ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ΛΟΥΚΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
[:Λουκά 8,5-15]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου
με θέμα:
«ΟΙ ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΙ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 15-10-2000]
[Β423]
Βεβαίως ο Κύριος, αγαπητοί μου, είχε πάντοτε ένα πυκνό ακροατήριο. Όλοι εκρέμοντο από τα χείλη Του. Κάποιοι, όμως, απεσταλμένοι των Φαρισαίων που θέλησαν να Τον συλλάβουν, όταν Τον άκουσαν -κι αυτό είναι ένα δείγμα- γύρισαν και είπαν στους άρχοντές των, τους Φαρισαίους: «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος». «Ποτέ», λέγει, «δεν λάλησε άνθρωπος, σαν κι αυτόν τον άνθρωπον».
Εντούτοις ο Κύριος, ως καρδιογνώστης, δεν έβλεπε τα ίδια αποτελέσματα του λόγου Του στις καρδιές των ακροατών Του. Γι'αυτό ακριβώς και είπε την παραβολή του σπορέως, που ακούσαμε σήμερα. Και με αυτήν θέλησε να δείξει ότι οι ακροαταί Του και μάλιστα διαχρονικά μέσα εις τους αιώνας, όλοι οι ακροαταί Του, διαχρονικά, το υπογραμμίζω, μοιράζονται σε τέσσερις κατηγορίες.
Η πρώτη κατηγορία, μας είπε ο Κύριος και όπως ο Ίδιος ηρμήνευσε την παραβολήν εις τους μαθητάς, που εζήτησαν την ερμηνεία της, είναι εκείνοι οι «παρὰ τὴν ὁδόν». «Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ». Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Σπείρεται ο λόγος του Θεού. Και πάρτε την παλιά αυτήν εικόνα που είχαμε στα χωράφια μας. Χαριτωμένη εικόνα, όσο κι αν είναι ίσως πεζή, ίσως όχι πάρα πολύ πρακτική, αλλά χαριτωμένη εικόνα, που κρατάει, έχει το δισάκι, παίρνει τον σπόρο με την φούχτα και αρχίζει να σπέρνει. Πολύ φυσικό είναι ο σπόρος αυτός να πέσει σε διάφορα σημεία του εδάφους, του χωραφιού. Και λέγει ότι ένα μέρος αυτού του σπόρου έπεσε παρὰ τὴν ὁδόν. Δηλαδή στο δίπλα μονοπάτι· που ήταν πατημένη γη. Και αυτό θέλει να δείξει -όπως μας ερμηνεύει, ξαναλέγω, ο Κύριος εις τους μαθητάς Του- τους ανθρώπους, οι οποίοι ακούνε τον λόγο του Θεού, έχουνε πωρωμένη καρδίαν και ουδεμία αίσθηση τούς κάνει. Όχι μόνον δεν τους συγκλονίζει, καμία αίσθηση, τίποτε, απολύτως τίποτε, και έτσι η χάρις του Θεού δεν αγγίζει αυτές τις καρδιές. «Ο διάβολος παίρνει από την καρδιά τους», λέει στη συνέχεια ο Κύριος, «τον θείον λόγον». Πάει ο διάβολος, επιτρέψατέ μου την λέξη, βουτάει, αρπάζει, βουτάει τον λόγον του Θεού «ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν». Για να μην πιστεύσουν κι έτσι να μη σωθούν.