ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 18, 35-43]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου
με θέμα:
«ΕΝΑ ΚΟΡΥΦΑΙΟΝ ΑΙΤΗΜΑ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 23-1-1994]
[Β 291]
Εκπληκτικό, όντως, αγαπητοί μου, το θαύμα της θεραπείας του τυφλού της Ιεριχούς. Και η έκπληξις προέρχεται τόσο από τον Κύριον, όσο και από τον τυφλόν. Και οι δύο πλευρές εκπλήσσουν. Παρατηρούμε τον Κύριον, με πόσην ευκολία δίδει αυτό που του ζητείται. Λέγει ένας ερμηνευτής: «Ὅρα τήν ἐξουσίαν». «Δες», λέγει, «την εξουσίαν». «’’Ἀνάβλεψον’’. Τίς γάρ τῶν προφητῶν οὕτως ἐθεράπευσεν, ἐν τοσαύτῃ, φημί, ἐξουσίᾳ;». Τι είπε; «Ἀνάβλεψον». Δηλαδή «Να δεις». «Ποιος», λέγει, «από τους προφήτας ποτέ εθεράπευσε με τόσην εξουσίαν;».
Αλλά και ο τυφλός υπήρξε εκπληκτικός. Με τα μάτια του, δεν είδε κανένα θαύμα του Χριστού. Μόνο άκουσε. Επιμένει όμως στο αίτημά του, γιατί πιστεύει ότι θα μπορέσει να δει. Και το σημαντικότατον, ότι κάθε του εκφώνησις προς τον Κύριον, είναι και ένας –προσέξατε- κολοσσός θεολογίας. Τον απεκάλεσε «υἱόν Δαυΐδ». «Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Τον απεκάλεσε λοιπόν «υἱόν Δαυΐδ» ·που είναι ταυτόσημον με το «Μεσσίας», με το «Χριστός». Τον απεκάλεσε «Κύριον». «Κύριε Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με»· που «Κύριος» είναι ταυτόσημον με το «Θεός». Του είπε και το όνομα Ιησούς. Το όνομα της ανθρωπίνης Του φύσεως. Και τι είπε; «Ἐλέησόν με». Αν ό,τι εξεφώνησε, το θέσομε σε μία παράταξη, τότε τούτο βγάζομε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Να λοιπόν που ο τυφλός αυτός ήδη διετύπωσε αυτήν την μονολόγιστον ευχήν, που έχει σαφώς την κατάθεσή της μέσα εις αυτήν την Αγίαν Γραφήν. Δεν επενοήθη αυτή η ευχή του Ιησού: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», δεν επενοήθη από τους, έστω, εκκλησιαστικούς. Δεν θα πείραζε. Αλλά όμως δεν επενοήθη, αλλά ήδη είναι κατατεθειμένη μέσα εις την Καινή Διαθήκη.
Έτσι αποδεικνύεται ο τυφλός της Ιεριχούς, τρανός θεολόγος. Γιατί; Διότι, όταν είπε «Κύριε», εννοούσε την θεότητα του Χριστού. Όταν είπε «Ἰησοῦ», εννοούσε την ανθρωπίνη φύση του Χριστού, κι όταν είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ Δαυίδ», το ίδιο είναι, ομολογούσε τη μεσσιανικότητα του Ιησού. Συνεπώς εδώ έχομε στα τρία αυτά ονόματα, όλην την θεολογικήν πληρότητα του προσώπου του Ιησού Χριστού. Ότι είναι Θεός, ότι είναι άνθρωπος, συνεπώς Θεάνθρωπος, κι έχει ένα έργον, το μοναδικό έργο, του ότι είναι Χριστός, δηλαδή χρισμένος, κεχρισμένος για έναν σκοπό. Κι αυτός ο σκοπός είναι η σωτηρία του ανθρώπου. Να γιατί αυτός ο τυφλός -ο τυφλός!- αποδεικνύεται τρανός, όπως σας είπα, θεολόγος. Κι αν λογαριάσομε την επαινεθείσα πίστη του, που του είπε ο Κύριος: «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε», τότε μένομε αληθινά έκπληκτοι με την παρουσία και το πρόσωπο αυτού του τυφλού της Ιεριχούς.
Μας κατέπληξε λοιπόν τόσον ο Κύριος, όσο και ο τυφλός. Ας δούμε όμως καταρχάς το αίτημα του τυφλού. «Τι θέλεις;», του είπε ο Κύριος. «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». «Κύριε, τι θέλω; Να δω. Είμαι τυφλός. Να δω». Αλήθεια, υπάρχει πιο κορυφαίον αίτημα, τουλάχιστον από τα φυσικά προσόντα ενός ανθρώπου από την όραση; Που λέγεται μάλιστα και βασιλική αίσθησις;