(Από Β. Π.)
Ὁ Παναγιώτης Παναγιωτίδης γεννήθηκε στίς 11-5-1920 ἀπό εὐλαβεῖς γονεῖς πού ἦλθαν πρόσφυγες ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη καί ἐγκαταστάθηκαν στήν Θεσσαλονίκη. Στίς 12-5-1924 γεννήθηκε καί ἡ ἀδελφή του Δήμητρα.
Μεγάλωσαν μέσα σέ δύσκολα χρόνια, διότι τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ Ἑλλάδα δοκιμαζόταν ἀπό τούς πολέμους καί τήν ἀνέχεια. Στηρίγματα δέν εἶχαν στήν ζωή τους άλλα, παρά μοναδικό στήριγμά τους ἦταν ἡ πίστη στόν Χριστό, στήν Παναγία καί στήν Ἐκκλησία μας.
Ὁ Παναγιώτης ἀπό μικρό παιδί διακρίθηκε γιά τήν ὑπερευφυΐα του. Ἐν τούτοις ἡ δύσκολη ἐποχή, ἡ φτώχεια καί οἱ ἀσθένειες, δέν τοῦ ἐπέτρεψαν νά σπουδάση· τελείωσε μόνο τό Δημοτικό σχολεῖο. Ἀγαποῦσε πολύ τό διάβασμα καί μελετοῦσε ἀσταμάτητα τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη. Στήν καταπληκτική μνήμη του ἀποτυπώθηκαν τά βιβλία τῆς πίστης μας ἀπόλυτα. Τά ἤξερε ἀπ’ ἔξω καί ἀνακατωτά, στήν κυριολεξία. Τά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας παρομοίως τά γνώριζε σέ βάθος. Κήρυττε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ πάντοτε. Σέ Κατηχητικά, στούς Ναούς, σέ πλατεῖες. Σέ ὅλη του τήν ζωή δέν εἶχε περιττές συζητήσεις καί κουβέντες, ἐκτός τῶν ἀπαραιτήτων. Τό 90% τῶν λόγων του ἦταν ἀπό τό Εὐαγγέλιο.
Ἦρθε κάποτε ὁ καιρός πού ἦρθαν στήν Ἑλλάδα οἱ ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, οἱ Χιλιαστές. Ἔγινε σάλος στήν Ἐκκλησία. Μέ προβιά προβάτου καί καρδιά λύκου εἰσέβαλαν στά σπίτια τῶν ἀνίδεων πιστῶν. Παρέσερναν πολλούς στήν ψευδοπίστη τους. Ἡ Ἐκκλησία, οἱ Ἱεράρχες, οἱ Ἱερεῖς ἔψαχναν στήριγμα. Ὁ Παναγιώτης ἦταν ἀπό τούς πρώτους πού ἀνέλαβε τήν ἄμυνα καί τήν ἐπίθεση τῆς Ἐκκλησίας. Ὀργάνωνε ἀντιαιρετικές ὁμιλίες σέ πλατεῖες, σέ αἴθουσες, σέ σπίτια καί προκαλοῦσε τούς χιλιαστές νά ἔρθουν γιά νά συνομιλήσουν μαζί του. Μέ ἠρεμία τούς κατατρόπωνε καί ἀποδείκνυε τό ψεῦδος τους. Στόν πρῶτο καιρό, πού δέν τόν ἤξεραν οἱ χιλιαστές, πήγαιναν νά συζητήσουν μαζί του, στήν συνέχεια ὅμως τόν ἀπόφευγαν συστηματικά. Οἱ κατατροπώσεις πού ἔπαθαν οἱ χιλιαστές ἀπό τόν Παναγιώτη, τούς ἔκαναν σκληρούς ἀπέναντί του. Δύο φορές τόν περίμεναν σέ σκοτεινό δρόμο καί τόν κακοποίησαν. «Δέν πειράζει, οἱ μάρτυρες ὑπέφεραν πολλά, ἐγώ δέν περνάω τίποτα», ἔλεγε.
Ἀποτέλεσε τό στήριγμα τῶν Ἱεραρχῶν. Προσκαλεῖτο συχνά στίς Μητροπόλεις καί ἔκανε εἰδικά μαθήματα στούς Ἱερεῖς γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν. Συγχρόνως ἐξέδιδε ἀντιαιρετικά βιβλία γιά τήν ἐνημέρωση τῶν πιστῶν καί τό πιό γνωστό, τό ὁποῖο κυκλοφορεῖ ἀκόμη, εἶναι τό Ἀντιαιρετικό Ἐγκόλπιο. Ὀργάνωσε συστηματικά ἀντιαιρετικά φροντιστήρια, γιά τήν ἐκπαίδευση καί ἄλλων, ὥστε νά ἀντιμετωπιστῆ ὁ κίνδυνος τῶν αἱρέσεων.
Συγχρόνως ἐξέδιδε πολλά ψυχωφέλιμα φυλλάδια, μέ ἑρμηνεῖες τῶν εὐαγγελικῶν καί ἀποστολικῶν περικοπῶν, μέ θέματα πάνω στήν Ὀρθόδοξη πίστη μας καί στήν κατά Χριστόν ζωή. Τά φυλλάδια διανέμονταν δωρεάν. Σέ ὅλα, μέ πολύ ταπείνωση, δέν ἀνέγραφε τό ὄνομά του, μόνο ὑπέγραφε μέ τό Π.Π.. Σέ διάφορους ραδιοφωνικούς σταθμούς εἶχε τακτικές πνευματικές ὁμιλίες, μέ λόγο τεκμηριωμένο, ἁπλό, κατανοητό.