ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκ. 18,35-43]
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ
«Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με (:Ιησού, υιέ του Δαβίδ, ελέησέ με)»[Λουκ.18,38].
Προσήλθε, λοιπόν, αυτός ο τυφλός με την πεποίθηση ότι προσερχόταν στον Θεό που είναι σε όλα ισχυρός· και αποκαλεί τον Ιησού «υἱόν Δαυΐδ», διότι έχοντας ανατραφεί μέσα στον ιουδαϊσμό και έχοντας γεννηθεί εκεί ως εντόπιος, δεν αγνόησε όσα είχαν ειπωθεί εκ των προτέρων γι’ Αυτόν μέσω του νόμου βέβαια και των αγίων προφητών και ότι κατά σάρκα προερχόταν από τη γενιά του Δαβίδ. Επομένως, επειδή ήδη είχε πιστέψει ότι, όντας Θεός ο Λόγος, υπέμεινε με τη θέλησή Του την κατά σάρκα γέννησή Του, εννοώ από την αγία Παρθένο, πλησιάζει τον Ιησού ως Θεό, λέγοντάς Του: «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Πράγματι, μια πρόσθετη μαρτυρία ότι απηύθυνε αυτήν την ικεσία στον Κύριο, έχοντας αυτήν την πεποίθηση, αποτελούν τα ίδια τα λόγια του Χριστού: «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(:Η πίστη σου σε έχει σώσει)».
Ας τον μιμηθούν, λοιπόν, αυτόν που ήταν ασθενής στους οφθαλμούς, όσοι διαιρούν στα δύο τον ένα Κύριο Ιησού Χριστό, καθώς ο τυφλός πλησιάζει τον Σωτήρα των πάντων Χριστό ως Θεό και Τον ονομάζει και Κύριο και υιό του Δαβίδ. Μαρτυρεί επίσης τη δόξα Του, με το να επιζητεί από Αυτόν μια ενέργεια που ταιριάζει απόλυτα στον Θεό. Ας θαυμάζουν επίσης το σθένος της ομολογίας του˙ μερικοί πράγματι τον επιτιμούσαν, επειδή ομολογούσε την πίστη του, αυτός όμως δεν υποχωρούσε, ούτε και μειωνόταν η παρρησία του από όσους τον εμπόδιζαν.