μισή, συχνά δε ολόκληρη την νύχτα, απαγγέλλοντας στίχους της Αγίας Γραφής, να νηστεύει το καλοκαίρι καθημερινά μέχρι το βράδυ και τον χειμώνα να μην γεύεται τίποτα μία στις δύο η τρεις ημέρες, δίχως να καταλύει ποτέ λάδι, κρασί η μαγειρευμένη τροφή. Η Ακολουθία που τελούσαν αποτελείτο από πενήντα ομάδες Ψαλμών με κατακλείδα μία ευχή κατά την διάρκεια της νύχτας και εξήντα την ημέρα, πέρα από την διαρκή μνήμη του Θεού που διατηρούσαν στον νού και την καρδία τους, σύμφωνα με την παραίνεση του Αποστόλου (Β’ Θεσσ, 5, 17).
Για να προσπορίζονται τα χρειώδη για την διαβίωσή τους και κυρίωςγιά την φροντίδα των πτωχών, έπλεκαν σάκκους και καλάθια από νήμα, τρίχες η φύλλα φοινικιάς και εργάζονταν ακόμη και την νύχτα, απαγγέλλοντας τον λόγο του Θεού, για να αντιμάχονται τον ύπνο. Αν, παρά την χειρωνακτική εργασία, τους κατέβαλλε ο ύπνος, τότε σηκώνονταν και πήγαιναν να μεταφέρουν άμμο με την σπυρίδα από το ένα μέρος της ερήμου στο άλλο. Κάποτε, ανήμερα το Πάσχα, ο Παχώμιος έρριξε λίγο λάδι στο τριμμένο αλάτι που ήταν η συνηθισμένη τροφή τους. Ο Παλάμων κτυπώντας το πρόσωπό του άρχισε τότε να κλαίει λέγοντας «Χθες ο Κύριος εσταύρωται, και εγώ να φάγω σήμερα λάδι!»
Ο Παχώμιος δεν υπέμενε μόνο με προθυμία την αυστηρή τάξη του Γέροντα, αλλά φρόντιζε κυρίως να διατηρήσει την καρδία του καθαρή διά της φυλακής των λογισμών, εξαντλώντας όλες τις νοητικές του δυνάμεις για την αποστήθιση των λόγων του Θεού προκειμένου να γίνουν κτήμα του.